ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A525
(2016) 1 ΑΑΔ 2634
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 114/2011 και 115/2011)
16 Νοεμβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 114/2011)
ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1,
ΚΑΙ
ΤΑΣΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΛΑΜΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητος/Ενάγοντας.
_______________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 115/2011)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείοντας/Εναγόμενος 2,
ΚΑΙ
1. ΤΑΣΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΛΑΜΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητος/Ενάγοντας,
2. ΜΑΡΙΝΟΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος 3.
_________________________
Στ. Παύλου με Κ. Κακουλλή (κα.), για τους Εφεσείοντες στην 114/2011.
Κ. Μελάς με Ε. Ασσιώτου (κα.), για τον Εφεσίβλητο στην 114/2011.
Κ. Αρκάδη (κα.) για Μ. Χαρτζιώτη, για τον Εφεσείοντα στην 115/2011.
Κ. Μελάς με Ε. Ασσιώτου (κα.), για τον Εφεσίβλητο 1 στην 115/2011.
Γ. Κορφιώτης, για τον Εφεσίβλητο 2 στην 115/2011.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την 25.11.2005 ο ενάγων-εφεσίβλητος στις παρούσες εφέσεις, ηλικίας τότε 68 ετών, παρουσίασε συμπτώματα οξείας χολοκυστίτιδας τα οποία επέβαλλαν, όπως διέγνωσε ο εναγόμενος 2-εφεσείων στην Π.Ε. 115/11, ο οποίος είναι χειρουργός, την άμεση αντιμετώπιση τους με χειρουργική επέμβαση. Για το σκοπό αυτό εισήχθη στην Πολυκλινική των εναγομένων 1-εφεσειόντων στην Π.Ε. 114/11, όπου ο εναγόμενος 2 προέβη στη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης αφαίρεσης της χολής με λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Κατά την παραμονή του στην πολυκλινική, και συγκεκριμένα στις 29.11.2005, ο ενάγων υποβλήθηκε από τον εναγόμενο 3-εφεσίβλητο στην Π.Ε. 115/11, ιατρό Γαστρεντερολόγο, σε εξέταση ενδοσκοπικής παλινδρόμου χολαγγειο-παγρεατογραφίας (ERCP).
Ο ενάγων-εφεσίβλητος απολύθηκε από την πολυκλινική την 1.12.2005 αλλά επανεισήχθη στις 20.12.2005 για να υποβληθεί σε δεύτερη επέμβαση, στις 22.12.2005, πάλι από τον εναγόμενο 2-εφεσείοντα, για παροχέτευση αποστήματος το οποίο δημιουργήθηκε στο μέρος της προηγηθείσας εγχείρισης.
Μετά τη δεύτερη επέμβαση ακολούθησε ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντα-εφεσίβλητου με εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων, σπασμών, υπόταση, ψηλά ηπατικά ένζυμα, αφυδάτωση κλπ.. Κλήθηκε ο ιατρός Δρ. Χριστόδουλος Μέσης, ο οποίος μετά από γενόμενη ανάλυση σακχάρου, κατά την οποία διαπιστώθηκαν πολύ ψηλά επίπεδα, διέγνωσε την ύπαρξη υπερωσματικού υπερεγλυκαιμικού κώματος με σπασμούς χωρίς κετοξέωση. Ακολούθησε θεραπεία για μείωση του επιπέδου γλυκόζης. Την 6.1.2006 διακόπηκε η γενική αναισθησία. Ο ενάγων κάθησε σε καρέκλα αλλά παρουσίαζε αδυναμία κινήσεων και πάρεση του δεξιού άνω και αριστερού κάτω άκρου. Την 13.1.2006 μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου νοσηλεύθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης του ενάγοντα αυτός, κατά τον ουσιώδη χρόνο, παρουσίασε, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι: (α) αδυναμία στα πόδια και άκρα, (β) διανοητικά προβλήματα, (γ) παράλυση του δεξιού χεριού, (δ) έλλειψη επικοινωνίας με το περιβάλλον και (ε) απώλεια των μυώνων του σώματος του.
Κατά την έκθεση απαίτησης ο ενάγων-εφεσίβλητος, όταν καταχωρήθηκε η απαίτηση ήταν, επίσης, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι και παρουσίαζε σακχαρώδη διαβήτη, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, σιδηροπενική αναιμία, περιορισμένη κινητικότητα, υποτονία και αδυναμία των μυώνων, παράλυση στο δεξί χέρι, πρόβλημα κρίσης, διάθεση ευφορίας, πρόβλημα στην ομιλία, έλλειψη σταθερότητας στην ικανότητα συγκέντρωσης και συναισθηματική αστάθεια με διαταραχές της ψυχολογικής κατάστασης.
Στην έκθεση απαίτησης αποδίδεται, μεταξύ άλλων, αμέλεια και παράβαση νομίμων καθηκόντων των εναγομένων 1 (Πολυκλινική Υγεία Λτδ -εφεσείουσα), αμέλεια του γιατρού Γιάννη Ιωάννου (εναγόμενου 2-εφεσείοντα) και αμέλεια του γιατρού Μαρίνου Ξενοφώντος (εναγόμενου 3).
Στην πολυκλινική «Υγεία» αποδίδεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν έκανε τη σωστή διάγνωση και δεν αντιμετώπισε τις επιπλοκές με τη δέουσα φροντίδα, ενώ υπήρξε ελλιπής παρακολούθηση του ενάγοντα και/ή το νοσηλευτικό προσωπικό δεν ήταν κατάλληλα εξειδικευμένο. Χορήγησε στον ενάγοντα φαρμακευτική αγωγή χωρίς να προηγηθεί η δέουσα εξέταση και διάγνωση και αυτά ενώ έβλεπε ότι η θεραπευτική αγωγή δεν βελτίωνε την κατάσταση της υγείας του.
Για τον εναγόμενο 2, γιατρό Ιωάννου, αναγράφεται στην έκθεση απαιτήσεως ότι δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, δεν προέβη σε σωστή διάγνωση της κατάστασης του ενάγοντα πριν και μετά τις χειρουργικές επεμβάσεις και παρέλειψε να εκτιμήσει σωστά την κατάσταση του ενάγοντα. Δεν προέβη στις αναγκαίες και απαραίτητες προεγχειρητικές εξετάσεις, δεν καθάρισε επιμελώς τη χολή (στην πρώτη επέμβαση) με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί απόστημα. Χωρίς τη δέουσα διάγνωση και χωρίς να γνωρίζει την αιτία του προβλήματος έδωσε οδηγίες για χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, δεν διέγνωσε εγκαίρως τα συμπτώματα του ενάγοντα και γενικώς απέτυχε να επιδείξει και να ασκήσει τη δέουσα και επιβαλλόμενη ιατρική φροντίδα και προσοχή.
Στον εναγόμενο 3, πέραν τον όσων αποδίδονται στον εναγόμενο 2, η έκθεση απαίτησης καταλογίζει και ότι δεν διαβουλεύθηκε σωστά με τους άλλους γιατρούς που παρακολουθούσαν τον ενάγοντα ώστε να του παρασχεθεί κατάλληλη και συντονισμένη θεραπεία.
Με την απαίτηση του ο ενάγων διεκδικούσε γενικές αποζημιώσεις και ποσό Λ.Κ.224.047,23 σεντ ως ειδικές αποζημιώσεις.
Με τις υπερασπίσεις τους οι εναγόμενοι αρνούνταν οποιαδήποτε ευθύνη για αμέλεια ή παράβαση εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων. Ο εναγόμενος 2 εξέδωσε και καταχώρησε και ειδοποίηση συνεναγομένου προς τον εναγόμενο 3, σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.10 θ.12.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ανέλυσε την ενώπιον της μαρτυρία, τόσον του ενάγοντα όσον και των εναγομένων. Στη συνέχεια αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε σε ευρήματα. Μεταξύ των ευρημάτων της ήταν και τα εξής:
Ο ενάγων, ηλικίας τότε 68 χρόνων, υπεβλήθη στις 25.11.2005, στην προαναφερόμενη πρώτη χειρουργική επέμβαση, από τον εναγόμενο 2. Κατά την παραμονή του στην κλινική των εναγομένων 1 υποβλήθηκε, στις 29.11.2005, από τον εναγόμενο 3, σε εξέταση ERCP. Την απόφαση για υποβολή του ενάγοντα σε εξέταση ERCP την έλαβε ο εναγόμενος 2 και τη διενήργησε ο εναγόμενος 3 και ήταν αποδεκτό ότι η εξέταση ERCP δεν επιβάρυνε ούτε και επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την υγεία του ενάγοντα. Την 1.12.2005 ο ενάγων έλαβε εξιτήριο από την πολυκλινική και επέστρεψε στο σπίτι του. Μετά την 1.12.2005 επισκέφθηκε σε δύο περιπτώσεις τον εναγόμενο 2, στον οποίο παραπονείτο για φούσκωμα και πόνους. Στις 20.12.2005, μετά από διενέργεια υπερηχογραφήματος θώρακος και άνω κοιλίας, στο οποίο υποβλήθηκε ο ενάγων, μετά από προτροπή του παθολόγου ιατρού του (μη διαδίκου), λόγω του ότι παρουσίασε κοιλιακό άλγος, ο εναγόμενος 3 διέταξε την άμεση εισαγωγή του στην πολυκλινική των εναγομένων 1. Εκεί έγιναν εξετάσεις και αξονική τομογραφία και διαπιστώθηκε απόστημα και περιορισμένη περιτονίτιδα στην περιοχή της εγχείρισης. Ο εναγόμενος 3, αφού έλαβε τα αποτελέσματα της μαγνητικής τομογραφίας και άλλων αναλύσεων, το μεσημέρι της 21.12.2005 ενημέρωσε τον εναγόμενο 2, ο οποίος αποφάσισε τη (δεύτερη) χειρουργική επέμβαση για παροχέτευση του αποστήματος. Οι εξετάσεις και αναλύσεις, που έγιναν την 21.12.2005 και την 23.12.2005, έγιναν κατ΄ εντολή και οδηγίες του εναγόμενου 2.
Την 22.12.2005 η κατάσταση της υγείας του ενάγοντα ήταν ήδη βεβαρημένη. Παρουσίαζε οξεία νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια. Την ίδια μέρα ο ενάγων εισήχθη και πάλι στο χειρουργείο όπου υποβλήθηκε, από τον εναγόμενο 2, σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για αντιμετώπιση της κατάστασης του. Δηλαδή έγινε παροχέτευση αποστήματος και διερευνητική λαπαροτομία κατά την οποία διαπιστώθηκε μάζα στη δεξιά κοιλιακή χώραν και λιπώδης όγκος στην περιοχή της σκωληκοειδίτιδας, ο οποίος επίσης αφαιρέθηκε και έγινε σκωλικοειδιεκτομή.
Το βράδυ της δεύτερης χειρουργικής επέμβασης η αρτηριακή πίεση του ενάγοντα έπεσε κάτω από το φυσιολογικό επίπεδο, ενώ το επόμενο πρωί της 23.12.2005, ο ενάγων παρουσίασε υπόταση και σηψαιμία και μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) της Πολυκλινικής. Διασωληνώθηκε και τοποθετήθηκε σε αναπνευστήρα. Ενώ νοσηλευόταν στην ΜΕΘ της Πολυκλινικής παρουσίασε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης του συνοδευόμενη από επιληπτικές κρίσεις. Στις 24.12.2005 κλήθηκε (από την Πολυκλινική) ο Δρ Μέσης, Νευρολόγος-Ψυχίατρος, ο οποίος διαπίστωσε ότι ο ενάγων παρουσίαζε πολλαπλές μυοκλονικές κινήσεις στις δύο πλευρές του σώματος του. Οι εργαστηριακές εξετάσεις έδειξαν ψηλή ουρία και κρεατινίνη, ηλεκτρολυτικές διαταραχές και ηπατικά ένζυμα. Παρουσίαζε επίσης αφυδάτωση, σύγχυση, πυρετό και ελαττωμένη διούρηση. Στις 25.12.2005 παρουσίασε εστιακές επιληπτικές κρίσεις. Του δόθηκε ενδοφλεβίως φάρμακο, με παροδικό ευεργετικό αποτέλεσμα. Ακολούθως τέθηκε στον αναπνευστήρα με χορήγηση γενικής αναισθησίας. Η κατάσταση του ήταν τόσο άσχημη ώστε ο εναγόμενος 2 πληροφόρησε τη σύζυγο του ενάγοντα ότι θα πεθάνει.
Στις 27.12.2005, μετά από εξέταση γλυκόζης, διαπιστώθηκε ότι το επίπεδο σακχάρου του ανήλθε στα 1982 mg. Λόγω του πολύ ψηλού σακχάρου, που διαπιστώθηκε εκείνη την ημέρα, κλήθηκε ο ειδικός διαβητολόγος Δρ. Ιωάννου να επιληφθεί της κατάστασης. Διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων έπασχε από το σύνδρομο των σπασμών λόγω υπεργλυκαιμίας χωρίς κετοξέωση (υπερωσματικό υπεργλυκαιμικό κώμα χωρίς κετοξέωση, στο εξής το σύνδρομο). Την ίδια μέρα, 27.12.2005, ο ειδικός διαβητολόγος Δρ. Ιωάννου, με κατάλληλη θεραπεία, αντιμετώπισε το πρόβλημα του σακχάρου, το οποίο επανήλθε σε φυσιολογικά επίπεδα. Μέσα σε 48 ώρες οι σπασμοί σταμάτησαν και το σάκχαρο μειώθηκε στα 375 mg. Στις 28.12.2005 προοδευτικά διακόπηκε η γενική αναισθησία, στις 30.12.2005 ανέπνεε μόνος του και στις 9.1.2006 ο ενάγων υπεβλήθηκε από τον εναγόμενο 2 σε τραχειοτομή. Από τις 6.1.2006 ο ενάγων κάθησε σε καρέκλα και κινούσε το αριστερό άνω και δεξιό κάτω άκρο. Στις 13.1.2006 ο ενάγων μεταφέρθηκε από τους εναγόμενους 1-εφεσείοντες στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού.
Ήταν διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι έγινε εξέταση γλυκόζης στον ενάγοντα και στις δύο επεμβάσεις, εντός του χειρουργείου, με τη μέθοδο "Dextro-stick" (τσίμπημα στο δάκτυλο) και το αποτέλεσμα ήταν κάτω από 200 mg που θεωρείται φυσιολογικό. «Ο ενάγων δεν φαίνεται να είχε ιστορικό διαβήτη» όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Ήταν περαιτέρω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η βλάβη στον εγκέφαλο του εφεσίβλητου-ενάγοντα δημιουργήθηκε μετά από παρατεταμένες επιληπτικές κρίσεις, ως αποτέλεσμα του υπεργλυκαιμικού κώματος, το οποίο οφείλεται στο αυξημένο σάκχαρο. Το σύνδρομο αυτό εμφανίζεται σπάνια και η βλάβη θεωρείται μόνιμη διότι δημιουργείται στοιβαδιακή νέκρωση, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση.
Η κατάσταση του εφεσίβλητου-ενάγοντα, όπως διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης (28.1.2011), ήταν η εξής: περιορισμένη κινητικότητα λόγω νευρολογικών προβλημάτων, οίδημα στα κάτω άκρα, σακχαρώδης διαβήτης, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, σιδηροπενική αναιμία και πάρεση του δεξιού χεριού. Ήταν εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μόλυνση, την οποία υπέστη ο εφεσίβλητος-ενάγων, ήταν υπεύθυνη σε μεγάλο ποσοστό στην ανάπτυξη σακχάρεως. Δεν υπήρχε, όμως, ιατρική μαρτυρία ότι η μόλυνση οφειλόταν σε αμέλεια των γιατρών ή ότι το απόστημα δημιουργήθηκε συνεπεία κάποιας λανθασμένης ενέργειας ή παράλειψης των εναγομένων.
Αφού αναφέρθηκε στο βάρος απόδειξης, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αποφάσισε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής ο κανόνας res ipsa loquitur. Συνέχισε, επομένως, και εξέτασε τη νομική πτυχή στη βάση του άρθρου 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, το οποίο ρυθμίζει το θέμα της αμέλειας. Για την απόδειξη αμέλειας είναι απαραίτητο να ικανοποιηθούν οι ακόλουθες προϋποθέσεις, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο:
(α) Η υποχρέωση επίδειξης μέριμνας και φροντίδας οφειλόμενη από τον εναγόμενο στον ενάγοντα, για την προστασία του τελευταίου.
(β) Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής, και
(γ) Η απόδειξη ότι η ζημιά-βλάβη που ακολουθεί είναι το αποτέλεσμα της ζημιογόνου ενέργειας του εναγομένου και είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτή.
Αναφέρθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο, σε σχετικές κυπριακές και αγγλικές αυθεντίες. Μεταξύ άλλων την Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ, 614, τη Γιάλλουρος κ.α. ν. Ψύλλου κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ, 1552, και στην αρχή ότι ιατρική αμέλεια εξετάζεται στη βάση του επιπέδου του λογικού επαγγελματία (Δέστε: Street on Torts, 11η έκδοση, σελ. 265 και 266).
Καθοδηγούμενη από τις προαναφερόμενες αυθεντίες, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.4, Δρα Ιωάννου, αποτελούσε σημείο αναφοράς και βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων. Τα προσόντα και η εμπεριγνωμοσύνη του προαναφερόμενου γιατρού ως διαβητολόγου έγιναν αποδεκτά από την υπεράσπιση των εναγομένων 1 και 2-εφεσειόντων. Εξίσου σημαντική θεώρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, και τη μαρτυρία του Δρ. Χριστόδουλου Μέση (Μ.Υ.2). Από τις μαρτυρίες των προαναφερόμενων δύο ιατρών το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ιδιαίτερα τα εξής σημεία:
(α) Η επιδείνωση της κατάστασης του ενάγοντα ξεκίνησε το βράδυ της δεύτερης εγχείρισης, στις 22.12.2005, και παρουσίασε επιληπτικές κρίσεις στις 23.12.2005. Το σύνδρομο από το οποίο έπασχε διεγνώσθη στις 27.12.2005, δηλαδή σε 5 μέρες. Ανάλυση γλυκόζης έγινε για πρώτη φορά στις 27.12.2005, η ώρα 08.53, με αναφορά 1982 mg.
(β) Ο ενάγων είχε λοίμωξη, σηψαιμία. Αυτός είναι παράγοντας που είναι υπεύθυνος σε μεγάλο ποσοστό, για το σύνδρομο. Το 50% των καταστάσεων αυτών οφείλεται στη λοίμωξη, όπως είπε ο Μ.Ε.4. Μια σοβαρή λοίμωξη μπορεί να είναι αιτία που να δημιουργήσει τις αλλαγές του οργανισμού που να φέρουν το σύνδρομο, δέχτηκε και ο Δρ. Μέσης (Μ.Υ.2).
(γ) Ο ενάγων ήταν υπέρβαρος, μεγάλης ηλικίας, είχε ατροφία παγκρέατος, είχε στρες εγχείρισης και στρες λοίμωξης. Όλα αυτά έπρεπε να είχαν λειτουργήσει ως καμπανάκι για συχνή, καθημερινή εξέταση σακχάρου ακόμη και σε μη διαβητικά άτομα, όπως τον ενάγοντα, συμφώνησε ο Μ.Ε.4 Δρ. Ιωάννου.
(δ) Ο ενάγων, συνεπεία των ανωτέρω, θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ασθενής υψηλού κινδύνου. Η έγκαιρη ανίχνευση του σακχάρου θα προλάβαινε την εμφάνιση του συνδρόμου και όσα επακολούθησαν. Αυτά τα ανάφερε εμφαντικά ο Μ.Ε.4 υπογραμμίζοντας ότι ένας ευαισθητοποιημένος γιατρός όφειλε, σε περιπτώσεις όπως του ενάγοντα, να κάνει καθημερινή παρακολούθηση στο αίμα διότι υπάρχουν άτομα με λανθάνοντα διαβήτη και το στρες της εγχείρησης και της σηψαιμίας μπορεί να οδηγήσει, σε 48 ώρες σε κώμα.
(ε) Ο Δρ. Μέσης, Μ.Υ.2, δέχθηκε ότι αν γινόταν ανάλυση σακχάρου, έστω μια ή δύο μέρες πριν (τις 27.12.2005) θα προλαμβανόταν η κατάσταση του ενάγοντα. Η εξέταση σακχάρου, σύμφωνα με τον ίδιο μάρτυρα, ήταν μια εξέταση που έπρεπε να γίνει έστω και μέσα στα πλαίσια των γενικών αναλύσεων.
(στ) Το προαναφερόμενο σύνδρομο σπάνια εμφανίζεται. Αυτό, όμως, οφείλεται στο ότι όλοι οι νοήμονες γιατροί, εκείνοι που ασχολούνται με αυτά τα θέματα, οι ειδικοί, ελέγχουν το σάκχαρο κάποιου διαβητικού και κάποιου που λόγω ηλικίας, λόγω μόλυνσης ή λόγω έναρξης σπασμών, είναι υψηλού κινδύνου, συμφώνησε ο Δρ. Μέσης (Μ.Υ.2), με αποτέλεσμα το σύνδρομο να προλαμβαίνεται. Ο Δρ. Μέσης είπε ότι ο έλεγχος σακχάρου γίνεται στους γνωστούς διαβητικούς ή σε εκείνους που έχουν σοβαρή λοίμωξη, όπως στην προκείμενη περίπτωση είχε ο εφεσίβλητος-ενάγων.
Αφού αξιολόγησε τους προαναφερόμενους παράγοντες, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο δεύτερος εναγόμενος-εφεσείων επέδειξε αμέλεια στην προκείμενη περίπτωση. Αυτό διότι ο ενάγων ήταν ασθενής υψηλού κινδύνου, οι πιθανότητες ανάπτυξης διαβήτη ήταν περισσότερες από σοβαρές και έφθαναν το 40% (με μόνο την ύπαρξη σηψαιμίας). Ο εναγόμενος 2, χειρουργός του ενάγοντα-εφεσίβλητου, είχε καθήκον και υποχρέωση έναντι του να τον παρακολουθεί συνεχώς μετά την εγχείρηση και να τον υποβάλλει σε εξετάσεις. Ο χειρουργός, εναγόμενος 2, ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ο θεράπων ιατρός του (ενάγοντα-εφεσίβλητου), όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο χειρουργός έχει την ευθύνη της παρακολούθησης της μεταγενέστερης πορείας του ασθενή, ενώ ο επί καθήκοντι ιατρός, αν δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, καλεί τον θεράποντα ιατρό. Στην προκείμενη περίπτωση κλήθηκε ο εναγόμενος 2, από τον επί καθήκοντι ιατρό.
Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά την έξοδο του ενάγοντα από την πολυκλινική μετά την πρώτη επέμβαση, αυτός παρακολουθείτο από τον εναγόμενο 2 και όχι από τον εναγόμενο 3, ο οποίος τον είδε μόνο δύο φορές. Η αμέλεια του εναγόμενου 2, η οποία καταγράφεται συγκεκριμένα στη σελ. 61 και 62 της πρωτόδικης απόφασης, συνίσταται ουσιαστικά σε παράλειψη του εναγόμενου 2 να προβεί εγκαίρως στις απαραίτητες και εύλογες εξετάσεις και αναλύσεις και σε παράλειψη του να εκτιμήσει σωστά την κατάσταση και να αντιμετωπίσει τις επιπλοκές με τη δέουσα φροντίδα και προσοχή. Οι παραλείψεις αυτές και η καθυστέρηση του να λάβει τις ενδεδειγμένες και απαραίτητες προφυλάξεις είχαν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του ενάγοντα.
Ο εναγόμενος 2 κρίθηκε ως αμελής επειδή απέτυχε να πράξει ότι θα έπραττε ένας λογικός ιατρός. Παρέλειψε δηλαδή να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια ώστε να διαγνώσει έγκαιρα και να προλάβει την επιδείνωση της κατάστασης του εφεσίβλητου-ενάγοντα.
Αναφορικά με την πολυκλινική, πρώτη εναγόμενη-εφεσείουσα, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στον περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργίας) Νόμο του 2001, ο οποίος στο άρθρο 13 καθορίζει τις γενικές υποχρεώσεις των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων. Το εδάφιο 3 του άρθρου 13 προνοεί ότι κάθε αδειούχο ιδιωτικό νοσηλευτήριο έχει υποχρέωση έναντι των εισαγόμενων σ΄ αυτό ασθενών, να βεβαιώνεται ότι οι ασθενείς λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή, υπό τις κρατούσες επιστημονικές ιατρικές γνώσεις και αντιλήψεις, περίθαλψη και περιποίηση για σκοπούς θεραπείας ή αντιμετώπισης της ασθένειας ή του ιατρικού προβλήματος για το οποίο έχουν εισαχθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι η πολυκλινική δεν μπορούσε, άνευ ετέρου, να κριθεί αμελής επειδή κρίθηκε ως αμελής ο εναγόμενος 2, ιατρός Ιωάννου. Ο εναγόμενος 2 δεν ήταν εργοδοτούμενος των εναγομένων 1, επομένως οι εναγόμενοι 1 δεν έχουν εκ προστήσεως ευθύνη γι΄ αυτόν. Όμως η πολυκλινική, εναγόμενη 1, κρίθηκε αμελής για διάφορους λόγους που αναφέρονται στις σελ. 67 και 68 της πρωτόδικης απόφασης. Μεταξύ άλλων, σημειώθηκαν και τα εξής στοιχεία που οδήγησαν στο προαναφερόμενο πρωτόδικο συμπέρασμα:
(α) Η πολυκλινική διέθετε δωμάτια στα οποία νοσηλεύονταν ασθενείς και ΜΕΘ στην οποίαν μεταφέρθηκε ο ενάγων.
(β) Διέθεταν επί καθήκοντι ιατρό, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη συνεχή παρακολούθηση του ενάγοντα. Ο επί καθήκοντι ιατρός ήταν εργοδοτούμενος της εναγόμενης 1. Παρά την επιδείνωση της κατάστασης του ενάγοντα, το ίδιο βράδυ της εγχείρησης, στις 22.12.2005, παρέλειψε να προβεί στις αναγκαίες εξετάσεις και αναλύσεις.
(γ) Παρά την άρνηση της εναγόμενης 1, αναφορικά με την προσφορά ιατρικών υπηρεσιών στον ενάγοντα, αυτή χρέωσε τον ενάγοντα, για ιατρικές υπηρεσίες, που του παρείχε, και μάλιστα καταχώρησε και την Αγωγή αρ. 2801/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, προς είσπραξη του λαβείν της.
Ενόψει των προαναφερομένων και της θεσμοθετημένης υποχρέωσης της πολυκλινικής έναντι του ενάγοντα δυνάμει του προαναφερόμενου άρθρου 13, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την εναγόμενη 1 ως υπόλογη αμέλειας και παράβασης εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος.
Αναφορικά με τον εναγόμενο 3, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο ότι αυτός δεν επέδειξε οποιαδήποτε αμέλεια για τους λόγους που φαίνονται στις σελ. 68 και 69 της πρωτόδικης απόφασης. Μεταξύ άλλων αναφέρεται, στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η εξέταση ERCP, στην οποία υπέβαλε τον ενάγοντα ο εναγόμενος 3, δεν προκάλεσε οποιοδήποτε ιατρικό πρόβλημα. Ο εναγόμενος 3 δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην εισαγωγή του ενάγοντα, στην πολυκλινική, για την πρώτη επέμβαση. Ο εναγόμενος 3 εισήξε τον ενάγοντα στην πολυκλινική στις 20.12.2005, όταν είδε το υπερηχογράφημα του, αλλά πέραν της εισαγωγής, την ευθύνη για τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση και τη μετέπειτα πορεία του ενάγοντα, είχαν οι εναγόμενοι 1 και 2.
Ενόψει των προαναφερόμενων συμπερασμάτων του, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ετίθετο θέμα καταμερισμού ευθύνης μεταξύ των εναγομένων 2 και 3, ως η ειδοποίηση συνεναγομένου που καταχώρησε ο εναγόμενος 2.
Αναφορικά με το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, εξέτασε κατά πρώτον το θέμα της αιτιώδους συνάφειας. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Κυριαλλής ν. Τελεβάντου (2007) 1 ΑΑΔ, 1299 και παρατήρησε ότι ο ενάγων έχει το βάρος της απόδειξης της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμέλειας του ιατρικού λειτουργού και του τραύματος ή της ασθένειας ή της επιδείνωσης η οποία έχει επέλθει στην κατάσταση της υγείας του.
Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση τη μαρτυρία του Δρα Μέση (Μ.Υ.2), αλλά και τη μαρτυρία του Δρα Ιωάννου (Μ.Ε.4), το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι προκληθείσες βλάβες στον εφεσίβλητο, συνεπεία της αύξησης του διαβήτη, του υπεροσμωτικού υπεργλυκαιμικού κώματος χωρίς κατοξέωση, των σπασμών που προκάλεσαν βλάβη στον εγκέφαλο και η πάρεση στο δεξιό άνω άκρο και στο αριστερό κάτω άκρο και η αδυναμία στους μύες, ήταν άμεσα αποτελέσματα της ιατρικής αμέλειας των εφεσειόντων-εναγομένων 1 και 2. Συγκεκριμένα, ο Δρ. Μέσης εξήγησε ότι η προαναφερόμενη συμπτωματολογία είχε άμεση σχέση με την εικόνα της μαγνητικής τομογραφίας που έδειξε την στοιβαδιακή φλοιϊκή νέκρωση σε μιαν έλικα του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου. Επιπρόσθετα, η μειωμένη κρίση, η ευφορία και αδυναμία συγκέντρωσης ήταν επίσης αποτελέσματα της ανωτέρω βλάβης. Ο ενάγων-εφεσίβλητος παρέμεινε με παράλυση στο δεξί χέρι, με περιορισμένη κινητικότητα και αδυναμία στα κάτω άκρα και για τις μετακινήσεις του χρειαζόταν τροχοκάθισμα. Αναγκάστηκε να υποβληθεί σε φυσιοθεραπεία, να κινείται με καροτσάκι και να εξαρτάται από τη φροντίδα της συζύγου και των οικείων του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε από αποφάσεις όπως την Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Cristofi (1982) 1 CLR, 789, σύμφωνα με την οποία ο ανθρώπινος πόνος και η δυσχέρεια αντιμετωπίζονται με μεγάλη ευαισθησία, αφού έλαβε υπόψιν τη μείωση της αξίας του χρήματος, σύμφωνα με την Ορφανίδου ν. Πέρναρου (1994) 1 ΑΑΔ, 253, αφού συνυπολόγισε ότι προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο, και αφού έλαβε υπόψιν και την απόφαση Παπαευσταθίου ν. Χατζημάρκου (2006) 1 ΑΑΔ, 449, στην οποίαν το παρέπεμψε ο κ. Μελάς, (αλλά το δικαστήριο τη θεώρησε ως διακριτή από την παρούσα), κατέληξε σε γενικές αποζημιώσεις ύψους €180.000.- Στο ποσό αυτό, το οποίο έκρινε ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, κατέληξε αφού έλαβε υπόψιν την προαναφερόμενη έκταση και το είδος της αναπηρίας του εφεσίβλητου-ενάγοντα, την ταλαιπωρία και τον κίνδυνο θανάτου που διέτρεξε, τις επιπτώσεις στην καθημερινότητα του, τις δυσκολίες που του προκαλούνται και συνακόλουθα την ταλαιπωρία του, καθώς και την ηλικία του. Καθοδηγήθηκε συναφώς από τις αποφάσεις Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ, 66, Παναγή ν. Κακόψητου (2001) 1 ΑΑΔ, 839, Πρωτοκολλητής Επ. Δ/ρίου Λάρνακας ν. Τσολάκη κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ, 1626, Παπασπύρου ν. Γαστρινάκη (2001) 1 ΑΑΔ, 1818 και το σύγγραμα Kemp & Kemp (The Quantum of Damages Vol. 2) Κεφ. 36.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο υπολόγισε τα έξοδα φυσιοθεραπείας στα οποία υποβλήθηκε ο εφεσίβλητος-ενάγων σε €12.450.-, σύμφωνα με τα τεκμήρια 12 και 13, τα ιατρικά έξοδα του σε €862.-, σύμφωνα με το τεκμήριο 11, και τον νάρθηκα και air bed σε €379, σύμφωνα με τα τεκμήρια 15 και 16. Το σύνολο των ειδικών ζημιών ανήλθε σε €13.691.-
Καταλήγοντας, το πρωτόδικο δικαστήριο, εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εις βάρος των εφεσειόντων-εναγομένων 1 και 2, αλληλεγύως και/ή κεχωρισμένως, για ποσό €193.691.- με τόκο επί του ποσού των €180.000.- από 22.12.2005 και με νόμιμο τόκο επί του υπολοίπου από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Επιδίκασε επίσης έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εις βάρος των εφεσειόντων, όμως απέρριψε την αγωγή εναντίον του εναγόμενου 3 με έξοδα υπέρ του εναγόμενου 3 και εις βάρος του ενάγοντα. Αναφορικά με την ειδοποίηση συνεναγομένου, που καταχώρισε ο εναγόμενος 2 προς τον εναγόμενο 3, την απέρριψε, ενόψει της απόρριψης της αγωγής εναντίον του εναγόμενου 3, σε σχέση όμως με τα έξοδα έκρινε ότι «δεδομένου όμως ότι ο εναγόμενος 3 δεν έχει υποβληθεί σε πρόσθετη ταλαιπωρία με την ειδοποίηση συνεναγομένου, γι΄ αυτό θεωρώ δίκαιο να μην εκδώσω διαταγή για έξοδα για τη διαδικασία αυτή».
Όπως ήδη αναφέραμε, ο εναγόμενος 3-εφεσίβλητος 2 στην Π.Ε. 115/11, καταχώρησε ειδοποίηση εφεσιβλήτου ζητώντας την ακύρωση της παράλειψης του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει υπέρ του έξοδα αναφορικά με την υπεράσπιση του στην απαίτηση του εφεσείοντα-εναγόμενου 2 εναντίον του. Ενώπιον του Εφετείου έγινε δεκτό από πλευράς εφεσείοντα-εναγόμενου 2 ότι ο εναγόμενος 2 θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί στα έξοδα του εναγόμενου 3, σ΄ ότι αφορά την ανταλλαγή δικογράφων. Επομένως, με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία και την προαναφερόμενη παραδοχή εκ μέρους του εναγόμενου 2-εφεσείοντα, ακυρώνουμε το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου που αφορά στη μή επιδίκαση εξόδων εις βάρος του εναγόμενου 2 και υπέρ του εναγόμενου 3 και εκδίδομε διαταγή όπως τα έξοδα του εναγόμενου 3, σ΄ ότι αφορά την ανταλλαγή δικογράφων με τον εναγόμενο 2, επιδικαστούν υπέρ του εναγόμενου 3 και εις βάρος του εναγόμενου 2, υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Όσον αφορά τις Π.Ε. 114 και 115/11 παρατηρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με 10 λόγους έφεσης στην Π.Ε. 114/11 και με 6 λόγους έφεσης στην Π.Ε. 115/11.
Στην Π.Ε. 114/11 οι πρώτοι 6 λόγοι αφορούν σε νομικά θέματα ενώ οι τελευταίοι 4 λόγοι αφορούν κυρίως σε μαρτυρία.
Ο 1ος λόγος έφεσης είναι γενικός και προσβάλλει ως εσφαλμένο και αναιτιολόγητο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 ήταν υπόλογοι αμέλειας έναντι του εφεσίβλητου-ενάγοντα.
Ο 2ος λόγος έφεσης αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο εύρημα ότι ο επί καθήκοντι ιατρός, κατά τον ουσιώδη χρόνο, που ήταν εργοδοτούμενος των εφεσειόντων, παρέλειψε να προβεί στις αναγκαίες εξετάσεις και αναλύσεις.
Ο 3ος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 13(3) του περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργία) Νόμου. Κατά τους εφεσείοντες το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε την προαναφερόμενη πρόνοια κατά τρόπο που εναποθέτει στους εφεσείοντες αυστηρή ευθύνη σε κάθε περίπτωση που, εντός του νοσηλευτηρίου τους, διαπράττεται ιατρική αμέλεια από ανεξάρτητο ιατρό, δηλαδή από ιατρό που δεν είναι εργοδοτούμενος τους.
Ο 4ος λόγος έφεσης αφορά στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμέλειας των εφεσειόντων και της βλάβης την οποία υπέστη ο εφεσίβλητος-ενάγων, που κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων δεν υπήρχε, στην προκείμενη περίπτωση, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο 5ος λόγος έφεσης αφορά στην παραγνώριση, από το πρωτόδικο δικαστήριο, του ουσιώδους γεγονότος ότι ο εναγόμενος 2 όχι μόνον δεν ήταν εργοδοτούμενος των εφεσειόντων αλλά ήταν επιλογή του ίδιου του εφεσίβλητου.
Ο 6ος λόγος έφεσης προσβάλλει το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να γίνονταν, μετά τη δεύτερη εγχείρηση, καθημερινές αναλύσεις αίματος για ανίχνευση σακχάρου, παρά το ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν διαβητικός και παρά το ότι έγιναν τέτοιες αναλύσεις στο χειρουργείο, πριν την εγχείρηση, με ενδείξεις φυσιολογικές.
Με τον 7ο λόγο έφεσης προσβάλλεται, ουσιαστικά, το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στην (αξιόπιστη) μαρτυρία των Μ.Ε.4 και Μ.Υ.2, σύμφωνα με την οποία η συμπτωματολογία του εφεσίβλητου «έκρουε καμπανάκι» που υπεδείκνυε την αναγκαιότητα υποβολής του σε ανάλυση αίματος για εξέταση σακχάρου, πριν την 27.12.2005.
Ο 8ος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη αντίληψη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την ιατρική μαρτυρία των προαναφερόμενων δύο ιατρών μαρτύρων, Μ.Ε.4 και Μ.Υ.2.
Ο 9ος λόγος έφεσης αφορά στο υπέρμετρο βάρος που κατ΄ ισχυρισμό έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στη μαρτυρία του Μ.Ε.4, και
Ο 10ος λόγος αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη θεώρηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 με αποτέλεσμα να εναποτίθεται ευθύνη στους εφεσείοντες-εναγόμενους 1 για τις πράξεις του Μ.Υ.2., ο οποίος δεν εργοδοτείτο από τους εφεσείοντες αλλά ήταν γιατρός επιλογής του εφεσίβλητου.
Με την Π.Ε. 115/11, και συγκεκριμένα τους λόγους έφεσης 1 και 2, προσβάλλεται ως εσφαλμένο το πρωτόδικο εύρημα ότι ο εφεσείων-εναγόμενος 2 ήταν αμελής, στην προκείμενη περίπτωση. Το σύνδρομο του εφεσίβλητου ήταν σπάνιο και μη λογικά προβλεπτό και δεν μπορούσε να αναμένεται από τον εφεσείοντα, ο οποίος είναι χειρουργός, να προβλέψει ότι ο εφεσίβλητος θα προσβάλλετο από το προαναφερόμενο σύνδρομο. Αντίθετα, θα έπρεπε να είχε καταλήξει, το πρωτόδικο δικαστήριο, στο ότι ο θεράπων ιατρός του ήταν ο εφεσίβλητος 2-εναγόμενος 3, ο οποίος τον εισήξε στην Πολυκλινική Υγεία και ο οποίος, κατ΄ ισχυρισμό, έδινε τις οδηγίες για τις αναλύσεις και εξετάσεις που γίνονταν στον εφεσίβλητο.
Με τον 3ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ευθέως το πρωτόδικο εύρημα ότι ο εναγόμενος 3-εφεσίβλητος 2 δεν επέδειξε αμέλεια έναντι του εφεσίβλητου 1-ενάγοντα.
Με τον 4ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο και πάλι το πρωτόδικο συμπέρασμα για αμέλεια του εφεσείοντα, λόγω παραγνώρισης ουσιώδους μαρτυρίας ως προς το σπάνιο της πάθησης του ενάγοντα, τη δυσκολία διάγνωσης της, την απουσία ενδείξεων προβλήματος σακχάρου, την κλήση ιατρών ειδικότητας νευρολόγου και διαβητολόγου (Μ.Υ.2 και Μ.Ε.4), που και οι ίδιοι δυσκολεύτηκαν στη διάγνωση, και στη μή ύπαρξη μαρτυρίας ότι κάποιος άλλος χειρουργός στη θέση του εφεσείοντα θα έπραττε διαφορετικά.
Με τον 5ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως αντινομική η ανάγνωση της τελικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου στις 28.1.2011, ήτοι μήνες μετά την αποπεράτωση της ακροαματικής διαδικασίας, κατά παράβαση των συνταγματικών προνοιών.
Ο 6ος λόγος έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη, λανθασμένη, πεπλανημένη και χωρίς αιτιολογία την πρωτόδικη κατάληξη ως προς το ύψος των γενικών αποζημιώσεων.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως πολύ εμπεριστατωμένη και ως ορθή και δίκαιη με βάση όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο καθοδηγήθηκε επί όλων των σημείων από ορθές νομικές αρχές. Εξέτασε τη δικογραφία, τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών, την ενώπιον του μαρτυρία, και αφού προέβηκε σε ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας, κατέληξε σε ορθά ευρήματα. Επί των ευρημάτων του εφάρμοσε ορθές νομικές αρχές και κατέληξε σε ορθά αποτελέσματα, πλην του προαναφερόμενου σημείου του μη επιδικασμού εξόδων υπέρ του εναγόμενου 3-εφεσίβλητου και εις βάρος του εναγόμενου 2-εφεσείοντα αναφορικά με την ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ τους.
Εκτός από το προαναφερόμενο σφάλμα δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε οτιδήποτε το εσφαλμένο ή το νομικά μεμπτό αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα, την αμέλεια και την παράβαση θεσμίων καθηκόντων των εφεσειόντων-εναγομένων 1, την αμέλεια του εφεσείοντα-εναγομένου 2, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας των εναγομένων 1 και 2-εφεσειόντων και των βλαβών που υπέστη ο εφεσίβλητος-ενάγων, τη διαπίστωση των προβλημάτων που παρέμειναν στον εφεσίβλητο, το ύψος των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκε, το ύψος των ειδικών αποζημιώσεων και τη μη ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους του εναγόμενου 3-εφεσίβλητου στην Π.Ε. 115/11.
Συγκεκριμένα για την αμέλεια των εναγομένων 1 και 2-εφεσειόντων το πρωτόδικο δικαστήριο αφιερώνει σχεδόν 17 σελίδες, από την 51 μέχρι την 68 της απόφασης του. Αφού αναφέρεται στο τί συνιστά αμέλεια και στα καθήκοντα των ιατρών γενικά, εξηγεί ότι θεωρεί τη μαρτυρία των γιατρών Ιωάννου (Μ.Ε.4) και Μέση (Μ.Υ.2), ο οποίος σημειώνεται ότι ήταν μάρτυρας υπερασπίσεως, ως καίριας σημασίας και ορθά βασίζεται σ΄ αυτή, εφόσον δεν κλονίστηκε, ήταν αξιόπιστη και ήταν ουσιώδης. Συγκεκριμένα τονίζει την επιδείνωση της κατάστασης του ενάγοντα από το βράδυ της 22.12.2005, την παρουσία επιληπτικών κρίσεων στις 23.12.2005 και τη διάγνωση του συνδρόμου μόνο στις 27.12.2005, αφού του έγινε για πρώτη φορά ανάλυση γλυκόζης στις 27.12.2005, η ώρα 08.53, με εξαιρετικά υψηλή αναφορά 1982 mg. Σημειώνει περαιτέρω ότι ο ενάγων ήταν ασθενής υψηλού κινδύνου, εφόσον παρουσίασε λοίμωξη, σηψαιμία, ήταν υπέρβαρος, μεγάλης ηλικίας, με ατροφία παγκρέατος, στρες εγχείρησης και στρες λοίμωξης και όλα αυτά, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Ε.4, έπρεπε να λειτουργήσουν ως «καμπανάκι» για συχνή καθημερινή εξέταση σακχάρου ακόμα και σε μη διαβητικά άτομα όπως τον ενάγοντα. Σύμφωνα με τον ίδιο μάρτυρα, Μ.Ε.4, η έγκαιρη ανίχνευση του σακχάρου θα προλάμβανε την εμφάνιση του συνδρόμου και όσα επακολούθησαν. Ο επίσης αξιόπιστος Μ.Υ.2 δέχθηκε ότι εάν γινόταν ανάλυση σακχάρου έστω μια ή δύο μέρες πριν την 27.12.2005 θα προλαμβανόταν η κατάσταση του ενάγοντα και θα ήταν ευχής έργο, αλλά δεν έγινε. Η εξέταση σακχάρου ήταν μια εξέταση που έπρεπε να είχε γίνει έστω μέσα στα πλαίσια των γενικών αναλύσεων, ανέφερε ο Μ.Υ.2. Το προαναφερόμενο σύνδρομο σπάνια εμφανίζεται διότι, όπως δέχθηκε ο Μ.Υ.2, οι νοήμονες γιατροί, εκείνοι που ασχολούνται με αυτά τα θέματα, ελέγχουν το σάκχαρο κάποιου ατόμου, λόγω ηλικίας, λόγω μόλυνσης, λόγω έναρξης σπασμών, όπως συνέβαινε στην προκείμενη περίπτωση. Άτομο το οποίο έχει μια σοβαρή λοίμωξη πρέπει να ελέγχεται καθημερινά δύο και τρεις και τέσσερις φορές, για σάκχαρο, είπε ο Μ.Υ.2.
Δεν τίθεται ζήτημα να έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη μαρτυρία των Μ.Ε.4 και Μ.Υ.2, το πρωτόδικο δικαστήριο. Αυτοί οι μάρτυρες ήταν ειδικοί γιατροί, ο πρώτος διαβητολόγος και ο δεύτερος νευρολόγος που ανακάλυψε το σύνδρομο, ήταν αξιόπιστοι και η μαρτυρία τους παρέμεινε ακλόνητη και αλώβητη. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά τη θεώρησε ως σημαντική και καθοριστική και βασίστηκε σ΄ αυτήν.
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι τόσο ο θεράπων ιατρός Δρ. Ιωάννου, εφεσείων στην Π.Ε. 115, όσο και η Πολυκλινική Υγεία Λτδ, στην κλινική της οποίας νοσηλευόταν ο εφεσίβλητος, και μάλιστα στη ΜΕΘ, εφεσείουσα στην Π.Ε. 114/11, ήταν υπαίτιοι αμέλειας επειδή από τις 22.12.2005, μετά τη δεύτερη εγχείρηση και αφού η κατάσταση του εφεσίβλητου παρουσίαζε τα προαναφερόμενα συμπτώματα και επιδείνωση, δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ανάλυση για έλεγχο του σακχάρου του εφεσίβλητου, όπως εύλογα αναμένετο απ΄ αυτούς, με βάση το τί θα έπραττε ένας εύλογα ικανός γιατρός, με τα προαναφερόμενα τραγικά αποτελέσματα.
Ειδικά, το πρωτόδικο δικαστήριο, αναλύει την ευθύνη και την αμέλεια του εναγόμενου 2-εφεσείοντα. Αυτός χειρούργησε τον εφεσίβλητο στις 22.12.2005 και είχε την ευθύνη του μετά την εγχείρηση. Ο εφεσίβλητος-ενάγων, μετά τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση, παρέμεινε στην κλινική και σίγουρα ο χειρουργός του είχε καθήκον παρακολούθησής του μετά την εγχείρηση εφόσον ήταν και ο θεράπων ιατρός του. Αυτό το τόνισε και ο Δρ. Μέσης (Μ.Υ.2). Ο επί καθήκοντι ιατρός στην κλινική κάλεσε τον εναγόμενο 2 όταν προέκυψε πρόβλημα μετά την εγχείρηση. Είναι προφανές ότι, υπό τις περιστάσεις, ο εναγόμενος 2-εφεσείων δεν έπραξε ότι αναμένετο από ένα μέσο λογικό ιατρό (σύμφωνα με τους Μ.Ε.4 και Μ.Υ.2), δηλαδή παρέλειψε να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια ώστε να διαγνώσει έγκαιρα και να προλάβει την επιδείνωση και τις συνέπειες στην υγεία του εφεσίβλητου. Παρέλειψε δηλαδή να πράξει εκείνο που εύλογα αναμένετο από αυτόν, ως θεράποντα ιατρόν, (έστω χειρουργόν), λόγω των συμπτωμάτων που παρουσίαζε ο εφεσίβλητος από το βράδυ τις 22.12.2005, να ελέγξει δηλαδή το σάκχαρο του.
Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε και τους εναγόμενους 1-εφεσείοντες υπόλογους για αμέλεια αλλά και για παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων τους, δυνάμει του άρθρου 13(3) του προαναφερόμενου περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων Νόμου. Οι εναγόμενοι 1 δεν ήταν υπόλογοι αμέλειας, εκ προστήσεως, για τις πράξεις του εναγόμενου 1, ο οποίος δεν ήταν υπηρέτης τους. Υπήρξαν όμως, πρωτογενώς, αμελείς διότι ενώ ο εφεσίβλητος νοσηλευόταν στη ΜΕΘ της Πολυκλινικής τους και ενώ διέθεταν επί καθήκοντι ιατρό, ο οποίος ήταν εργοδοτούμενος τους, δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ουσιαστικήν ενέργεια, παρά την επιδείνωση της κατάστασης του εφεσίβλητου από το βράδυ τις 22.12.2005. Παρέλειψαν δηλαδή να προβούν και αυτοί στις εύλογα αναμενόμενες εξετάσεις και αναλύσεις για έλεγχο του σακχάρου παρόλον που ο εφεσείων παρουσίαζε τα προαναφερόμενα συμπτώματα και την προαναφερόμενη επιδείνωση όντας ασθενής νοσηλευόμενος μάλιστα στην ΜΕΘ της Πολυκλινικής τους. Υπό τις περιστάσεις ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ήταν υπόλογοι αμέλειας αλλά και παράβασης του θέσμιου καθήκοντος τους για παροχή της καλύτερης δυνατής περίθαλψης και περιποίησης στον εφεσίβλητο, για σκοπούς θεραπείας ή αντιμετώπισης της ασθένειας ή του ιατρικού προβλήματος για το οποίο εισήχθη στην Πολυκλινική τους.
Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η μόνη ευθύνη της Πολυκλινικής των εναγομένων 1-εφεσειόντων για τον ασθενή ο οποίος εισήχθη στην Πολυκλινική τους, νοσηλευόταν στην ΜΕΘ, και χρεώθηκε για παρασχεθείσες ιατρικές υπηρεσίες, ήταν να ειδοποιήσουν τον θεράποντα ιατρό του. Είχαν και οι ίδιοι, πρωτογενώς, ευθύνη επιμέλειας και φροντίδας έναντι του εφεσίβλητου ασθενούς τους, την οποίαν δεν εκπλήρωσαν δεόντως.
Όπως επεξηγείται στο σύγγραμμα Michael Jones, Medical Negligence, 4th Edition, 2008, στις σελ. 123 κ.επ., σύμφωνα με την αγγλική νομολογία, αναφορικά με ιατρική αμέλεια και ειδικά την απόφαση Caparo Industries plc v. Dickman (1990) 2 A.C. 605, πρέπει να είναι δίκαιο και εύλογο (just and reasonable) να επιβληθεί καθήκον επιμέλειας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Το καθήκον επιμέλειας επιβάλλεται, ως θέμα πολιτικής του δικαίου, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει η αναγκαία προβλεψιμότητα του κινδύνου και η αναγκαία εγγύτητα σχέσεως μεταξύ του οφείλοντος το καθήκον και του δικαιούχου της επιμέλειας (the requisite foreseeability and proximity of relationship) - Δέστε: X (Minors) v. Bedfordshire County Council (1995) 2 A.C. 633.
Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο η προβλεψιμότητα των συνεπειών πιθανής αμέλειας, όσον και η εγγύτητα της σχέσεως μεταξύ εφεσειόντων-εναγομένων 1 και εφεσίβλητου-ενάγοντα, επέβαλλαν καθήκον επιμέλειας εκ μέρους των εναγομένων 1 προς τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, το οποίο οι εναγόμενοι 1 παρέβησαν μη πράττοντας ουσιαστικά οτιδήποτε προς όφελος του ενάγοντα πέραν από του να καλέσουν τον θεράποντα ιατρό του, εναγόμενο 2 και να ακολουθούν τις οδηγίες του. Ενήργησαν ουσιαστικά ως εάν ο εφεσίβλητος-ενάγων να βρισκόταν σε ξενοδοχείο, αντί σε ΜΕΘ αδειούχας Πολυκλινικής (ιδιωτικού νοσηλευτηρίου).
Αναφορικά με τον εφεσίβλητο-εναγόμενο 3 συμφωνούμε και πάλι με την πρωτόδικη κατάληξη ότι αυτός ουδεμίαν ευθύνη ή καθήκον επιμέλειας είχε, υπό τις περιστάσεις, προς τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αυτός προέβη στην εξέταση ERCP, η οποία, αδιαμφισβήτητα, δεν προκάλεσε οποιοδήποτε πρόβλημα στον ενάγοντα, αποφάσισε την εισαγωγή του στην κλινική των εναγομένων 1 στις 20.12.2005, μόλις είδε το υπερηχογράφημα του, αλλά, μετά την εισαγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντα στην κλινική, την ευθύνη είχε ο εφεσείων-εναγόμενος 2 ο οποίος διενήργησε και την πρώτη χειρουργική επέμβαση και τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση και είχε την ευθύνη παρακολούθησης του ενάγοντα, ως ο θεράπων ιατρός του, μαζί με τους εναγόμενους 1 στην κλινική των οποίων ο ενάγων νοσηλευόταν, κατά την κρίσιμη περίοδο των λίγων ημερών μετά τις 22.12.2005.
Όσον αφορά τις γενικές αποζημιώσεις των €180.000.-, οι οποίες αμφισβητούνται στην Π.Ε. 115/11, θεωρούμε ότι, με βάση όλα όσα υπέστη ο εφεσίβλητος-ενάγων, τα οποία επεξηγούνται επαρκώς στην πρωτόδικη απόφαση και με βάση τις αυθεντίες στις οποίες αναφέρεται το πρωτόδικο δικαστήριο και ιδιαίτερα την υπόθεση Μαυροπετρή (ανωτέρω), το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εντός των αποδεκτών πλαισίων και αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του. Οι ειδικές αποζημιώσεις δεν αμφισβητούνται ουσιαστικά και είναι ορθές με βάση της ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία.
Ως προς την κατ΄ ισχυρισμό υπερβολική καθυστέρηση (κάποιων μηνών) στην έκδοση της απόφασης, θεωρούμε ότι, ενόψει της πολυπλοκότητας της μαρτυρίας που δόθηκε, και της υπόθεσης γενικότερα, η καθυστέρηση δεν ήταν παράλογη ούτε εκτός των συνταγματικών επιταγών.
Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η πρωτόδικη απόφαση, όμως, διαφοροποιείται με την ακύρωση της απόφασης ως προς τα πρωτόδικα έξοδα μεταξύ εναγομένων 2 και 3 και την αντικατάσταση της με διαταγή όπως ο εναγόμενος 2 καταβάλει στον εναγόμενο 3 τα πρωτόδικα έξοδα, όσον αφορά την μεταξύ τους ανταλλαγή δικογράφων, όπως ανωτέρω αναφέρεται. Τα έξοδα αυτά επίσης να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.