ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D442
(2016) 1 ΑΑΔ 2222
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αίτηση Αρ. 101/2016)
22 Σεπτεμβρίου 2016
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡ. 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 20 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 8 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ Ν. 97/70
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 5.9.2016 ΓΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΉ Ή/ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ARTUR GARIBYAN ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
----------------
κ. Γ. Πολυχρόνης, για τον αιτητή.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητείται άδεια για καταχώριση αίτησης certiorari προς ακύρωση εντάλματος σύλληψης του αιτητή, το οποίο εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δυνάμει του άρθρου 8(1)(α) και (2) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 97/1970 (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως «ο Νόμος»), με σκοπό τη σύλληψη του αιτητή, ρωσικής και ουκρανικής υπηκοότητας, στα πλαίσια διαδικασίας για έκδοσή του στη Ρωσική Ομοσπονδία προς έκτιση ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε από ρωσικό δικαστήριο.
Τα γεγονότα που έδωσαν έρεισμα στην παρούσα αίτηση έχουν συνοπτικά ως ακολούθως:
Το υπό εξέταση δεν είναι το πρώτο ένταλμα που εκδόθηκε με σκοπό τη σύλληψη του αιτητή ως εκζητουμένου προσώπου. Είχε προηγηθεί ένταλμα σύλληψης ημερομηνίας 23.7.2016, εκδοθέν από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην ακύρωση του οποίου, ως παράτυπο και προϊόν σύγχυσης ως προς το νόμο, συναίνεσε στις 30.8.2016 η Δημοκρατία στα πλαίσια αίτησης certiorari (αίτηση αρ. 92/2016, ημερομ. 17.8.2016, ECLI:CY:AD:2016:D405 για άδεια και αίτηση 93/2016 ημερομ. 22.8.2016 για ακύρωση), επειδή στο ένταλμα γινόταν εκ παραδρομής αναφορά στον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004, Ν. 133(Ι)/2004, ενώ ένα από τα δύο εμπλεκόμενα κράτη, δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά αφορούσαν την αίτηση έκδοσης υπ΄αρ. 4/2016, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η οποία ήταν ορισμένη για τις 6.9.2016. Όμως, από την ίδια ημέρα, στις 30.8.2016, απεστάλη επιστολή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα προς τον Πρωτοκολλητή Ε.Δ. Λάρνακας με ενημέρωση ότι το ένταλμα σύλληψης ημερ. 23.7.2016, που προσδιορίζεται ως «η βάση της παρούσας αίτησης», ήτοι της 4/2016, ακυρώθηκε και ειδοποίηση όπως η αίτηση εκείνη αποσυρθεί.
Την ίδια, επίσης, ημέρα που ακυρώθηκε το πρώτο ένταλμα, στις 30.8.2016, εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δεύτερο ένταλμα σύλληψης του αιτητή, με αναφορά πλέον στο Νόμο. Σημειώνεται ότι παρόμοιο αίτημα είχε απορριφθεί στις 17.8.2016 από το Ε.Δ. Λάρνακας λόγω διατάγματος αναστολής της αίτησης 4/2016, που είχε εκδοθεί στην προαναφερθείσα αίτηση υπ΄αρ. 92/2016, μέχρι την εκδίκαση της αίτησης που ακολούθησε, ήτοι της 93/2016. Ο αιτητής επανασυνελήφθη και παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για έναρξη νέας διαδικασίας εναντίον του (Αίτηση υπ΄αριθμόν 16/2016). Τότε προέκυψε νέο πρόβλημα, εφόσον τέθηκε ζήτημα κατά τόπον δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι η εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης για έναρξη της διαδικασίας αναφερόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Προς τούτο ο αιτητής καταχώρισε νέα αίτηση για να του δοθεί άδεια προς καταχώριση αίτησης certiorari, την υπ΄αριθμόν 98/2016, ημερομηνίας 1.9.2016, η οποία, όμως, απεσύρθη, εφόσον στις 5.9.2016 η Δημοκρατία απέσυρε την αίτηση υπ΄αριθμόν 16/2016 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Ακολούθησε, την ίδια ημέρα, στις 5.9.2016, το επίδικο τώρα, τρίτο, ένταλμα. Αυτό εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας προς έναρξη διαδικασίας έκδοσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, κατόπιν της προνοούμενης εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης προς το Ε.Δ. Λευκωσίας.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τούτο εκδόθηκε κατόπιν απόκρυψης από το Δικαστήριο του γεγονότος ότι η αίτηση υπ΄αριθμόν 4/2016 δεν είχε μέχρι τότε αποσυρθεί. Συναφώς, υπήρχε και πολλαπλότητα διαδικασιών και συνεπακόλουθη κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Περαιτέρω, το επίδικο ένταλμα είναι ο «απαγορευμένος καρπός» μιας παράνομης διαδικασίας, εφόσον προηγήθηκε η παράνομη και αντίθετη με το Άρθρο 11 του Συντάγματος σύλληψη και κράτησή του για πολλές ημέρες, η οποία προκύπτει ως παράνομη από την ακύρωση του αρχικού προσωρινού εντάλματος σύλληψης. Τέλος, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε το επίδικο ένταλμα με έκδηλη πλάνη νόμου, εφόσον η αίτηση για την έκδοσή του έλαβε χώρα η ώρα 12:15 και η έκδοση του εντάλματος έλαβε χώρα η ώρα 12:18. Είναι αδύνατο, εισηγείται ο αιτητής, η αίτηση και τα ογκώδη παραρτήματα που τη συνόδευαν να μπορούσαν να διαβαστούν και να εκδοθεί το ένταλμα σε πέντε λεπτά. Προκύπτει ότι η έκδοση του εντάλματος έγινε μηχανικά και όχι δικαστικά, κατόπιν αξιολόγησης των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων.
Ως προς την κατ΄ισχυρισμόν απόκρυψη/μη αποκάλυψη γεγονότων, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε στις αρχές που διέπουν το ζήτημα της μη αποκάλυψης ουσιώδους μαρτυρίας όταν ζητείται μονομερώς ενδιάμεσο διάταγμα και συσχέτισε την περίπτωση με την υποχρέωση που θέτει το δίκαιο σε εκείνα τα πλαίσια ώστε ο αιτητής να προσέρχεται στο Δικαστήριο «με καθαρά χέρια». Παρέπεμψε, συναφώς, στα λεχθέντα υπό του Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Αίτηση Ουλιάνα Ζερβού (2009) 1 ΑΑΔ 1316, στην οποία, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ακυρώθηκε ένταλμα σύλληψης επειδή δεν είχαν αναφερθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεδομένα που σαφώς ήταν «ευθέως σχετικά προς την αναγκαιότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης» με αποτέλεσμα να είχε μολυνθεί η κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως προς την, δικαιοδοτικής φύσης, προϋπόθεση για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης. Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε στις υποθέσεις Αίτηση Κ. C. Saveriades & Co κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 1401 και Αίτηση Άγη Σαβεριάδη (2011) 1 ΑΑΔ 43. Παρέπεμψε, επίσης, στην αρχή ότι ο δόλος αποτελεί ένα από τους λόγους για τους οποίους χωρεί ακύρωση απόφασης κατωτέρου δικαστηρίου και στις προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής αυτής με αναφορά στα όσα αναφέρονται στη σελ. 133 του συγγράμματος Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμη.
Τα όσα παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή, δεν υποστηρίζουν την εισήγησή του ότι σε περίπτωση αιτημάτων για ένταλμα σύλληψης χωρεί η ίδια προσέγγιση ως εάν να επρόκειτο για περίπτωση έκδοσης διατάγματος όπου βρίσκουν εφαρμογή οι αρχές της επιείκειας. Η έννοια των αποφάσεων στις οποίες αναφέρθηκε είναι ότι, εάν διαπιστωθεί παράλειψη αναφοράς στοιχείων τα οποία είναι ευθέως σχετικά με την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, τότε τίθεται ζήτημα επηρεασμού της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς διαδικαστική προϋπόθεση για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.
Εν προκειμένω, όμως, το εάν δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο Λευκωσίας στις 5.9.2016 ότι εκκρεμούσε η αίτηση φυγοδίκου 4/2016 Ε.Δ. Λάρνακας και ότι παρέμεινε ορισμένη για τις 6.9.2016, δεν έχει τη σημασία που αποδίδει τώρα ο αιτητής. Δεν είναι μόνο η εκ συμφώνου ακύρωση του πρώτου εντάλματος ήδη από τις 30.8.2016 αλλά και όσα ακολούθησαν και ιδιαίτερα το γεγονός ότι, ναι μεν η αίτηση 4/2016 απορρίφθηκε στην επομένη της έκδοσης του επιδίκου εντάλματος, πλην όμως ήδη στις 30.8.2016 είχε σταλεί η εν λόγω επιστολή καθιστώντας φανερή την πρόθεση για εγκατάλειψη της αίτησης εκείνης.
Καθόλου δεν υπάρχουν περιστάσεις που να στοιχειοθετούν δόλο ή ψευδορκία ή μη αποκάλυψη δεδομένων που τελούσαν σε άμεση σχέση με την αναγκαιότητα της έκδοσης του εντάλματος ή έστω και δεδομένων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ουσιώδη υπό την ευρύτερη ως άνω έννοια.
Η διαπίστωση δε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόθεση παράλληλης συνέχισης δύο διαδικασιών, απαντά και στη θέση του αιτητή περί πολλαπλών διαδικασιών και κατάχρησης της διαδικασίας. Δεν επρόκειτο για επιδίωξη ομοίων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ενδίκων μέσων, όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Αναφορικά με την αίτηση του Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή. Εκεί επρόκειτο για παράλληλη προώθηση δύο διαδικασιών που είχαν ως παράλληλο στόχο την έκδοση του αιτητή, οπότε το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε πως η σύννομη ύπαρξη της δεύτερης διαδικασίας θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί με την εγκατάλειψη της πρώτης. Διαφορετικά, επρόκειτο για κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.
Εν προκειμένω, το πρώτο ένταλμα είχε ακυρωθεί και η αίτηση 4/2016 δεν παρέμενε εν ζωή με στόχο να επιτευχθεί οποιοσδήποτε σκοπός αναφορικά με την έκδοση του αιτητή, αλλά με δεδηλωμένη επισήμως πρόθεση να αποσυρθεί. Ήταν φανερό ότι δεν επρόκειτο για παράλληλες διαδικασίες υπό την έννοια της υπόθεσης Περρέλλα, αλλά, αφενός, για μια προηγηθείσα διαδικασία που αποσύρθηκε λόγω τεχνικού σφάλματος και αφετέρου, για μια νέα διαδικασία, με βάση το ορθό νομοθετικό πλαίσιο. Άλλωστε, ακόμα και αν θα μπορούσε να λεχθεί, που δεν μπορεί, ότι η συνύπαρξη των δύο διαδικασιών μέχρι την απόσυρση της αίτησης 4/2016 συνιστούσε κατάχρηση, η απόσυρση της θα στοιχειοθετούσε θεμιτή επιλογή συνέχισης της μεταγενέστερης διαδικασίας. Η ευχέρεια για επιλογή σε τέτοιες περιπτώσεις έχει αναγνωριστεί νομολογιακά ως προσφερόμενη λύση, τόσο στην Περρέλλα, όσο και στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της Beogradska D.D. (1996) 1 AAΔ 911.
Το κατά πόσον ο αιτητής παρέμεινε υπό κράτηση κατά τρόπο παράνομο δυνάμει του αρχικού εντάλματος, δεν συσχετίζεται, υπό τις περιστάσεις, με τις δικαιοδοτικές προϋποθέσεις για έκδοση του μεταγενέστερου εντάλματος, όπως καθορίζονται από το Νόμο. Εφόσον δεν διαπιστώνεται καταχρηστική συμπεριφορά, εάν υπήρξε παράνομη κράτηση είναι ζήτημα που θα μπορούσε να εξεταστεί σε τυχόν σχετική αξίωση, χωρίς να αποτελεί κώλυμα για την εφαρμογή του περί Φυγοδίκων Νόμου εάν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις.
Τέλος, θεωρώ ότι στερείται βάσης και μάλιστα υπό το μανδύα της έκδηλης πλάνης περί το νόμο η εισήγηση ότι το Δικαστήριο δεν ενήργησε δικαστικά ως εκ της ώρας που αναγράφεται στην αίτηση αφενός και στο ένταλμα αφετέρου. Κατ΄αρχάς, στην αίτηση δεν καταγράφεται ότι η αίτηση «έλαβε χώρα», όπως αναφέρεται στην υπό εκδίκαση αίτηση, η ώρα 12:15, αλλά ότι κατ΄εκείνο το χρόνο είχε ληφθεί από τον Δικαστή η ένορκη δήλωση του ομνύσαντος αστυνομικού οργάνου. Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται, άνευ ετέρου, ότι ο χρόνος παρουσίασης της αίτησης ταυτίζεται με το χρόνο που ο αστυνομικός προέβη στην ένορκη δήλωση. Άλλωστε, δεν αναμένεται από το Δικαστή να μελετά τις «τόσες πολλές σελίδες», ως ετέθη, αλλά καθήκον του είναι μέσα από το όλο μαρτυρικό υλικό να διακρίνει και να επικεντρώνεται στα ουσιώδη, ήτοι τα ευθέως σχετικά με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την έκδοση εντάλματος σύλληψης φυγοδίκου. Εν πάση περιπτώσει, δεν στοιχειοθετείται «έκδηλη πλάνη νόμου», ως η σχετική εισήγηση.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η αίτηση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π