ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A496
(2016) 1 ΑΑΔ 2456
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 336/2010)
25 Oκτωβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΛΤΔ
Εφεσειόντων / Εναγομένων
ΚΑΙ
ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΟΥΡΟΥΚΛΙΔΗ
Εφεσίβλητου / Ενάγοντα
_________________________
Π. Πολυβίου μαζί με Θ. Καουτζάνη (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε, για τους Εφεσείοντες
Χρ. Ιωάννου (κα) για Α. Αργυρού & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Ενάγοντας - Εφεσίβλητος αξίωνε από τους Εναγόμενους - Εφεσείοντες γενικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας. Επιπλέον, αξίωνε γενικές αποζημιώσεις για αποκατάσταση ηθικής βλάβης του ιδίου και της οικογένειάς του, αντισταθμιστικές παροχές, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό EC261/2004, ειδικές αποζημιώσεις ύψους ΛΚ 1.055,00 ως έξοδα και απώλειες που ισχυριζόταν ότι υπέστη επειδή αναγκάστηκε να προβεί σε πράξεις και ενέργειες για αποκατάσταση της βλάβης που του προξένησαν οι Εφεσείοντες, και επιστροφή του ποσού των ΛΚ 252,50 που αποτελούσε το ήμισυ της αξίας αεροπορικών εισιτηρίων, το οποίο αγόρασε, στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία του Ενάγοντα, ΜΕ1, καθώς και τη μαρτυρία τριών μαρτύρων υπεράσπισης (ΜΥ1, ΜΥ2 και ΜΥ3). Αποδέχθηκε το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του Ενάγοντα-Εφεσίβλητου, αλλά απέρριψε και κάποια μέρη από την μαρτυρία του. Δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ1, αλλά απέρριψε μέρος της, το οποίο έκρινε ως εξ ακοής μαρτυρία, απέρριψε εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία του ΜΥ2 ως μη ειλικρινή, και δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ3 αναφορικά με τη γενική πρακτική των Εφεσειόντων κατά τον έλεγχο αποσκευών των επιβατών, απέρριψε όμως το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρία του, ως εξ ακοής μαρτυρία, πλην εκείνης που αφορούσε στην απόφαση του κυβερνήτη του αεροπλάνου να μην επιβιβαστεί ο Εφεσίβλητος και η οικογένεια του στο αεροσκάφος, για τον κατ΄ ισχυρισμόν λόγο ότι η συμπεριφορά του Εφεσίβλητου και η αναστάτωση που δημιουργήθηκε στο χώρο ελέγχου αποσκευών των επιβατών και στους επιβάτες της συγκεκριμένης πτήσης ήταν τέτοια που δε θα συνέβαλλε στην ασφαλή εκτέλεση και την εύρυθμη λειτουργία της πτήσης και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, τυχόν παρόμοια δήλωση, έστω και υπό μορφή αστείου, πάνω στο αεροπλάνο, ενδεχομένως να δημιουργούσε πολύ μεγάλη αναστάτωση και δεν θα συνεισέφερε στην εύρυθμη λειτουργία της πτήσης.
Τα ουσιώδη γεγονότα, όπως τα κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, είναι, σε συντομία, τα εξής:
Στις 15.3.2005 ο Εφεσίβλητος αγόρασε από τα γραφεία των Εφεσειόντων (που ήταν αερομεταφορική εταιρεία) στην Λεμεσό, τρία αεροπορικά εισιτήρια για τη μετάβαση μετ΄ επιστροφής, του ιδίου, της συζύγου του και του ανήλικου παιδιού του από Λάρνακα στο Λονδίνο και πίσω στη Λάρνακα, με ημερομηνία αναχώρησης την 29.4.2005 και ημερομηνία επιστροφής την 9.5.2005. Για την αγορά των εισιτηρίων ο Εφεσίβλητος πλήρωσε συνολικό ποσό ΛΚ 505,00. Στις 29.4.2005 ο Εφεσίβλητος και η οικογένεια του ταξίδεψαν κανονικά από τη Λάρνακα στο αεροδρόμιο Χήθροου του Λονδίνου. Στις 9.5.2005, καθορισμένη ημερομηνία επιστροφής του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του, αυτοί παρουσιάστηκαν στο χώρο ελέγχου αποσκευών των επιβατών του αεροδρομίου Χήθροου του Λονδίνου. Η πτήση τους ήταν η CY327 των Κυπριακών Αερογραμμών, με προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης την 09:45. Στον χώρο ελέγχου αποσκευών των επιβατών ο Εφεσίβλητος, αντιλαμβανόμενος ότι η υπάλληλος που ήταν επί καθήκοντι, του υπέβαλε τρεις φορές τις ίδιες ερωτήσεις ρουτίνας που υποβάλλονται για θέματα ασφαλείας, και συγκεκριμένα την ερώτηση εάν κάποιος του είχε δώσει αντικείμενα για να τα μεταφέρει, τα οποία δεν γνώριζε τι ήταν ή εάν είχε αφήσει τις αποσκευές του ασυνόδευτες, απάντησε δύο φορές όχι, την τρίτη όμως φορά, υπό μορφή αστείου, απάντησε «Why are you asking me the same question three times? What do you think? I have a bomb in my luggage?». Η υπάλληλος τότε κάλεσε κάποιον υπεύθυνο των Εφεσειόντων, τον κ. Δημήτρη Γεννήρη, ο οποίος ενημέρωσε την Αστυνομία του αεροδρομίου.
Το αεροδρόμιο Χήθροου του Λονδίνου είναι υψηλού κινδύνου, με αυστηρές διαδικασίες και κανόνες ασφάλειας. Έγινε εξονυχιστικός έλεγχος των αποσκευών του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του, αλλά και των ιδίων από την αστυνομία του αεροδρομίου, χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε το ενοχοποιητικό ή παράνομο ή επιλήψιμο. Από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε ο έλεγχος των αποσκευών υπήρχαν ακόμη τριάντα έως τριανταπέντε λεπτά για την αναχώρηση της πτήσης, ενώ η διαδικασία ελέγχου των αποσκευών των επιβατών δεν είχε ολοκληρωθεί. Ο κ.Γεννήρης πληροφόρησε τον προϊστάμενό του στο αεροδρόμιο, κ. Θεόδωρο Παπαγαπίου, ΜΥ3, για το συμβάν και ο τελευταίος με τη σειρά του ενημέρωσε τον κυβερνήτη της πτήσης ως προς το τι του λέχθηκε από τον κ. Γεννήρη. Ο κυβερνήτης, τότε, πληροφόρησε τον ΜΥ3 ότι αποφάσισε να μη δεχθεί την επιβίβαση του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του στην πτήση εκείνη για τους εξής δύο λόγους:
(α) Επειδή η κατ΄ισχυρισμόν εξυβριστική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου και η αναστάτωση που δημιουργήθηκε στον χώρο ελέγχου αποσκευών των επιβατών και στους επιβάτες της συγκεκριμένης πτήσης, ήταν τέτοια που δε θα συνέβαλλε στην ασφαλή εκτέλεση και την εύρυθμη λειτουργία της πτήσης και
(β) Επειδή παρόμοια δήλωση, έστω και υπό μορφή αστείου, πάνω στο αεροπλάνο ενδεχομένως να δημιουργούσε πολύ μεγάλη αναστάτωση και δε θα συνείσφερε στην εύρυθμη λειτουργία της πτήσης.
Δεν υπήρξε οποιαδήποτε συνάντηση ή επικοινωνία μεταξύ του κυβερνήτη και του Εφεσίβλητου, παρόλο που ο τελευταίος το επιδίωξε.
Μισή περίπου ώρα μετά την αναχώρηση της πτήσης CY327, ο κ. Θεόδωρος Παπαγαπίου, ΜΥ3, συνάντησε τον Εφεσίβλητο, του εξήγησε την απόφαση του κυβερνήτη, και του πρότεινε να αναχωρήσει μαζί με την οικογένεια του με τη βραδινή πτήση των Κυπριακών Αερογραμμών CY333, από το Χήθροου στη Λάρνακα, με προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης περί τις 22:00.
Οι Εφεσείοντες δεν επέστρεψαν στον Εφεσίβλητο το αντίτιμο του μέρους των εισιτηρίων που δε χρησιμοποιήθηκαν. Ο Εφεσίβλητος και η οικογένεια του επέστρεψαν στην Κύπρο με τη πτήση ZU451 της HELIOS AIRWAYS από το Χήθροου στις 9.5.2005, με προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης την 21:35.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την παράθεση των ευρημάτων του ως προς τα γεγονότα, ανέλυσε τη νομική πτυχή της υπόθεσης. Αναφέρθηκε στο άρθρο 37(1) του περί Συμβάσεων Νόμου του Κεφ. 149, στα άρθρα 70, 73 και 79 του ιδίου Νόμου, στο Σύγγραμμα Pollock & Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts, 12η Έκδοση, τόμος 1, σ. 1074-1075 και σε σχετική νομολογία, Κυπριακή και Αγγλική.
Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον ο Εφεσίβλητος και η οικογένεια του ερευνήθηκαν εξονυχιστικά, τόσο οι ίδιοι όσο και οι αποσκευές τους, χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε το ενοχοποιητικό, παράνομο, ύποπτο ή επιλήψιμο, αυτοί δεν αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια της πτήσης των Κυπριακών Αερογραμμών με κωδικό CY327. Δεδομένου ότι υπήρχαν ακόμη 30 έως 35 λεπτά από τη λήξη της έρευνας μέχρι την αναχώρηση της πτήσης και, δεδομένου ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία ελέγχου των αποσκευών όλων των επιβατών της πτήσης, η άρνηση των Εφεσειόντων, δια του κυβερνήτη της πτήσης, να δεχθούν στο αεροπλάνο τον Εφεσίβλητο και/ή την οικογένεια του, θα έπρεπε να ήταν δικαιολογημένη. Εξέτασε, επομένως, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, τους δύο λόγους που έδωσε ο Κυβερνήτης για την άρνηση του να επιτρέψει την επιβίβαση του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του στη συγκεκριμένη πτήση. Απέρριψε και τους δύο προβληθέντες λόγους. Η κατ΄ισχυρισμόν εξυβριστική συμπεριφορά του Ενάγοντα-Εφεσίβλητου και η αναστάτωση που κατ΄ισχυρισμόν δημιουργήθηκε στο χώρο ελέγχου αποσκευών των επιβατών και στους επιβάτες της συγκεκριμένης πτήσης, δεν αποδείχθηκε με οποιανδήποτε σχετική, αποδεκτή μαρτυρία. Με αυτό το δεδομένο, και στην απουσία οποιασδήποτε καταγγελίας εκ μέρους των Εφεσειόντων, στην αστυνομία του αεροδρομίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η θέση του κυβερνήτη δε συνιστούσε δικαιολογημένο λόγο για άρνηση της επιβίβασης του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του στο αεροπλάνο. Ως προς το δεύτερο σκέλος της απόφασης του κυβερνήτη, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αφορούσε σε μελλοντική κατάσταση που, ενδεχομένως, να δημιουργείτο και, επομένως, δεν μπορούσε, και πάλι, να θεωρηθεί ως έγκυρος λόγος άρνησης επιβίβασης του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του στο αεροπλάνο, για λόγους ασφαλείας. Εν πάση περιπτώσει, η γυναίκα και το ανήλικο τέκνο του Εφεσίβλητου δεν είχαν οποιανδήποτε ανάμειξη στο όλο επεισόδιο και, επομένως, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για την άρνηση επιβίβασής τους στο αεροπλάνο. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως η σχετική απόφαση του κυβερνήτη ήταν, υπό τις περιστάσεις, λανθασμένη, βιαστική, πρόχειρη, υπερβολική και αποτέλεσμα έλλειψης προβληματισμού, περισυλλογής και επαρκούς διαβούλευσης.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε αθέτηση της συμφωνίας των Εφεσειόντων με τον Εφεσίβλητο, από τους Εφεσείοντες, προχώρησε στην εξέταση του ζητήματος των ειδικών και γενικών αποζημιώσεων. Για ειδικές αποζημιώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν πείστηκε ότι θα έπρεπε να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό, επιδίκασε, όμως, ποσό 431,24 Ευρώ, ισόποσο των ΛΚ 252,50, ως αποζημίωση στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή οι Εφεσείοντες δεν επέστρεψαν στον Εφεσίβλητο το αντίτιμο των μη χρησιμοποιηθέντων εισιτηρίων επιστροφής, και 350,00 Ευρώ, ως γενικές αποζημιώσεις, για αναστάτωση, ενόχληση, ταλαιπωρία, απογοήτευση, πικρία και στενοχώρια που ο Εφεσίβλητος υπέστη λόγω της παράβασης της συμφωνίας από τους Εφεσείοντες. Τις γενικές αποζημιώσεις τις επιδίκασε για τον ίδιο τον Εφεσίβλητο και όχι για τη γυναίκα και το ανήλικο παιδί του, που δεν είναι διάδικοι, στη βάση των όσων αναγράφονται στα βρετανικά συγγράμματα Mc Gregor on Damages, 17η έκδοση, παράγραφοι 3-014 μέχρι 3-016, σελίδες 59-61 και Chitty on Contracts, 27η έκδοση, Τόμος 1-General Principles, παράγραφοι 26-040 μέχρι 26-042, σελίδες 1233-1235 και Polock & Mulla (ανωτέρω), τόμος 2, σελίδες 1540 - 1545. Αναφέρθηκε, επίσης, στην υπόθεση Ιωάννου και άλλη v. Kapsis Travel & Trade Ltd (2003) 1A A.A.Δ. 52.
