ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D532
(2016) 1 ΑΑΔ 2691
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 127/16)
23 Νοεμβρίου 2016
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΑ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΑΓΕΙΡΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 2 ΚΑΙ 4 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 15161/16 ΕΔ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΚΡΕΜΕΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΥΠΟΥ MANDAMUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ στις 3.10.16 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 15161/16 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
----------------
Α. Χαβιαράς και Ν. Θρασυβούλου, για τους αιτητές.
----------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο αιτητής Κυριάκος Μάγειρας είναι ένας εκ των κατηγορουμένων στην Ποινική Υπόθεση υπ΄αρ. 15161/2016 Ε.Δ. Λευκωσίας που εκκρεμεί για παραπομπή ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Η ευπαίδευτη Δικαστής που επελήφθη της αίτησης για παραπομπή, στις 3.10.2016 έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αρνηθεί τέτοια παραπομπή.
Παρά ταύτα δεν ολοκλήρωσε τη διαδικασία παραπέμποντας τους κατηγορουμένους, οι οποίοι δεν ήταν παρόντες, αλλά κάλεσε τους δικηγόρους τους όπως, σε μεταγενέστερο χρόνο, αναφέρουν κατά πόσο αναλαμβάνουν δέσμευση να παρουσιάσουν τους πελάτες τους ενώπιον του Δικαστηρίου με σκοπό να διαταχθεί η παραπομπή στην παρουσία τους.
Είχε προηγουμένως απορρίψει εισήγηση ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν δικαίωμα να μην εμφανιστούν προσωπικά, αλλά να εκπροσωπηθούν δια δικηγόρου.
Με την παρούσα αίτηση, ζητείται από τον κατηγορούμενο 4, o οποίος επικαλείται προφανές νομικό σφάλμα και/ή υπέρβαση δικαιοδοσίας (αιτητής ήταν και ο κατηγορούμενος 2 αλλά απεβίωσε), άδεια προς καταχώριση αίτησης certiorari προς «ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 3.10.2016» και/ή mandamus με το οποίο «να εντέλλεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να ασκήσει τα καθήκοντα του μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του προχωρώντας στη διαδικασία παραπομπής αποδεχόμενο τη μη αυτοπρόσωπη παράσταση του κατηγορούμενου 4».
Είναι η πρώτη εισήγηση τώρα του αιτητή πως η απόφαση ότι απαιτείται αυτοπρόσωπη παρουσία των κατηγορουμένων συνιστά προφανές νομικό σφάλμα και/ή υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το οποίο εσφαλμένα βάσισε την απόφασή του στο άρθρο 92 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου παραγνωρίζοντας πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 6(1) και (3)(γ)) και νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σύμφωνα με την εισήγηση αυτή, κατά πάγια νομολογία έχει κατοχυρωθεί το δικαίωμα κατηγορουμένου να εκπροσωπείται μέσω δικηγόρου ανεξαρτήτως της φυσικής παρουσίας του.
Η νομολογία όμως, στην οποία ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε, με πρώτη την υπόθεση Poitrimol v. Γαλλίας (1983) 18 ΕΗRR 130, όπως στην ίδια την αγόρευσή του αναφέρεται, δεν είναι το δικαίωμα φυσικής απουσίας του κατηγορούμενου από την ποινική διαδικασία που κατοχυρώνει, αλλά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισης ανεξαρτήτως της φυσικής απουσίας του. Ό,τι διασφαλίζεται, είναι πως το δικαίωμα του κατηγορουμένου να τύχει αποτελεσματικής υπεράσπισης από δικηγόρο δεν χάνεται από το γεγονός και μόνο ότι αυτός ερημοδικεί. Κατά τ΄άλλα, στην υπόθεση Poitrimol τονίστηκε η κεφαλαιώδης σημασία της αυτοπρόσωπης παρουσίας κατηγορουμένου για τους λόγους που εκεί εξηγούνται.
Στα ίδια πλαίσια, αλλά και σε συμφωνία με την αγγλική νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε στην υπόθεση R. v. Demetriades and Another (1973) 11 JSC 1458, ότι η υποχρέωση του κατηγορουμένου να παρίσταται κατά τη δίκη του δεν είναι ασυμβίβαστη και δεν υπονομεύει το δικαίωμα του να παρίσταται. Έχει και πρόσφατα επιβεβαιωθεί ότι η παρουσία ενός κατηγορούμενου στη δίκη μπορεί ταυτόχρονα να νοηθεί και σαν δικαίωμα και σαν υποχρέωση (Πανίκος Γρηγορίου ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Ποινική Έφεση Αρ. 100/2014, ημερ. 27.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:D448). Είναι κατ΄εξαίρεση και κατά διακριτική ευχέρεια που μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εκδίκαση σοβαρής ποινικής υπόθεσης στην απουσία κατηγορουμένου (Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Γεώργιος Μ. Πικής, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση σελ. 139 και R. v. Jones (Anthony) [2003] 1 A.C. 1, HL).
Ως εκ των άνω δεν θεωρώ ότι η παραπάνω εισήγηση είναι βάσιμη για σκοπούς άδειας καταχώρισης αίτησης προνομιακού εντάλματος.
Ήταν η περαιτέρω εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του αιτητή στην αγόρευσή του ότι θα έπρεπε το Δικαστήριο να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου, Ν. 23(Ι)/2001, σύμφωνα με τις οποίες:-
«Επίδοση σε ξένη χώρα εγγράφων διαδικασίας της Δημοκρατίας
4.-(1) Σύμφωνα με διευθετήσεις που έχουν γίνει από αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να επιδοθεί σε πρόσωπο που βρίσκεται σε ξένη χώρα-
(α) Κλητήριο κατηγορουμένου,
(β) κλήση μάρτυρα,
για εμφάνιση του ενώπιον Δικαστηρίου της Δημοκρατίας.
(2) Επίδοση εγγράφων διαδικασίας με βάση το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης δυνάμει οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας και συνεπώς παράλειψη συμμόρφωσης δε συνιστά καταφρόνηση δικαστηρίου και δεν παρέχει λόγο για εξαναγκασμό του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση να συμμορφωθεί με αυτό.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν επηρεάζουν τη μεταγενέστερη επίδοση στο εν λόγω πρόσωπο στη Δημοκρατία οποιουδήποτε εγγράφου διαδικασίας (συνεπαγόμενων όλων των επιπτώσεων μη συμμόρφωσης).»
Το πεδίο εφαρμογής του Νόμου ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 15 και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφαρμοζομένων των διατάξεων αυτών, εισηγήθηκε ο κ. Χαβιαράς, ο αιτητής δεν είχε υποχρέωση συμμόρφωσης στο κλητήριο κατηγορουμένου που του επιδόθηκε στην Ελλάδα και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εξαναγκαστεί σε συμμόρφωση και ειδικότερα δεν θα μπορούσε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψής του.
Πέραν του γράμματος του Νόμου, ο κ. Χαβιαράς παρέπεμψε και στο σκοπό του Νόμου όπως αυτός ρητώς περιελήφθη στην έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων για το σχετικό νομοσχέδιο και έχει ως ακολούθως:
«Σκοπός του νόμου που προτείνεται είναι η εισαγωγή νέας νομοθεσίας για διευκόλυνση κατά κύριο λόγο της εφαρμογής της ευρωπαϊκής σύμβασης για αμοιβαία συνδρομή σε ποινικά θέματα, που η Δημοκρατία έχει ήδη κυρώσει, αλλά και για διευκόλυνση της εφαρμογής άλλων διμερών συμβάσεων.»
Προκύπτει έτσι, η ένταξη του Νόμου στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο για δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις[1] και η συμπληρωματική του λειτουργία σε σχέση με τη θεμελιακή, σ΄αυτά τα πλαίσια, Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα η οποία έγινε στο Στρασβούργο την 20η Απριλίου 1959 και κυρώθηκε από τη Δημοκρατία δια του Νόμου 2(ΙΙΙ)/2000[2].
Στο θεσμικό πλαίσιο δικαστικής συνεργασίας όπως διαμορφώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση εντάσσεται και το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο θεσπίστηκε με την Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου στις 13 Ιουνίου 2002 και το οποίο παρέχει, με απλουστευμένους όρους, τη δυνατότητα διακρατικής παράδοσης προς το σκοπό άσκησης ποινικής δίωξης ή εκτέλεσης ποινής και το οποίο εκδιδόμενο από δικαστική αρχή κράτους μέλους της Ε.Ε. ισχύει, υπό τους όρους και περιορισμούς που προβλέπονται, σε όλη την επικράτεια της Ένωσης. Οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου δεν συζητήθηκαν, εκ μέρους του αιτητή, σε συσχετισμό με την προβλεπόμενη, γενικά, δυνατότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης με σκοπό την υποβολή αιτήματος για σύλληψη κατηγορουμένου ή υπόπτου στα πλαίσια εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο με αναφορά σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό μονομελή σύνθεση (Αναφορικά με την αίτηση Ευθύμιου Μπουλούτα κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2016, ημερομηνίας 23.2.2016) θεώρησε ότι ο Νόμος 2(ΙΙΙ)/2000, ήτοι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1959, καλύπτει διεξοδικά το θέμα της επίδοσης ώστε να μην τίθεται θέμα συζήτησης των προνοιών του Ν. 23(Ι)/2001. Παρέβλεψε, έτσι, κατά την εισήγηση του αιτητή, ότι στη Σύμβαση ρυθμίζεται το ζήτημα της επίδοσης, όχι όμως το ζήτημα της παράλειψης εμφάνισης, το οποίο ρυθμίστηκε δια του Νόμου 23(Ι)/2001.
Δεν παρίσταται όμως ανάγκη να επεκταθώ περαιτέρω και να αποφασίσω το ενδιαφέρον αυτό θέμα για τους ακόλουθους δύο λόγους:
Κατά πρώτον, οι λόγοι που αναφέρονται στην Έκθεση που συνοδεύει την αίτηση περιορίζονται σε καταστρατήγηση των προνοιών της ΕΣΔΑ και των αποφάσεων του ΕΔΑΔ περί δικαιώματος κάθε κατηγορουμένου να εκπροσωπείται, στην απουσία του, μέσω δικηγόρου. Ουδέν αναφέρεται, στους λόγους για τους οποίους ζητείται άδεια, σε παράβαση του Νόμου 23(Ι)/2001, ζήτημα το οποίο ηγέρθη μόνο στην αγόρευση προς υποστήριξη της αίτησης. Τέτοιος, συνεπώς, λόγος δεν περιλαμβάνεται στα επίδικα θέματα της διαδικασίας και δεν παρέχεται έρεισμα για ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας επί αυτής της βάσης. Παραπέμπω σχετικά στα όσα υπέδειξε ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Λεύκος Γεωργιάδης (1992) 1 ΑΑΔ 298:
«Ο προσδιορισμός του λόγου για τον οποίο επιζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης. Η παροχή άδειας για υποβολή αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι συνυφασμένη με τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται και συναρτάται με αυτούς. (Βλ. Αίτηση Πανίκου Ευθυμίου, Αίτηση 33/87, εκδόθηκε στις 3/1/90, και θα δημοσιευθεί στο (1990) 1 Α.Α.Δ., και Αίτηση Σταυρή Θεοδούλου, Αίτηση 96/90, εκδόθηκε στις 27/9/90 και θα δημοσιευθεί στο (1990) 1 Α.Α.Δ.).
Ο καθορισμός των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση του προνομιακού εντάλματος είναι αλληλένδετος με τον προσδιορισμό του αντικειμένου της αίτησης που συνιστά το υπόβαθρο του αιτήματος. Στην απουσία καθορισμού των λόγων για την επιδίωξη προνομιακού εντάλματος δε θεμελιώνεται το βάθρο για την ανάληψη και άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το άρθρο 155.4 του Συντάγματος. Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστούν σε συνδυασμό με την αιτούμενη θεραπεία το επίδικο θέμα της διαδικασίας.»
Πέραν τούτου, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν αρνήθηκε να παραπέμψει την υπόθεση ώστε να μπορούσε να συζητηθεί ζήτημα άρνησης ή παράλειψης να ασκήσει οφειλόμενη εξουσία. Το ζήτημα της παραπομπής παραμένει εκκρεμές. Περιπλέον, δεν κατέληξε σε έκδοση εντάλματος σύλληψης ώστε να ετίθετο θέμα εξαναγκασμού προς συμμόρφωση στο κλητήριο κατηγορουμένου. Αυτό το ζήτημα επίσης παραμένει εκκρεμές. Υπ΄αυτές τις περιστάσεις και ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή μη άλλων αναγκαίων προϋποθέσεων για ευδοκίμησή της, η αίτηση για άδεια καταχώρισης, είτε αίτησης mandamus, είτε αίτησης certiorari, είναι, ως προς το δεύτερό της σκέλος, χωρίς έρεισμα στα δεδομένα.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] Βλ. κυρίως, Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρα 67 παρ. 3, 70 και 82 παρ. 1), Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα της 20ης Απριλίου 1959, η οποία κυρώθηκε δια του Ν. 2(ΙΙΙ)/2000, Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen (Κεφάλαιο 2, άρθρα 48-52), Ευρωπαϊκή Σύμβαση της 29.5.2000 για την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων και το Πρωτόκολλο της 16.10.2001, που λειτουργεί επικουρικά προς τη Σύμβαση του 1959 την οποία αναπροσαρμόζει στα νέα δεδομένα.
[2] Παρόμοια νομοθεσία έχει εισαχθεί και στο Ηνωμένο Βασίλειο (Crime (International Co-operation) Act 2003), προς διευκόλυνση εφαρμογής του κεκτημένου αναφορικά με τη δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις, (βλ. explanatory notes που παρέχονται στην επίσημη ιστοσελίδα legislation.gov.uk, (The National Archives) όπου βρίσκεται αναρτημένος ο νόμος).