ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A511
(2016) 1 ΑΑΔ 2543
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 122/2012)
4 Νοεμβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ, ΟΔΟΣ ΔΑΙΔΑΛΟΥ 4 ΣΤΡΟΒΟΛΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΕΠΑΚΟΛΟΥΘΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΗΜΕΡ. 22/06/2011 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΥΤΟΥ Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ.
----------
Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ξ. Κόκκινου για Χρυσαφίνη & Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης αδελφού Δικαστή με την οποία απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα-αιτητή για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, με το οποίο επεδίωκε την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής που εκδόθηκε εναντίον του, καθώς και του διατάγματος αναστολής αυτού, υποκείμενου σε όρους ακύρωσης σε περίπτωση εξόφλησης του χρέους.
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η υπόθεση και δεν έχουν αμφισβητηθεί είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Στις 22.6.2011, στα πλαίσια της Αίτησης Πτώχευσης υπ΄αρ. 682/2010, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εξεδόθη εκ συμφώνου διάταγμα παραλαβής εναντίον του εφεσείοντα και διορίστηκε ο Επίσημος Παραλήπτης, ως παραλήπτης της περιουσίας του. Περαιτέρω, εξεδόθη το ακόλουθο διάταγμα, αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης:
«ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως το διάταγμα παραλαβής ανασταλεί και δη διά του παρόντος αναστέλλεται για περίοδο έξι (6) μηνών από σήμερα και αν πριν την εκπνοή της περιόδου αναστολής εξοφληθεί το χρέος του αιτητή, τότε το διάταγμα παραλαβής ακυρώνεται.»
Λίγο πριν την εκπνοή της περιόδου των έξι μηνών, ο εφεσείων ήρθε σε επαφή με τους εφεσίβλητους-καθ΄ων η αίτηση και προσπάθησε να εξασφαλίσει παράταση της περιόδου αναστολής για ακόμη έξι μήνες. Δεν υπήρξε κατάληξη στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και τότε ο εφεσείων καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 9.12.2011 αίτηση για παράταση του τεθέντος με το αρχικό διάταγμα χρόνου της αναστολής. Η αίτηση αυτή δεν προωθήθηκε και, τελικώς, απεσύρθη στις 16.12.2011. Την ίδια ημέρα, ο εφεσείων καταχώρισε την Αίτηση αρ. 152/2011 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πέτυχε την παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης με κλήση, με στόχο την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari. Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε σχετική αίτηση, η απόφαση της οποίας αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Ο εφεσείων επικέντρωσε την αίτησή του στην απουσία δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να αναστείλει διάταγμα παραλαβής ή να το υποβάλει σε όρους ακύρωσης σε περίπτωση εξόφλησης του υφιστάμενου χρέους, καθώς και στο ότι δεν περιέχεται στο διάταγμα η απαραίτητη δήλωση για τη φύση και την ημερομηνία διάπραξης της πράξης πτώχευσης, σύμφωνα με τον Καν. 64 των περί Πτωχεύσεων Κανονισμών, με αποτέλεσμα να υπάρχει έκδηλο νομικό σφάλμα στη διαδικασία. Ο εφεσείων, ο οποίος σημειώνεται ότι είναι δικηγόρος, επικαλείται περαιτέρω στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή του, ότι είχε αποδεχθεί την έκδοση του διατάγματος υπό όρους και μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια παράτασης, συμβουλεύθηκε τον νυν δικηγόρο του, απέσυρε την αίτηση για παράταση που είχε καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, και προχώρησε, σε διάστημα μικρότερο των έξι μηνών, με τη διαδικασία του certiorari.
Οι εφεσίβλητοι με την ένστασή τους ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία είναι καταχρηστική, ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης που στόχο έχει την πρόκληση περαιτέρω καθυστέρησης στη διαδικασία που είχε δρομολογηθεί με τη σύμφωνη γνώμη του εφεσείοντα.
Ο αδελφός Δικαστής που εξέτασε την αίτηση θεώρησε αναγκαίο να διαχωριστεί η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην προκείμενη υπόθεση, σε τρία νοητά στάδια: (α) Έκδοση διατάγματος παραλαβής, (β) Αναστολή του διατάγματος για έξι μήνες, (γ) Ακύρωση του διατάγματος σε περίπτωση αποπληρωμής του χρέους. Θεώρησε δε, εξετάζοντας τα εγειρόμενα θέματα στο πλαίσιο του περιορισμένου σκοπού του εντάλματος certiorari, ότι το εκδοθέν διάταγμα παραλαβής «είναι έγκυρο και παραμένει ανέπαφο ανεξαρτήτως της τύχης των επιμέρους θεμάτων που αφορούν την περαιτέρω πορεία του, πάντοτε με βάση το διάταγμα ημερ. 21 Ιουνίου 2011.». Αναφορικά με την ανυπαρξία αναγραφής στο κείμενο του διατάγματος της εκδηλωθείσας πράξης πτώχευσης και της ημερομηνίας διάπραξής της, κατά παράβαση του Καν. 64, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτή δεν επηρεάζει ποσώς την ορθότητα του εκδοθέντος διατάγματος παραλαβής στη βάση των προνοιών του Καν. 2 και του άρθρου 102 του Κεφ. 5. Εξετάζοντας τη θέση του εφεσείοντα ότι η εξάμηνη αναστολή, έστω και εκ συμφώνου, δεν νομιμοποιεί τη διαδικασία, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Πετράκη ν. Κίμωνος (2006) 1 ΑΑΔ 1311. Σημείωσε δε πως το γεγονός ότι η δυνατότητα αναστολής ασκήθηκε από το Εφετείο σε εκείνη την περίπτωση, δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη νομοθετικής εξουσιοδότησης για τέτοια ενέργεια, γιατί, όπως είναι διατυπωμένη η απόφαση, δεν φαίνεται να ήταν αντικείμενο δικαστικής κρίσης, ούτε ο δικαστικός λόγος του Εφετείου (Ratio decidendi).
Δεν προχώρησε, όμως, το Δικαστήριο να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα, κρίνοντας ότι υπήρχαν άλλες παράμετροι που άπτονται της συμπεριφοράς του εφεσείοντα, που θα έπρεπε να εξεταστούν πρώτα. Θεώρησε ότι υπήρξε, από πλευράς εφεσείοντα, συμπεριφορά που του αποστερούσε το δικαίωμα να αιτείται προστασίας με τη διαδικασία του certiorari. Ανέφερε σχετικά ότι «με κανένα τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ο τρόπος ενέργειας του, όπως περιγράφεται πιο πάνω, ως στοχευμένη για την προστασία της δικαιοσύνης ή της νομιμότητας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί δίκαιος και με στόχο την ολοκλήρωση των δικαστικών διαδικασιών.».
Περαιτέρω, έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί και λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από την έκδοση του διατάγματος μέχρι της προβολής της αντικανονικότητας, σχεδόν έξι μήνες, συνδυαζόμενο και με τις ενέργειες του εφεσείοντα που, για τις ανάγκες του για έκδοση, διατήρηση και επέκταση του διατάγματος αναστολής, επέδειξε υπέρμετρη καθυστέρηση μέχρι να αντιδράσει. Εξέτασε, επίσης, τις Αγγλικές υποθέσεις στις οποίες το παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, όπου τα Αγγλικά Δικαστήρια, λόγω της σοβαρότητας των θεμάτων που εγείρονταν, μπορούσαν να παρατείνουν την προθεσμία που καθορίζεται από τους Αγγλικούς θεσμούς για προνομοιακά εντάλματα και έκρινε ότι εδώ «δεν πρόκειται περί αιτήσεως για παράταση του χρόνου, ούτε θα μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αιτητής ενήργησε συνετά και εύλογα.».
Με πέντε λόγους έφεσης ο εφεσείων αμφισβητεί το συμπέρασμα του Δικαστηρίου (α) ότι το διάταγμα παραλαβής ήταν έγκυρο και ότι το θέμα δεν μπορούσε να αντικριστεί στο πλαίσιο ενός παράνομου διακανονισμού, καθώς και ότι μπορούσε να διαχωριστεί η διαδικασία σε τρία στάδια (1ος λόγος), (β) ότι η ανυπαρξία αναγραφής στο κείμενο του διατάγματος της εκδηλωθείσας πράξης πτώχευσης και της ημερομηνίας διάπραξης, κατά παράβαση του Καν. 64, είναι τυπικό ελάττωμα ή παρατυπία (2ος λόγος έφεσης), (γ) ότι υπήρξε από την πλευρά του εφεσείοντα συμπεριφορά που του αποστερεί το δικαίωμα να αιτείται προστασίας με τη διαδικασία του certiorari και ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση Πετράκης (πιο πάνω), που συνηγορούσε υπέρ της αναστολής, δεν αποτελούσε δεσμευτικό προηγούμενο επί του προκειμένου, το Δικαστήριο θα έπρεπε να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αναγκαιότητα διαφύλαξης του κύρους της δικαιοσύνης δια της ακύρωσης ενός έκδηλα παράνομου διατάγματος, παρά την οποιαδήποτε συμπεριφορά του αιτητή (3ος λόγος έφεσης), (δ) ότι, επειδή δεν επρόκειτο περί αιτήσεως για παράταση χρόνου, η Αγγλική νομολογία δεν είχε εφαρμογή (4ος λόγος έφεσης) και (ε) ότι δεν εξέτασε περαιτέρω την ουσία της υπόθεσης (5ος λόγος έφεσης). Σημειώνουμε ότι κατά τη συζήτηση της έφεσης δεν προωθήθηκε ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Το πρώτο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι κατά πόσο ορθά αποφασίστηκε ότι υπήρξε κακοπιστία εκ μέρους του εφεσείοντα και υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος, στοιχεία που οδήγησαν το Δικαστήριο στον τερματισμό της διαδικασίας, χωρίς να απαιτείται η εξέταση της ουσίας της αίτησης.
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της αίτησης ήταν δικαιολογημένη, με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, η παρανομία που παρατηρείται στο εκδοθέν διάταγμα παραλαβής είναι έκδηλη, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του εφεσείοντα, και δεν μπορεί να παραμείνει το διάταγμα ως έχει. Δεν σταθμίστηκε, επίσης, η συμπεριφορά της Τράπεζας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσής του, εισηγείται ότι η Αγγλική νομολογία, στην οποία έγινε αναφορά κατά την πρωτόδικη διαδικασία προς υποστήριξη της θέσης του ότι δεν υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, έδιδε το στίγμα αντιμετώπισης σε ανάλογο με το εγειρόμενο στην παρούσα περίπτωση θέμα, δηλαδή δικαιολογημένης καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης certiorari και, λανθασμένα δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο.
Από την άλλη, η πλευρά της εφεσίβλητης Τράπεζας υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Κατ΄αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πτωχευτική διαδικασία, έχει χαρακτηριστεί ως μία sui generis, ιδιότυπη διαδικασία, οιωνεί ποινικού χαρακτήρα και η αναγκαιότητα συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ. 5 όπως αναλύθηκαν στην υπόθεση Λοίζου ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δερύνειας (2009) 1 ΑΑΔ 279 είναι δεδομένη. Η πτωχευτική διαδικασία έχει γνώμονα πρώτιστα την προστασία της περιουσίας του χρεώστη προς όφελος όλων των πιστωτών του.
Παρατηρούμε επίσης ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, ούτε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε και κατά την εξέταση της αίτησης certiorari, δεν εγέρθηκε από τον εφεσείοντα θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδώσει το διάταγμα παραλαβής. Αυτό που αμφισβητήθηκε είναι η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να αναστείλει το εν λόγω διάταγμα, έστω και με τη σύμφωνο γνώμη του ιδίου του εφεσείοντα.
Τα προνομιακά εντάλματα, όπως παρατήρησε ο Δικαστής Πικής, όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Σταυρή Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 ΑΑΔ 438 «σκοπούν στη διασφάλιση, μέσω του δικαστικού ελέγχου, της νομιμότητας κυρίως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των κατώτερων δικαστηρίων. Συνεπώς η αίτηση πρέπει να γίνεται καλόπιστα για την προστασία των δικαιωμάτων του αιτητή με την αποκατάσταση της νομιμότητας.».
Όπως δε τονίστηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιχάλη Μιχαήλ, Πολ. Έφεση 345/2013, ημερομηνίας 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:A45, τα προνομιακά εντάλματα παρέχονται ή όχι κατά προνόμιο και όχι δικαιωματικά και η οποιαδήποτε σημειωθείσα καθυστέρηση στην αναζήτηση της λήψης της άδειας δυνατό να εξουδετερώσει αυτό το προνόμιο. Στην Αγγλία, απ΄ όπου και προέρχεται η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τίθεται αυστηρός χρονικός περιορισμός τριών μηνών, σμικρύνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την αρχική περίοδο χρόνου των έξι μηνών (βλ. Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 13.10.2010 (2002) 1 ΑΑΔ 571 (απόφαση Ολομέλειας) και Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Μαραγκού για Certiorari (2009) 1 ΑΑΔ 1266).
Στην Κύπρο το όλο θέμα αντιμετωπίζεται στο γενικότερο πλαίσιο της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης, στα πλαίσια των ειδικών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης. Αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμα και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας.
Ο εφεσείων στην παρούσα περίπτωση, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση διατάγματος παραλαβής με αναστολή, σε μία προσπάθεια αποπληρωμής του χρέους εντός της περιόδου της αναστολής. Όταν, όμως, δεν κατέστη δυνατό γι΄ αυτόν να αποπληρώσει το χρέος εντός της περιόδου αυτής, προσπάθησε να παρατείνει την περίοδο της αναστολής, διαδικασία που τελικά αποσύρθηκε. Σε κανένα στάδιο μέχρι τότε δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα του διατάγματος, ούτε επικαλέστηκε ελαττωματικότητα στην πρωτόδικη διαδικασία. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη τράπεζα συγκατατέθηκε στην έκδοση του διατάγματος με αναστολή, καθώς και ότι γίνονταν διαπραγματεύσεις με την Τράπεζα μέχρι το Δεκέμβριο του 2011, δεν αλλοιώνει τα πράγματα. Αντιθέτως, αυτό που προκύπτει είναι ότι η υπό έφεση αίτηση έγινε μετά που ο εφεσείων δεν κατόρθωσε να συμφωνήσει με την Τράπεζα για την αποπληρωμή του χρέους. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα καταδεικνύει κακοπιστία, η οποία του αποστερεί το δικαίωμα να αιτείται προνομιακής προστασίας με τη διαδικασία του certiorari.
Αναφορικά με την έκδηλη παρανομία και έλλειψη δικαιοδοσίας που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ακόμη και σε τέτοια περίπτωση που, κατά την κρίση μας, δεν είναι η παρούσα, εξακολουθεί να αποτελεί θέμα δικαστικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κατά πόσο θα εγκρίνει αίτηση για certiorari. Κρίνουμε δε ότι υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω, ορθά και δίκαια ασκήθηκε η διακριτική αυτή ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, θεωρούμε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την έκδοση του διατάγματος μέχρι την υποβολή της αίτησης για certiorari, σε συνδυασμό βέβαια με τις ενέργειες του εφεσείοντα, αποτελούν υπέρμετρη καθυστέρηση, η οποία του στερεί το δικαίωμα σε οποιοδήποτε προνομιακό ένταλμα. Οι Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Κληρίδης είναι γεγονός ότι οδήγησαν σε παράταση του χρόνου καταχώρησης αίτησης για προνομιακό ένταλμα, όμως, στις υποθέσεις εκείνες κρίθηκε ότι η καθυστέρηση ήταν δικαιολογημένη. Εδώ, η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για προνομιακό ένταλμα, όχι μόνο δε θεωρούμε ότι είναι δικαιολογημένη, αλλά αντίθετα η καθυστέρηση ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας του εφεσείοντα να πετύχει ουσιαστικά την περαιτέρω αναστολή του διατάγματος παραλαβής. Εγείρεται, συναφώς, και ένα περαιτέρω ζήτημα. Ο εφεσείων είναι αυτός που εισηγήθηκε την αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος παραλαβής, η οποία έγινε αποδεκτή από τους εφεσίβλητους. Όπως αναφέρεται στους Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, παράγραφος 265, σελίδα 141, «The order of certiorari will never be granted to remove an erroneous order at the instance of the party in whose favour the error was made.» Συνεπώς, έστω και αν η διαταγή για αναστολή ήταν λανθασμένη, αυτό δεν θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ του εφεσείοντα ώστε να επιτύχει στην αίτησή του.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