ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Ρ. Μαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα Μ. Τσαγγάρη, (κα) για τον Εφεσίβλητο Ρ. Μαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα Μ. Τσαγγάρη (κα), για τον Εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-09-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΡΕΝΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 262/2016, 29/9/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:A452

(2016) 1 ΑΑΔ 2262

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 262/2016

 

29 Σεπτεμβρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΑΤ΄ΕΦΕΣΙΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΝ ΑΙΤΗΣΕΙ ΑΡΙΘΜΟΣ 7/2016 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ, Ν.133(Ι)/2004

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΡΕΝΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ

- και -

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ

........

 

Ρ. Μαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα

Μ. Τσαγγάρη, (κα) για τον Εφεσίβλητο

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π. Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος  με την οποία συμφωνεί ο Δικαστής Λιάτσος.  Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

--------------------------

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ημερ.  8.8.2016, με την οποία διατάσσεται η εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ) που εξεδόθη εναντίον του στις 12.4.2016 από την Εισαγγελία Εφετών Πειραιά.  Αυτό αφορά τέσσερις αξιόποινες πράξεις.  Η πρώτη αφορά ποινική δίωξη η οποία ασκήθηκε και έχει ανασταλεί ενώ οι άλλες τρεις αφορούν έκτιση ποινών που του επιβλήθηκαν από το Β' και Γ' Πλημμελειοδικείο Πειραιά.  Όλες οι υποθέσεις αφορούν αδικήματα φοροδιαφυγής που διέπραξε (ως αναφέρεται στο ΕΕΣ) ο εκζητούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος ή διαχειριστής των εταιρειών με την επωνυμία «Στήριξη Διαχειριστική Ακινήτων ΕΠΕ» και «Κρύπτη Κατασκευαστική Μονοπρόσωπη».

  

Με την Έφεση του ο εκζητούμενος προβάλλει δύο λόγους.  Ο πρώτος αφορά τις αξιόποινες πράξεις όπου του επιβλήθησαν ποινές φυλάκισης και ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αναιτιολόγητα και/ή χωρίς να αναλύσει ορθά τα ενώπιον του στοιχεία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση.  Διά τους ίδιους λόγους προσβάλλει με το δεύτερο λόγο Έφεσης το μέρος της απόφασης που αφορά την αξιόποινη πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και έχει ανασταλεί. 

 

Ενώπιον μας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εκζητούμενου/Εφεσείοντα έθεσε  απλουστευμένα, πλην όμως με πληρότητα, το όλο ζήτημα προς εξέταση.  Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα είπε ο συνήγορος, εκείνο που πρέπει να εξεταστεί και απαντηθεί είναι:

 

«Η έκδοση του στις Ελληνικές Αρχές καθίσταται ακροσφαλής και κατά παράβαση του Άρθρου 14(2)(δ) του Νόμου Ν.133(Ι)/2004 και των αποφάσεων-πλαισίων στις οποίες αυτός βασίζεται καθότι παραβιάζονται τα δικαιώματα του εφόσον η αμφισβήτηση των στοιχείων τα οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε ν'  αξιολογήσει δεν μπορεί να γίνει από τον Εφεσείοντα/Εκζητούμενο ενώπιον των Δικαστηρίων της εκζητούσας χώρας, αφού δεν του παρέχεται τέτοιο δικαίωμα , ως καθορίζεται στην τροποποιητική απόφαση-πλαίσιο, ήτοι ο Εκζητούμενος να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται ο ίδιος να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται.»

 

Ειδικότερα, πρόβαλε ότι το Άρθρο 430 του Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) δεν προβλέπει την πιο πάνω δυνατότητα στον Εφεσείοντα, δικαίωμα δηλαδή να παρίσταται προσωπικά και λανθασμένα  το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν το Τεκμήριο 3, επιστολή ημερ. 16.6.2016 της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς, όπου αναφέρεται ότι ο Εφεσείων μπορούσε να κάνει χρήση του Άρθρου 430 ΚΠΔ για ακύρωση της τυχόν απόφασης εναντίον του. 

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο Έφεσης είναι η εισήγηση ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος εκτέλεσης του ΕΕΣ και έκδοση του Εφεσείοντα μόνο και μόνο για νόμιμη επίδοση της αξιόποινης πράξης η οποία ανεστάλη.

 

Αντίθετες είναι οι θέσεις της ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσίβλητου, η οποία επέμενε ότι το ζήτημα είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έκδοσης του Εφεσείοντα.  Σε σχέση με το δεύτερο λόγο Έφεσης, είναι η θέση της ότι ο υπέρτατος σκοπός της σχετικής απόφασης-πλαίσιο  είναι η καθιέρωση ενός απλουστευμένου συστήματος παράδοσης φυγοδίκων είτε προς έκτιση ποινής φυλάκισης είτε προς δίωξη τους ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου του Κράτους Μέλους έκδοσης.  Καταληκτικά υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.

 

Το Τεκμήριο 3, επιστολή ημερ. 16.6.2016 της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς  που έχει αναφερθεί πιο πάνω έχει ως ακολούθως:

 

«Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα, που διατυπώνετε, σας γνωρίζουμε ότι οι περιλαμβανόμενες αποφάσεις έχουν εκδοθεί απόντος του κατηγορουμένου.  Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο με αριθμό 2009/299 που τροποποιεί τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης νόμο, δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο Ελληνικό Δίκαιο, πάντως σε κάθε περίπτωση αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε ως αγνώστου διαμονής, πλην όμως ήταν γνωστής διαμονής, μπορεί αυτός, με το Άρθρο 430 ΚΠΔ, με αίτηση του, να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε και στην συνέχεια την άμεση επανασυζήτηση της υπόθεσης αυτής. Σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να εφεσιβάλει εκπρόθεσμα την οριστική απόφαση και με αίτηση του να ζητήσει την αναστολή της πρωτόδικης απόφασης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, σύμφωνα με το Άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ.»

                      (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Περαιτέρω με δεύτερη επιστολή ημερ. 12.7.2016 της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς προκύπτει ότι αναφορικά με τις υποθέσεις όπου ο εκζητούμενος κατεδικάσθη σε στερητική της ελευθερίας ποινή δικαιούται να ασκήσει τα ένδικα μέσα στην Έφεσης και Αναίρεσης.  Τα αναφερόμενα, άνω, άρθρα 430 και 497 παρ.7 ΚΠΔ προβλέπουν:

 

«Άρθρο 430

Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης

 

1. Ο κατηγορούμενος που δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, εφόσον δεν άσκησε ένδικο μέσο που επιτρέπεται από το νόμο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή της για το λόγο ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος δεν συνέτρεχαν οι όροι του Άρθρου 428, καθορίζοντας συγχρόνως και τον τόπο στον οποίο τότε διέμενε, διαφορετικά η αίτησή του είναι απαράδεκτη.

 

Η αίτηση γίνεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία οκτώ ημερών από την εκτέλεση της απόφασης ή και πριν από αυτήν, με έκθεση που συντάσσεται από το γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την

απόφαση ή του δικαστηρίου του τόπου εκτέλεσης.

 

Στην έκθεση εκείνος που υπέβαλε την αίτηση οφείλει να δηλώσει την τωρινή διαμονή του και να ορίσει αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου, προς τον οποίο θα γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις που αφορούν τον κατηγορούμενο· διαφορετικά, η αίτησή του είναι απαράδεκτη.

 

Η αίτηση εισάγεται για συζήτηση στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, την πρώτη δικάσιμο ύστερα από τρεις ημέρες από την σύνταξη της σχετικής έκθεσης, χωρίς να προσκαλείται εκείνος που υπέβαλε την αίτηση. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή για την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε, εφαρμόζεται η διάταξη του Άρθρου 346. Ο αρμόδιος εισαγγελέας οφείλει να κλητεύσει, χωρίς να τηρήσει καμιά προθεσμία, τους μάρτυρες που τυχόν του προτάθηκαν από εκείνον που υπέβαλε την αίτηση.

 

2. Ο εισαγγελέας που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση της απόφασης, μπορεί, μόλις πληροφορηθεί ότι ασκήθηκε η αίτηση για ακύρωση, να διατάξει την αναβολή ή τη διακοπή της εκτέλεσης σύμφωνα με το Άρθρο 556 στοιχ. γ' και 557, αν κρίνει ότι εκείνος που υπέβαλε την αίτηση δεν είναι ύποπτος για απόδραση.»

 

 

 

 

 

«Άρθρο 497

Ανασταλτική δύναμη της Έφεσης

 

 7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι. Εάν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. 

 

Εάν στον κατηγορούμενο επιβληθεί ο περιοριστικός όρος του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφαρμόζονται αντίστοιχα και τα οριζόμενα στο Άρθρο 283Α, με την εξαίρεση της παραγράφου 2 του εν λόγω Άρθρου.»

 

Το Άρθρο 14(2)(δ) επί του οποίου στηρίζεται το όλο οικοδόμημα του Εφεσείοντα προβλέπει ως εξής:

 

«14.  ........................... .

 

(2)  Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, ο εκζητούμενος-

 

(α) εν ευθέτω χρόνω-

 

(i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, είτε είχε δι' άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης· και 

 

(ii)  είχε ενημερωθεί ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί στη δίκη· ή

 

(β) τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε ίδιος είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη και όντως εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον εν λόγω δικηγόρο· ή 

 

(γ) αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικό μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η δίκη δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης-

 

(i) έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση· ή

 

(ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ταχθείσας προθεσμίας· ή

(δ) δεν έλαβε προσωπικά επίδοση της απόφασης αλλά-

(i) η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται  και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η διαδικασία αυτή δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης· και

(ii) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, ως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

 

Το Άρθρο 14(2)(α-δ) είναι πανομοιότυπο με το Άρθρο 4(α) που θεσπίστηκε από το Άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299 και με το οποίο επίσης καταργήθηκε το Άρθρο 5 σημείο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (βλ. για διευκόλυνση την υπόθεση C-399/11 Stefano Melloni v. Ministerio Fiscal σκέψη 11).

 

Στην υπόθεση Melloni (άνω) έγινε εκτεταμένη εξέταση του Άρθρου 4(α) στις σκέψεις 39-46 και 61.

«39. Προκειμένου να καθορισθεί η έκταση εφαρμογής του Άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, αντικειμένου του υπό κρίση ερωτήματος, πρέπει να εξετασθούν το γράμμα, η οικονομία και ο σκοπός της διατάξεως αυτής.

40. Όπως προκύπτει από το γράμμα του Άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω διάταξη προβλέπει προαιρετικό λόγο μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος για τους σκοπούς εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία κατέληξε στην καταδίκη του. Η ανωτέρω ευχέρεια, πάντως, συνδυάζεται με τέσσερις εξαιρέσεις στερούσες τη δικαστική αρχή εκτελέσεως από τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως του επίδικου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Εξ αυτού προκύπτει ότι το συγκεκριμένο Άρθρο 4α, παράγραφος 1, απαγορεύει, σε τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις, το να εξαρτά η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της καταδικαστικής αποφάσεως με την αυτοπρόσωπη παρουσία του ιδίου.

41. Τη γραμματική αυτή ερμηνεία του Άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 επιβεβαιώνει η ανάλυση της οικονομίας της ανωτέρω διατάξεως. Το αντικείμενο της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299 έγκειται, αφενός, στην κατάργηση του Άρθρου 5, σημείο 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο παρείχε υπό ορισμένες προϋποθέσεις τη δυνατότητα εξαρτήσεως της εκτελέσεως ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως για τους σκοπούς της εκτελέσεως ποινής επιβληθείσας ερήμην από την προϋπόθεση διασφαλίσεως εντός του κράτους μέλους εκδόσεως νέας διαδικασίας εκδικάσεως της υποθέσεως παρουσία του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, στην αντικατάσταση της ανωτέρω διατάξεως από το Άρθρο 4α. Του λοιπού, η ανωτέρω διάταξη περιορίζει τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως ενός τέτοιου εντάλματος θέτοντας, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, «προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν χωρεί άρνηση της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεως που εκδόθηκε σε δίκη στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως».

42. Ειδικότερα, το Άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει κατ' ουσίαν, στα σημεία α? και β?, ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να προβεί στην παράδοση καταδικασθέντος ερήμην προσώπου, εφόσον το πρόσωπο αυτό είχε ενημερωθεί εν ευθέτω χρόνο σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης και σχετικά με το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του ή το οποίο, τελούν εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο να το υπερασπισθεί, οπότε η εν λόγω δικαστική αρχή δεν μπορεί να εξαρτά την παράδοση από το ενδεχόμενο νέας δίκης παρουσία του ενδιαφερομένου εντός του κράτους μέλους εκδόσεως.

43. Την ανωτέρω ερμηνεία του Άρθρου 4α επιβεβαιώνουν και οι επιδιωκόμενοι από τον νομοθέτη της Ένωσης στόχοι. Όπως προκύπτει τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4 όσο και από το Άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν η μέσω της θεσπίσεως της αποφάσεως-πλαισίου διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις με τη βελτίωση της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών διά της εναρμονίσεως των λόγων μη αναγνωρίσεως των αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν μετά από δίκη στην οποία ο ενδιαφερόμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως. Όπως υπογραμμίζεται ειδικότερα με την αιτιολογική σκέψη 4, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να καταστεί εφικτό, μέσω του ορισμού των κοινών αυτών λόγων, «στην εκτελούσα αρχή να εκτελέσει την απόφαση παρά την απουσία του ενδιαφερομένου από τη δίκη, τηρουμένου πλήρως του δικαιώματος υπερασπίσεως του ενδιαφερομένου».

44. Όπως υπογράμμισε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 65 και 70 των προτάσεών του, η λύση την οποία επέλεξε ο νομοθέτης της Ένωσης και η οποία συνίσταται στο να προβλέπονται εξαντλητικώς οι υποθετικές περιπτώσεις όπου η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος προς εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην πρέπει να θεωρείται ως μη θίγουσα τα δικαιώματα άμυνας είναι ασύμβατη προς τη διατήρηση της δυνατότητας της αρμόδιας δικαστικής αρχής εκτελέσεως να εξαρτά την εκτέλεση αυτή από την προϋπόθεση ότι μπορεί να αναθεωρηθεί η καταδικαστική απόφαση προκειμένου να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου.

45. Ως προς το επικληθέν από το αιτούν δικαστήριο επιχείρημα ότι η υποχρέωση τηρήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 ΣΕΕ, θα νομιμοποιούσε τις αρμόδιες δικαστικές αρχές εκτελέσεως να αρνούνται την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, περιλαμβανομένων των κατά το Άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 περιπτώσεων, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου εκδικάσεως της υποθέσεώς του, επιβάλλεται η υπογράμμιση ότι το επιχείρημα αυτό οδηγεί στην πραγματικότητα στο ζήτημα περί της συμβατότητας του Άρθρου 4α της αποφάσεως πλαισίου 2002/584 προς τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης, όπερ αποτελεί αντικείμενο του δευτέρου από τα υποβληθέντα ερωτήματα.

46. Όπως προκύπτει από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων, το Άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι απαγορεύει στην αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως, στις παρατιθέμενες στην ως άνω διάταξη περιπτώσεις, να εξαρτά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής από την προϋπόθεση ότι η εκδοθείσα ερήμην καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως.

............................. .....................

61. Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, το Άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αρνούνται την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως οσάκις ο ενδιαφερόμενος εμπίπτει σε μια από τις τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται με την ανωτέρω διάταξη.»

           

Στην SHINI-MEHRABZADEH SAID v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Π.Ε. 279/15 ημερ. 17.11.2015 επιγραμματικά αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η εμβέλεια του Άρθρου 14 του Νόμου, το πεδίο εφαρμογής του και οι λόγοι θέσπισής του, έτυχαν εξαντλητικής εξέτασης στην απόφαση Κωνσταντινίδης (ανωτέρω). Όπως εντοπίζεται, το εν λόγω Άρθρο παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης διακριτική εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ. Το εδάφιο (2) προβλέπει για δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην απόφαση. Στη συνέχεια όμως του κειμένου του εδαφίου (2) παρατίθενται συγκεκριμένες δικονομικές απαιτήσεις, η ικανοποίηση των οποίων αφαιρεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα άσκησης διακριτικής εξουσίας προς την κατεύθυνση άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ.»

 

Με την πιο πάνω ρύθμιση εκείνο που επιτυγχάνεται είναι ότι η Δικαστική Αρχή Εκτέλεσης δεν προχωρεί σε εξέταση των σχετικών νομοθετικών προνοιών του Κράτους-Μέλους έκδοσης του ΕΕΣ που αφορά τις νομικές εγγυήσεις για επανεκδίκαση της υπόθεσης του εκζητούμενου προσώπου.  Σχετικά εις την υπόθεση SHINI-MEHRABZADEH SAID (άνω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η πιο πάνω αντιμετώπιση αποτελεί ένδειξη ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης του ΕΕΣ δεν υπεισέρχεται να ερμηνεύσει τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες του κράτους-μέλους, από το οποίο προήλθε το ΕΕΣ, όσον αφορά το θέμα των νομικών εγγυήσεων για επανεκδίκαση της υπόθεσης εκζητούμενου προσώπου, στο οποίο επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας του ερήμην. Το ίδιο, ασφαλώς, ίσχυε και πριν από την τροποποίηση που επέφερε η Απόφαση πλαίσιο 2009/299, εφόσον, κατά τα άλλα, δίδονταν οι σχετικές νομικές εγγυήσεις.»

 

Τα ίδια περίπου λέχθησαν και στην Ρογήρου Μιχαήλ Χατζηκυπριανού ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. Αρ. 193/2014 ημερ. 18.7.2014.  Το Εφετείο εξετάζοντας παρόμοια περίπτωση είπε μεταξύ άλλων ότι:

 

«..Το παρών δικαστήριο, όπως και το πρωτόδικο, έχουν υποχρέωση να βεβαιωθούν ότι, στον εκζητούμενο, θα παρασχεθεί δικαίωμα επανεξέτασης της ουσίας των εναντίον του κατηγοριών, στις οποίες καταδικάστηκε ερήμην, αλλά δεν θα ασχοληθεί με τα δικαιώματα του, δυνάμει του ουσιαστικού Ελληνικού Δικαίου, θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστικήν αρμοδιότητα των Ελληνικών Δικαστηρίων.»

 

Στην παρούσα υπόθεση παρατηρούμε, όπως και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι τρεις καταδικαστικές αποφάσεις εξεδόθησαν ερήμην του Εφεσείοντα.  Επίσης ότι τα αποδεικτικά επίδοσης των Κλητηρίων Θεσπισμάτων καταδεικνύουν ότι αυτός κλητεύθηκε σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας έκδοσης του ΕΕΣ.  Κρίθηκε ως αγνώστου διαμονής με αποτέλεσμα αυτά να επιδοθούν σε δημοτικούς υπαλλήλους του Δήμου Περιστερίου και Δήμαρχο Πειραιά ανάλογα.

 

 Παράλληλα όμως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα Τεκμήρια 3 και 7 που αφορούν νομικές εγγυήσεις του Κράτους Εκδόσεως του ΕΕΣ, το περιεχόμενο του οποίου έχει αναφερθεί πιο πάνω. Αυτές εξασφαλίσθησαν σύμφωνα με το Άρθρο 21(2) του Νόμου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από την John Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 347/2014 ημερ. 5.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A155 και SHINI-MEHRABZADEH SAID (άνω) έκρινε ότι αυτές αποτελούν αρκούντος ικανοποιητικές νομικές εγγυήσεις ώστε να μην υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος που  να συνηγορεί στη μη εκτέλεση του ΕΕΣ.

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω αντιμετώπιση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Στην Constantinides (άνω) οι δοθείσες «νομικές εγγυήσεις» από το Κράτος Έκδοσης είχαν την ακόλουθη μορφή:  «Ο εν λόγω εκζητούμενος μπορεί να ασκήσει αφ' ενός αίτηση ακύρωσης απόφασης ή εκπρόθεσμη έφεση που μπορούν να οδηγήσουν σε εξαφάνιση της ανωτέρω απόφασης».  Το Εφετείο επικυρώνοντας το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Δεδομένων των ανωτέρω, το ερώτημα, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο η πληροφόρηση, η οποία δίδεται όσον αφορά τις νομικές εγγυήσεις, είναι, όντως, αρκούντως ικανοποιητική, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία, διατάσσοντας την εκτέλεση του ΕΕΣ σε σχέση και με την περίπτωση αυτή.  Η προσπάθεια, η οποία προωθείται από την Απόφαση πλαίσιο 2009/299, για απλούστευση, έτι περαιτέρω, της διαδικασίας εκτέλεσης ΕΕΣ, με την υιοθέτηση του Άρθρου 4α, δεν καταργεί την απαίτηση του διαγραφέντος Άρθρου 5.1 της Απόφασης πλαίσιο 2002/584.  Αυτό προνοούσε για τη διασφάλιση του δικαιώματος εκζητούμενο πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ερήμην να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στο κράτος μέλος έκδοσης και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης.  Είναι οι λεγόμενες «νομικές εγγυήσεις», οι οποίες αναφέρονται και επεξηγούνται στο υπό εξέταση ΕΕΣ.  Η επιδίωξη του Άρθρου 4α, όπως προκύπτει από το Άρθρο 1 της Απόφασης πλαίσιο 2009/299, είναι ο καθορισμός κοινών κανόνων σε όλα τα κράτη μέλη, προς κατοχύρωση των, άλλως πως, αποκαλουμένων δικονομικών δικαιωμάτων εκζητουμένων προσώπων, τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες.  Στην προκειμένη δε περίπτωση, στη βάση της πληροφόρησης την οποία ο εφεσείων είχε σε σχέση με τα εν λόγω δικαιώματα, η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι καταφατική.  Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα, τα οποία ο εκδικάσας Δικαστής είχε ενώπιόν του, σε σχέση και με τις δύο υποθέσεις στις οποίες αφορά το υπό εξέταση ΕΕΣ, κρίνεται ότι αυτός άσκησε ορθώς τη διακριτική εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 14(2), απορρίπτοντας τις σχετικές ενστάσεις εκ μέρους του εκζητουμένου.  Επομένως, ούτε και στην περίπτωση αυτή γίνεται αποδεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης. 

 

Στην Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Π.Ε. 196/2013 ημερ. 19.7.2013, απασχόλησε περίπου το ίδιο θέμα. Οι νομικές εγγυήσεις που δόθησαν είχαν τη μορφή ότι ο Εφεσείων μπορούσε να ασκήσει αίτηση ακύρωσης και «εκπρόθεσμη έφεση».  Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

«Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις που είχαν δοθεί από τις Ελληνικές Αρχές ήταν επαρκείς και δεν υπήρχε λόγος να ζητηθούν επιπρόσθετα στοιχεία γι΄ αυτές, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 15 του Νόμου.  Όπως αναφέρθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος παρείχε εγγύηση με την οποία διασφαλίστηκε ότι ο εφεσείων θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου και να είναι παρών κατά τη λήψη της απόφασης.  Αυτό διασφαλίστηκε με τη βεβαίωση ότι ο αιτητής θα έχει δικαίωμα αίτησης ακυρώσεως της εναντίον του, ερήμην, εκδοθείσας απόφασης και τούτο παρά την εκπνοή της σχετικής προθεσμίας.  Επιπρόσθετα υπήρχε η διαβεβαίωση των Ελληνικών Αρχών ότι ο εφεσείων θα διαμεταχθεί  στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εκτίσει ποινή στερητική της ελευθερίας του, που τυχόν να του επιβληθεί.  Αυτές οι διαδικαστικές εγγυήσεις, οι οποίες προνοούνται στο άρθρο 15 του Νόμου, ήταν επαρκείς σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση και είναι επαρκείς και  κατά την εκτίμηση του παρόντος δικαστηρίου.»

 

Στην Κόκος Ιωάννου (Ρωσσίδης) ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2011) 1 Α.Α.Δ. 1606, παρόλο που κρίθηκε πριν την τροποποίηση του Νόμου (βλ. τροποποιητικό Νόμο Ν.30(Ι)/14) εντούτοις τ'  αποφασισθέντα κατά το μέρος που ενδιαφέρει εξακολουθούν να ισχύουν.  Οι νομικές εγγυήσεις που δόθησαν στην υπόθεση αυτή ήταν ότι ο εκζητούμενος μπορούσε να ασκήσει έφεση άμα τη εκδόσει του κατά το Άρθρο 429 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εναντίον της ερήμην καταδίκης του, αλλά και να υποβάλει αίτηση ακυρώσεως της όλης διαδικασίας, συμφώνως του Άρθρου 430 του Κώδικα.  Το Εφετείο κρίνοντας τις άνω εγγυήσεις ανέφερε τ'  ακόλουθα: 

 

«... Υπό το φως και των ανωτέρω διευκρινίσεων/εγγυήσεων, δεν διαπιστώνεται καμία απολύτως παραβίαση των διατάξεων του Άρθρου 30 του Συντάγματος. Εφόσον η ερημοδικία επιτρέπεται από τη νομοθεσία του κράτους που επιδιώκει την έκδοση δεν τίθεται θέμα παραβίασης των αρχής της φυσικής δικαιοσύνης ή της διεξαγωγής δίκαιης δίκης. Πόσο μάλλον εδώ, που στον εφεσείοντα προσφέρεται η δυνατότητα ασκήσεως έφεσης ή και ακύρωσης της διαδικασίας ακριβώς λόγω της ερήμην καταδίκης του. Το τι το ημεδαπό Δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει είναι να μην εκδοθεί το εκζητούμενο πρόσωπο σε χώρα όπου θα διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση. (Δέστε Άρθρο 2(2) του Νόμου.)»

 

Περαιτέρω και αναφορικά με το Δικαστικό σύστημα της Ελληνικής Δημοκρατίας αναφέρουμε τα όσα λέχθηκαν από τον νυν Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Μιχάλη Μιχαηλίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 248/2013 ημερ. 17.9.2013:

 

«....Οι εκ προοιμίου αιτιάσεις του εφεσείοντα ότι, στην  περίπτωση που εκδοθεί στην Ελλάδα, θα παραβιασθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να γίνουν αποδεκτές καθότι αυτό θα συνιστούσε απαράδεκτη απαξίωση του ποινικού συστήματος μιας χώρας μέλους της ΕΕ, με όλες τις αυτονόητες αρνητικές συνέπειες σ΄ ότι αφορά την αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό που πρέπει να επιδεικνύεται μεταξύ των δικαστικών αρχών των Κρατών Μελών της ΕΕ.   Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα στον τομέα της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη (confidence and trust) η οποία είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των Κρατών Μελών, δεδομένου του κοινού νομικού πολιτισμού των Κρατών Μελών αλλά και της τήρησης των ελαχίστων ευρωπαϊκών επιπέδων που ισχύουν σε όλα τα Κράτη Μέλη στα ζητήματα της απονομής της δικαιοσύνης.   Θεωρούμε, επομένως, ως δεδομένο ότι οι δικαστικές αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας θα διασφαλίσουν τον πλήρη σεβασμό όλων των δικαιωμάτων του εφεσείοντα και, σ΄ ότι αφορά τις Δικαστικές Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτιμούμε ότι, σεβόμενες τις υποχρεώσεις της, ως Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να δεχθούν ότι σε άλλο Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως είναι η Ελλάδα, μπορεί να θεωρηθεί, εκ προοιμίου και χωρίς απόδειξη, ότι το δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα πάσχει ή είναι κατώτερο του αναμενομένου.  Το ίδιο βέβαια, αναμένουν και οι Δικαστικές Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι δέχονται και αναγνωρίζουν και τα άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα της Κυπριακής Δημοκρατίας.» 

 

Στα πιο πάνω θα πρέπει να προστεθεί ότι στην υπόθεση Melloni (άνω) απεφασίσθηκαν επίσης τα ακόλουθα:

«49.  Όσον αφορά την έκταση εφαρμογής του δικαιώματος για αποτελεσματική προσφυγή και δίκαιη δίκη, το οποίο προβλέπει το Άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και των διασφαλιζομένων από το Άρθρο 48, παράγραφος 2, αυτού δικαιωμάτων άμυνας, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, ναι μεν το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται αυτοπροσώπως στη δίκη συνιστά ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος για δίκαια δίκη, εντούτοις το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, C‑619/10, Trade Agency, σκέψεις 52 και 55). Ο κατηγορούμενος μπορεί, εξ ιδίας βουλήσεως, να παραιτηθεί του δικαιώματος αυτού ρητώς ή σιωπηρώς, υπό την προϋπόθεση ότι η παραίτηση χωρεί κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, συνδυάζεται με κατ' ελάχιστον εγγυήσεις αντίστοιχες της σοβαρότητάς της και δεν προσκρούει σε κανένα σημαντικό δημόσιο συμφέρον. Ειδικότερα, δεν στοιχειοθετείται προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως, αφ' ης στιγμής ενημερώθηκε σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο της δίκης ή την υπεράσπισή του ανέλαβε δικηγόρος στον οποίον ο ίδιος έδωσε σχετική εντολή.

50.  Η ανωτέρω ερμηνεία των άρθρων 47 και 48, παράγραφος 2, του Χάρτη τελεί σε αρμονία με την αναγνωριζόμενη με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκταση εφαρμογής των διασφαλιζομένων στο Άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, αποφάσεις Medenica κατά Ελβετίας της 14ης Ιουνίου 2001, προσφυγή αριθ. 20491/92, § 56 έως 59, Sejdovic κατά Ιταλίας της 1ης Μαρτίου 2006, προσφυγή αριθ. 56581/00, Recueil des arrêts et décisions 2006‑II, § 84, 86 και 98, και Haralampiev κατά Βουλγαρίας της 24ης Απριλίου 2012, προσφυγή αριθ. 29648/03, § 32 και 33).

51.  Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η εναρμόνιση των προϋποθέσεων εκτελέσεως των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως τα οποία εκδίδονται προς εκτέλεση των εκδοθεισών αποφάσεων κατόπιν δίκης στην οποία δεν παρέστη αυτοπροσώπως ο ενδιαφερόμενος, εναρμόνιση η οποία υλοποιείται με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, συμβάλλει, όπως διευκρινίζεται στο Άρθρο 1 αυτής, στην ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των αποτελούντων αντικείμενο ποινικής δίκης προσώπων, βελτιώνοντας παράλληλα την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών.

Υπό την έννοια αυτή, στο εν λόγω Άρθρο 4α, παράγραφος 1, προβλέπονται, υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο ενδιαφερόμενος πρέπει να θεωρείται ότι παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση του δικαιώματός του να παρίσταται στη δίκη του, με αποτέλεσμα η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως προς εκτέλεση της εκ μέρους του καταδικασθέντος ερήμην προσώπου ποινής να μην μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να επιτύχει τη διεξαγωγή νέας δίκης παρουσία του εντός του κράτους μέλους εκδόσεως. Τούτο συμβαίνει είτε οσάκις, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο α΄, ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη μολονότι κλητεύθηκε αυτοπροσώπως ή είχε ενημερωθεί επισήμως σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο οι οποίοι είχαν ορισθεί με την κλήτευση είτε, όπως αναφέρεται στην ίδια παράγραφο, στοιχείο β΄, οσάκις, τελώντας εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, επέλεξε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο αντί να παραστεί ο ίδιος αυτοπροσώπως. Ως προς την παράγραφο 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, παρατίθενται εκεί οι περιπτώσεις όπου η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως υποχρεούται να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μολονότι ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να τύχει νέας διεξαγωγής της δίκης εφόσον το συγκεκριμένο ένταλμα συλλήψεως διευκρινίζει είτε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν ζήτησε την εκ νέου διεξαγωγή της δίκης είτε ότι πρόκειται να ενημερωθεί ρητώς ως προς το δικαίωμά του για την εκ νέου διεξαγωγή της δίκης.

52.  .......................

53.  Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το Άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν προσβάλλει το δικαίωμα για αποτελεσματική προσφυγή και δίκαιη δίκη ούτε τα διασφαλιζόμενα αντιστοίχως από τα άρθρα 47 και 48, παράγραφος 2, του Χάρτη δικαιώματα άμυνας.

54.  Όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το Άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 είναι συμβατό προς τις απορρέουσες από τα άρθρα 47 και 48, παράγραφος 2, του Χάρτη επιταγές.»

 

Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι οι δοθείσες στην υπό εξέταση υπόθεση νομικές εγγυήσεις είναι ικανοποιητικές, συνάδουν με τις πρόνοιες της ΕΣΔΑ και διασφαλίζονται επαρκώς τα δικαιώματα του Εφεσείοντα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους ο πρώτος λόγος Έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης και που αφορά την υπόθεση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά παρατηρούμε ότι το παράπονο του Εφεσείοντα δεν στηρίζεται σε οποιοδήποτε Άρθρο του Ν.133(Ι)/2004 ο οποίος ρυθμίζει τα περί εκτέλεσης ΕΕΣ.  Όπως απλοϊκά τα έθεσε ο συνήγορος του,  αυτός στηρίζεται περισσότερο στον παράγοντα διευκόλυνσης του ήτοι εφόσον ο εκζητούμενος τώρα έχει την μόνιμη διαμονή του εις Κύπρο, όπου  και εργάζεται, να του γίνει επίδοση στην Κύπρο χωρίς να παρίσταται αναγκαιότητα εκδόσεως του.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο η πορεία έκδοσης Εκζητούμενου καθορίζεται σαφώς από το Ν.133(Ι)/2004 και ειδικά για την υπόθεση που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων καλύπτεται από το Άρθρο 3(α) του Νόμου.  Περαιτέρω, όπως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε από τη μαρτυρία ενώπιον του ικανοποιούνται τα άρθρα 4 και 12 του Νόμου, που καθορίζουν τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει το ΕΕΣ και οι  υποχρεωτικές προϋποθέσεις, προκειμένου να εκτελεστεί το ΕΕΣ.  Παράλληλα έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι λόγοι για υποχρεωτική μη εκτέλεση του ΕΕΣ όπως περιλαμβάνονται στο Άρθρο 13 του Νόμου.  Επίσης ασχολήθηκε και με το Άρθρο 14 του Νόμου και έκρινε ότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος άσκησης διακριτικής ευχέρειας του για μη εκτέλεση του ΕΕΣ.  Τέλος, ικανοποιήθηκε ότι παρεσχέθησαν, στη βάση των όσων αναφέρονται στην επιστολή ημερ. 7.6.2016 (Τεκμήριο 3), οι νομικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 5(3) της Απόφασης-πλαίσιο για διαμεταγωγή του  εκζητούμενου στην Κύπρο για σκοπούς έκτισης τυχόν ποινής στερητικής της ελευθερίας.

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς μπορούσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να ενεργήσει διαφορετικά όπως ουσιαστικά είναι η εισήγηση του Εφεσείοντα.

 

Δι΄ όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός δέκα ημερών από σήμερα.

 

Ο Εφεσείων, εν τω μεταξύ, να παραμείνει υπό κράτηση.  Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 

 

 

 

                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.                     Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

/γκ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 262/2016)

 

29 Σεπτεμβρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ,  Δ/στές]

 

ΚΑΤ΄ΕΦΕΣΙΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΙΘΜΟΣ 07/2016, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ, Ν. 133(Ι)/2004

ΜΕΤΑΞΥ:

ΡΕΝΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητου

_________________________

Ρ. Μαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα

Μ. Τσαγγάρη (κα), για τον Εφεσίβλητο

__________________________

Διιστάμενη απόφαση θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Με όλον τον προσήκοντα σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτήν.

 

Με την πρωτόδικη απόφαση, ημερομηνίας 8.8.2016, διατάχθηκε η εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ), που εξεδόθη εναντίον του Εκζητούμενου-Εφεσείοντα στις 12.4.2016, από την Εισαγγελία Εφετών Πειραιά.  Το ένταλμα αφορά σε τέσσερις αξιόποινες πράξεις.  Η πρώτη σχετίζεται με ποινική δίωξη, η οποία ασκήθηκε και έχει ανασταλεί, ενώ οι άλλες τρεις σχετίζονται με έκτιση ποινών που του επιβλήθηκαν από το Β και Γ Πλημμελειοδικείο Πειραιά.  Όλες οι υποθέσεις αφορούν σε αδικήματα φοροδιαφυγής.

 

Με την έφεση, ο εκζητούμενος-Εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους:

 

(α) Ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα λανθασμένης ανάλυσης των, ενώπιον του Δικαστηρίου, στοιχείων ως προς τις αξιόποινες πράξεις 2, 3 και 4 και

 

(β) Ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και αναιτιολόγητη αναφορικά με την πρώτη αξιόποινη πράξη.

 

Το καίριο ζήτημα που εγείρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, κατά την κρίση μου, είναι ότι, με βάση τα Τεκμήρια 3 και 7, τις νομικές εγγυήσεις που παρασχέθηκαν από τις αρμόδιες Αρχές της χώρας έκδοσης, δε διαφαίνεται ότι διασφαλίζονται, για τον εκζητούμενο, τα ένδικα εκείνα μέσα, τα οποία προνοούνται στην ευρωπαϊκή απόφαση πλαίσιο 2009/299, η οποία ενσωματώθηκε στο άρθρο 14(2) του Νόμου 133(1)/2004.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 14(2) η Δικαστική Αρχή εκτέλεσης ενός Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του Εντάλματος, το οποίο έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός αν στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης αναφέρονται τέσσερις διαζευκτικές περιπτώσεις.  Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, στο συγκεκριμένο ένταλμα δεν αναφέρονται οποιεσδήποτε από τις τέσσερις περιπτώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 14(2), που είναι, συνοπτικά, οι εξής:

 

1.   Ότι ο εκζητούμενος είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης

ή

 

2.   ότι γνώριζε για την προγραμματισμένη δίκη και έδωσε εντολή σε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει

ή

 

3.   ότι του επεδόθη η απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του, ερήμην, και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης επανεξετάζεται

 ή

 

4.   ότι δεν έλαβε προσωπικά επίδοση της απόφασης, αλλά η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης επανεξετάζεται.

 

Θεωρώ ότι, με βάση όλα τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία, περιλαμβανομένων και των τεκμηρίων 3 και 7, δεν διαφαίνεται ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει σε οποιανδήποτε από τις προαναφερόμενες τέσσερις περιπτώσεις, στις οποίες η Δικαστική Αρχή της χώρας εκτέλεσης δεν έχει διακριτική ευχέρεια να μην εκτελέσει Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, το οποίον εκδόθηκε με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας εκζητουμένου, ο οποίος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της, εναντίον του, απόφασης.  Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, η Δικαστική Αρχή της χώρας εκτέλεσης (Της Κύπρου), έχει διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την εκτέλεση του υπό εξέταση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, αναφορικά με τις αξιόποινες πράξεις 2, 3 και 4.

 

Κατέληξα σ΄αυτό το συμπέρασμα, αφού έλαβα υπόψιν, μεταξύ άλλων, τα τεκμήρια 3 και 7 και, συγκεκριμένα, το περιεχόμενο του τεκμηρίου 3, σύμφωνα με το οποίο η απόφαση πλαίσιο με αριθμό 2009/299 που τροποποιεί τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Νόμο, δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο ελληνικό Δίκαιο και, σύμφωνα με το ισχύον ελληνικό Δίκαιο, αν ο Κατηγορούμενος κλήθηκε ως αγνώστου διαμονής, πλην όμως ήταν γνωστής διαμονής, αυτός μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 430 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (της Ελλάδος), με αίτησή του να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του (ερήμην) και, στη συνέχεια, την άμεση επανασυζήτηση της υπόθεσης.  Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να εφεσιβάλει εκπρόθεσμα την απόφαση, και με αίτησή του να ζητήσει την αναστολή της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 497, Παρ. 7, του ίδιου Κώδικα.

 

Είχα την ευκαιρία να μελετήσω το άρθρο 430 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Ελλάδος και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, το δικαίωμα που παρέχεται στον Εφεσείοντα, δυνάμει του άρθρου εκείνου, δεν είναι αντίστοιχο, αλλά ούτε και ίσο με το δικαίωμα που παρέχεται, δυνάμει του προαναφερόμενου άρθρου 14(2)(γ) και (δ).  Το δικαίωμα, δυνάμει του άρθρου 430, υπόκειται σε όρους και η προβλεπόμενη αίτηση ακύρωσης της, ερήμην, εκδοθείσας απόφασης, υποβάλλεται με έκθεση που συντάσσεται από τον γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, ή του Δικαστηρίου του τόπου εκτέλεσης, «χωρίς να προσκαλείται εκείνος που υπέβαλε την αίτηση.»  Αντίθετα, το άρθρο 14(2)(γ) και (δ) ρητώς προνοεί ότι, ο εκζητούμενος έχει δικαίωμα να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται, και όπου η ουσία της υπόθεσης επανεξετάζεται.

 

Χωρίς να παραγνωρίζω και το διαζευκτικό δικαίωμα εκπρόθεσμης άσκησης έφεσης που παρέχεται από το άρθρο 497 του ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, με βάση τις νομικές εγγυήσεις που παρασχέθηκαν σ΄αυτήν την περίπτωση, η προκείμενη περίπτωση δεν εμπίπτει στις τέσσερις εξαιρέσεις που προνοούνται στο άρθρο 14(2) και, επομένως, ότι, η αρμόδια Δικαστική Αρχή της Κύπρου έχει διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την εκτέλεση του υπό εξέταση Εντάλματος. 

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται πάντοτε δικαστικά και με στόχο την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.  Στην προκείμενη περίπτωση, είναι προφανές ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε ειδοποίηση προσωπικά στον εκζητούμενο Εφεσείοντα αναφορικά με τον χρόνο και τον τόπο εκδίκασης της εναντίον του υπόθεσης, ότι αυτός δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, ότι αυτός ουδέποτε παραιτήθηκε από οποιαδήποτε δικαιώματα του να πληροφορηθεί για την υπόθεση εναντίον του και να παρίσταται στη δίκη, και ότι, με βάση τις εγγυήσεις που παρασχέθηκαν, δεν διασφαλίζεται πλήρως το δικαίωμα του να υποβάλει αίτηση ακύρωσης της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του ερήμην και να παρίσταται στη διαδικασία της αίτησης, κατά την οποία θα επανεξεταστεί η ουσία της υπόθεσης.

 

Με αυτά τα δεδομένα, και καθοδηγούμενος τόσο από την ευρωπαϊκή όσο και την κυπριακή Νομολογία (δέστε υποθέσεις C-399/11 Stefano Melloni v. Ministerio Fiscal, John Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 347/2014, ημερ. 5.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A155 και  SHINI-MEHRABZADEH SAID v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Π.Ε. 279/15 ημερ. 17.11.2015.), καταλήγω στο συμπέρασμα ότι θα ήταν ορθό και δίκαιο και θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ορθής απονομής  της δικαιοσύνης αν ασκείτο η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ του εκζητούμενου Εφεσείοντα και κατά της διαταγής εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως εναντίον του, όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις 2, 3 και 4.  Θα επικύρωνα, όμως, την πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με την πρώτη αξιόποινη πράξη, εφόσον δεν βρίσκω οτιδήποτε το νομικά μεμπτό σ΄αυτήν.

 

Κατά συνέπεια, θα επέτρεπα την Έφεση, ως ανωτέρω.

 

 

                                                      M. M. Νικολάτος, Π.

     

 

 

 

/ΜΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο