ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα. Αλ. Κληρίδης για Ν. Πυριλίδη, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-12-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΝΤΖΑΣ ν. LAOS BROS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 140/2011, 22/12/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:A577

(2016) 1 ΑΑΔ 2917

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 140/2011)

 

22 Δεκεμβρίου 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΝΤΖΑΣ,

Εφεσείων

-         ΚΑΙ   -

 

LAOS BROS LTD,

Εφεσιβλήτων

-------------------------------------------

 

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Αλ. Κληρίδης για Ν. Πυριλίδη, για τους Εφεσίβλητους.

 

------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων τραυματίστηκε σοβαρά όταν στις 14.5.2002 στο πλαίσιο εγκατάστασης συστημάτων κλιματισμού στην εκκλησία Αποστόλου Ανδρέα στη Μέσα Γειτονιά Λεμεσού, έπεσε στο έδαφος κατά την κάθοδο του από σκάλα που είχε ο ίδιος προηγουμένως τοποθετήσει για να ανέβει στην οροφή της εκκλησίας.  Οι τραυματισμοί ήταν τέτοιοι που το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε το ποσό των €200.000 ως γενικές αποζημιώσεις με τόκο 8% ετησίως από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής στις 31.5.2007 μέχρι 14.10.2008 και με τόκο 5½% από 15.10.2008, μέχρι εξόφλησης.  Το πρόσθετο ποσό των €106.521,55 καθορίστηκε ως ποσό ειδικών αποζημιώσεων για ιατρικά έξοδα και απώλεια εισοδημάτων με την επιδίκαση νόμιμου τόκου από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης, μειωμένου κατά το ήμισυ.   Κρίθηκε επίσης ότι το ποσό των €70.736,10 ήταν εκείνο που θα αποκαταστούσε τον εφεσείοντα για την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων χωρίς την επιδίκαση οποιουδήποτε τόκου.

 

        Η αγωγή όμως του εφεσείοντος ως ενάγοντα απερρίφθη στη βάση του ότι αποκλειστικός υπεύθυνος για την πτώση του και τους τραυματισμούς του ήταν ο ίδιος, αποτυγχάνοντας έτσι να αποδείξει οποιαδήποτε ευθύνη εκ μέρους των εργοδότων του-εφεσιβλήτων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάλωσε τις 68 από τις 81 σελίδες της απόφασης του στην καταγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στο ατύχημα, στη λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας που δόθηκε και στην αξιολόγηση της, με την καταγραφή στη συνέχεια των ανάλογων ευρημάτων του.  Στο σκεπτικό του αναφέρθηκε και σε σχετικές αυθεντίες σε ό,τι αφορά το καθήκον εργοδότη προς εργοδοτουμένους με έμφαση στην υποχρέωση επιμέλειας που πρέπει να επιδείξει ο εργοδότης και στο ότι το καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας δεν επαρκεί για να αποσείσει το καθήκον αυτό, εφόσον ο εργοδότης πρέπει επιπρόσθετα να λαμβάνει και εύλογα μέτρα της εν τη πράξει διασφάλισης ότι το σύστημα επιτηρείται και εφαρμόζεται. 

 

        Οι συνθήκες του ατυχήματος καταγράφησαν στα ευρήματα του Δικαστηρίου να ήταν οι εξής:  Ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο εργοδοτούμενος των εφεσιβλήτων, εργαζόμενος εκεί από το 1989, κατά δε το έτος 2002, όταν έγινε το ατύχημα, κατείχε τη θέση του ψυκτικού ασχολούμενος με την τοποθέτηση συστημάτων κλιματισμού.  Η εφεσίβλητη εταιρεία με γενικό διευθυντή τον Ανδρέα Λαό, ακολουθούμενο ιεραρχικά από τον Ξένιο Λαό, μηχανολόγο και τεχνικό διευθυντή, ανέλαβε την εργασία τοποθέτησης συστημάτων κλιματισμού στην προαναφερθείσα εκκλησία.  Ο εφεσείων είχε και προηγουμένως επισκεφθεί την εκκλησία με άλλους υπαλλήλους και είχαν ασχοληθεί στο  εσωτερικό της εκκλησίας με την τοποθέτηση των σωλήνων των συστημάτων κλιματισμού.  Στις 14.5.2002, ημέρα του συμβάντος, ήταν προγραμματισμένη η εργασία τοποθέτησης των εξωτερικών συσκευών κλιματισμού στην οροφή του πρόναου.  Δόθηκαν οδηγίες από τον Ξένιο Λαό στον εφεσείοντα το πρωΐ της ημέρας εκείνης να αναλάβει τη διεκπεραίωση της εργασίας της τοποθέτησης των εξωτερικών συσκευών κλιματισμού ως επικεφαλής συνεργείου.  Οι οδηγίες αυτές δόθηκαν γύρω στις 7.00 π.μ.  Στις 8.00 π.μ. θα οδηγείτο στο χώρο, ανυψωτικό μηχάνημα προς μεταφορά των συσκευών κλιματισμού στη στέγη του πρόναου.  Ο Ξένιος Λαός είχε επισκεφθεί το χώρο την προηγούμενη ημέρα και χρησιμοποίησε σκάλα που είχε βρει εκεί για να ανέβει στην οροφή του πρόναου για έλεγχο της επί τόπου κατάστασης. 

 

        Ο εφεσείων σύμφωνα με τις οδηγίες επισκέφθηκε την εκκλησία με τον Γιώργο Χριστοδούλου, Μ.Ε.3, που πάντοτε τον συνόδευε, και τον Μιχάλη Σολωμού ως βοηθούς.  Ο τελευταίος δεν έδωσε μαρτυρία.  Φθάνοντας στην εκκλησία, ο εφεσείων πήρε τη σκάλα που βρήκε στο χώρο και αφού την έστησε, φώναξε στον Χριστοδούλου να  την κρατά μέχρι να ανέβει στον πρόναο όπως και έγινε.  Ο εφεσείων όμως άρχισε μετά να κατεβαίνει τη σκάλα χωρίς να βεβαιωθεί ότι υπήρχε κάποιο πρόσωπο να την κρατά με αποτέλεσμα μόλις πάτησε το πόδι του στο πρώτο σκαλί, η σκάλα υποχώρησε και ο εφεσείων έπεσε στο κενό από ύψος περίπου τριών μέτρων.  Ο εφεσείων τόσο κατά την άνοδο, όσο και κατά την κάθοδο του  δεν έφερε κράνος, είχε δε το σώμα του τοποθετημένο κατά τρόπο που να έβλεπε προς το μέρος της σκάλας. 

