ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D396
(2016) 1 ΑΑΔ 1932
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 65/2016)
3 Αυγούστου, 2016
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 5, 9,
11 & 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64)
ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΟΜΟΥ
ΤΟΥ 1960 (Ν. 14/60)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ
(1) ΤΑΣΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, (2) ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ, (3) ΧΑΡΑΣ ΚΙΤΤΟΥ, (4) ΟΡΕΣΤΗ
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, (5) ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
(6) ΡΑΦΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, (7) ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
ΚΑΙ (8) ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ, ΑΠΟ
ΤΟ ΠΑΛΑΙΧΩΡΙ ΟΡΕΙΝΗΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 17.6.2016 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 5811/2015
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ,
2. ΙΟΡΔΑΝΗ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ,
Εναγόντων
ΚΑΙ
1. ΤΑΣΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ,
3. ΧΑΡΑΣ ΚΙΤΤΟΥ,
4. ΟΡΕΣΤΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
5. ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
6. ΡΑΦΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
7. ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
8. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ,
Εναγομένων
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ:
1. ΤΑΣΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ,
3. ΧΑΡΑΣ ΚΙΤΤΟΥ,
4. ΟΡΕΣΤΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
5. ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
6. ΡΑΦΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
7. ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
8. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ,
Αιτητών (Εναγομένων-Καθ' ων η Αίτηση)
ΚΑΙ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
(ΟΣΕΛ) ΛΤΔ,
Καθ' ων η Αίτηση (Εναγόντων 1-Αιτητών)
________________________
Κύπρος Χρυσοστομίδης, μαζί με τη
Δέσποινα - Μαρία Γεωργιάδου (κα), για τους Αιτητές.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα διαδικασία αφορά αίτημα, σε μονομερή αίτηση, για παραχώρηση άδειας, προς επιδίωξη έκδοσης εντάλματος certiorari. Σκοπός του θα είναι η ακύρωση συγκεκριμένου προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε στις 17.6.2016, στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 5811/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και στρέφεται κατά των αιτητών.
Η πιο πάνω αίτηση στηρίζεται στην αποκλειστική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, περιλαμβανομένου και εντάλματος certiorari, δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος. Ομιλώντας, ειδικά, για το ένταλμα certiorari, η έκδοσή του αποσκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας και μόνο αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων, επί των οποίων επιδρά ακυρωτικά. Η επιδίωξή του καθίσταται δυνατή κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, η οποία παραχωρείται, εφόσον αυτό ικανοποιηθεί ότι υπάρχει προς τούτο συζητήσιμη υπόθεση, στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του, (βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250). Ωστόσο, ακόμα και τότε, το εν λόγω ένταλμα δεν εκδίδεται, εάν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο στο οποίο ο αιτητής μπορεί να καταφύγει προς επιδίωξη του προαναφερθέντος σκοπού, (βλ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469). Ο πιο πάνω κανόνας, όμως, δεν εφαρμόζεται, αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, από τις οποίες διαφαίνεται ότι το εναλλακτικό ένδικο μέσο δεν είναι αποτελεσματικό και βολικό όσο το ένταλμα certiorari, ώστε να δικαιολογείται η παράκαμψή του, (βλ. R v Chief Constable of the Merseyside [1986] 1 All ER 257). Βέβαια, σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στον αιτητή να ικανοποιήσει το δικαστήριο ως προς τα ανωτέρω.
Το προαναφερθέν προσωρινό διάταγμα εκδόθηκε στο πλαίσιο ακρόασης μονομερούς αίτησης, η οποία, ακολούθως, με οδηγίες του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, διεξήχθη inter partes. Να σημειωθεί πως, όταν η εν λόγω αίτηση καταχωρίστηκε, αρχικά, είχε εγκριθεί μόνο ως προς ένα μέρος της, αυτό που αφορούσε το αιτητικό Α. Ως προς τα υπόλοιπα αιτητικά, καθώς και για το διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, διεξήχθη η ακρόαση που αναφέρθηκε προηγουμένως. ΄Ετσι, λήφθηκαν υπόψη και οι θέσεις στη γραπτή ένσταση των καθ' ων η αίτηση, εδώ αιτητών, που είχε, στο μεταξύ, καταχωριστεί. Το προς ακύρωση προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα προέρχεται από το αιτητικό Β της πιο πάνω μονομερούς αίτησης, η οποία, να σημειωθεί, καταχωρίστηκε στις 24.11.2015, συγχρόνως με την καταχώριση της προαναφερθείσας αγωγής.
Η παρούσα αίτηση για άδεια υποστηρίζεται από το περιεχόμενο λεπτομερούς έκθεσης και από ένορκη δήλωση του κ. Τάσου Μιχαηλίδη, αιτητή αρ. 1. Οι αιτητές, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του πρώτου εγγράφου, ανωτέρω, θα επιδιώξουν τον έλεγχο της νομιμότητας του υπό αναφορά προσωρινού διατάγματος επί συγκεκριμένων λόγων και όχι, αποκλειστικά, στη βάση του περιεχομένου και των όρων του, αλλά με αναφορά και σε ένα άλλο προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα. Το τελευταίο αυτό διάταγμα είχε εκδοθεί μονομερώς στις 3.11.2015, στην αγωγή αρ. 5391/2015, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία είναι, σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, όπως και η προαναφερθείσα αγωγή αρ. 5811/2015. Είναι δε, μάλλον, περιορισμένο, ως προς το πεδίο εφαρμογής του, σε σύγκριση με το υπό αναφορά. Ουσιαστικά, το διάταγμα εκείνο απαγορεύει, μεταξύ άλλων, και στους πλείστους από τους εδώ αιτητές, εναγομένους στην εν λόγω αγωγή, να επεμβαίνουν στο σταθμό λεωφορείων που βρίσκεται στο χωριό Αρεδιού, της Επαρχίας Λευκωσίας[1].
Το υπό αναφορά προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 17.6.2016 υποστηρίζεται από την αιτιολογημένη απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου και προβλέπει τα ακόλουθα:-
«ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στους Εναγόμενους ή/και υπαλλήλους ή/και αντιπροσώπους ή/και υπηρέτες τους ή/και σε οποιαδήποτε πρόσωπα εκ μέρους ή/και για λογαριασμό τους, από το να επεμβαίνουν και/ή παρεμβαίνουν και/ή να εισέρχονται και/ή εμποδίζουν και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο να εμποδίζουν τους Ενάγοντες 1 και/ή τους υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους και/ή από οποιονδήποτε πρόσωπο εκ μέρους και για λογαριασμό των Εναγόντων 1 στη διαχείριση και/ή εκμετάλλευση και/ή απόλαυση των ακινήτων και/ή υποστατικών και/ή σταθμών λεωφορείων τα οποία ανήκουν και/ή κατέχονται από τους Ενάγοντες 1 και τα οποία αναφέρονται στο Παράρτημα Α του παρόντος διατάγματος μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής.»
Στο Παράρτημα Α, που αναφέρεται στο διάταγμα, καταγράφονται διάφοροι χώροι, περιλαμβανομένου και του σταθμού Αρεδιού, στους οποίους στεγάζονται γραφεία, ή λειτουργούν σταθμοί λεωφορείων του Οργανισμού Συγκοινωνιών Επαρχίας Λευκωσίας (Ο.Σ.Ε.Λ.) Λτδ. Πλείστοι δε των αιτητών φέρεται να ήταν μέλη και εργοδοτούμενοι του εν λόγω Οργανισμού μέχρι κάποιου χρόνου πριν από την καταχώριση των προαναφερθεισών δύο αγωγών. Από κάποιο χρονικό σημείο, όμως, και μετά, οι αιτητές έπαυσαν να έχουν οποιαδήποτε σχέση με τον πιο πάνω Οργανισμό, ο οποίος, προκειμένου να τους εμποδίσει να επεμβαίνουν, όπως φέρεται να έπρατταν, στη διεξαγωγή των εργασιών του, κίνησε εναντίον τους τις εν λόγω αγωγές. Είναι στο πλαίσιο αυτό που εκδόθηκαν τα δύο προαναφερθέντα διατάγματα.
Η διαφορά, ανωτέρω, των διαδίκων βρίσκεται στο στάδιο κατά το οποίο η πλευρά των εναγομένων στην αγωγή αρ. 5811/2015 επιδιώκει, μέσω της υπό εξέταση αίτησης, την προώθηση διαδικασίας για τον έλεγχο της νομιμότητας του διατάγματος το οποίο εκδόθηκε στις 17.6.2016. Συναφώς, να σημειωθεί πως το διάταγμα το οποίο αφορούσε μόνο το σταθμό Αρεδιού και εκδόθηκε μονομερώς στις 3.11.2015, οριστικοποιήθηκε στις 29.6.2016, μετά από ακρόαση, που διεξήχθη στην παρουσία και των δύο πλευρών.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, στην αγόρευσή του, την οποία παρέδωσε στο Δικαστήριο, υπό τη μορφή γραπτών σημείων, αναπτύσσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η αιτούμενη άδεια πρέπει να δοθεί∙ αυτοί θα αναφερθούν στη συνέχεια. Επιπρόσθετα, αναγνωρίζει ευθαρσώς ότι: «Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει, πράγματι, εναλλακτικό ένδικο μέσο», με το οποίο θα μπορούσε να είχε προσβληθεί το υπό αναφορά διάταγμα∙ προφανώς, εννοεί το ένδικο μέσο της έφεσης. Είναι το μέσο το οποίο, αναμφίβολα, προσφέρεται σε κάθε περίπτωση που διάδικος επιθυμεί να προσβάλει, για οποιοδήποτε νομικό λόγο θεωρεί ορθό, την εγκυρότητα ή την ορθότητα διατάγματος, όπως το υπό αναφορά, το οποίο, μάλιστα, παρέχει ευρύτερες εξουσίες στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως Εφετείο, όσον αφορά τις θεραπείες που αυτό δικαιούται να αποδώσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, όπως ο συνήγορος, περαιτέρω, εξηγεί, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες δικαιολογούν την προσφυγή στο προνομιακό ένταλμα certiorari.
Προηγείται, όμως, η εξέταση του ζητήματος κατά πόσο, στην παρούσα διαδικασία, έχει καταδειχθεί η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης. ΄Οπως είναι δυνατό να διαπιστωθεί από την έκθεση, ο κυριότερος λόγος τον οποίο προβάλλουν οι αιτητές για την ακύρωση του υπό αναφορά διατάγματος είναι η υπέρβαση από το κατώτερο Δικαστήριο της εξουσίας του, σε σχέση με την έκδοση του υπό αναφορά διατάγματος, στη βάση διαφόρων αιτιάσεων∙ τις προβάλλουν με αναφορά στα γεγονότα που παρατίθενται στο εν λόγω έγγραφο και αναφέρονται πιο πάνω. Συγκεκριμένα, εισηγούνται ότι το κατώτερο Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, εκδίδοντας, όπως θεωρούν, δύο όμοια μεταξύ τους διατάγματα σε σχέση με το σταθμό Αρεδιού. Στο πλαίσιο έκδοσης δε του διατάγματος της 17.6.2016, όπως εισηγούνται περαιτέρω, το Δικαστήριο παρέβη, επίσης, την εξουσία του, αποφασίζοντας, εκ προοιμίου, θέματα, τα οποία αυτοί προτίθεντο να εγείρουν κατά την αναθεώρηση του διατάγματος της 3.11.2015, που είχε εκδοθεί προηγουμένως στην αγωγή αρ. 5391/2015. Επιπρόσθετα, οι αιτητές θεωρούν ότι συνιστά υπέρβαση εξουσίας η έκδοση από το Δικαστήριο ενός τόσο δραστικού, ως προς τους όρους του, διατάγματος, όπως είναι το υπό αναφορά, δεδομένου, κατά την εισήγησή τους, ότι, με αυτό, παραβιάζεται το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, το οποίο διαφυλάσσεται από το ΄Αρθρο 13 του Συντάγματος, σε σχέση τόσο με τους ιδίους όσο και με τρίτα πρόσωπα που επιθυμούν να χρησιμοποιούν τους σταθμούς που καλύπτει το εν λόγω διάταγμα.
Οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι αιτητές, ως συνιστώσες παραβίαση από το κατώτερο Δικαστήριο της σχετικής εξουσίας του, επιβάλλουν, πρωτίστως, τη σύγκριση του περιεχομένου των δύο διαταγμάτων. Εξετάζοντας, λοιπόν, αρχικά, το υπό αναφορά διάταγμα, διαπιστώνεται πως ό,τι αυτό απαγορεύει είναι η παρέμβαση στη λειτουργία της συγκεκριμένης επιχείρησης του προαναφερθέντος Οργανισμού. Η απαγόρευση δε αυτή καλύπτει τους αιτητές και οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν προς όφελος ή/και για λογαριασμό τους. Δε διαπιστώνεται, όμως, το διάταγμα να επιβάλλει οποιαδήποτε απαγόρευση, σε οποιοδήποτε πρόσωπο, σε σχέση με τη χρήση των σταθμών και των μέσων διακίνησης που διαχειρίζεται ο εν λόγω Οργανισμός, ούτε να εμποδίζει και τους ίδιους τους αιτητές από του να χρησιμοποιούν, για τη διακίνησή τους, τα μέσα που διαθέτει και τους σταθμούς που λειτουργεί ο Οργανισμός.
΄Οσον αφορά το διάταγμα που εκδόθηκε στις 3.11.2015 στην αγωγή 5391/2015 και συνεχίζει, μετά και την οριστικοποίησή του στις 29.6.2016, να βρίσκεται σε ισχύ, αυτό, ουσιαστικά, απαγορεύει μόνο τη φυσική επέμβαση στο σταθμό Αρεδιού. Επομένως, είναι εντελώς διαφορετική η απαγόρευση που αυτό επιβάλλει και, οπωσδήποτε, πολύ περιορισμένη ως προς την εφαρμογή της, σε σύγκριση με ό,τι επιβάλλει το υπό αναφορά διάταγμα. Εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή του διατάγματος της 3.11.2015 και, τυχόν, θέματα που μπορεί να προκύψουν από αυτή θα εξεταστούν, αν και όταν υπάρξει ανάγκη, στο πλαίσιο αίτησης για παραβίασή του.
Επομένως, ως αποτέλεσμα της συζήτησης, ανωτέρω, δε διαπιστώνεται το κατώτερο Δικαστήριο να υπέπεσε σε νομικό σφάλμα όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας του να εκδώσει το υπό αναφορά διάταγμα και, ιδιαίτερα, της φύσης που προσδιόρισε ο ευπαίδευτος συνήγορος στην αγόρευσή του. Ειδικά, δε διαπιστώνεται να υπάρχει ταύτιση των εν λόγω δύο διαταγμάτων ή και παραβίαση από το υπό αναφορά διάταγμα του δικαιώματος μετακίνησης, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 13 του Συντάγματος. Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι η έκδοσή του επιτεύχθηκε κατόπιν ακροάσεως, κατά την οποία οι αιτητές είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν και να προωθήσουν οποιεσδήποτε ενστάσεις θεωρούσαν πρόσφορες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, ανεξάρτητα με την πορεία που θα ακολουθούσαν σε σχέση με το διάταγμα της 3.11.2015, η αναθεώρηση του οποίου εκκρεμούσε ακόμα τότε. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι δεν το έπραξαν αυτό.
Οι αιτητές, με ένα δεύτερο λόγο, τον οποίο προβάλλουν για ακύρωση του υπό αναφορά διατάγματος, ουσιαστικά, εισηγούνται ότι υπάρχει πασίδηλο νομικό σφάλμα στο πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου. Για σκοπούς δε της παρούσας αίτησης, παραπέμπουν στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε το υπό αναφορά διάταγμα. Συγκεκριμένα, εισηγούνται ότι αυτή περιείχε δηλώσεις προσώπου, ήτοι του ενόρκως δηλούντα, σε σχέση με γεγονότα τα οποία ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει, για το λόγο ότι αυτός δεν ήταν παρών στο επεισόδιο στο οποίο γίνεται αναφορά. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι η παρατεθείσα στην εν λόγω ένορκη δήλωση μαρτυρία ήταν ανεπαρκής και δε δικαιολογούσε το εκδοθέν διάταγμα να καλύπτει όλους τους χώρους που αναφέρονται σε αυτό και να εμποδίζει πρόσωπα που δε συμμετείχαν στο επεισόδιο που αποτέλεσε την αφορμή για την καταχώριση της σχετικής αγωγής.
Με τον πιο πάνω λόγο, κατ' ουσίαν, προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο που αυτό ενήργησε, εξετάζοντας, στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας, την προσκομισθείσα μαρτυρία και τις εκατέρωθεν θέσεις, και, ιδιαίτερα, την άσκηση από αυτό της διακριτικής του εξουσίας. Τέτοιος έλεγχος, όμως, δεν είναι επιτρεπτός στο πλαίσιο διαδικασίας έκδοσης εντάλματος certiorari και, γι' αυτό, ουδέποτε δίδεται άδεια προς επιδίωξή του. Στην περίπτωση, ειδικά, προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταστήσει σαφές πως, όταν αυτό που αμφισβητείται είναι η άσκηση από το εκδικάζον δικαστήριο της διακριτικής του εξουσίας, το μοναδικό ένδικο μέσο για την προσβολή της σχετικής απόφασης είναι η έφεση, (βλ. Jesse L. The κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2666). Στην προκειμένη περίπτωση, ούτως ή άλλως, δε διαπιστώνεται από το όλο πρακτικό, περιλαμβανομένης της απόφασης, σχετικά, του κατώτερου Δικαστηρίου, η ύπαρξη οποιουδήποτε νομικού σφάλματος ως προς το χειρισμό από αυτό της μαρτυρίας. Επομένως, ούτε και για το λόγο αυτό η αίτηση θα μπορούσε να επιτύχει.
Παρά ταύτα και επειδή, εδώ, η αίτηση εξετάζεται σε πρώτο βαθμό, κρίνεται ορθό όπως λεχθούν κάποια πράγματα σε σχέση με την εισήγηση ότι, στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Το πρώτο, λοιπόν, που παρατηρείται σε σχέση με την πτυχή αυτή, είναι ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις, τις οποίες οι αιτητές επικαλούνται, ουσιαστικά, συμπίπτουν με τους λόγους για τους οποίους, με την υπό εξέταση αίτηση, ζητείται άδεια. Η αναφορά είναι στην προβαλλόμενη ταύτιση του περιεχομένου των προαναφερθέντων δύο διαταγμάτων και στην παραβίαση του δικαιώματος του ΄Αρθρου 13 του Συντάγματος, για ανεξέλεγκτο αριθμό προσώπων, πέραν των αιτητών, παραβίαση η οποία θα υφίστατο για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν οι αιτητές κατέφευγαν στο ένδικο μέσο της έφεσης. Μόνο για το τελευταίο θα πρέπει να λεχθεί κάτι, αφού οι προηγούμενες περιστάσεις έχουν, ήδη, εξεταστεί στο πλαίσιο της εξέτασης της προηγούμενης πτυχής. Συγκεκριμένα, ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση πιθανής έφεσης δεν αποτελεί, χωρίς άλλο, καλή δικαιολογία γιατί ο ενδιαφερόμενος διάδικος να μη χρησιμοποιεί το μέσο αυτό, ενώ προηγούμενη πρακτική δεν προεξοφλεί ότι θα υπάρξει, πράγματι, καθυστέρηση και στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, και αν ακόμα διαπιστωνόταν η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης, δε διαπιστώνεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
Για τους λόγους ανωτέρω, δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης και, επομένως, η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] «ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ τους Εναγόμενους και/ή υπάλληλους και/ή αντιπροσώπους και/ή τα μέλη της οικογένειας τους και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους από το να εμποδίζουν και/ή διαταράσσουν και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο να επεμβαίνουν και/ή παρεμβαίνουν στον σταθμό λεωφορείων των Εναγόντων ο οποίος βρίσκεται στο χωριό Αρεδιού, στην Επαρχία Λευκωσίας μέχρι πλήρους εκδίκασης της παρούσας αγωγής και ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»