ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά. Δημήτρης Κούτρας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-06-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΜΑΡΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 227/2010, 17/6/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:A294

(2016) 1 ΑΑΔ 1519

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 227/2010)

 

17 Ιουνίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

        Εφεσείων,

ν.

 

ΜΑΡΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσίβλητης.

________________________

 

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Δημήτρης Κούτρας, για την Εφεσίβλητη.

________________________

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Οι διάδικοι στην αγωγή αρ. 10906/2004 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, μετά τη συμπλήρωση της δικογραφίας και την υποβολή, στις 27.6.2008, σχετικής αίτησης από την ενάγουσα, εφεσίβλητη στην παρούσα έφεση, συμφώνησαν να παραπέμψουν τη διαφορά τους σε διαιτησία.  Με καταγραμμένη τη συμφωνία τους σε έγγραφο ημερομηνίας 4.7.2008, εκδόθηκε, στις 19.12.2008, εκ συμφώνου, διάταγμα, με το οποίο δρομολογήθηκε η υλοποίησή της.

 

Με δεδομένο ότι η όλη διαδικασία της αίτησης, ανωτέρω, είχε εξελιχτεί συναινετικά, το εν λόγω διάταγμα παραπομπής εκδόθηκε δυνάμει των σχετικών άρθρων του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), που αποτελούσαν και το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες της Δ.49 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ως προς κάποια επιμέρους θέματα, για τα οποία προνοεί η Διαταγή αυτή.  Για τα θέματα αυτά, οι διάδικοι προέβλεψαν σε ξεχωριστή συμφωνία που είχαν συνάψει το Δεκέμβριο του 2008, οπωσδήποτε πριν από την έκδοση του διατάγματος παραπομπής∙ η συμφωνία αυτή είναι άνευ ημερομηνίας.  Συνακόλουθα, με βάση τα προβλεφθέντα στο διάταγμα και στις προαναφερθείσες συμφωνίες, διορίστηκε, ως «ειδικός διαιτητής», το μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ. κ. Κωνσταντίνος Νικολαΐδης.

 

Ο κ. Νικολαΐδης είναι μηχανολόγος - μηχανικός, με γνώση και πείρα στη μηχανολογία και του ανατέθηκε να εκδικάσει «τεχνικής φύσεως» διαφορά των διαδίκων, η οποία, παρεμπιπτόντως, σε χρήμα, τότε, ανερχόταν σε ΛΚ3.015,00.  Συγκεκριμένα, η εν λόγω διαφορά αφορούσε την εγκατάσταση, από τον εφεσείοντα, περί τα μέσα του 2001, στην οικία της εφεσίβλητης, συστήματος θέρμανσης.  ΄Οπως προκύπτει δε από τη δικογραφία, η εφεσίβλητη παραπονείτο ότι η εγκατάσταση του εν λόγω συστήματος από τον πρώτο ήταν ελαττωματική, κατά παράβαση της σχετικής, μεταξύ τους, συμφωνίας, με αποτέλεσμα αυτή να υποστεί ζημιά, για την οποία επιδίωκε να αποζημιωθεί μέσω της προαναφερθείσας αγωγής.  Τέλος, συμφωνήθηκε, επίσης, ότι η απόφαση του διαιτητή θα ήταν δεσμευτική για αμφοτέρους τους διαδίκους. 

 

Ο κ. Νικολαΐδης, κατόπιν εκδίκασης της υπόθεσης, κατέθεσε, στις 12.11.2009, ως είχε καθήκον να πράξει, τη διαιτητική απόφασή του, στο οικείο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Την επομένη, 13.11.2009, η Δικαστής, ενώπιον της οποίας ήταν ορισμένη η αγωγή, ανακοίνωσε το αποτέλεσμα της εν λόγω διαιτητικής απόφασης στους διαδίκους και τους έδωσε αντίγραφο.  Η αυτεπάγγελτη πράξη της Δικαστού, ανωτέρω, συνιστούσε καταχώριση της διαιτητικής απόφασης ως απόφασης του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 37(2) του Ν. 14/1960.  Ο εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από αυτήν, ισχυριζόμενος ότι, κατά τη διαδικασία που ο διαιτητής ακολούθησε, δεν είχαν τηρηθεί οι όροι της συμφωνίας για παραπομπή.  Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι ο διαιτητής δεν του έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσει κάποια έγγραφη μαρτυρία, που είχε στην κατοχή του, και, επίσης, δεν έλαβε υπόψη του άλλη μαρτυρία, η οποία αφορούσε έκθεση κάποιου εμπειρογνώμονα.  Για τους λόγους αυτούς, στις 21.12.2009, υπέβαλε αίτηση, με την οποία ζήτησε την ακύρωση του διατάγματος παραπομπής και την απομάκρυνση του κ. Νικολαΐδη από τη θέση του διαιτητή.     

 

Η απορριπτική απόφαση, σε σχέση με την προαναφερθείσα αίτηση του εφεσείοντος, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.  Ο εφεσείων, ο οποίος χειρίστηκε, σε όλα τα στάδια, προσωπικά την υπόθεσή του, επιδιώκει τον παραμερισμό της, για σειρά λόγων.  Συγκλίνουν όλοι στο ότι η εκδικάσασα Δικαστής έσφαλε, από διάφορες απόψεις, ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του πιο πάνω αιτήματός του.  Ιδιαίτερα, αμφισβητεί τη νομική βάση, την οποία αυτή, τελικώς, εφάρμοσε, και, διαζευκτικά, ισχυρίζεται ότι την εφάρμοσε λανθασμένα, σε σχέση με το παράπονο του ως προς το ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι της συμφωνίας παραπομπής.

 

Πηγαίνοντας πίσω στην αίτηση της εφεσίβλητης ημερομηνίας 27.6.2008, με την οποία είχε ζητηθεί η παραπομπή της δικογραφημένης διαφοράς σε διαιτησία, διαπιστώνεται ότι αυτή είχε βασιστεί, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 35 και 36 του Ν. 14/1960.  Ο εφεσείων συναίνεσε, τότε, στην έγκριση της αίτησης.  Αφού δε, στις 4.7.2008, υπεγράφη, μεταξύ τους, και η σχετική συμφωνία, το Δικαστήριο, στις 19.12.2008, εξέδωσε, εκ συμφώνου, το διάταγμα παραπομπής, βασιζόμενο στις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων, χωρίς, όμως, να διευκρινίσει σε ποιες ακριβώς.  Στα ίδια άρθρα, ανωτέρω, βάσισε, αργότερα, την αίτησή του και ο εφεσείων.  Προφανώς, όμως, δεν μπορούσε να είχε βασιστεί και στα δύο αυτά άρθρα, συγχρόνως, είτε η αρχική αίτηση της εφεσίβλητης είτε η τελευταία αίτηση του εφεσείοντος. 

 

΄Οπως προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου 35[1], αυτό αφορά στην περίπτωση κατά την οποία, με τη συναίνεση των διαδίκων, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή έρευνας από ειδικό διαιτητή, σε σχέση με συγκεκριμένο θέμα της διαφοράς των διαδίκων, τεχνικής φύσεως, ή άλλης, αναλόγως της περίπτωσης, και την ετοιμασία έκθεσης από αυτόν, την οποία το δικαστήριο δύναται να υιοθετήσει, καθιστώντας την μέρος της δικαστικής απόφασής του.  ΄Οσον αφορά το άρθρο 36[2], η απαίτηση για συναίνεση των διαδίκων αποτελεί μία από τις περιπτώσεις, στις οποίες το δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως διαφορά παραπεμφθεί σε ειδικό διαιτητή, για τον οποίο οι διάδικοι είτε συμφωνούν είτε όχι, εδάφιο (1), παράγραφος (α).  Στο ίδιο άρθρο, προβλέπονται και δύο άλλες περιπτώσεις, σε σχέση με τις οποίες δεν απαιτείται για την έκδοση τέτοιου διατάγματος η συναίνεση των μερών, αλλά τούτο επαφίεται, αποκλειστικά, στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, αναλόγως με το αντικείμενο της διαφοράς, εδάφιο (1), παράγραφοι (β) και (γ).  Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις, ο διαιτητής είναι λειτουργός του δικαστηρίου και προβαίνει στην εκδίκαση της διαφοράς, στο πλαίσιο μιας κανονικής δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 37(1) και (2), τελώντας, συγχρόνως, υπό την ουσιαστική επιτήρηση, ως το άρθρο 36(2) προβλέπει, του παραπέμψαντος δικαστηρίου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκδικάσασα Δικαστής εξέτασε το αίτημα του εφεσείοντος για ακύρωση του διατάγματος παραπομπής της 19.12.2008, κυρίως, στη βάση των προνοιών του άρθρου 36(2).  Είναι δε πρόδηλο, από τα γεγονότα που παρατίθενται πιο πάνω, σε σχέση με την παραπομπή και την εξέλιξη της διαδικασίας εξέτασης της διαφοράς μέχρι και την καταχώριση της απόφασης του διαιτητή στο Δικαστήριο, πως η υπόθεση είχε, εξ αρχής, κινηθεί στο πλαίσιο των προνοιών του άρθρου 36.  Αφού, λοιπόν, η Δικαστής έλαβε υπόψη τη φύση του αιτήματος του εφεσείοντος, ήτοι την ακύρωση του διατάγματος παραπομπής, κατέληξε ότι δεν μπορούσε να το εγκρίνει. ΄Οπως παρατηρεί στην απόφασή της, «έχει ήδη ολοκληρωθεί η διαιτητική διαδικασία και ο διαιτητής έχει ήδη παραδώσει την απόφασή του».  Εν ολίγοις, διαπίστωσε ότι το διάταγμα παραπομπής διέγραψε την πορεία του και ό,τι υφίστατο, πλέον, ήταν το αποτέλεσμά της, ώστε το άρθρο 36(2) δεν της παρείχε την εξουσία που είχε επικαλεστεί ο εφεσείων για ακύρωσή του.  Η κρίση, ανωτέρω, της Δικαστού είναι ορθή και, εξ αυτής και μόνο, η έφεση καταλήγει σε αποτυχία. 

 

Στη συνέχεια, όμως, η εδικάσασα Δικαστής εξέτασε το αίτημα του εφεσείοντος για ακύρωση του διατάγματος παραπομπής της 19.12.2008, θεωρώντας ότι βάση της παραπομπής θα μπορούσε να ήταν και το άρθρο 35, που αναφέρεται στην αίτηση και στο συμφωνικό έγγραφο το οποίο υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων.  Στο πλαίσιο αυτό, παρέπεμψε στη Charalambos Galatis v. Sofronios Savvides and Another (1966) 1 C.L.R. 87 και στη μεταγενέστερη Iacovou Bros v. Χατζηνικόλα (1991) 1 Α.Α.Δ. 51, όπου αναφέρεται ότι ο διορισμός προσώπου ως ειδικού διαιτητή, λόγω των γνώσεών του σε συγκεκριμένο τομέα, δε συνεπάγεται την εξέταση μαρτύρων, σε αντίθεση με το διορισμό διαιτητή δυνάμει του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, ο οποίος δεν αποτέλεσε, εν πάση περιπτώσει, τη νομική βάση, είτε της αίτησης παραπομπής, είτε του συμφωνητικού εγγράφου, είτε, τέλος, της αίτησης για ακύρωση του διατάγματος παραπομπής και απομάκρυνση του διαιτητή.  Επομένως, η απομάκρυνση του διαιτητή, ενώ είχε, ήδη, ολοκληρωθεί η διαιτησία, με το διαιτητή να έχει καταθέσει την απόφασή του και το Δικαστήριο, υιοθετώντας την, να την έχει ανακοινώσει, δεν ήταν, πλέον, δυνατή, ιδιαιτέρως, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες της Δ.49, στην οποία, επίσης, βασίστηκε η υπό αναφορά αίτηση, η οποία προϋποθέτει τη μη παραλαβή της απόφασης από τον Πρωτοκολλητή.  Θα πρέπει, δηλαδή, ο αιτούμενος την απομάκρυνση του διαιτητή να μην έχει γνώση της απόφασης, μη δυνάμενος, μετά τη δημοσιοποίησή της, να την αμφισβητήσει εκ των υστέρων.  ΄Οπως ορθά κατέληξε η εκδικάσασα Δικαστής, τυχόν έγκριση του αιτήματος ακύρωσης, εκ των υστέρων, του διατάγματος παραπομπής και απομάκρυνσης του διαιτητή, παρά την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας, θα απέληγε σε αντινομικό αποτέλεσμα, ερχόμενο σε σύγκρουση με το βασικό σκοπό της διαιτησίας, που είναι η ταχεία και η τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς από ειδικό, στη βάση της συμφωνίας των διαδίκων.

 

Παρά τα πιο πάνω, η εκδικάσασα Δικαστής εξέτασε και την ουσία του παραπόνου του εφεσείοντος, κρίνοντάς το ανεδαφικό, δεδομένου ότι το πόρισμα του διαιτητή εκδόθηκε μετά από χωριστές συναντήσεις του με τους διαδίκους (δεν ήταν αναγκαία η ταυτόχρονη παρουσία των τριών) και εξέταση όλων των δεδομένων που παρουσίασε ο εφεσείων προς υπεράσπισή του, συμπεριλαμβανομένης και έκθεσης εμπειρογνώμονα, εκ μέρους του.  Ο εφεσείων δε στερήθηκε της δυνατότητας να προβάλει όλες τις θέσεις του και, συνεπώς, η απόφαση, αλλά και η συμπεριφορά του διαιτητή ήταν εντός των ορθών παραμέτρων των εξουσιών του.  Με την κρίση αυτή, επίσης, συμφωνούμε.

 

Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος.   Αυτά να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να τύχουν της έγκρισης του Δικαστηρίου.

                                            

 

 

                                                             Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

 

 

                                                             Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

/ΜΠ

 



[1]           «35. - (1)  Τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού το δικαστήριον δύναται να παραπέμψη τη συναινέσει πάντων των διαδίκων εν οιαδήποτε διαφορά ή θέματι εις επίσημον ή ειδικόν διαιτητήν δι' έρευναν ή έκθεσιν οιονδήποτε ζήτημα εγειρόμενον εις οιανδήποτε πολιτικήν διαδικασίαν.

 

      (2)  Η έκθεσις επισήμου ή ειδικού διαιτητού δύναται να υιοθετηθή εν όλω ή εν μέρει υπό του δικαστηρίου, και εάν ούτω υιοθετηθή δύναται να εκτελεσθή ως απόφασις ή διάταγμα έχουσα το αυτό αποτέλεσμα.» 

 

[2]         «36. - (1)  Εις οιανδήποτε πολιτικήν διαδικασίαν -

 

(α)  εάν πάντες οι ενδιαφερόμενοι διάδικοι οίτινες δεν διατελούν υπό ανικανότητα, συναινούν, ή

 

(β) εάν η διαφορά ή άλλη διαδικασία απαιτή μακράν εξέτασιν εγγράφων ή οιανδήποτε επιστημονικήν ή επιτόπιον έρευναν, ήτις δεν δύναται κατά την γνώμην του δικαστηρίου καταλλήλως να γίνη ενώπιον του δικαστηρίου ή να διενεργηθή υπ' αυτού, διά των άλλων τακτικών υπαλλήλων, ή

 

(γ)  εάν το αμφισβητούμενον ζήτημα συνίσταται εν όλω ή εν μέρει εκ ζητημάτων λογαριασμών,

 

το δικαστήριον δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνον, να διατάξη όπως η όλη διαφορά ή θέμα, ή οιονδήποτε εν αυτοίς ζήτημα ή αμφισβητούμενον πραγματικόν γεγονός δικασθή ενώπιον ειδικού ή απλού διαιτητού συμφωνηθέντος προς τούτο υπό των διαδίκων, ή εν περιπτώσει ασυμφωνίας αυτών, οριζομένου υπό του δικαστηρίου ή ενώπιον επισήμου διαιτητού ή υπαλλήλου του δικαστηρίου.

 

(2)  Οσάκις η κατά την διαδικασίαν συμπεριφορά ειδικού διαιτητού ή διαιτητού δεν είναι η πρέπουσα ή οσάκις ούτος κακώς διεξάγη ταύτην, το δικαστήριον δύναται να παύση αυτόν και περαιτέρω να ακυρώση την υπ' αυτού κατά την τοιαύτην διαδικασίαν εκδοθείσαν ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον απρεπώς επιτευχθείσαν διαιτητικήν απόφασιν.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο