ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D499
(2016) 1 ΑΑΔ 2510
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 118/2016)
26 Οκτωβρίου 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964
ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. Ι + Α ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ, 2. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΟΡΦΑΝΟΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, 3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΙ΄ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΔΙ΄ ΕΚΔΟΣΙΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 6187/2005
ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΙΝ ΤΟΥ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/9/2016
----------------------------------------
Χρ. Τριανταφυλλίδης με Ευρ. Μάνουλο, για τους Αιτητές.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 29.9.2016 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στη δικαιοδοσία Προέδρου, απόφαση αποτελούμενη από 32 σελίδες στην υπ΄ αρ. 6187/2005 αγωγή με την οποία οι ενάγοντες στην αγωγή White Moon Services Ltd επεδίωξαν εναντίον των Ι. και Α. Φιλίππου Αρχιτέκτονες την καταβολή αποζημιώσεων πέραν των €5.000.000 λόγω επαγγελματικής αμέλειας που οι εναγόμενοι κατ΄ ισχυρισμόν επέδειξαν τόσο στην ετοιμασία των αρχιτεκτονικών σχεδίων για την ανέγερση οικοδομής, όσο και για την ορθή επίβλεψη του έργου και την επιλογή ικανού εργολάβου προς εκτέλεση του. Αποτέλεσμα των αμελών πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων ήταν η κατάρρευση ενός εξωτερικού κλιμακοστασίου η οποία είχε ως συνέπεια το θανάσιμο τραυματισμό δύο εργατών, την αναστολή των εργασιών για μεγάλο χρονικό διάστημα και την κατεδάφιση και δεύτερου κλιμακοστασίου το οποίο παρουσίαζε τα ίδια τεχνικά προβλήματα.
Το Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και αναφέρθηκε στα νομικά ζητήματα που ηγέρθησαν, εξέδωσε εν τέλει απόφαση για το ποσό των €410.567,80 ως έξοδα που είχαν οι ενάγοντες υποστεί για την αποκατάσταση και επιδιόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν στην οικοδομή λόγω της ελαττωματικής κατασκευής των δύο κλιμακοστασίων και της κατάρρευσης του ενός, για το πρόσθετο ποσό των €556.787,08 αντίστοιχο των ενοικίων που οι ενάγοντες κατέβαλαν στους ιδιοκτήτες του ακινήτου κατά την περίοδο Νοεμβρίου 2004-Οκτωβρίου 2006, για το ποσό των €855.394,23 αντίστοιχο με τα ενοίκια που οι ενάγοντες απώλεσαν κατά την πιο πάνω περίοδο, καθώς και για το ποσό των €42.608,24 ως έξοδα αποζημίωσης των οικογενειών των θυμάτων και τα παρεμφερή έξοδα μεταφοράς των σορών στις χώρες τους. Το συνολικό επιδικασθέν ποσό υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων ήταν στο ποσό του €1.865.357,35 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Στην αρχή του σκεπτικού της απόφασης, το Δικαστήριο ανέφερε ότι σε πολύ προχωρημένο στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης, οι εναγόμενοι εξασφάλισαν άδεια τροποποίησης της κατά τα άλλα λιτής έκθεσης υπεράσπισης τους ώστε να προστεθεί στο τέλος της παραγράφου 4, η φράση «και/ή οι ενάγοντες εμποδίζονται (are estopped) από του να ισχυρίζονται το αντίθετο.». Σημειώνει επίσης το Δικαστήριο ότι οι εναγόμενοι παρέλειψαν να καταχωρήσουν τροποποιημένη υπεράσπιση στη βάση της άδειας που δόθηκε και του σχετικού διατάγματος που εκδόθηκε από το Δικαστήριο στις 20.4.2016.
Η πιο πάνω παρατήρηση του Δικαστηρίου, μέρος του σκεπτικού του, ώθησε τους εναγόμενους να καταχωρήσουν την υπό κρίση αίτηση για τη λήψη άδειας για την καταχώρηση αιτήσεως διά κλήσεως με σκοπό την έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Δικαστηρίου. Επιδιώκεται ταυτόχρονα και διάταγμα αναστέλλον οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή διαδικασία σε σχέση με την εν λόγω απόφαση μέχρι το πέρας της παρούσας διαδικασίας. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση και την έκθεση που έχει καταχωρηθεί προς υποστήριξη της επίδικης αίτησης, το Δικαστήριο αποστέρησε από τους αιτητές-εναγόμενους τη δυνατότητα να υπερασπισθούν τις θέσεις τους με βάση την τροποποιημένη υπεράσπιση που καταχωρήθηκε στις 27.4.2016 νομότυπα και την οποία υπεράσπιση το Δικαστήριο λανθασμένα παραγνώρισε λέγοντας ότι αυτή δεν καταχωρήθηκε, ενώ, αντίθετα, είχε καταχωρηθεί. Η τροποποιημένη υπεράσπιση όπως καταχωρήθηκε βρίσκεται επισυνημμένη ως Παράρτημα Β στην αίτηση. Αποτέλεσμα της λανθασμένης προσέγγισης του Δικαστηρίου στο θέμα ήταν ότι η υπεράσπιση δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη, ούτε και αποτέλεσε τον άξονα επί του οποίου να κριθεί η μαρτυρία που προσήχθηκε από αμφότερους τους διαδίκους. Υπάρχει συνεπώς έκδηλο νομικό σφάλμα επί του ίδιου του πρακτικού και ή του κειμένου της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου και γι΄ αυτό θα πρέπει να δοθεί η επιδιωκόμενη άδεια.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης και σε σχετικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών διευκρίνισε ότι η ανάγκη για την τροποποίηση είχε προκύψει μετά από την κατάθεση κατά τη διάρκεια της αγωγής, χωρίς ένσταση από πλευράς των εναγόντων, του κλητηρίου στην αγωγή υπ΄ αρ. 9086/2010 και της εξ συμφώνου απόφασης που εκεί εκδόθηκε. Το κλητήριο στην αγωγή υπ΄ αρ. 9086/2010 που καταχωρήθηκε στις 29.10.2010, αφορούσε αξίωση που οι νυν αιτητές ήγειραν εναντίον της White Moon Services Ltd για οφειλόμενο ποσό ύψους €430.583,20 σεντ για διεξαχθείσες εργασίες προς όφελος της White Moon Services Ltd αναφορικά με υπηρεσίες αρχιτεκτονικής φύσεως που οι αιτητές ανέλαβαν να προσφέρουν σ΄ αυτήν. Στις 16.11.2011, η White Moon αποδέχθηκε απόφαση για το ποσό των €378.000 προς όφελος των αιτητών με ταυτόχρονη αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση και εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου της αγωγής υπ΄ αρ. 6187/2005. Εξ αυτής της αγωγής υπ΄ αρ. 9086/2010 και της διευθέτησης της, προέκυψε και η ανάγκη τροποποίησης της.
Υποστηρίχθηκε από το συνήγορο των αιτητών ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για να δοθεί άδεια διότι εμφανώς υπάρχει λάθος επί του ιδίου του πρακτικού-απόφασης του Δικαστηρίου που δεν είναι απλώς ένα τυπικό νομικό λάθος, αλλά συνιστά παραβίαση του θεμελίου της όλης διαδικασίας αφού κατά τη δική του ομολογία το Δικαστήριο εκδίκασε και αποφάσισε την υπόθεση χωρίς να έχει κατά νουν όλα τα δικόγραφα και ειδικότερα την υπεράσπιση των εναγομένων όπως τροποποιήθηκε και καταχωρήθηκε στις 27.4.2016, με αποτέλεσμα να έχει παραβιαστεί το συνταγματικό τους δικαίωμα για δίκαιη δίκη και οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Δεν προσφέρεται στην ουσία στη βάση των γεγονότων το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης διότι το ποσό της απόφασης θα εκτιναχθεί σε πολύ μεγαλύτερο λόγω του τόκου με τον οποίο αυτή βαρύνεται μέχρι να εκδικαστεί η έφεση, η δε μη εκτέλεση της απόφασης σε περίπτωση έφεσης θα είναι πολύ δύσκολο ή αδύνατο να επιτευχθεί αφού τυχόν αναστολή θα προϋποθέτει την παροχή εξασφάλισης από πλευράς των αιτητών, γεγονός πάρα πολύ δύσκολο να επιτευχθεί δεδομένου του ύψους του επιδικασθέντος ποσού με τις συνέπειες επί των αιτητών να ενδέχεται να είναι καταστροφικές. Αυτά τα δεδομένα αποτελούν εξαιρετικές συνθήκες ώστε το παρόν Δικαστήριο να δύναται να χορηγήσει τουλάχιστον την άδεια στη βάση της εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης.
Πρέπει να γίνει υπενθύμιση ή καλύτερα να τονιστεί, ότι η παρούσα αίτηση αφορά την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με έμφαση στο ότι τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ' εξαίρεση εφόσον στην ουσία αποτελούν προνόμιο, αντλώντας την υπόσταση τους από το κατάλοιπο εξουσίας που υπάρχει για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων. Χορηγούνται όταν από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Αποτελεί, επίσης, σταθερή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τα προνομιακά εντάλματα δεν είχαν ποτέ και δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης ούτε και είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται ως συγκαλυμμένες εφέσεις προς επανακρόαση των ίδιων ζητημάτων, (δέστε την Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.Α.Δ. 464 και Ξάνθος Λυσιώτης & Υιος Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).
Ακόμη και αν διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια για την καταχώρηση αιτήσεως για certiorari που είναι ένα από τα προνομιακά εντάλματα, δεν χορηγείται εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα. Σχετικές οι αποφάσεις Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ.2) Perela (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδης Αλέκος (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd και Άλλη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Επί τοις Αφορώσι την αίτηση της Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης Σοφοκλής και Άλλες (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, FBME Card Services Ltd (2013) 1 A.A.Δ. 2044 και Starport Nominees Ltd και Άλλη (2010) 1 Α.Α.Δ. 1271.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Πατσαλίδη (2010) 1 Α.Α.Δ. 1350, γίνεται αναφορά στην αρχή ότι εκτός σε απόλυτα εξαιρετικές περιστάσεις, η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων δεν θα ασκείται όπου άλλες θεραπείες ήταν ή είναι διαθέσιμες, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν και επίσης ότι δεν αρκεί να τίθεται δικαιοδοτικό ζήτημα σε μια υπόθεση για να χορηγηθεί άδεια εφόσον η διαδικασία έκδοσης προνομιακού διατάγματος ή εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε όμως και μέσο εποπτείας της διαδικασίας ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, της πρακτικής που ακολούθησε ή του τρόπου με τον οποίο το κατώτερο Δικαστήριο χειρίστηκε ή αποφάσισε την υπόθεση ασκώντας διακριτική ευχέρεια. (Δέστε Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442).
Εξετάζοντας το ζήτημα που έχει εγερθεί, το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για την παροχή άδειας με σκοπό την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για εξεταστεί το ενδεχόμενο να εκδοθεί ένταλμα Certiorari. Παρά το πρόβλημα το οποίο έχει παρουσιαστεί στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, από όπου εξάγεται ότι λανθασμένα θεώρησε ότι δεν είχε καταχωρηθεί η τροποποιημένη υπεράσπιση, εν τούτοις δεν είναι αυτό από μόνο του αρκετό για να παρακαμφθεί η ορθόδοξη διαδικασία που παραπέμπει στην άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης. Το όλο θέμα συμπλέκεται με το εκτενές, κατά τα άλλα, σκεπτικό του κατώτερου Δικαστηρίου ούτως ώστε να είναι αδύνατο στο πλαίσιο της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να γίνει αποτελεσματικός έλεγχος. Υπενθυμίζεται ότι τα προνομιακά εντάλματα έχουν σκοπό να ελέγξουν τη νομιμότητα της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου και όχι την ορθότητα της. Αναμφίβολα το κατώτερο Δικαστήριο είχε εξουσία να εκδικάσει την αγωγή και την εκδίκασε και οποιαδήποτε λάθη ακόμη και λανθασμένη αντίληψη του Νόμου ή της διαδικασίας δεν αρκούν για να τεθεί υπό προνομιακό έλεγχο η απόφαση. Η έφεση όμως από την άλλη προσφέρεται κατ΄ εξοχήν ως εκείνο το μέσο που θα δώσει τη δυνατότητα στο Εφετείο να εξετάσει το σύνολο της ακροαματικής διαδικασίας, τη βάση πάνω στην οποία λειτούργησε το κατώτερο Δικαστήριο για να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, την ορθότητα της νομικής του ανάλυσης, καθώς και την ορθότητα της υπαγωγής των ευρημάτων του από πλευράς γεγονότων, στο νομικό πλαίσιο που διείπε τη διαφορά.
Από το εκτενές σκεπτικό του κατώτερου Δικαστηρίου προκύπτει ότι υπήρξε μαρτυρία που ανάγεται πίσω στο 2001 και αφορά τη συμφωνία ετοιμασίας των αρχιτεκτονικών σχεδίων και την επίβλεψη της οικοδομής που η White Moon θα ανήγειρε στο ακίνητο και το οποίο θα μετατρέπετο σε οικοδομή αποτελούμενη από καταστήματα και διαμερίσματα. Το έργο αρχικά είχε ανατεθεί σε μια εργοληπτική εταιρεία τη Space Constructions Ltd, μετά ανατέθηκε σε νέους εργολάβους τη Ferro Building Constructions Ltd, ενώ στην πορεία του έργου, λόγω καθυστερήσεων, ενεπλάκησαν και άλλοι εργολήπτες οι Lloyd's Builders, υπεργολάβοι όπως οι A & N Kyratzis Co Ltd και νέοι αρχιτέκτονες, οι Μαραθεύτης-Γιαννουρής. Δόθηκε πολλή μαρτυρία όσον αφορά το λόγο της κατάρρευσης του κλιμακοστασίου με τεχνικές και άλλες λεπτομέρειες, υπήρξε μαρτυρία για το πόρισμα ερευνητικής επιτροπής, μαρτυρία σχετικά με τις καθυστερήσεις και ελλείψεις στην ετοιμασία των αρχιτεκτονικών σχεδίων και για τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η επίβλεψη. Το Δικαστήριο εξέτασε την ολότητα της μαρτυρίας σε συσχετισμό με την παραδοχή των αιτητών σε ποινική υπόθεση που σχετιζόταν με την κατάρρευση του κλιμακοστασίου και προέβη σε αριθμό ευρημάτων που σχετίζονται με την όλη διαφορά. Αφού αναφέρθηκε στο καθήκον επιμέλειας ενός επαγγελματία, στην περίπτωση, ενός αρχιτέκτονα, καθορίζοντας και το επίπεδο δεξιότητας που οφείλεται, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές ευθύνονταν για αριθμό παραλείψεων επαγγελματικής υφής, κυρίως για την επίβλεψη την οποία είχαν αναλάβει να εκτελέσουν. Στη συνέχεια προχώρησε να εξετάσει τις αποζημιώσεις που κάλυψαν αριθμό θεμάτων, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Είναι πρόδηλο από την πιο πάνω συνοπτική καταγραφή του σκεπτικού της απόφασης ότι δεν θα μπορούσε όλη αυτή η αξιολογική εργασία από πλευράς του κατωτέρου Δικαστηρίου να τεθεί προς ακύρωση με μόνη την παράλειψη του να λάβει υπόψη του την τροποποιημένη υπεράσπιση, η οποία εισήγαγε στην ουσία ένα καθαρό νομικό ζήτημα και μάλιστα προς το τέλος της ακροαματικής διαφοράς. Εξήγησε ο κ. Τριανταφυλλίδης σε σχετική ερώτηση, ότι δεν συμπεριελήφθη αυτή η νομική πτυχή του κωλύματος ούτε στην τελική του αγόρευση ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου για λόγους όμως που δεν περιέχονται στην υπό κρίση αίτηση και συνεπώς δεν αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Το ζήτημα που τώρα εγείρεται δεν αφορά, όπως ισχυρίζεται ο συνήγορος στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερ. 19.10.2016, στον τρόπο διεξαγωγής της δίκης. Αφορά σε νομική πτυχή της υπόθεσης σε συσχετισμό με τα ευρήματα. Αφορά επίσης στην επακριβή συσχέτιση της εξ συμφώνου απόφασης που εκδόθηκε στην υπ΄ αρ. 9086/2010 αγωγή με τα δεδομένα της υπ΄ αρ. 6187/2005 αγωγής. Ο συνήγορος θεωρεί ότι οι δύο αγωγές αφορούν στην ίδια οικοδομή και αυτή είναι η θέση που προβάλλεται στην παρ. 3 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της Αννίτας Σολουκίδου. Δεν προκύπτει με την αναγκαία βεβαιότητα κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι στο υλικό που τέθηκε στην υπό κρίση αίτηση πουθενά δεν αναφέρεται ποια ακριβώς είναι η οικοδομή στην οποία κατέρρευσε το κλιμακοστάσιο. Ούτε στην έκθεση, ούτε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την αίτηση για τη λήψη της άδειας, ούτε στην ίδια την απόφαση δεν καταγράφονται τα στοιχεία της οικοδομής. Ούτε τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η Έκθεση Απαίτησης στην υπ΄ αρ. 6187/2005 αγωγή, παρά μόνο η υπεράσπιση στην οποία και πάλι δεν προσδιορίζεται η οικοδομή. Ο προσδιορισμός αποτελούσε υποχρέωση των παρόντων αιτητών.
Ασχέτως των πιο πάνω, παραμένει προς επίλυση η συσχέτιση της νομικής διάστασης του θέματος με την παρούσα. Θα πρέπει να θεμελιωθεί από πλευράς των αιτητών ότι η έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης με ισχυρισμό στην παρ. 4 του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου στην αγωγή υπ΄ αρ. 9086/2010, ότι οι εκεί ενάγοντες - νυν αιτητές - «προσέφεραν άπασας τας συμφωνηθείσας και/ή ζητηθείσας υπηρεσίας προς την Εναγομένη τόσο σε έκταση όσο και σε ποιότητα», θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τη νομική υπεράσπιση του κωλύματος επηρεάζοντας καίρια το όλο σκεπτικό και κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την ουσία της διαφοράς στην υπ΄ αρ. 6187/2005 αγωγή. Αυτό, υπό το φως των διαφορετικών βάσεων αγωγής στις δύο υποθέσεις. Στην μεν υπ΄ αρ. 9086/2010, η βάση αφορούσε τη συμφωνηθείσα ή υπολογισθείσα ή εύλογη και ορθή αμοιβή για αρχιτεκτονικές εργασίες, η δε υπ΄ αρ. 6187/2005 σε αποζημιώσεις για επαγγελματική αμέλεια.
Αυτά τα θέματα δεν αποτελούν πρόσφορο έδαφος για εξέταση στην προνομιακή δικαιοδοσία. Επομένως έστω και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ελλείπουν οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις. Το ένδικο μέσο της έφεσης είναι δεδομένο ότι υφίσταται και αυτό είναι αποδεκτό από τους αιτητές. Έχει δε νομολογηθεί ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας έφεσης ή η οικονομική δυσκολία που επέρχεται στο διάδικο λόγω της εναντίον του απόφασης δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις. Το χρονοβόρο της εφετειακής διαδικασίας έχει νομολογηθεί ότι δεν αποτελεί εξαιρετική περίσταση, (Λάντου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1017, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Βαλεντίνα Μιχαήλ (2013) 1 Α.Α.Δ. 260). Άλλωστε οι αιτητές δύνανται μετά την καταχώρηση έφεσης να αιτηθούν την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης και ταυτόχρονα να ζητήσουν, για καλό πάντοτε λόγο, επίσπευση της ακρόασης της έφεσης. Η νομολογία επίσης υποδεικνύει ακόμη ότι αν το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί αργότερα κατ΄ έφεση, αυτό το δεδομένο επενεργεί εναντίον της χορήγησης της άδειας (Μάριος Κίττου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1376).
Ο συνήγορος των αιτητών αναφέρθηκε σε Αγγλική νομολογία (R. v. Hillingdon (London Borough) (1974) 2 All E.R. 643), ότι το certiorari ως όπλο της δικαιοδοσίας για judicial review είναι διαθέσιμο όπου αυτό θα ήταν πιο αποτελεσματική, πιο φθηνή και πιο γρήγορη μέθοδος ελέγχου. Όμως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν έχει ακολουθήσει αυτή τη θέση, ακριβώς διότι τα προνομιακά εντάλματα εισάγονται με μεγάλη ευκολία από τους διαδίκους ως υποκατάστατα της ορθόδοξης μεθόδου ελέγχου του κατώτερου Δικαστηρίου διά εφέσεως. Η εποπτική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων, είναι επίσης διαθέσιμη όπου σε ανοικτή διαδικασία έχει γίνει παραδοχή του λάθους ώστε το Δικαστήριο να έχει εκτραπεί από την ορθή δικαιοδοσία του (R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal Ex Parte Shaw (1952) 1 All E.R. 122).
Δεν υπάρχουν όμως στερεότυποι κανόνες. Όπως λέχθηκε και στην R. v. Hallstrom and another ex parte W (1985) 1 All E.R. 775,
«Whether the alternative statutory remedy will resolve the question at issue fully and directly, whether the statutory procedure would be quicker, or slower, than procedure by way of judicial review, whether the matter depends on some particular or technical knowledge which is more readily available to the alternative appellate body, these are amongst the matters which a court should take into account when deciding whether to grant relief by way of judicial review when an alternative remedy is available.»
Εδώ για τους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν, η περίπτωση δεν κρίνεται κατάλληλη για την παροχή άδειας ως του πλέον αποτελεσματικού τρόπου ελέγχου της απόφασης του Δικαστηρίου, η οποία υπενθυμίζεται ελέγχεται κατά προνόμιο ως προς τη νομιμότητα και όχι την ορθότητα της.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