Τα θέματα που εγείρονται με τους έξι λόγους έφεσης είναι τα εξής:
1. Eσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του κυβερνήτη της συγκεκριμένης πτήσης, για μη επιβίβαση του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του στο αεροσκάφος, δεν ήταν ορθή. Ήταν απόλυτο δικαίωμα του κυβερνήτη να αποφασίσει αν κάποιος επιβάτης θα επιβιβαστεί ή όχι, χωρίς να δώσει εξηγήσεις.
2. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι Εφεσείοντες αθέτησαν τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και επιδίκασε αποζημιώσεις στον Εφεσίβλητο για την αθέτηση. Ο μόνος υπαίτιος για ότι συνέβη ήταν ο ίδιος ο Εφεσίβλητος.
3. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και ιδιαίτερα εσφαλμένη ήταν η κρίση του ότι η μαρτυρία του Εφεσίβλητου ήταν αξιόπιστη. Κατά συνέπεια, εσφαλμένα επιδίκασε υπέρ του Εφεσίβλητου ποσό €350,00 ως γενικές αποζημιώσεις για αναστάτωση, ενόχληση, ταλαιπωρία κτλ.
4. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος νομιμοποιείτο να αξιώνει από τους Εφεσείοντες το ποσό των €431,24 που αντιστοιχούσε στο ήμισυ της αξίας των εισιτηρίων για την επιστροφή του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του στη Λάρνακα.
5. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του τη μαρτυρία των Εφεσειόντων αναφορικά με το ναύλο των εισιτηρίων που δεν χρησιμοποιήθηκαν την 9.5.2005 για την επιστροφή του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του. Εάν ο Εφεσίβλητος είχε παραδώσει στους Εφεσείοντες το κουπόνι των εισιτηρίων που δεν χρησιμοποιήθηκαν, οι Εφεσείοντες θα εξέταζαν το ενδεχόμενο της πληρωμής του ναύλου των εισιτηρίων στον Εφεσίβλητο.
6. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε βαρύτητα στο περιεχόμενο των τεκμηρίων 18Α και 18Β και αποφάσισε ότι τα έγγραφα εκείνα δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν από το Δικαστήριο, ως εξ ακοής μαρτυρία. Τα προαναφερόμενα τεκμήρια είναι το χειρόγραφο και το δακτυλογραφημένο κείμενο της έκθεσης του κ. Δημήτρη Γεννήρη αναφορικά με τα γεγονότα της 9.5.2005.
Ο Εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση, στην οποία προβάλλει δύο λόγους:
1. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε την εφαρμογή του
Ευρωπαϊκού Κανονισμού EC261/2004, παρόλο που δέχθηκε ότι ο Εφεσίβλητος και η οικογένεια του δεν αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια της πτήσης. Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η απόσταση μεταξύ των αεροδρομίων Χήθροου και Λάρνακας ήταν πέραν των 3.500 χμ, θα έπρεπε να εφαρμόσει την πρόνοια του άρθρου 7(1)(γ) του προαναφερόμενου Κανονισμού και να επιδικάσει αποζημίωση.
2. Το πρωτόδικο εύρημα ότι η υπεύθυνη του ελέγχου αποσκευών των επιβατών στο αεροδρόμιο του Χήθροου εκτελούσε ορθά τα καθήκοντα της, είναι εσφαλμένο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία, ως προς τα διαδραματισθένα, εκτός από εκείνη του Εφεσίβλητου, η οποία δεν υποστήριζε τέτοιο εύρημα.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία, έχοντας επίγνωση της σοβαρότητας της υπόθεσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τις εξουσίες του κυβερνήτη μιας πτήσης να αρνηθεί την επιβίβαση σε επιβάτες που έχουν έγκυρα εισιτήρια και είναι έτοιμοι προς επιβίβαση, για λόγους ασφάλειας της πτήσης ή άλλους συναφείς λόγους.
Θεωρούμε ότι η άσκηση της εξουσίας του κυβερνήτη της πτήσης αναφορικά με την παραχώρηση ή άρνηση άδειας επιβίβασης επιβατών στην πτήση του, θα πρέπει να γίνεται στη βάση εύλογων λόγων ή εύλογης αιτίας. Δεν μπορεί, δηλαδή, η εξουσία του κυβερνήτη να αποκλείει επιβάτες με έγκυρα εισιτήρια και έτοιμους για επιβίβαση, αυθαίρετα ή χωρίς εύλογη αιτία και αιτιολογία, η οποία θα πρέπει να αφορά σε συγκεκριμένους λόγους. Στην προαναφερόμενη Ευρωπαϊκή Οδηγία, στο άρθρο 2(j), αναγράφεται ότι, άρνηση άδειας επιβίβασης σημαίνει την άρνηση της μεταφοράς των επιβατών σε μια πτήση, παρόλον που οι επιβάτες έχουν παρουσιαστεί για επιβίβαση (υπό τους όρους που προνοούνται στο άρθρο 3(2) της Οδηγίας), εκτός όπου υπάρχουν εύλογοι λόγοι ή εύλογη αιτία για άρνηση της επιβίβασής τους, όπως λόγοι υγείας, ασφάλειας (safety or security) ή ανεπαρκή έγγραφα ταξιδιού. Στο άρθρο 3(2) της Οδηγίας, αναγράφεται ότι οι επιβάτες θα πρέπει να έχουν επιβεβαιώσει την κράτηση της θέσης τους και θα πρέπει να παρουσιαστούν για έλεγχο επιβίβασης κατά τον ενδεικνυόμενο χρόνο, και αν δεν υπάρχει ενδεικνυόμενος χρόνος, τουλάχιστον 45 λεπτά πριν το χρόνο επιβίβασης.
Η θέση ότι η απόφαση του κυβερνήτη της πτήσης θα πρέπει να βασίζεται σε εύλογη αιτία ενισχύεται και από τα όσα ισχύουν αναφορικά με τις εξουσίες του κυβερνήτη επί του αεροσκάφους, κατά τη διάρκεια της πτήσης. Ο κυβερνήτης, μεταξύ άλλων, λαμβάνει οποιαδήποτε εύλογα μέτρα θεωρεί σκόπιμα αναφορικά με οποιονδήποτε επιβάτη, περιλαμβανομένης και της κράτησης του, εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι το συγκεκριμένο άτομο έχει κάνει οτιδήποτε ή πρόκειται να κάνει οτιδήποτε επί του αεροσκάφους, κατά τη διάρκεια της πτήσης, το οποίο θέτει σε κίνδυνο ή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του αεροσκάφους ή οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας επί του αεροσκάφους (Δέστε HALSBURY'S Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 2(3), Παρ. 1096, σελ. 632). Τα προαναφερόμενα ισχύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, με βάση τον σχετικό Νόμο περί Πολιτικής Αεροπορίας του 1982 (Civil Aviation Act 1982), όμως, δείχνουν την ανάγκη όπως οι εξουσίες του κυβερνήτη ασκούνται στη βάση εύλογης αιτίας να πιστεύει ότι κάποιος επιβάτης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την πτήση. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με την εξουσία του κυβερνήτη να διατάξει την αποβίβαση προσώπου από το αεροσκάφος. Και αυτή η εξουσία ασκείται στη βάση εύλογης αιτίας να πιστεύει ο κυβερνήτης ότι το πρόσωπο αυτό έχει κάνει ή πρόκειται να κάνει πράξεις οι οποίες έχουν θέσει σε κίνδυνο ή μπορεί να έχουν θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του αεροσκάφους ή προσώπων ή περιουσίας επί του αεροσκάφους (Δέστε HALSBURY'S (ανωτέρω), Παρ. 1100, σελ. 634).
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τον Κανονισμό 49 USC 44902(b) αναφορικά με την εξουσία του κυβερνήτη να αρνηθεί άδεια επιβίβασης, αλλά και από τη σχετική Αμερικανική Νομολογία, διαφαίνεται ότι, συμπεριφορά «inimical to safety» θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά εύλογη πίστη του κυβερνήτη ότι το εμπλεκόμενο πρόσωπο συμπεριφέρεται «εχθρικά προς την ασφάλεια».
Εν όψει των προαναφερομένων, αλλά και στη βάση της κοινής λογικής, κρίνουμε ότι η απόφαση του κυβερνήτη να αρνηθεί άδεια επιβίβασης στο αεροσκάφος ενός επιβάτη, ο οποίος παρουσιάζεται έγκαιρα για επιβίβαση και κατέχει έγκυρο εισιτήριο και ταξιδιωτικά έγγραφα, για λόγους ασφάλειας ή άλλους συναφείς λόγους, θα πρέπει να βασίζεται σε εύλογη αιτία ή λόγους που οδηγούν τον κυβερνήτη στην πίστη ότι ο συγκεκριμένος επιβάτης συνιστά κίνδυνο ή εν δυνάμει κίνδυνο για την ασφάλεια του αεροσκάφους ή άλλους συναφείς λόγους.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο κυβερνήτης έδωσε δύο λόγους, οι οποίοι δεν φανερώνουν ότι η άρνηση του να επιτρέψει στον Εφεσίβλητο και την οικογένειά του να επιβιβαστούν βασιζόταν σε εύλογη αιτία. Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, ότι κανένας από τους δύο λόγους που έδωσε ο κυβερνήτης δεν ήταν έγκυρος και δεν υποστηρίζει ότι η πίστη του κυβερνήτη βασιζόταν σε αντικειμενικά εύλογους λόγους. Ο μόνος που έδωσε αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία για το συμβάν στο αεροδρόμιο Χήθροου κατά τον έλεγχο των αποσκευών του Εφεσίβλητου και της οικογένειας του ήταν ο ίδιος ο Εφεσίβλητος και από τη μαρτυρία του δεν συνάγεται ότι η συμπεριφορά του προκάλεσε αναστάτωση στο χώρο ελέγχου των αποσκευών των επιβατών και στους επιβάτες, σε τέτοιο βαθμό που αν επιτρεπόταν η επιβίβαση του, αυτό δε θα συνέβαλλε στην ασφαλή εκτέλεση και την εύρυθμη λειτουργία της πτήσης. Όσον αφορά την πιθανότητα ο Εφεσίβλητος να προέβαινε σε παρόμοια δήλωση πάνω στο αεροπλάνο, αυτό ήταν εικασία του κυβερνήτη, η οποία δε φαίνεται να βασιζόταν σε οποιοδήποτε αντικειμενικό στοιχείο. Επιπρόσθετα, συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση ότι, έστω και αν η συμπεριφορά του Εφεσίβλητου ήταν μεμπτή, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για τον κυβερνήτη να αρνηθεί την επιβίβαση της συζύγου και του ανήλικου τέκνου του Εφεσίβλητου που δεν είχαν οποιανδήποτε ανάμειξη στο όλο συμβάν.
Με βάση τα προαναφερόμενα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι Εφεσείοντες αθέτησαν τη συμφωνία τους με τον Εφεσίβλητο αναφορικά με την επιστροφή του από το Λονδίνο στη Λάρνακα, εφόσον αυθαίρετα και εσφαλμένα ο κυβερνήτης της πτήσης, μετά και από τον εξονυχιστικό έλεγχο της Αστυνομίας, ο οποίος δεν έδειξε ότι υπήρχε οτιδήποτε το επικίνδυνο στον ίδιο τον Εφεσίβλητο και την οικογένεια του, καθώς και στις αποσκευές τους, αρνήθηκε να τους επιτρέψει να επιβιβαστούν στη πτήση, παρά το ότι υπήρχε αρκετός χρόνος για την επιβίβαση και ο έλεγχος των επιβατών δεν είχε συμπληρωθεί.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου-Ενάγοντα έγινε κατά τρόπο προσεκτικό και δε φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την επέμβαση του Εφετείου στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας του. Το ποσό των €350,00 δόθηκε ως αποζημίωση για την αναστάτωση και ταλαιπωρία του Εφεσίβλητου, αφού έγινε δεκτή η εκδοχή του ως προς τα γεγονότα, και στη βάση Νομολογίας, την οποία το Δικαστήριο παρέθεσε, και η οποία φαίνεται στις σελίδες 52 - 54 της πρωτόδικης απόφασης. Δεν διαφωνούμε με την αποτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αναστάτωση, ταλαιπωρία, ενόχληση και στενοχώρια του Εφεσίβλητου από την απόφαση του κυβερνήτη να μην επιτρέψει στον Εφεσίβλητο και την οικογένεια του να επιβιβαστούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές νομικές αρχές και κατέληξε σε συμπέρασμα που βρίσκεται μέσα σε νόμιμα πλαίσια.
Ως προς την αποζημίωση των €431,24, ισόποσο των ΛΚ252,50, στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού, όμως, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθότι το ποσό αυτό είναι το ήμισυ του ποσού των ΛΚ505,00, το οποίο ο Εφεσίβλητος φαίνεται να κατέβαλε για τα εισιτήρια του ιδίου, της γυναίκας του και του ανήλικου τέκνου του, οι οποίοι, όμως, δεν είναι διάδικοι στην παρούσα διαδικασία και, επομένως, το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εξετάσει ποια ήταν η απώλεια μόνο για τον ίδιο τον Εφεσίβλητο. Αναφορικά με τη μαρτυρία που πρόσφεραν οι Εφεσείοντες, σύμφωνα με την οποία έγινε προσφορά στον Εφεσίβλητο και την οικογένεια του να ταξιδέψουν με βραδινή πτήση των Κυπριακών Αερογραμμών, αλλά και τη μη λήψη υπόψιν από το πρωτόδικο Δικαστήριο του τεκμηρίου 18, παρατηρούμε τα εξής. Συμφωνούμε με την πρωτόδικη θέση ότι το τεκμήριο 18 περιέχει εξ ακοής και μη αποδεκτή μαρτυρία, ενώ το ζήτημα της προσφοράς των Εφεσειόντων στον Εφεσίβλητο να ταξιδέψει με την οικογένεια του με βραδινή πτήση, χάνει τη σημασία του από τη στιγμή που διαφωνούμε με την πρωτόδικη θέση για επιδικασμό του ποσού των €431,24 ως αποζημίωση, στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω μη επιστροφής του ½ του τιμήματος των εισιτηρίων.
Εν όψει των προαναφερομένων, όλοι οι λόγοι έφεσης θεωρούνται αβάσιμοι και απορρίπτονται, εκτός από τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά στο προαναφερόμενο ποσό των €431,24.
Όσον αφορά την ανταπαίτηση, συμφωνούμε με τον Εφεσίβλητο ότι ο προαναφερόμενος Ευρωπαϊκός Κανονισμός είχε εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, και το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε δεχθεί αυτή τη θέση και να είχε επιδικάσει αποζημίωση €600,00, σύμφωνα με το άρθρο 7(1)(γ) του Κανονισμού (πράγμα που δεν έπραξε), εφόσον η πτήση Λονδίνο - Λάρνακα υπερέβαινε τα 3,500 χλ. και οι Εφεσείοντες αδικαιολόγητα αρνήθηκαν επιβίβαση στον Εφεσίβλητο, υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις. Ως προς το δεύτερο λόγο της Αντέφεσης, αν δηλαδή η υπεύθυνη ελέγχου των αποσκευών των επιβατών ενήργησε ορθά ή λανθασμένα, καθίσταται άνευ αντικειμένου εφόσον καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε αθέτηση της, μεταξύ των διαδίκων, συμφωνίας, από τους Εφεσείοντες.
Υπό τις περιστάσεις, η Έφεση απορρίπτεται, εκτός από τον τέταρτο λόγο έφεσης και η Αντέφεση επιτυγχάνει ως προς τον πρώτο λόγο Αντέφεσης. Κατά συνέπεια, η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ως εξής:
1. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Εφεσίβλητου και εις βάρος των Εφεσειόντων για το ποσό των €350,00 ως γενικές αποζημιώσεις, για τους λόγους που ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο,
2. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Εφεσίβλητου και εις βάρος των Εφειόντων για το ποσό των €600,00 ως αποζημίωση δυνάμει του προαναφερόμενου Ευρωπαϊκού Κανονισμού 7(1)(γ) και ακυρώνεται ο επιδικασμός ποσού €431,24 για αδικαιολόγητο πλουτισμό των Εφεσειόντων εις βάρος του Εφεσίβλητου.
Τα προαναφερόμενα ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από τον ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης.
Επειδή, ουσιαστικά, η Έφεση αποτυγχάνει και η Αντέφεση επιτυγχάνει, επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εις βάρος των Εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΣ