ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A451
(2016) 1 ΑΑΔ 2301
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 237/2010)
29 Σεπτεμβρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
ν.
1. ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗ,
2. ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
________________________
Λουκής Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.
Τάσος Κουκούνης, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα υπόθεση, πρωτοδίκως, αφορούσε απαίτηση των εφεσιβλήτων, εναγόντων στην αγωγή 3946/2005 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, για επιστροφή ποσού ΛΚ22.530,00, το οποίο αυτοί είχαν πληρώσει στην εφεσείουσα εταιρεία, εναγόμενη στην πιο πάνω αγωγή, ως τίμημα για αγορά αριθμού μετοχών της, με τη μέθοδο της ιδιωτικής τοποθέτησης. Η εν λόγω αγορά έγινε με προοπτική την εισαγωγή των μετοχών της εφεσείουσας, η οποία είχε, στο μεταξύ, μετατραπεί σε δημόσια εταιρεία, στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.
Η πιο πάνω απαίτηση των εφεσιβλήτων είχε βασιστεί στο άρθρο 58Α(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν. 14(Ι)/1993), το οποίο εισήχθη σε αυτό με τον ομώνυμο τροποποιητικό Νόμο του 2000, (Ν. 42(Ι)/2000) και στο άρθρο 3(3) του εν λόγω τροποποιητικού Νόμου, ο οποίος ενσωματώθηκε στο βασικό Νόμο. Η εφαρμογή τους εξηγείται στην υπόθεση Investylia Ltd ν. Livadhiotis Bros Invest. Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 704. Ο εκδικάσας Δικαστής, με απόφασή του, δέχτηκε την πιο πάνω απαίτηση των εφεσιβλήτων και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους και εναντίον της εφεσείουσας για το αντίστοιχο του πιο πάνω ποσού σε ευρώ, με τόκο προς 6% ετησίως, από τις 14.6.2000, πλέον έξοδα. Επίσης, διέταξε όπως, με την εξόφληση του επιδικασθέντος ως άνω ποσού, οι εφεσίβλητοι επιστρέψουν στην εφεσείουσα τις αγορασθείσες από αυτή μετοχές, οι οποίες είχαν, στο μεταξύ, εγγραφεί επ' ονόματί τους, όπως ο Νόμος ορίζει.
Η εφεσείουσα, με το δικόγραφό της, ήγειρε διάφορες υπερασπίσεις εναντίον της πιο πάνω απαίτησης των εφεσιβλήτων. Μεταξύ άλλων, πρόβαλε, στην παράγραφο 6, ότι η υποβληθείσα προς αυτήν απαίτηση των εφεσιβλήτων, με επιστολή ημερομηνίας 22.8.2005, για επιστροφή του τιμήματος αγοράς των μετοχών της, «αποστάληκε με μεγάλη καθυστέρηση και συγκεκριμένα πέντε (5) ολόκληρα χρόνια από την ημερομηνία που η αίτηση των εναγομένων για εισαγωγή των τίτλων τους στο Χρηματιστήριο είχε απορριφθεί, χωρίς να δίδεται καμία εύλογη ή μη δικαιολογία η οποία να δικαιολογεί την τόσο μεγάλη καθυστέρηση». Το εκδικάσαν Δικαστήριο, βασιζόμενο στα ευρήματά του επί των γεγονότων, έκρινε ανυπόστατη την πιο πάνω υπεράσπιση της εφεσείουσας, όπως και όλες τις υπόλοιπες υπερασπίσεις που αυτή είχε προβάλει στο δικόγραφό της και εξέδωσε εναντίον της την απόφαση που έχει προαναφερθεί.
Η εφεσείουσα απέσυρε όλους τους λόγους έφεσης, πλην ενός. Με τον εναπομείναντα δέκατο ένατο λόγο, επιδιώκει την ανατροπή της πιο πάνω απόφασης, εισηγούμενη ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο «εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή σύμφωνα με την θέση της εναγομένης ότι υπήρξε μακρά καθυστέρηση από μέρους του ενάγοντα/εφεσίβλητου στην υποβολή της απαίτησης του γεγονός που ισοδυναμούσε με απεμπόληση του δικαιώματος του (waiver) και θα 'πρεπε για τον λόγο αυτό να απορριφθεί η αγωγή». Στην αιτιολογία, γίνεται υπόμνηση των ημερομηνιών, τις οποίες η εφεσείουσα θεωρεί σημαντικές προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου, κατά τρόπο ώστε η καθυστέρηση των πέντε χρόνων να φαίνεται ότι προέκυψε από το χρόνο παραχώρησης των μετοχών προς τους εφεσίβλητους, κατά το 2000, μέχρι την υποβολή της απαίτησής τους για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος αγοράς τους, στις 5.9.2005. Επιπρόσθετα, γίνεται εισήγηση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο παραγνώρισε συγκεκριμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[1], η οποία, επίσης, θεωρείται ότι παρέχει υποστήριξη σε αυτό.
Με την κατεύθυνση, ανωτέρω, που έχει λάβει η έφεση, είναι φανερό ότι περιορίζεται σημαντικά η νομική πτυχή της∙ επικεντρώνεται στην ανάγκη να διαπιστωθεί κατά πόσο οι εφεσίβλητοι, όντως, παραιτήθηκαν (waived) του δικαιώματός τους να απαιτήσουν επιστροφή του τιμήματος το οποίο είχαν καταβάλει στην εφεσείουσα για αγορά των μετοχών της. Επιπρόσθετα, εξέλιπε εντελώς και οποιαδήποτε αμφισβήτηση των ευρημάτων του εκδικάσαντος Δικαστηρίου σε σχέση με τα γεγονότα. Επομένως, το νομικό ζήτημα που προσδιορίζεται πιο πάνω θα εξεταστεί στη βάση αδιαμφισβήτητων, πλέον, γεγονότων.
΄Οπως προκύπτει από αυτά, κατά το πρώτο ήμισυ του 2000, οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στην εφεσείουσα το τίμημα για τις αγορασθείσες, ως άνω, μετοχές και ενεγράφησαν ως μέτοχοί της. Στη συνέχεια, η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου∙ αυτό συνέβη στις 14.6.2000. Παρά τις καταβληθείσες προσπάθειές της, η εν λόγω αίτηση δεν έμελλε να ευοδωθεί και, στις 13.2.2002, απορρίφθηκε. Οι εφεσίβλητοι, με δύο επιστολές των τότε δικηγόρων τους, με ημερομηνίες 29.7.2002 και 21.8.2002, οι οποίες παραλήφθηκαν από την εφεσείουσα στις 9.8.2002 και στις 29.8.2002, αντίστοιχα, απαίτησαν από αυτήν την επιστροφή του υπό αναφορά τιμήματος, χωρίς οποιαδήποτε ανταπόκριση εκ μέρους της. Ακολούθως, στις 5.9.2005, δηλαδή, μετά από την παρέλευση τριών και πλέον χρόνων, οι εφεσίβλητοι, ενεργώντας διά του νέου δικηγόρου τους, επέδωσαν προς αυτήν τρίτη επιστολή, ημερομηνίας 22.8.2005, παρόμοιου περιεχομένου, όπως οι προηγούμενες δύο. Ούτε και αυτήν τη φορά υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση από μέρους της.
Στις 14.10.2005, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν εναντίον της εφεσείουσας την παρούσα αγωγή. Σύμφωνα με τις πρόνοιες των προαναφερθέντων άρθρων, η απαίτηση για επιστροφή του τιμήματος, η οποία προβάλλεται με αυτή, προέκυψε τρεις μήνες μετά από την υποβολή της αίτησης της εφεσείουσας, στις 14.6.2000, για εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο, ήτοι στις 14.9.2000. Ο Νόμος δε θέτει οποιοδήποτε περιορισμό όσον αφορά το χρόνο υποβολής τέτοιας απαίτησης. Ούτε, βέβαια, υπάρχει τέτοιος ισχυρισμός από μέρους της εφεσείουσας. Υποβλήθηκε, όμως, ότι οι εφεσίβλητοι παραιτήθηκαν του προαναφερθέντος δικαιώματός τους, ήτοι να απαιτήσουν επιστροφή του τιμήματος. Βασικά, ως έχει ο σχετικός ισχυρισμός εκ μέρους της εφεσείουσας, όπως αυτός διαπιστώνεται, πλέον, από την αιτιολογία του μοναδικού λόγου έφεσης, αυτό συνέβη ως εκ της συμπεριφοράς τους, η οποία συνίστατο στην καθυστέρηση των πέντε χρόνων, που μεσολάβησαν από το χρόνο που τους είχαν παραχωρηθεί οι μετοχές μέχρι τις 5.9.2005, που αυτοί απαίτησαν από την ίδια την επιστροφή του τιμήματος. Βέβαια, επισημαίνεται ότι, ως ορθή ημερομηνία έναρξης του υπολογισμού των πέντε χρόνων, έπρεπε να αναφέρεται η ημερομηνία γέννησης του δικαιώματος για απαίτηση επιστροφής του τιμήματος, δηλαδή, η 14.9.2000.
Είναι λογικό οι εφεσίβλητοι να μην είχαν υποβάλει την απαίτησή τους για επιστροφή του τιμήματος ευθύς μόλις το εν λόγω δικαίωμά τους ανεφύη, κατά το χρόνο που αναφέρεται πιο πάνω. Δικαιολογούντο να αναμένουν την έκβαση της αίτησης της εφεσείουσας για εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο. Ενήργησαν, όταν η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε, στις 13.2.2002, αποστέλλοντας στην εφεσείουσα τις προαναφερθείσες δύο επιστολές, με ημερομηνίες 29.7.2002 και 21.8.2002, οι οποίες περιείχαν την απαίτησή τους για επιστροφή του τιμήματος. Η επόμενη τέτοια απαίτησή τους υποβλήθηκε προς την εφεσείουσα στις 5.9.2005, δηλαδή τρία και πλέον χρόνια μετά από την αποστολή των προαναφερθεισών δύο επιστολών. Η εφεσείουσα δεν προέβη σε οποιαδήποτε εισήγηση, ότι ο χρόνος αυτός συνιστά συμπεριφορά τέτοια, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, και, δη, καθυστέρηση, η οποία μπορεί να ισοδυναμεί με παραίτησή τους από το υπό αναφορά δικαίωμα. ΄Οπως έχει η εισήγησή της, είναι η παρέλευση των πέντε χρόνων, που συνιστά τέτοια παραίτηση.
Εν πάση περιπτώσει, και έτσι να μην είναι τα πράγματα, όσον αφορά την πραγματική πτυχή της υπόθεσης, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, παραίτηση από δικαίωμα, όπως το υπό αναφορά, μπορεί να υπάρχει μόνο με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του ή την επίδειξη από αυτό συμπεριφοράς τέτοιας, η οποία είναι αντίθετη προς τη συνέχιση ύπαρξής του. Τα ανωτέρω αναφέρθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση Investylia Public Company Ltd v. Χρίστου Ιωαννίδη, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 8/2009, 31.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A186[2], όπου είχε προβληθεί η ίδια, ακριβώς, υπεράσπιση της παραίτησης, όπως στην παρούσα, συνεπεία καθυστέρησης υποβολής απαίτησης για επιστροφή τιμήματος αγοράς μετοχών και στη βάση πολύ παρόμοιων γεγονότων. Υποστηρίχτηκαν δε, με αναφορά στην υπόθεση Selwyn v. Garfit (1888) 38 Ch.D. 273, καθώς, επίσης, στην υπόθεση Louis Tourist v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98.
΄Οσον αφορά τις υποθέσεις, πιο πάνω, που, όπως αναφέρθηκε, δε λήφθηκαν υπόψη από το εκδικάσαν Δικαστήριο, αυτές κρίθηκαν στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών τους, η κάθε μια. Ιδωμένες δε από την άποψη αυτή, στην ουσία, επιβεβαιώνουν την πιο πάνω αρχή της παραίτησης, αφού και στις δύο είχε κριθεί ότι η αποδοχή, από μέτοχο ευρισκόμενο στη θέση των εφεσιβλήτων, δωρεάν μετοχών ή και μερίσματος αποτελούσε συμπεριφορά τέτοια, που συνιστούσε παραίτηση από το δικαίωμά του να απαιτήσει επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος για αγορά μετοχών. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι δεν επέδειξαν οποιαδήποτε τέτοια συμπεριφορά, ενώ, όπως έχει, ήδη, αποφασιστεί, η πάροδος των τριών χρόνων, όπως έχει εξηγηθεί ανωτέρω, ουδόλως προβλήθηκε ως καθυστέρηση, υποδηλούσα τέτοια συμπεριφορά από μέρους τους.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Οικονομίδης v. Alliance Intern. Reinsurance Co Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 2053
Alliance Intern. Reinsurance Co. Ltd v. Σαββίδη κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 635
[2] Στην υπόθεση αυτή, υιοθετήθηκε, ως πλέον πρόσφορος, για τον όρο "waiver", ο όρος «παραίτηση», αντί του όρου «απεμπόληση».