ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A274
(2016) 1 ΑΑΔ 1428
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 307/2010)
9 Ιουνίου 2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Δ/ΣΤΕΣ.]
Μεταξύ:
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση στις
συνεκδικασθείσες υποθ. 451/07, 17/08, 18/08 & 19/08)
ν.
1. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ (Υποθ. Αρ. 451/07)
2. ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΛΟΙΖΟΥ (Υποθ. Αρ. 17/08)
3. ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ (Υποθ. Αρ. 18/08)
4. ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (Υποθ. Αρ. 19/08)
Εφεσίβλητων /Αιτητών στις
συνεκδικασθείσες υποθ. 451/07, 17/08, 18/08 & 19/08)
-------------------------
Ι. Τυπογράφος, για Εφεσείοντες
Λ. Γεωργιάδου (κα), για την Εφεσίβλητη αρ. 1
Κ. Κοκκινόφτας, για την Εφεσίβλητη αρ. 2
Αρ. Γεωργίου, για τις Εφεσίβλητες αρ. 3+4
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α' για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού
--------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι τέσσερις εφεσίβλητοι έλαβαν στις 27.2.207 πανομοιότυπη επιστολή από τους εφεσείοντες με την οποία η εργοδότηση τους στην εφημερίδα Φιλελεύθερος τερματίσθηκε από 24.4.2007, λόγω μείωσης του όγκου εργασίας και της ύπαρξης προσωπικού πέραν του αναγκαίου στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού των διαδικασιών σελίδωσης της εφημερίδας. Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού για πληρωμή, πλην όμως η αίτηση ενός εκάστου απερρίφθη λόγω του ότι ο τερματισμός της εργοδότησης τους δεν οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού. Οι εφεσείοντες, ως η εργοδότρια εταιρεία, δεν είχαν προβεί σε ουσιώδη αναδιοργάνωση ή αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης ιδιαιτέρως στο τμήμα όπου οι εφεσίβλητοι εργάζονταν, με τα καθήκοντα τους να εξακολουθούσαν να υφίσταντο και μετά τον τερματισμό, οι δε εφεσείοντες είχαν προβεί σε πρόσληψη σελιδοποιών έχοντας απολύσει τους εφεσίβλητους που είχαν μακρά υπηρεσία και ήσαν υψηλόμισθοι.
Οι εφεσίβλητοι συνεπεία της απόρριψης της αίτησης για πληρωμή δυνάμει πλεονασμού κατεχώρισαν εναντίον των εφεσειόντων τέσσερις χωριστές αιτήσεις αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό. Οι αιτήσεις συνενώθησαν και συνεκδικάσθησαν λόγω παρόμοιων νομικών ζητημάτων και ίδιων πραγματικών γεγονότων. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν αντίθετα ότι ο τερματισμός ήταν καθόλα νόμιμος, οφειλόμενος σε πλεονασμό λόγω αναδιοργάνωσης ή εκσυγχρονισμού των υπηρεσιών της εταιρείας από άποψης δομής, φύσης εργασίας και μεθόδου διεκπεραίωσης αυτής.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε την εκατέρωθεν μαρτυρία έκρινε ότι η θέση των Αιτητών ήταν ορθή και ότι μέχρι την ημέρα της απόλυσης τους δεν είχαν ελαττωθεί ή μειωθεί τα καθήκοντα τους. Οι Αιτητές κρίθηκαν ως ειλικρινείς στη μαρτυρία τους, με πολλές γνώσεις αναφορικά με το αντικείμενο της εργασίας τους και η εκδοχή τους επιβεβαιώθηκε και από δύο άλλους μάρτυρες που επίσης κρίθηκαν αξιόπιστοι, η μαρτυρία των οποίων έδειχνε ότι το νέο πρόγραμμα που οι εφεσείοντες εισήγαγαν το λεγόμενο newsasset δεν λειτούργησε σε βαθμό που να είχε επηρεάσει ουσιωδώς τα καθήκοντα του σελιδοποιού, τομέας στον οποίο εργάζονταν όλοι οι εφεσίβλητοι.
Η μαρτυρία των εφεσειόντων, αντίθετα, κρίθηκε αόριστη χωρίς να είχε φθάσει στο επίπεδο εκείνο της απόδειξης ότι πράγματι με την εισαγωγή του newsasset η εργασία στη σελιδοποίηση της εφημερίδας μειώθηκε σε τέτοιο βαθμό που αναγκαστικά έπρεπε να απολυθούν ως πλεονάζον προσωπικό έξι έως επτά υπάλληλοι, όπως ήταν η θέση των μαρτύρων των εφεσειόντων, με τελική απόλυση μόνο των τεσσάρων εφεσιβλήτων χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση για το λόγο της δικής τους επιλογής. Η μαρτυρία έδειξε ότι το newsasset δεν είχε λειτουργήσει σε βαθμό που ήταν αναγκαία η απόλυση, είχαν δε γίνει μετά την απόλυση των εφεσιβλήτων και άλλες προσλήψεις σελιδωτών ή ατόμων που βοηθούσαν στο τμήμα σελίδωσης της εφημερίδας. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι μετά τον τερματισμό της εργοδότησης οι εφεσείοντες κατέγραψαν σε πρακτικό που έγινε μεταξύ αυτών και των συντεχνιών των εργοδοτουμένων στις 27.4.2007, ότι πράγματι αναγνωριζόταν από πλευράς της εταιρείας ότι υπήρχε πρόβλημα «.πίεσης εργασίας στο τμήμα σελίδωσης της εφημερίδας.» δεσμεύονταν δε να το εξετάσουν και να το επιλύσουν μέχρι τις 4.5.2007.
Το Δικαστήριο κατέγραψε τη βασική νομική θέση που προνοείται από τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο αρ. 24/67, ότι ο τερματισμός εργοδότησης για άτομα που έχουν απασχοληθεί συνεχώς τουλάχιστον για 26 εβδομάδες τεκμαίρεται παράνομος, εκτός και αν εμπίπτει εντός των εξαιρέσεων που προβλέπεται από το άρθρο 5 αυτού. Η επίκληση από τον εργοδότη ότι η απόλυση κατέστη αναγκαία λόγω πλεονασμού ως ένας από τους λόγους που καλύπτει το άρθρο 5, μεταθέτει το βάρος απόδειξης στους ώμους του ότι δηλαδή ο τερματισμός της απασχόλησης επεσυνέβη λόγω πλεονασμού. Οι εφεσείοντες είχαν επικαλεσθεί στη δικογραφία τους ότι ο τερματισμός της απασχόλησης είχε γίνει λόγω εκσυγχρονισμού μηχανοποίησης ή άλλης αλλαγής στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης που ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων, λόγος που εμπίπτει στο άρθρο 18(γ)(i) του Νόμου. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην νομολογία επί του θέματος ότι το κριτήριο της ύπαρξης πλεονασμού κρίνεται αμιγώς αντικειμενικά, μη επαφιόμενο στη γνώμη της εργοδοτικής πλευράς ή οποιουδήποτε άλλου ατόμου, (United Hotels (Lordos) Ltd v. Ανδρούλλα Σταύρου κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515). Περαιτέρω ότι η απόλυση ήταν άμεσα συνδεόμενη με τον εκσυγχρονισμό, τη μηχανοποίηση ή την αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης κατά ουσιώδη τρόπο, με την εργασία των συγκεκριμένων εργοδοτουμένων που θεωρούνται πλεονάζοντες, ώστε οι απαιτήσεις της επιχείρησης να είναι πραγματικά μειωμένες στον τομέα εκείνο, (Hindle v. Percival Boats Ltd (1969) 1 All E.R. 836).
Στη συνέχεια το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη του τις πρόνοιες του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, καθόρισε τις αποζημιώσεις για κάθε ένα από τους εφεσίβλητους, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τις αιτήσεις εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού που θεωρήθηκε αναγκαίος διάδικος στη διαδικασία, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης για κάθε ένα από τους Εφεσίβλητους. Με δεδομένο ότι έφεση από απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών περιορίζεται σε νομικά και μόνο σημεία με βάση το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου αρ. 8/1967, η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων επικεντρώθηκε στη χρησιμοποίηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένων και νομικά αβάσιμων κριτηρίων για την κατάληξη στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε πλεονασμός. Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση της κρίσης του, στην έλλειψη ή μείωση των καθηκόντων των απολυθέντων, στα χρόνια υπηρεσίας τους και στο ύψος του μισθού τους, το κριτήριο δυνάμει του άρθρου 18(γ)(i) του Νόμου είναι η «ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων» και όχι η έλλειψη ή μείωση των καθηκόντων τους. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων δεν ήταν ότι με την εισαγωγή του newsasset είχαν εκλείψει τα καθήκοντα των εργοδοτουμένων στο τμήμα σελίδωσης της εφημερίδας, αλλά ότι δεν χρειάζονταν όλα τα άτομα στο τμήμα εκείνο για την διεκπεραίωση των καθηκόντων όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά την εισαγωγή του συστήματος.
Η αποδοχή εκ μέρους του Δικαστηρίου της θέσης των εφεσιβλήτων ότι τα καθήκοντα τους δεν είχαν ελαττωθεί ή μειωθεί μέχρι την ημέρα της απόλυσης τους, εισήγαγε εξωγενές κριτήριο πέραν των προβλεπομένων από το Νόμο. Λανθασμένα δε και αντινομικά παρείσφρησε στη σκέψη του Δικαστηρίου η οποιαδήποτε επίπτωση από τη συλλογική σύμβαση, ενώ λανθασμένα επίσης έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι με τη μαρτυρία τους κατέδειξαν ότι το πρόγραμμα newsasset δεν λειτούργησε σε βαθμό που να επηρέαζε τα καθήκοντα τους. Τέλος, λανθασμένα το Δικαστήριο επιδίκασε στην Ελευθερία Αναστασιάδου, μία εκ των εφεσιβλήτων, αυξημένες αποζημιώσεις.
Οι εφεσίβλητοι αντέτειναν με τα δικά τους περιγράμματα και τις προφορικές τους αγορεύσεις, την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης σε όλα τα σημεία υποδεικνύοντας ότι η έφεση στην ουσία δεν εγείρει αμιγώς νομικά ζητήματα και είναι απορριπτέα και γι΄ αυτό το λόγο. Πρόσθετα, το Δικαστήριο ορθά ενέταξε την περίπτωση των εφεσιβλήτων στα νομικά κριτήρια που προβλέπονται από το Νόμο και ορθά θεώρησε ότι ο τερματισμός της εργοδότησης τους δεν ενέπιπτε στην έννοια του πλεονασμού.
Σύμφωνα με το άρθρο 12(11Α) του Ν.8/67, απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση μόνο στη βάση οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο. Η Νομολογία έχει αναφερθεί στο τι συνιστά νομικό σημείο και έχει αναγνωρίσει κατά πάγιο μάλιστα τρόπο ότι δεν είναι επιτρεπτή έφεση για ανατροπή γεγονότων και των επ΄ αυτών ευρημάτων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Στην Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν. Γεωργίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 980, έγινε αναφορά στην υπόθεση In Re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, όπου λέχθηκε ότι δεν μπορεί να υπάρχει λόγος έφεσης θεωρούμενου ότι είναι επί νομικού σημείου όταν στρέφεται κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης. Ούτε καλύπτεται η έννοια του νομικού σημείου όταν η αιτιολογία η οποία παρέχεται προς υποστήριξη των λόγων έφεσης απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες που οδήγησαν στον τερματισμό, (δέστε και Galatariotis Telecommunications Ltd v. Σωτήρη Βασιλείου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 318, Αντένα Λτδ ν. Κωνσταντίνου (2010) 1 Α.Α.Δ. 392 και Lounic Confenctionary Ltd v. Θεοδώρου, Πολ. Έφ. Αρ. 78/2010, ημερ. 21.10.2015).
Τα ίδια έχουν λεχθεί και στην Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1833 και στην Π. Κουντουρίδης Λτδ ν. Awadall κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 852. Η συνισταμένη των υποθέσεων αυτών έγκειται στο ότι το νομικό σημείο που δικαιολογεί την έφεση θα πρέπει να είναι αμιγές, απαλλαγμένο δηλαδή, από οποιαδήποτε αμφισβήτηση των πρωτογενών ευρημάτων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Το Νομικό Σημείο θα πρέπει να επιβάλλεται να επιλυθεί στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου ή των παραδεκτών γεγονότων που είχαν συμφωνηθεί κατά τη δίκη. Η έννοια του νομικού σημείου παραπέμπει συνεπώς σε ζήτημα λανθασμένης εφαρμογής των προνοιών του Νόμου ή λανθασμένη ερμηνεία των διατάξεων της Νομοθεσίας, πάντοτε όμως υπό το φως του δεδομένου των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τους λόγους που οδήγησαν στον τερματισμό ή τη λύση της εργοδοτικής σχέσης.
Το βασικό παράπονο των εφεσειόντων είναι η χρησιμοποίηση κριτηρίων έξω από τις πρόνοιες του Νόμου. Αν το Δικαστήριο, κατά την εισήγηση, χρησιμοποιούσε τα ορθά κριτήρια, δεν θα κατέληγε στη θέση ότι η απόλυση των εφεσιβλήτων δεν οφειλόταν σε πλεονασμό, ούτε θα κατέληγε στη θέση ότι οι εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης που είχαν. Για να καταδειχθεί όμως το αβάσιμο των επιχειρημάτων των εφεσειόντων ακολουθεί μέρος του σχετικού σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω θα πρέπει το Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον οι καθ΄ ων η αίτηση με την προσαχθείσα μαρτυρία, όπως συνοπτικά την εκθέσαμε πιο πάνω, κατάφερε να αποδείξει ότι η απόλυση των Αιτητών ήταν αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού ή της μηχανοποίησης ή αλλαγής στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης. Κατά πόσο δηλαδή με την εισαγωγή και εγκατάσταση ενός νέου προγράμματος μειώθηκαν οι ανάγκες της επιχείρησης κατά τον ουσιώδη χρόνο. Και κατά πόσον οι μειωμένες απαιτήσεις της επιχείρησης συνδέονται με το είδος των καθηκόντων των Αιτητών (Βλέπε υπόθεση Hindle v. Percival Boats Ltd (1969) 1 All E.R. 836).
Το τεκμήριο κατά πόσον υπήρξε πλεονασμός είναι αμιγώς αντικειμενικό και δεν επαφίεται στη γνώμη της εργοδοτικής πλευράς ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου (Βλέπε UNITED HOTELS (LORDOS) LTD ν. Ανδρούλλα Σταύρου κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 515).
Η αναδιοργάνωση μιας Εταιρείας για να συνιστά λόγο πλεονασμού θα πρέπει να είναι τέτοιου βαθμού και σοβαρότητας ώστε να επιφέρει τέτοιες αλλαγές που θα έχουν σαν συνέπεια τη μείωση του αριθμού των αναγκαίων υπαλλήλων.
Κανένας πλεονασμός δεν μπορεί να αποδειχθεί αντικειμενικά αν τα καθήκοντα των απολυθέντων λόγω πλεονασμού εργοδοτουμένων ανατίθενται σε άλλους εργοδοτούμενους ή αν τα καθήκοντα των απολυθέντων δεν εξέλιπαν και εκτελούνται από άλλους.
Οι μάρτυρες της Εταιρείας είχαν το βάρος να αποδείξουν ότι με την εισαγωγή του προγράμματος newsasset η εργασία στο τμήμα σελίδωσης της εφημερίδας ο «Φιλελεύθερος» μειώθηκε σε τέτοιο βαθμό που αναγκαστικά πλεόνασαν τουλάχιστον 6-7 υπαλλήλοι.
Μετά από διαβουλεύσεις όμως με τις Συντεχνίες προσπάθησαν να αφομοιώσουν κάποιους σε άλλες υπηρεσίες και έτσι κατέληξαν στον τερματισμό της απασχόλησης των τεσσάρων Αιτητών μόνο. Δεν μας ανάφεραν ποιοι ήσαν οι άλλοι 2-3 υπάλληλοι που αφομοιώθηκαν σε άλλες υπηρεσίες ούτε και σε ποιες υπηρεσίες. Αντίθετα αναφέρθηκε ότι σε περιπτώσεις που χρειάζονταν βοήθεια στη σελίδωση «επιστράτευαν» προσωπικό από άλλα τμήματα.»
Από το παρατεθέν ανωτέρω σκεπτικό καθίσταται πρόδηλο ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εφάρμοσε τα ορθά κριτήρια και τις πρόνοιες του Νόμου με ιδιαίτερη παραπομπή στα προνοούμενα από το άρθρο 18(γ)(i) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου αρ. 24/67, το οποίο προνοεί τα εξής:
«18. Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησης του ετερματίσθη-
(α) ............
(β) ............
(γ) ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργία επιχειρήσεως:
(i) εκσυγχρονισμού μηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων»
Στην επιστολή τερματισμού της εργοδοσίας των εφεσιβλήτων, όπως αναπαράγεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες πληροφόρησαν τους εφεσίβλητους τα εξής:
«.Τερματισμός της απασχόλησης σας.
Με την παρούσα καθώς και περαιτέρω ενημέρωσης σας θα θέλαμε να σας πληροφορήσουμε και γραπτώς ότι στα πλαίσια εκσυγχρονισμού της Εταιρείας αλλάζουν οι διαδικασίες σελίδωσης εφημερίδας με αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου εργασίας και την ύπαρξη προσωπικού περισσότερου από το απαιτούμενο.
Ως επακόλουθο, η απασχόληση σας τερματίζεται στις 24.4.2007. ...»
Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 6, περιστρέφονται γύρω από την ίδια θεματολογία περί του λανθασμένου κριτηρίου που εφάρμοσε το Δικαστήριο. Όμως με βάση την αδιαμφισβήτητη αξιολόγηση της μαρτυρίας εκατέρωθεν και τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, δεν είναι βάσιμο το επιχείρημα. Το απόσπασμα το οποίο παρατέθηκε προηγουμένως, δείχνει, χωρίς αμφιβολία, ότι το Δικαστήριο όχι μόνο είχε υπόψη του τις ορθές πρόνοιες του Νόμου, αλλά και τις εφάρμοσε στα δεδομένα που ήσαν ενώπιον του, όπως αυτά ανιχνεύθηκαν από το Δικαστήριο μέσα από τη αντιπαράθεση της μαρτυρίας και κατέληξαν να αποτελέσουν ευρήματα και γεγονότα. Το Δικαστήριο είχε συνεχώς υπόψη του ότι το ορθό κριτήριο είναι η ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων και αυτό το ανέφερε πέραν της μίας φοράς. Αυτό, σε συνδυασμό με την αναφορά του ότι εναπόκειτο στους εφεσείοντες να πείσουν ότι η εισαγωγή του newsasset επέφερε μείωση εργασίας που να ήταν πλέον αναγκαία η απόλυση αριθμού υπαλλήλων ως πλεονάζων προσωπικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ταυτόχρονα, ότι η αναφορά του πρωτοδίκου Δικαστηρίου σε άλλο στάδιο της απόφασης του ότι δεν είχαν μειωθεί τα καθήκοντα τους ως σελιδοποιών αφορούσε το πλαίσιο της ελάττωσης του αριθμού των «αναγκαιούντων εργοδοτουμένων» εν τη εννοία του εδαφίου (γ)(i) του άρθρου 18. Είναι λογικό ότι ο οποιοσδήποτε εκσυγχρονισμός, μηχανοποίηση ή άλλη αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης επιφέρει και διαφοροποίηση καθηκόντων ούτως ώστε να μην είναι αναγκαία η εργοδότηση του προηγούμενου αριθμού εργοδοτουμένων. Αυτή ακριβώς ήταν και η τοποθέτηση των ιδίων των εφεσειόντων στην επιστολή τερματισμού όπου έγινε λόγος για «μείωση του όγκου εργασίας». Ταυτόχρονα, όμως, και αντιφατικά στις 27.4.2007 δέχθηκαν στο τηρηθέν πρακτικό της συνάντησης τους με τις συντεχνίες ότι πράγματι υπήρχε πρόβλημα πίεσης εργασίας στο τμήμα σελίδωσης.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης εισάγουν στην ουσία και αμφισβήτηση της αξιολόγησης και των ευρημάτων του Δικαστηρίου, γεγονός που απαγορεύεται ρητά από τη σχετική πρόνοια του Νόμου περί έφεσης επί νομικού και μόνο σημείου. Όταν το Δικαστήριο αποδέχθηκε τις θέσεις των εφεσιβλήτων και των μαρτύρων τους ως προς τα καθήκοντα που εκτελούσαν, αλλά και ότι αυτά στην ουσία δεν διαφοροποιήθηκαν από την εισαγωγή του νέου συστήματος, η έφεση δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να υπεισέλθει στα ζητήματα αυτά.
Όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης που σχετίζεται με τη θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες της Συλλογικής Σύμβασης ότι σε περιπτώσεις πλεονασμού θα απολύεται ο τελευταίος προσληφθείς, το εύρημα αυτό δεν έχει σχέση με την ορθή εφαρμογή του κριτηρίου του άρθρου 18(γ)(i) του Νόμου, ούτε και το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του άλλα νομικά δεδομένα από αυτά που ισχύουν. Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο απλώς υπέδειξε ότι οι εφεσείοντες δεν ακολούθησαν ούτε τις πρόνοιες της Συλλογικής Σύμβασης για να δείξει ότι δεν επρόκειτο στην πραγματικότητα για πλεονασμό, αλλά για μια απόφαση των διοικούντων την εφημερίδα που παρέπεμπε σε λόγους άλλους από την εφαρμογή νέας τεχνολογίας.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την κατά την εισήγηση λανθασμένη απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει αυξημένες αποζημιώσεις στην εφεσίβλητη 1. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι το Δικαστήριο αντιφατικά απέρριψε αξίωση της εφεσίβλητης 1 για το ποσό των Λ.Κ.1.489,03, δεχόμενο την ίδια ώρα να επιδικάσει αυξημένες αποζημιώσεις σε αυτή στη βάση της ίδια μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1, η οποία δεν ήταν τεκμηριωμένη. Επομένως, τα συμπεράσματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως το προς ότι πληρούνταν τα κριτήρια του Νόμου ήταν αυθαίρετα. Αντίθετα, η εφεσίβλητη 1 θεωρεί ότι ορθά το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επιδίκασε αυξημένες αποζημιώσεις, ζήτημα που εναπόκειτο στην απόλυτο διακριτική του ευχέρεια στη βάση των κριτηρίων που θέτει η Νομοθεσία. Το γεγονός ότι δεν επιδικάστηκε το ποσό των Λ.Κ.1.489,03 λόγω έλλειψης συγκεκριμένης μαρτυρίας δεν επηρέαζε την κρίση του να επιδικάσει αυξημένες αποζημιώσεις.
Η εφεσίβλητη 1 στην αίτηση της ενώπιον του Δικαστηρίου αξίωσε πέραν του ποσού των Λ.Κ.1,489.03 και αυξημένες αποζημιώσεις στη βάση της θέσης ότι κατά τον τερματισμό της απασχόλησης της ήταν 47 ετών, άγαμη, χωρίς άλλα εισοδήματα, με εγγενή αδυναμία λόγω ηλικίας να ανεύρει άλλη ή παρόμοια εργασία με τον ίδιο μισθό με έκδηλη συνέπεια την απώλεια σταδιοδρομίας της. Το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρθηκε στα κριτήρια της νομοθεσίας και συγκεκριμένα στον Πρώτο Πίνακα του Νόμου που αφορά τον υπολογισμό της αποζημίωσης που επιδικάζεται σε εργοδοτούμενο. Δυνάμει της παραγρ. 2 του Πίνακα αυτού καμία αποζημίωση δεν θα είναι μικρότερη του ποσού που ο εργοδοτούμενος θα λάμβανε και θα εδικαιούτο λόγω πλεονασμού, ενώ κατά την παράγρ. 3, η αποζημίωση δεν θα υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση τα ημερομίσθια δύο ετών. Μέσα σε αυτό το εύρος αποζημίωσης, η παράγρ. 4 του Πίνακα δίδει απόλυτη διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να λάβει υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού που θα επιδικασθεί, τα ημερομίσθια και άλλες απολαβές, τη διάρκεια της εργοδοσίας, την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, τις πραγματικές συνθήκες τερματισμού των υπηρεσιών και την ηλικία του εργοδοτουμένου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι ο τελευταίος μισθός της εφεσίβλητης 1, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ήταν €595.31 εβδομαδιαίως. Κατέγραψε επίσης ότι λόγω της ηλικίας της δεν μπορούσε να βρει άλλη εργασία αμέσως, παρά τα προσόντα της, που περιελάμβαναν και επιτυχείς κυβερνητικές εξετάσεις. Σημείωσε επίσης ότι η εφεσίβλητη 1 είχε εργοδοτηθεί το 2007 με μισθό €750 που αυξήθηκε μεταγενέστερα κατά €1000. Στη βάση αυτών των δεδομένων το Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των €26.788,95 που αντιστοιχούσε σε 45 εβδομαδιαίους μισθούς ήταν εύλογο και δίκαιο ως αποζημίωση υπό τις περιστάσεις. Παρόλο που η απόφαση του Δικαστηρίου θα μπορούσε να ήταν ποιο αναλυτική στο ζήτημα, εντούτοις δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα αρχής εφόσον έλαβε υπόψη του τα κριτήρια που η Νομοθεσία προβλέπει και επιδίκασε ποσό που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη μισθοδοσίας.
Όσον αφορά το γεγονός ότι δεν επιδικάσθηκε το συγκεκριμένο ποσό των ΛΚ1489.03, η μη επιδίκαση του οφειλόταν στην έλλειψη συγκεκριμένης μαρτυρίας που να τεκμηριώνει το ποσό αυτό, το οποίο στη βάση της αίτησης της εφεσίβλητης 1, αποτελούσε τη διαφορά μεταξύ των πληρωθέντων ποσών από τους εφεσείοντες σε σχέση με πληρωμή αντί προειδοποίησης, πληρωμή ως αποζημίωση απολαβών δύο βδομάδων με βάση τη συλλογική σύμβαση, τις αναλογίες επιδόματος άδειας, 13ου και 14ου μισθού και ετήσια άδεια 14 συνολικά εργασίμων ημερών, και τα όσα η ίδια η εφεσίβλητη 1 θεωρούσε ως τα ορθά ποσά. Το εναπομείναν υπόλοιπο των Λ.Κ.1489.03, όπως έκρινε το Δικαστήριο δεν τεκμηριώθηκε με οποιαδήποτε μαρτυρία. Σαφώς η μη πληρωμή του συγκεκριμένου ποσού αποτελούσε θέμα έλλειψης μαρτυρίας, ενώ ο υπολογισμός των ούτω καλούμενων αυξημένων αποζημιώσεων ήταν στη βάση των γενικότερων κριτηρίων που θέτει ο πρώτος Πίνακας του Νόμου, με το Δικαστήριο να διατηρεί απόλυτη διακριτική ευχέρεια στο ζήτημα. Επομένως, ουδεμία αντινομία διαπιστώνεται στο ζήτημα.
Τέλος, το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού υποστήριξε με το δικό του περίγραμμα τη θέση ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έκρινε στη βάση της προσαχθείσας ενώπιον του μαρτυρίας και η έφεση, μη δυνάμενη να αμφισβητήσει την αξιολόγηση και τα ευρήματα, δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Το Ταμείο προστέθηκε ως αναγκαίος διάδικος λόγω του ισχυρισμού των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι είχαν απολυθεί λόγω πλεονασμού. Στη βάση της ανάλυσης που έχει προηγηθεί, σαφώς η θέση του Ταμείου είναι ορθή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμία διαταγή εξόδων ως προς το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.
Δ.
Δ.
Δ.
/γκ