 

        Σύμφωνα με την κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία του Ευάγγελου Σωκράτους, Μ.Ε.5, Επιθεωρητή Εργασίας στο αρμόδιο Υπουργείο, η χρησιμοποιηθείσα σκάλα ήταν μεταλλική, αλουμινένια, πτυσσόμενη, καλής κατασκευής και διέθετε πλαστικά πέλματα όχι όμως αντιολισθητικά.  Κατά το χρόνο που η σκάλα χρησιμοποιήθηκε από τον εφεσείοντα, αυτή δεν ήταν προσδεδεμένη ούτε στη βάση της, ούτε στην οροφή.  Το δάπεδο στο οποίο στηριζόταν η σκάλα δεν ήταν αντιολισθητικό.   Αποτέλεσε επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη εταιρεία διέθετε κράνη προς το προσωπικό της και ο εφεσείων ως έμπειρος εργοδοτούμενος, γνωρίζοντας και τη φύση της εργασίας που θα εκτελούσε την επίδικη ημέρα σε κάποιο ύψος, θα μπορούσε να ζητούσε κράνος το οποίο και θα του παρεχόταν.  Αποτέλεσε επίσης εύρημα ότι αν κάποιος κρατούσε τη σκάλα και κατά την κάθοδο του εφεσείοντος με τα δύο χέρια, αυτή δεν θα υποχωρούσε και ο εφεσείων δεν θα τραυματιζόταν.

 

        Αποτέλεσε πρωτόδικο επίσης εύρημα ότι η εφεσίβλητη εταιρεία ασχολείτο με το θέμα ασφάλειας του συστήματος εργασίας των εργοδοτουμένων της, εκπαίδευε τους υπαλλήλους της, συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντος, έδιδε πάντοτε  οδηγίες στους υπαλλήλους να φορούν τα κράνη τους και δεχόταν προς τούτο ελέγχους από την ΠΕΟ και από το Υπουργείο Εργασίας, όχι πάντοτε προειδοποιημένους, ουδείς δε των υπαλλήλων εξέφρασε ποτέ παράπονο για το σύστημα εργασίας.  Τέλος, το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι για την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας την επίδικη ημέρα, η παρουσία του Ξένιου Λαού δεν ήταν αναγκαία.

 

        Στα πιο πάνω ευρήματα που οδήγησαν και στην απόρριψη της αγωγής, το Δικαστήριο προέβη μετά από εκτενή παράθεση της μαρτυρίας και της αξιολόγησης της.  Έκρινε τον εφεσείοντα ως υπερβολικό σε όσα είχε καταθέσει αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας της εφεσίβλητης εταιρείας ιδιαίτερα σε θέματα ασφάλειας της εργασίας εφόσον δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί και ούτε να επιβεβαιώσει ή να αντικρούσει κατά πόσο η εταιρεία του πρόσφερε οποιαδήποτε εκπαίδευση.  Εντοπίστηκαν επίσης αντιφάσεις σοβαρής μορφής στη μαρτυρία του, όπως η μεταστροφή της αρχικής του θέσης από το ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν παρείχε κράνη, γυαλιά ασφαλείας και άλλο εξοπλισμό στους εργοδοτούμενους της  παρά μόνο τα παρουσίαζε κατά τις επιθεωρήσεις, με την τελική θέση του ότι αν οποιοσδήποτε υπάλληλος χρειαζόταν τα πιο πάνω, μπορούσε να τα ζητήσει από την αποθήκη χωρίς οποιαδήποτε χρέωση.  Περαιτέρω, ο εφεσείων είχε αναφέρει ότι κατά την εκτέλεση των εργασιών του που επεκτείνονταν και σε ιδιωτικές εργασίες πάντοτε χρησιμοποιούσε κράνος και εξοπλισμό ασφαλείας με αποτέλεσμα να μπορούσε να είχε ζητήσει αυτό τον εξοπλισμό και από τους εργοδότες του.  Αντίφαση επίσης εντοπίστηκε και στην αναφορά του εφεσείοντος ότι δεν του παρείχε η εταιρεία βοηθό την επίδικη ημέρα για να του κρατά τη σκάλα, με τη θέση ότι δεν  υπήρχε ιεραρχία ανάμεσα στους  υπαλλήλους της εταιρείας, ενώ ο Χριστοδούλου πήγαινε πάντοτε με τον εφεσείοντα, ενώ υπήρχαν και άλλοι βοηθοί κατά την εκτέλεση των εργασιών του. 

 

        Κατά τα λοιπά, ο εφεσείων κρίθηκε ως αξιόπιστος μάρτυρας όσον αφορά τα γεγονότα και τις συνθήκες του ατυχήματος εφόσον ήταν αρκετά λεπτομερής και σαφής στην εξιστόρηση των δεδομένων που οδήγησαν στο ατύχημα και τις όλες συνθήκες εργασίας χωρίς να είχε οποιαδήποτε δυσκολία να ανακαλέσει στη μνήμη του τα δεδομένα.  Όμως ο εφεσείων, ο οποίος ήταν έμπειρος στη εργασία του και πολλές φορές εργαζόταν σε κάποιο ύψος κρίθηκε ότι υπήρξε επιπόλαιος κατά την κάθοδο του από τη σκάλα χωρίς να ζητήσει να την κρατά κάποιος, όπως έκαμε κατά την άνοδο του. 

 

        Δόθηκε και άλλη μαρτυρία από πλευράς του εφεσείοντος η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε αξιολογήθηκε ανάλογα σε ό,τι αφορά την ευθύνη των διαδίκων και η μαρτυρία αυτή θα αναφερθεί στη συνέχεια στο βαθμό που είναι αναγκαίο εξετάζοντας τους λόγους έφεσης.  Το ίδιο ισχύει και για τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας. 

 

        Οι βασικοί λόγοι έφεσης εστιάζουν στην πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τρόπο ώστε η κατάληξη του ότι δεν φέρει ευθύνη η εφεσίβλητη εταιρεία να είναι λανθασμένη.  Παρά την απόσυρση κατά τη συζήτηση της έφεσης του πρώτου λόγου έφεσης που αφορούσε την κατά λανθασμένο τρόπο προσαγωγή μαρτυρίας από πλευράς της εφεσίβλητης που δεν καλυπτόταν ή ήταν αντίθετη από την έκθεση υπεράσπισης και οι υπόλοιποι λόγοι αφορούν την αξιολόγηση και τη λανθασμένη κατάληξη σε ευρήματα και συμπεράσματα.  Οι λόγοι 2 και 3 της έφεσης εξαντλούνται στους ισχυρισμούς ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, ήταν αντίθετη με τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων και κατά συνέπεια δεν έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή η μαρτυρία ότι η σκάλα ήταν καλά κατασκευασμένη και είχε τοποθετηθεί σε μη αντιολισθητικό δάπεδο.  Αποτελεί τη θέση του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία του Ξένιου Λαού ότι το δάπεδο δεν ήταν ολισθηρό αυτόματα έθετε ευθύνη επί των ώμων της εφεσίβλητης εταιρείας εφόσον η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι το δάπεδο δεν ήταν αντιολισθητικό, ήταν, δηλαδή ολισθηρό και άρα αυτό δημιουργούσε πιθανό κίνδυνο για τον εφεσείοντα έτσι ώστε να έπρεπε να  υποδειχθεί σε αυτόν να μην χρησιμοποιήσει τη σκάλα που ήταν στο χώρο, η οποία δεν είχε ούτε αντιολισθητικά πέλματα.  Έπεται ότι η εφεσίβλητη εταιρεία έπρεπε να εφοδιάσει τον εφεσείοντα με δικά της ασφαλή μέσα εργασίας για να μπορούσε ο εφεσείων με ασφάλεια να έβγαινε στην οροφή για να εκτελέσει την εργασία του.  Πρόσθετα, η αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσείοντος ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε εύρημα ότι οι άλλοι δύο που ήταν παρόντες, οι Γεώργιος Χριστοδούλου και Μιχάλης Σολωμού, δεν ήταν βοηθοί του για να του κρατούν τη σκάλα και ούτε ο εφεσείων ήταν ο επικεφαλής του συνεργείου για να μπορούσε να έδινε συγκεκριμένες οδηγίες. 

 

        Η εφεσίβλητη εταιρεία όφειλε να παράσχει στον εφεσείοντα ασφαλή μέσα εργασίας όπως τηλεσκοπική σκάλα ή σκάλα με επέκταση της βάσης έτσι που να εμποδιζόταν η πλαγιολίσθηση, ενώ θα έπρεπε να επιβλέπετο η εργασία του εφεσείοντος δίνοντας σ΄ αυτό σαφείς οδηγίες ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελούσε την εργασία. 

 

        Οι λόγοι έφεσης 4 και 5, αφορούν το ύψος των γενικών αποζημιώσεων θεωρώντας το ποσό των €200.000 ως χαμηλό υπό τις περιστάσεις ιδιαιτέρως έχοντας υπόψη τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη για τη θεραπεία του, τη μόνιμη ανικανότητα του, τις συνέπειες του σοβαρού τραυματισμού που έφθαναν μέχρι και αλλαγή της προσωπικότητας του.  Το Δικαστήριο θα έπρεπε να επιδίκαζε ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση το ποσό των €350.000.  Περαιτέρω το Δικαστήριο χρησιμοποίησε λανθασμένο πολλαπλασιαστή, ο οποίος θα έπρεπε να καθοριστεί στα δέκα έτη έχοντας υπόψη την τότε ηλικία του των 46 ετών ούτως ώστε να αυξανόταν το ποσό της μελλοντικής απώλειας εισοδήματος. 

 

        Πριν την εξέταση των λόγων έφεσης με έμφαση πρωταρχικά στους λόγους που αφορούν την ευθύνη, είναι ορθό να καθοριστεί το πλαίσιο που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μέσα από τη δικογραφία.  Με την απαίτηση του ο εφεσείων καταλόγισε αριθμό παραβάσεων των νομίμων καθηκόντων της εφεσίβλητης εταιρείας και διαζευκτικά ότι υπήρξε παραβίαση των όρων της σύμβασης εργοδότησης.  Μεταξύ των λεπτομερειών αμελείας και/ή παράβασης των νομίμων καθηκόντων ήταν η παράλειψη παροχής ή διατήρησης ασφαλούς, ενδεδειγμένου και/ή κατάλληλου δαπέδου εργασίας, παράλειψη προειδοποίησης για τον ενυπάρχοντα κίνδυνο και/ή περί του επικίνδυνου της εργασίας, παράλειψη παροχής ασφαλών και αναγκαίων υλικών και μέσων εργασίας, παράλειψη πρόσληψης και διάθεσης απαιτούμενου προσωπικού, παράλειψη προμήθειας ασφαλούς και μη ελαττωματικής σκάλας, ανοχή στη χρήση ελαττωματικής σκάλας που δεν έφερε αντιολισθητικό προφυλακτήρα ή προστατευτικό κάλυμμα, παράλειψη παροχής προστατευτικού κράνους και γενικά ανοχή να εργαστεί ο εφεσείων σε ανασφαλείς συνθήκες εργασίας,  εκτελώντας δυνητικά επικίνδυνη εργασία.  Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι στα περιστατικά της υπόθεσης εφαρμοζόταν πλήρως το δόγμα ότι «τα πράγματα ομιλούν από μόνα τους» («res ipsa loquitur»).

 

        Από την άλλη, η εφεσίβλητη εταιρεία αρνήθηκε οποιαδήποτε αμέλεια με τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων ήταν στις 14.5.2002 επιστάτης τριμελούς συνεργείου στο οποίο ανετέθη η εργασία της τοποθέτησης κλιματιστικών και/ή συστήματος κλιματισμού στην εκκλησία.  Το ατύχημα ήταν αποτέλεσμα της αμέλειας του ίδιου του εφεσείοντος καταλογίζοντας σ΄ αυτόν αριθμό πράξεων που ήσαν αμελείς, όπως ότι επιχείρησε να ανέβει στην οροφή της εκκλησίας και/ή του πρόναου χωρίς να μεριμνήσει να στερεώσει τη βάση και/ή το πάνω μέρος της σκάλας, ενήργησε χωρίς να αναμένει την άφιξη του ανυψωτικού γερανού που  θα χρησίμευε για τη μεταφορά του ιδίου και των υπαλλήλων καθώς και των υλικών, των κλιματιστικών και των εξαρτημάτων στην οροφή, χρησιμοποιώντας αντίθετα σκάλα που βρισκόταν στην αυλή της εκκλησίας.  Περαιτέρω, ενώ μερίμνησε να καλέσει άλλο υπάλληλο για να συγκρατεί τη σκάλα κατά την ανάβαση, παρέλειψε να φροντίσει το ίδιο και για την κάθοδο του, ενώ παρέλειψε να χρησιμοποιήσει και/ή να φορεί το κράνος ασφαλείας.  Πρόσθετα χρησιμοποίησε την εν λόγω μεταλλική σκάλα χωρίς οδηγίες από την εφεσίβλητη εταιρεία και κατά παράβαση των οδηγιών, την οποία σκάλα τοποθέτησε επί μη αντιολισθητικού δαπέδου, ενώ κατεβαίνοντας δεν ήταν προσεκτικός προκαλώντας έτσι τη σκάλα να ολισθήσει προς τα πίσω. 

 

        Έχοντας παραθέσει τα ανωτέρω, είναι κατ΄ αρχάς οφειλόμενη η παρατήρηση ότι στην έκθεση απαίτησης γίνεται λόγος στην παρ. 6 περί λεπτομερειών αμέλειας και/ή παράβασης των νομίμων καθηκόντων της εφεσίβλητης εταιρείας.  Παρά ταύτα, δεν υπάρχει καμία απολύτως εξειδικευμένη αναφορά σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραβίαση νόμιμου καθήκοντος.  Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι διαφορετικό από τη θεμελίωση της παράβασης νόμιμου καθήκοντος.  Όπως υποδείχθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 432, αλλά και πιο πρόσφατα στη Μ.Σ. Ιακωβίδης & Σια Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα και M.K. Stavrinos Limited v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Εφ. αρ. 378/2009 και 386/2009, ημερ. 10.7.2015, η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης νομίμων καθηκόντων αποτελεί θεραπεία του κοινοδικαίου και δεν πρέπει να συγχίζεται ή να αναμειγνύεται με την αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια έστω και αν η ίδια ζημιά είναι δυνατό να προέλθει είτε από συμπεριφορά που συνάδει με συνήθη αμέλεια, είτε με συμπεριφορά που ισοδυναμεί με διάρρηξη νομίμου καθήκοντος. 

 

        Το ζήτημα δεν είναι ακαδημαϊκό ή θεωρητικό διότι στην πρακτική του διάσταση, η ορθή δικογράφηση οφείλει να παραπέμπει σε ξεχωριστή καταγραφή των δύο αγωγίμων δικαιωμάτων, σύμφωνα με τη London Passenger Transport Board v. Upson (1949) A.C. 155 και το σύγγραμμα Bullen & Leak: Precedents of Pleadings 12η έκδ. σελ. 59-60.  Περαιτέρω, απαιτείται σύμφωνα με τη Δ.19 θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν σε παραβίαση νομίμων καθηκόντων, (δέστε και Ελπινίδη Παναγή κ.ά. ν. Παναγιώτη Παναγή (2009) 1 Α.Α.Δ. 145 και Annual Practice 1958, Order 19 Rule 15, στις σελ. 468-169).  Η ορθή και επιμελημένη δικογράφηση δίδει το στίγμα ως προς το τι αναμένεται να παρουσιαστεί από τον ενάγοντα προς απόδειξη της υπόθεσης του τόσο από πλευράς ισχυρισμών επί γεγονότων, όσο και από πλευράς στοιχειοθέτησης της νομικής πτυχής, έτσι ώστε και ο εναγόμενος να μπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα στην έκθεση  υπεράσπισης του, και βεβαίως να προσαγάγει την ανάλογη μαρτυρία και να τοποθετηθεί επί της νομικής βάσης της αξίωσης.

 

        Τα πιο πάνω αναφέρονται διότι έχουν επίπτωση στον τρόπο με τον οποίο καταγράφηκαν οι λόγοι έφεσης, αλλά και τοποθετήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα κατά την ενώπιον του Εφετείου αγόρευση του.  Ο συνήγορος εστίασε την αγόρευση του όχι απλώς στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά κυρίως στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απάντησε το ερώτημα επί της νομικής βάσης της πρόκλησης του ατυχήματος.  Αναφέρθηκε δε προς τούτο σε σειρά αγγλικών αυθεντιών, (Stapley v. Gypsun Mines Ltd (1953) 2 All E.R. 478, σελ. 485, Ginty v. Belmont Building Supplies Ltd & Another (1959) 1 All E.R. 414, σελ. 423-424, McMath v. Rimmer Bros (Liverpool) Ltd (1961) 3 All E.R. 1154, σελ. 1158, Manwaring v. Billington (1952) 2 All E.R. 747, σελ. 750, Jenner v. Allen West & Co Ltd (1959) 2 All E.R. 115, σελ. 120-121, General Cleaning Contractors Ltd v. Chistmas (1952) 2 All E.R. 1110, σελ. 1114). 

 

        Το πρώτο που παρατηρείται είναι ότι τέτοιος λόγος έφεσης δεν υπάρχει.  Όπως καταγράφηκε προηγουμένως στο σκεπτικό, οι λόγοι έφεσης σχετίζονται με την πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συνδυασμό με τη δικογραφία και ιδιαίτερα αυτής της υπεράσπισης. Για πρώτη φορά ο εφεσείων, μέσω του δικηγόρου του, ανέπτυξε λόγο κατά τη συζήτηση της έφεσης σχετικά με τη νομική πτυχή.  Τούτο όμως δεν είναι παραδεκτό.  Εν πάση όμως περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέλυσε τη νομική πτυχή της ενώπιον του διαφοράς και αναφέρθηκε με επάρκεια στη σχετική νομολογία. Κατά δεύτερο λόγο, η αγόρευση του συνηγόρου με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση McMath v. Rimmer Bros (Liverpool) Ltd - ανωτέρω - η οποία επίσης αφορούσε σε χρήση σκάλας από εργοδοτούμενο, συνδυάστηκε με την παράβαση νομίμων καθηκόντων από πλευράς των εργοδοτών, οι οποίοι σύμφωνα με διάφορους κανονισμούς εργασίας και ασφαλείας, όφειλαν να παράσχουν συγκεκριμένο σύστημα ασφαλείας στη χρήση της σκάλας.  Προς αυτή την κατεύθυνση, ο κ. Πουργουρίδης επισύναψε στον κατάλογο αυθεντιών του και τους περί Ελαχίστων Προδιαγραφών Ασφαλείας και  Υγείας (Χρησιμοποίηση Κατά Την Εργασία Εξοπλισμού Εργασίας) (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2004, Κ.Δ.Π. 497/2004,  που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 38 των περί Ασφαλείας και Υγείας στην Εργασία Νόμων του 1996-2003, οι οποίοι εκδόθηκαν προς εναρμόνιση με την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα της Οδηγίας 2001/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001, που τροποποίησε την Οδηγία 89/655/ΕΟΚ του Συμβουλίου. 

 

        Επισημαίνεται όμως ότι αφενός οι πιο πάνω Κανονισμοί δεν ίσχυαν κατά το χρόνο του ατυχήματος το 2002 και αφετέρου ούτε αυτοί οι Κανονισμοί, ούτε οποιοσδήποτε άλλος Κανονισμός εξειδικεύθηκε στην έκθεση απαίτησης ως στοιχειοθετών παράβαση νομίμου καθήκοντος.  Εξ ου και η αναγκαιότητα της χωριστής δικογράφησης και της διάκρισης μεταξύ λεπτομερειών αμελείας και λεπτομερειών παράβασης νομίμων καθηκόντων.  Είναι γεγονός ότι ο συνήγορος ανέλαβε την υπόθεση του εφεσείοντος στο στάδιο της έφεσης και δεν ήταν ο ίδιος που συνέταξε την έκθεση απαίτησης.  Προείδε την ανάγκη τροποποίησης των λόγων έφεσης και υπέβαλε προς τούτο αίτηση στις 20.11.2013, η οποία όμως αφορούσε τροποποίηση μόνο του πρώτου λόγου έφεσης, αφήνοντας  τους υπόλοιπους ανέπαφους, του προβλήματος που εντοπίστηκε προηγουμένως παραμένοντος.  Η αίτηση απερρίφθη με απόφαση του Εφετείου στις 28.5.2014, (πρόκειται για την απόφαση στην Κώστας Λέντζα ν. Laos Bros Ltd που θα δημοσιευτεί στα βιβλία αποφάσεων ως (2014) 1 Α.Α.Δ. 1028, ECLI:CY:AD:2014:A352).  Εν πάσει περιπτώσει, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο συνήγορος του εφεσείοντος απέσυρε τον πρώτο λόγο έφεσης και επομένως ενώπιον του Εφετείου παρέμειναν προς εξέταση οι άλλοι λόγοι που αφορούν μόνο την πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

        Έχοντας διασαφηνίσει το πεδίο εξέτασης της έφεσης, δεν προκύπτει οποιαδήποτε θεμελιακή πλημμέλεια στην πρωτόδικη απόφαση ώστε να είναι δυνατή η επέμβαση του Δικαστηρίου.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε από το Δικαστήριο στη βάση των ορθών αρχών και με ιδιαίτερη επιμέλεια εφόσον το Δικαστήριο παρέθεσε πλείστους όσους λόγους και εξηγήσεις για την κατάληξη του στα σχετικά ευρήματα μετά από λεπτομερή εξέταση της μαρτυρίας ενός εκάστου των μαρτύρων στην υπόθεση, περιλαμβανομένου βέβαια και του ίδιου του εφεσείοντος.  Καταγράφεται για ακόμη μια φορά η πάγια θέση ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην αξιολόγηση πρωτοδίκως της μαρτυρίας εφόσον κατ΄ εξοχήν κριτής είναι φυσιολογικά το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να αντλήσει τα δικά του συμπεράσματα ως προς την ορθή εκδοχή επί των γεγονότων βοηθούμενο προς τούτο από την επισταμένη παρακολούθηση των μαρτύρων κατά την ακροαματική διαδικασία που είναι στην ουσία μια αντιπαράθεση των διαδίκων επί των γεγονότων και της νομικής πτυχής.  Η επέμβαση στα συμπεράσματα και ευρήματα του Δικαστηρίου είναι βεβαίως δυνατή όπου τα συμπεράσματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή η αξιολόγηση παρουσιάζεται ανακόλουθη και έξω  από την κοινή ανθρώπινη εμπειρία και τη λογική των πραγμάτων, (δέστε Σταύρου ν. Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 193 και Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλα κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552).

 

 Αναδρομή στα πρακτικά της διαδικασίας δείχνει ότι ο εφεσείων ήταν  έμπειρος τεχνικός για σειρά ετών, που χρησιμοποιούσε στην ιδιωτική του εργασία που διεκπεραίωνε μετά τις ώρες εργοδότησης του ή τα Σαββατοκυρίακα, πάντοτε τα κατάλληλα εργαλεία για τη δική του ασφάλεια, όπως κράνος, παπούτσια και γάντια ασφαλείας, σκάλα με καλή κατασκευή και με προδιαγραφές ασφαλείας.  Τη συγκεκριμένη ημέρα του ατυχήματος ο εφεσείων υπήρξε ιδιαίτερα απρόσεκτος στο να κατέβει τη σκάλα χωρίς να βεβαιωθεί προηγουμένως ότι κάποιος από τους συνεργάτες του, αν όχι βοηθούς του, κρατούσε τη σκάλα στο κάτω μέρος ώστε να κατεβεί με ασφάλεια, όπως με ασφάλεια ανέβηκε τη σκάλα επειδή την κρατούσε ο Γ. Χριστοδούλου.  Η ίδια  σκάλα ήταν το εργαλείο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον εφεσείοντα για να ανέλθει στον πρόναο.  Η σκάλα αυτή βρισκόταν ήδη στο χώρο εργασίας στη εκκλησία και δεν είχε παραχωρηθεί στον εφεσείοντα από την εφεσίβλητη εταιρεία από τις σκάλες που η τελευταία είχε στην ιδιοκτησία της ή στους δικούς της χώρους εργασίας.  Στις λεπτομέρειες αμελείας της παρ. 6 της έκθεσης απαίτησης, δεν υπάρχει συγκεκριμένος ισχυρισμός ότι η εφεσίβλητη εταιρεία έπρεπε να εφοδίαζε τον εφεσείοντα με σκάλα από το δικό της χώρο ή το εργαστήριο της ή δικής της ιδιοκτησίας.  Η μόνη σχετική λεπτομέρεια στην υποπαράγραφο (κ), ότι «παρέλειψαν να προμηθεύσουν και/ή να παρέχουν στον Ενάγοντα ασφαλή και/ή ελαττωματική και/ή σε καλή και/ή σε ασφαλή κατάσταση και/ή με αντιολισθητικό κάλυμμα», δεν παραπέμπει σε παράλειψη ή αμέλεια της εταιρείας να προμηθεύσει ιδίας ιδιοκτησίας σκάλα.

 

Συνεπώς η θέση του επιθεωρητή Ευάγγελου Σωκράτους, Μ.Ε.5, ότι η σκάλα δεν ήταν κακής ποιότητας, ούτε επικίνδυνη, ήταν αλουμινένια και πτυσσόμενη και έφερε πλαστικά πέλματα, συνήδε με τις οδηγίες χρήσης της που έδωσε ο Ξένιος Λαός, Μ.Υ.3, ο οποίος την προηγούμενη του ατυχήματος επισκέφθηκε το χώρο διαπιστώνοντας ότι αυτός ήταν καθαρός και ότι υπήρχε σκάλα σε πολύ καλή και χρησιμοποιήσιμη κατάσταση.  Οι δύο αυτές πτυχές της μαρτυρίας του Μ.Ε.5 και Μ.Υ.3, έγιναν αποδεκτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν μέσω της γενικότερης αξιοπιστίας του Σωκράτους, που χαρακτηρίστηκε ως ένας «ανεξάρτητος, αντικειμενικός και ειλικρινής μάρτυρας», με πείρα στη διερεύνηση εργατικών ατυχημάτων και της ευρύτερης καλής εντύπωσης που δημιούργησε ο Λαός, η μαρτυρία του οποίου χαρακτηριζόταν από «σαφήνεια, λεπτομέρεια και συνοχή».  Ο Σωκράτους στη σχετική έκθεση του, Τεκμ. 21, ανέφερε ότι για την πρόσβαση «.. στην οροφή χρησιμοποιήθηκε πτυσσόμενη μεταλλική (αλουμινένια) σκάλα.  Η σκάλα ήταν καλής κατασκευής και διέθετε πλαστικά πέλματα.».

 

Δεν υπάρχει στους λόγους έφεσης 2 και 3  ή στην αιτιολογία τους, σαφής αμφισβήτηση της κατασκευής της σκάλας ή ότι αυτή ήταν πολύ καλής κατασκευής ή ότι η σχετική μαρτυρία των Σωκράτους και Λαού στο ζήτημα λανθασμένα έγινε αποδεκτή.  Στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου καταγράφεται ότι ο Λαός έδωσε οδηγίες όπως χρησιμοποιηθεί η σκάλα την οποία έλεγξε και «ήταν σε πολύ καλή κατάσταση», ως γεγονός ερχόμενο σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Σωκράτους ότι η σκάλα δεν έφερε αντιολισθητικά πέλματα.  Αυτό δεν βοηθά τον εφεσείοντα διότι δεν υπάρχει κάποια αντίφαση.  Ο Σωκράτους ουδέποτε είπε ότι η σκάλα από μόνη της ήταν επικίνδυνη ή ακατάλληλη προς χρήση, μόνο ότι υπήρχαν κατά την ημέρα της κατάθεσης του 25.5.2010, οκτώ χρόνια μετά το ατύχημα, σκάλες που παρέχουν περισσότερη προστασία, όπως σκάλες με επέκταση της βάσης ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος πλαγιολίσθησης.  Ούτε βοηθά τον εφεσείοντα η θέση στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης ότι η σκάλα δεν ήταν ασφαλής διότι δεν είχε αντιολισθητικά πέλματα ή ότι η εφεσίβλητη εταιρεία έπρεπε να τον εφοδιάσει με δική της ασφαλή σκάλα (λεπτομέρεια αμέλειας που, όπως λέχθηκε προηγουμένως, δεν εμπεριέχεται στις λεπτομέρειες της απαίτησης).

 

Η μαρτυρία του Σωκράτους ήταν σαφέστατη, όπως ήταν στο σημείο αυτό και η θέση του ιδίου του εφεσείοντος.  Η σκάλα, η οποία κατά τα άλλα ήταν καλής κατασκευής, ήταν ασφαλής για χρήση εφόσον στηριζόταν από κάποιο εργαζόμενο.  Αυτό λόγω του συνδυασμού της χρήσης σε δάπεδο που «δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί αντιολισθητικό.».  Το δάπεδο ήταν τελειωμένο και δεν ήταν δυνατό η σκάλα να καρφωθεί εκεί ή να στηριχτεί εκτός στο πάνω μέρος, αλλά αυτό, στο χώρο, ήταν δύσκολο.  Έτσι, η στήριξη της από κάποιο άτομο ενώ ανέβαινε και κατέβαινε ο εφεσείων ήταν αρκετό να προσδώσει ασφάλεια και να μην τεθεί σε κίνδυνο ο χρήστης της σκάλας.  Η μαρτυρία του Σωκράτους έδειξε επίσης ότι δεν ήταν αναγκαίο να ήταν κάποιος από τους εργοδότες του εφεσείοντος εκεί για να του έλεγε ότι κάποιος έπρεπε να του κρατά τη σκάλα.  Επί λέξει απαντώνται τα ακόλουθα στα πρακτικά, σελ. 168-169:

 

«κα Κουδουνάρη προς μάρτυρα:

Ε.      Έπρεπε να είναι εκεί κάποιος από τον εργοδότη για να του πει ότι κύριε για να βγεις πρέπει να κρατεί κάποιος τη σκάλα; Και το ίδιο να υπάρχει κάποιος εκεί  για να του υποδείξει τον τρόπο ότι έπρεπε κάποιος να του κρατεί για να κατεβεί;

Α.      Συμφωνώ μαζί σας με τη σκέψη σας.

Ε.      Δεν έπρεπε να υπάρχει κάποιος, σίγουρα όχι.

Α.      Όχι.»

 

Και στη σελ. 170:

 

«κα Κουδουνάρη προς μάρτυρα:

Ε.      κ. μάρτυς μπορείτε να μας πείτε, ο ενάγοντας για να χρησιμοποιήσει τη σκάλα για να ανέβει, χρειαζόταν να έχει επικοινωνία με τον υπεύθυνο εκ μέρους των εναγομένων;  Με κάποιον υπεύθυνο;  Έπρεπε να πάρει οδηγίες δηλαδή πώς να τη χρησιμοποιήσει;

Α.      Όχι.  Να πάρει συγκεκριμένες οδηγίες να ανεβαίνει από τη σκάλα;

Ε.      Το ίδιο ισχύει και για να κατέβει.

Α.      Σίγουρα.»

 

Προσεκτική ανάγνωση των λόγων έφεσης αποκαλύπτει ότι δεν αμφισβητούνται τα ανωτέρω.

 

Από την άλλη, ο Ξ. Λαός, στη μαρτυρία του είπε, σελ. 312, ότι οι σαφείς οδηγίες του προς τον εφεσείοντα, με τον τρόπο που λειτουργεί η εταιρεία τους, «..ήταν όταν ανεβαίνουν τις σκάλες να έχει κάποιο να τους την κρατά.  Αν αυτό το δάπεδο ήταν φρεσκοκαμωμένο αν κρατείτο η σκάλα δεν θα ολίσθαινε.».  Ούτε επ΄ αυτής της μαρτυρίας  υπάρχει αμφισβήτηση με τους λόγους έφεσης. Εξήγησε δε ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ελέγχουν ότι πράγματι η διαδικασία γίνεται με τον ορθό τρόπο.  Προχώρησε να προσθέσει επίσης ότι ένας έμπειρος τεχνικός, όπως ήταν ο εφεσείων, δεν χρειαζόταν επιστάτη, έννοια που παραπέμπει σε πιο μεγάλα εργοτάξια με δέκα ή περισσότερους εργαζόμενους.  Όμως ο εφεσείων ήταν ο υπεύθυνος των τριών ατόμων που μετέβηκαν στην εκκλησία τη συγκεκριμένη μέρα, ως ο παλαιότερος υπάλληλος με γνώσεις του σχεδίου του χώρου διότι δεν μπορεί ένα συνεργείο τριών ατόμων να  λειτουργεί ως «individuals».

 

Εξήγησε περαιτέρω ότι ο ίδιος όταν την προηγούμενη μέρα επισκέφθηκε το χώρο της εργασίας, χρησιμοποίησε τη σκάλα την οποία του κρατούσε κάποιο άλλο άτομο από την εκκλησία, είδε το χώρο όπου θα τοποθετούνταν τα κλιματιστικά και άφησε τη σκάλα στο χώρο όπως την βρήκε ο εφεσείων και έφυγε.  Οι οδηγίες δίνονταν επιγραμματικά αλλά ορθά στους  υπαλλήλους.  Αυτό έγινε και στο συνεργείο που είχε επιλεχθεί για την εργασία και οι οδηγίες ήταν σαφείς και ο εφεσείων «.. μπορούσε να εκτελέσει αυτή την εργασία εις πέρας με τους δύο βοηθούς που είχε χωρίς πρόβλημα.», (σελ. 309 των πρακτικών).  Ολισθηρό δάπεδο, («γλιστερό»), εννοείτο από τον ίδιο, στη γλώσσα των μηχανικών, δάπεδο που ακόμη και αν περπατήσει κάποιος σ΄ αυτό κινδυνεύει.

 

Όπως προαναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε επισταμένα την ενώπιον του μαρτυρία.  Στα ευρήματα του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση της σκάλας έγινε μετά από οδηγίες του Ξ. Λαού, άμεσα υπεύθυνου του εφεσείοντος, ο οποίος εφεσείων ήταν τη συγκεκριμένη μέρα «επικεφαλής του συνεργείου καθότι ο ίδιος ήταν ανώτερος ιεραρχικά των δύο συναδέλφων του, οι οποίοι ήταν βοηθοί του και θα μπορούσαν να τον εξυπηρετήσουν σε ό,τι αυτός του ζητούσε», απορρίπτοντας την προς το αντίθετο θέση του ίδιου του εφεσείοντος ότι δεν υπήρχε καμιά μεταξύ τους διαφορά, υπό το φως της μαρτυρίας ότι ο Γ. Χριστοδούλου πάντοτε τον συνόδευε ακόμη και σε επιτόπιες επισκέψεις στον ίδιο χώρο και προηγουμένως όταν εργάζονταν στο εσωτερικό της εκκλησίας διενεργώντας την ίδια εργασία που θα έκαναν μετέπειτα στον εξωτερικό χώρο.

 

Το Δικαστήριο ήταν προσεκτικό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Διέκρινε αντίφαση στη θέση του Γ. Χριστοδούλου την οποία και δεν δέχθηκε, ότι και ο ίδιος είχε ανέβει τη σκάλα μετά που την κράτησε για να ανεβεί ο εφεσείων, ενώ ο εφεσείων δεν κατέθεσε ότι και ο Χριστοδούλου είχε ανέβει στον πρόναο.  Ήταν ο εφεσείων που ζήτησε να του κρατά τη σκάλα και όχι ο ίδιος ο Χριστοδούλου λόγω του ότι θα ακολουθούσε και εκείνος.  Από την άλλη απέρριψε ως αναληθή και τη μαρτυρία του Ιωάννη Παπαδόπουλου, Μ.Υ.1, που ήταν ο μόνος που είπε ότι είχε δει τον εφεσείοντα να κατεβαίνει τη σκάλα από απόσταση 10-15 μέτρων, και μάλιστα ανάποδα, βλέποντας, δηλαδή, προς τα εμπρός.

 

Εν τέλει κατέληξε στο εξής, μεταξύ άλλων, συμπέρασμα:

 

«Ο ενάγοντας πήγε στην εκκλησία μαζί με τον Μ.Ε.3 με το βαν της εναγομένης εταιρείας ενώ ο κ. Μιχάλης Σολωμού πήγε εκεί με άλλο αυτοκίνητο μεταφέροντας τους κομπρεσόρους που θα ανέβαιναν στον πρόναο.  Όταν έφθασαν στην εκκλησία, ο ενάγοντας πήρε την σκάλα που βρήκε εκεί και αφού την έστησε, φώναξε στον Μ.Ε.3 ο οποίος του κρατούσε την σκάλα μέχρι να ανεβεί στον πρόναο ο ενάγοντας για να ελέγξει τον χώρο εκεί.  Αδυνατώ να προβώ σε ασφαλές εύρημα για την κλίση της σκάλας όταν την έστησε ο ενάγοντας, εν όψει της μη ύπαρξης συγκεκριμένης μαρτυρίας επί τούτου και της σχετικής αναφοράς του Μ.Ε.5, ο οποίος εξέφρασε αδυναμία στην επιβεβαίωση των όσων του ανέφερε ο Σολωμού.  Ο         κ. Σολωμού δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου για να διαφανεί η ακρίβεια της  υπόδειξης του προς τον Μ.Ε.5, και πώς ήταν η σκάλα την ώρα του ατυχήματος.  Ο ενάγοντας φώναξε ότι κατεβαίνει και ξεκίνησε να κατεβαίνει από την σκάλα χωρίς να βεβαιωθεί ότι υπήρχε κάποιο άτομο να του κρατά την σκάλα, και μόλις πάτησε το πόδι του στο πρώτο σκαλί της σκάλας αυτή υποχώρησε, γλίστρησε και ο ενάγων έπεσε  από ύψος περίπου 3 μέτρων.  Βρίσκω ακόμα ότι ο ενάγοντας τόσο κατά την άνοδο όσο και κατά την κάθοδο είχε το σώμα του να βλέπει προς το μέρος της σκάλας.  Αποτελεί επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι αν κάποιος κρατούσε την σκάλα τόσο κατά την άνοδο όσο και κατά την κάθοδο του ενάγοντα, με τα 2 χέρια και το μπροστινό μέρος του σώματος του προς την σκάλα, αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος χρήσης της σκάλας και δεν θα υποχωρούσε.  Βρίσκω περαιτέρω ότι για την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας, η παρουσία του Μ.Υ.3 δεν ήταν αναγκαία.»

Ως προς τη νομική πτυχή πέραν των όσων έχουν ήδη καταγραφεί πιο πάνω αναφορικά με τον ορθό τρόπο δικογράφησης και τη διάκριση μεταξύ του αστικού αδικήματος της αμέλειας και της παράβασης νομίμων καθηκόντων, η υπόθεση αφορά σε εργατικό ατύχημα με εμπλοκή επομένως όλων των σχετικών αρχών που αφορούν αυτού του είδους τα ατυχήματα.  Όπως εξηγεί ο Murphy στο σύγγραμμα Street on Torts 11η Έκδ. σελ. 266-267, η γενική ευθύνη εργοδοτών παραμένει ευθύνη αμέλειας και επομένως πρέπει να αποδειχθούν από πλευράς του ενάγοντα το καθήκον και το επίπεδο επιμέλειας που πρέπει να επιδείξει ο εργοδότης απέναντι στον εργοδοτούμενο.  Το καθήκον αυτό είναι προσωπικό και ο εργοδότης δεν μπορεί να το μετακινήσει.  Γενικώς, η ευθύνη του εργοδότη λαμβάνει τρεις μορφές, (i) την παροχή ικανού προσωπικού, (ii) την παροχή ασφαλούς χώρου εργασίας, εξοπλισμού, μηχανημάτων και πρώτων υλών και (iii) του ασφαλούς συστήματος εργασίας και ορθής διαχείρισης του.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία που ερμηνεύει στην ουσία το κοινοδίκαιο, το οποίο εμπεριέχεται στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, η υποχρέωση του εργοδότη συναρτάται από τη φύση της εργασίας και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.  Η φροντίδα που ο εργοδότης οφείλει προς τον εργοδοτούμενο του κινείται στο πλαίσιο της λογικής και αποτελεί πραγματικό ζήτημα ώστε πέραν των τεθέντων γενικών νομολογιακών αρχών, ότι ο εργοδότης υπέχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους τους υπαλλήλους του, (Χριστοφή ν. Θεοδούλου (2007) 1 Α.Α.Δ. 512), η κάθε υπόθεση  πρέπει να εξετάζεται και να αποφασίζεται με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα, (Γιαννάκης Λάμπης ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ανδρέα Λάμπη ν. Shiptrans Shipping and Trading Agency Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 370 και L.P. Transbeton Ltd v. Κώστα Σταύρου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 304.

 

        Όπως έχει λεχθεί, το καθήκον δεν είναι μεταβιβάσιμο διότι παραμένει προσωπικό, αλλά θα πρέπει να αποδειχθεί εν πάση περιπτώσει ευθύνη και υπαιτιότητα για να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε συμπέρασμα ότι έχει επιδειχθεί αμέλεια.  Στη Latimer v. AEC Ltd (1953) A.C. 643 στη σελ. 658, ο Lord Tucker τόνισε την αναγκαιότητα της μη επέκτασης ή διεύρυνσης του καθήκοντος του εργοδότη σε βαθμό που να είναι αδιόρατα διακριτό από τις απόλυτες νομοθετικές υποχρεώσεις του.  Το καθήκον του εργοδότη παραμένει να ασκήσει εύλογη φροντίδα για την περιφρούρηση των εργοδοτουμένων του ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι εργοδοτούμενοι αποστέλλονται σε χώρο εργασίας άλλο από το συνήθη χώρο εργασίας του εργοδότη.  Η άσκηση εύλογης φροντίδας για την ασφάλεια  και ο βαθμός του καθήκοντος όταν η εργασία ασκείται σε άλλο χώρο ποικίλει ανάλογα με τις συνθήκες του χώρου εκείνου.  Το καθήκον του εργοδότη είναι να περιφρουρήσει τους εργοδοτούμενους του από τους κινδύνους που μπορεί να προβλέψει και τους οποίους είναι στην εξουσία του να χειρισθεί και να αποτρέψει. 

 

        Η παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιοριστεί όπως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Speed v. Thomas Swift & Co Ltd (1943) KB 557.  Όπως έχει υποδείξει ο Lord Greene MR, διάκριση μπορεί να γίνει μεταξύ του γενικού και του ειδικού συστήματος εργασίας, δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση, της μεθοδολογίας και της πρακτικής που υιοθετείται στην εφαρμογή της εργασίας του εργοδότη τις οποίες ο εργοδότης τεκμαίρεται ότι γνωρίζει και κατ΄ επέκταση μπορεί να λάβει μέτρα για τυχόν ανεπάρκεια στα συστήματα αυτά και τις μεμονωμένες ημερήσιες πράξεις του εργοδοτουμένου, τις οποίες ο εργοδότης δεν τεκμαίρεται να γνωρίζει και δεν μπορεί να λάβει μέτρα αποτροπής.  Όπως τέθηκε:

 

«in short, it is the distinction between what is permanent or continuous on the one hand, and what is merely casual and emerges in the day's work on the other hand.»

 

Η υποχρέωση του εργοδότη επιβάλλει τη λήψη μέτρων για ασφαλές σύστημα εργοδότησης όχι αόριστα και καθ' υπερβολήν, αλλά στο πλαίσιο του εύλογου πάντοτε υπό το φως εγγενών κινδύνων στο όλο εγχείρημα, (General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas (1953) A.C. 180).  Ελλιπές σύστημα εργασίας ώστε να μην παρέχεται ασφαλές σύστημα με υποβολή του εργοδοτούμενου σε περιττό κίνδυνο διαρρηγνύει το καθήκον που έχει ο εργοδότης, (Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. 423, Πουμπουρής ν. Ιωάννου και Παρασκευαΐδης (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 503 και Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1325).

 

Στο όλο πλαίσιο, όπως τέθηκαν τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν εύλογη η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα πρωτόδικα ευρήματα.  Οι αντιφάσεις που υπήρξαν δεν ήταν σημαντικές, ούτε ακόμη και η διάσταση της μαρτυρίας με τη δικογραφημένη υπεράσπιση σε επί μέρους πτυχές, εφόσον ο ίδιος ο εφεσείων έθεσε τα πράγματα στη βάση του ότι η εργασία του, μαζί με τους άλλους δύο εργοδοτούμενους που τον συνόδευαν, ήταν να ανεβούν στον πρόναο για να προετοιμάσουν το έδαφος και η εργασία αυτή θα γινόταν με σκάλα και όχι με ανυψωτικό γερανό, η «δουλειά (του οποίου) ήταν απλώς να ανεβάσει τα μηχανήματα στην οροφή.  Δεν θα ερχόταν να μας ανεβάσει εμάς τους τεχνικούς.».  Η χρήση της σκάλας ήταν αναγκαία για το δικό τους ανεβοκατέβασμα και του λέχθηκε από τον Ξ. Λαό ότι η σκάλα που υπήρχε ήδη στην εκκλησία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εργασία, (σελ. 4-5 των πρακτικών).

 

  Οι οδηγίες ήταν σαφείς ότι η χρήση σκάλας γινόταν πάντοτε με την υποστήριξη της από τρίτο άτομο.  Δυστυχώς όμως ο εφεσείων υπήρξε αμελής ως προς την προστασία του εαυτού του.  Ενώ ζήτησε την στήριξη της σκάλας κατά την άνοδο του, δεν βεβαιώθηκε ότι θα είχε την ίδια στήριξη και κατά την κάθοδο.  Ενώ φώναξε, σύμφωνα πάντα με τη δική του αποδεκτή μαρτυρία, ότι «κατέβαινε», γεγονός που  υποδηλώνει ότι υποδεικνύει ότι γνώριζε τον ασφαλή τρόπο χρήσης της, δεν ανέμενε ένα από τα άλλα δύο άτομα που ήταν μαζί του να στηρίξουν τη σκάλα.  Η μαρτυρία του ιδίου και πάλι του εφεσείοντος (σελ. 77-78), ήταν σαφής ότι νόμιζε ότι υπήρχε εμπιστοσύνη μεταξύ τους, είπε ότι κατέβαινε και ανέμενε ότι ήταν κάποιος εκεί.  Αλλά, «... ήταν τόσο απορροφημένα τα άτομα που είχα μαζί μου εκεί που εργαζόντουσαν που ούτε και έδωσαν σημασία στην κάθοδο τη δική μου.  Πού να σκεφτούν εμένα ότι θα κατέβαινα κάτω.».

 

Και ο Γ. Χριστοδούλου, Μ.Ε.3, βεβαίωσε στη μαρτυρία του ότι «δεν υπήρχε το χρονικό περιθώριο να φωνάζει ο ένας του άλλου, κράτα μου τη σκάλα.  Έπρεπε εκ των πραγμάτων να ανεβοκατεβαίνουμε συνέχεια τις σκάλες.» (σελ. 139-140) και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος ολίσθησης αν κάποιος κρατούσε τη σκάλα (σελ. 137) και ότι ο Ξ.Λαός ήταν παρών την ημέρα εκείνη και ότι «Μας είπε τι δουλειά να κάνουμε.  Εντάξει, ήμασταν έμπειροι, μπορούσαμε να την κάνουμε.» (σελ. 128).

 

Στο όλο πλέγμα, όπως αναδιπλώθηκε η μαρτυρία, ήταν σαφές ότι η χρήση της σκάλας δεν προϋπόθετε κάποια ιδιαίτερη μεταχείριση εκτός από το να την κρατά κάποιος όταν ανέβαινε ή κατέβαινε εργοδοτούμενος.  Σ΄ αυτό είχαν δοθεί σαφείς οδηγίες από τον Ξ. Λαό και ήταν πλέον ευθύνη των ιδίων των εργοδοτουμένων να τηρούν, ως έμπειροι τεχνικοί, τα μέτρα ασφάλειας που ήταν υπό τις περιστάσεις ιδιαίτερα απλά και δεν χρειαζόταν, ούτε ήταν εύλογο, να ήταν συνεχώς παρών ο Ξ. Λαός για να καθοδηγά τους υπαλλήλους σε κάθε βήμα πώς θα έπρεπε να ενεργούν, ως να μην είχαν οι ίδιοι οποιαδήποτε πρωτοβουλία να κινηθούν στο χώρο εργασίας χωρίς συνεχείς οδηγίες.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσίοντος και  υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                          Δ.

 

 

 

 

                                          Δ.

 

 

 

 

                                          Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο