ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Σ. Αγγελίδης με Γ. Ζαχαρίου (κα), για τον αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-04-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 130/2015, 21/4/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D215

(2016) 1 ΑΑΔ 1028

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 130/2015)

 

 

21 Απριλίου 2016

 

 

(Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.)

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ  ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 57 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1999 (158(Ι)/1999)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. 725375 ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ/Η ΝΑ ΕΠΑΝΕΝΤΑΧΘΕΙ ΣΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΥ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΚΑΙ/Η ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΑΞΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ ΚΑΙ/Η ΝΑ ΠΡΟΒΕΙ ΣΕ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ/Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 47/2009 ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΝΑ ΠΡΑΞΕΙ ΤΟΥΤΟ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΕΙ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΨΕΙ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ MANDAMUS

-----------------------

 

Σ. Αγγελίδης με Γ. Ζαχαρίου (κα), για τον αιτητή.

Δρ Μ. Σπηλιωτοπούλου, για την καθ΄ης η αίτηση.

 

----------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η παρούσα υποβλήθηκε μετά από άδεια που δόθηκε στην Πολιτική Αίτηση αρ. 93/2015.  Ο αιτητής επιδιώκει την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως mandamus με το οποίο να διατάσσεται ο Αρχηγός της Αστυνομίας να τον επανεντάξει στην Αστυνομία Κύπρου μετά που η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε, στις 27.7.2012, την πειθαρχική ποινή απόλυσης που του είχε επιβληθεί από την αρμόδια Πειθαρχική Επιτροπή της Αστυνομίας και είχε επικυρωθεί, στις 27.7.2006, από το Συμβούλιο Εφέσεων της Αστυνομίας (Νικόλας Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως (2012) 3 ΑΑΔ 357).  Η ποινή ακυρώθηκε, επειδή ο τότε Αρχηγός Αστυνομίας, ex officio Πρόεδρος στο Συμβούλιο Εφέσεων δυνάμει του Καν. 27 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989, σε προηγούμενο στάδιο είχε εμπλακεί αρμοδίως μεν στην υπόθεση, κατά τρόπο όμως που στερούσε την όλη διαδικασία από τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι από την ίδια την ημέρα της ακύρωσης της ποινής του, στις 27.7.2012, παρουσιάστηκε στο Αρχηγείο Αστυνομίας και ενημέρωσε τον Αρχηγό Αστυνομίας με επιστολή του δικηγόρου του ότι είναι στη διάθεση της Αστυνομίας για ανάληψη των καθηκόντων του.  Η μόνη ανταπόκριση ήταν μια επιστολή εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας με την οποία εκλήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων στις 7.11.2012 για ακρόαση της έφεσής του, στα πλαίσια επανεξέτασης της υπόθεσης.  Κατά την ημέρα όμως εκείνη, η ακρόαση αναβλήθηκε, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει οριστεί νέα ημερομηνία.

 

Ακολούθησε, στις 30.10.2012,  η αγωγή υπ΄αριθμόν 7518/2012 Ε.Δ. Λευκωσίας με την οποία ο αιτητής απαιτεί αποζημιώσεις από τη Δημοκρατία στα πλαίσια του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.  Η Δημοκρατία καταχώρισε υπεράσπιση με την οποία δεν αρνείται ότι έχει υποχρέωση συμμόρφωσης, αλλά ισχυρίζεται ότι δεν αρνείται, ούτε παραλείπει να συμμορφωθεί.  Δέχεται ότι υπάρχει καθυστέρηση στη συμμόρφωση λόγω του ότι αναμένεται η τροποποίηση του σχετικού κανονισμού ούτως ώστε να μην παρακάθεται ο Αρχηγός Αστυνομίας ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων «αφού αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος που ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση από το Εφετείο.»  Αναφέρεται ακόμα στην υπεράσπιση ότι εάν ακολουθούσε επανεξέταση με βάση το υφιστάμενο καθεστώς, τότε θα παρακαθόταν ο Αρχηγός Αστυνομίας και αυτό δεν θα ήταν επιτρεπτό από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Κατά παρόμοιο τρόπο η ένορκη δήλωση, ημερομηνίας 22.12.2015, που συνοδεύει την ένσταση στην παρούσα υπόθεση, προερχόμενη από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας που χειρίστηκε την προσφυγή και την έφεση, καταλήγει ως εξής:

 

«Ενόψει όλων όσων αναφέρονται πιο πάνω γίνεται φανερό ότι γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια για συμμόρφωση με το ακυρωτικό Δεδικασμένο και ο λόγος της καθυστέρησης είναι η απουσία ψήφισης των κανονισμών που θα διέπουν το θέμα της σύνθεσης του Συμβουλίου Εφέσεων σε συμμόρφωση με το ακυρωτικό Δεδικασμένο που αφορά την απουσία του Αρχηγού Αστυνομίας.»

 

Διαπιστώνεται, όμως, ότι οι Κανονισμοί ουδέποτε τροποποιήθηκαν.  Δύναται δε να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής γνώσης, εφόσον πρόκειται για επίσημες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας[1], ότι το πρόσωπο που υπηρετούσε ως Αρχηγός κατά τον ουσιώδη χρόνο (27.7.2006) είχε διοριστεί στη θέση αυτή στις 31.1.2006 και αντικαταστάθηκε την 1.5.2007.  Το αποτέλεσμα ήταν να εκλείψει έκτοτε το κώλυμα με αναφορά στο πρόσωπό του τότε Αρχηγού, το οποίο όμως συνεχίζει η Δημοκρατία να επικαλείται ακόμα και με την εν λόγω ένορκη δήλωση ημερομηνίας 22.12.2015.  Αντί τέτοιας στάσης, το αναμενόμενο, νοουμένου ότι τούτο είναι θεμιτό, ζήτημα που δεν είναι του παρόντος,  θα ήταν να επανεξεταστεί η έφεση υπό την ex officio προεδρία του νέου Αρχηγού ώστε να λήξει η εκκρεμότητα.

 

Περαιτέρω, είναι, εν πάση περιπτώσει, ορθή η θέση του αιτητή ότι η υποχρέωση του Αρχηγού Αστυνομίας για συμμόρφωση στην ακυρωτική απόφαση δεν συναρτάται με τη διαδικασία πειθαρχικής δίωξης, αλλά αποτελεί ανεξάρτητη αλλά και άμεση υποχρέωση.  

 

Όντως η ακύρωση απόλυσης υπαλλήλου δεν δημιουργεί απλώς υποχρέωση επανεξέτασης στα πλαίσια διακριτικής ευχέρειας, όπως εισηγείται η Δημοκρατία, αλλά συνεπάγεται την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κατά τρόπο αυτόματο και ό,τι απαιτείται σε τέτοια περίπτωση δεν είναι παρά η ενέργεια της διοίκησης για την ανάληψη των καθηκόντων του απολυθέντος και η φυσική εγκατάστασή του στην προτέρα του θέση (Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, Έκδοση 1988, σελ. 273, Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου).  Στο ίδιο σύγγραμμα, σελ. 280-281 αναφέρεται ότι  σε περίπτωση ακύρωσης απόλυσης υπαλλήλου αυτός επανέρχεται στη θέση του και θεωρείται,

 

«ως μηδέποτε παραιτηθείς και ως εκ τούτου δικαιούται των αποδοχών των οποίων εστερήθη, συνεπεία της ακυρωθείσης ως παρανόμου ενεργείας της Διοικήσεως, καθ΄όλον το χρονικόν διάστημα κατά το οποίο παρέμεινε εκτός υπηρεσίας»

(βλ., επίσης, Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου (2η έκδοση) Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, σελ. 317).

 

Είναι υπό το φως της πιο πάνω αρχής διοικητικού δικαίου που θα πρέπει να ερμηνευθεί εν προκειμένω η πρόνοια του άρθρου 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999, σύμφωνα με την οποία κατόπιν ακυρωτικής απόφασης η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση.  Η ενεργός συμμόρφωση, προβλεπόμενη από το ίδιο το Σύνταγμα (Άρθρο 146.5), έχει εν προκειμένω την έννοια της επαναφοράς του υπαλλήλου σε ενέργεια.  Συνεπώς, άτοπο κρίνεται το εγχείρημα της Δημοκρατίας να διασυνδέει κατά τρόπο πρωθύστερο το ζήτημα, με επανεκδίκαση της πειθαρχικής έφεσης.   Αντίθετα, τυχόν επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας έφεσης προϋποθέτει αποκατάσταση της ιδιότητας του αιτητή ως μέλους της Δύναμης.  Είναι αντιφατική η στάση της Αστυνομίας να διατηρεί την πειθαρχική διαδικασία εναντίον του αιτητή ως αστυνομικού εκκρεμή sine die και ταυτοχρόνως να παραλείπει σιωπηρώς την αποκατάσταση του ως αστυνομικού.

 

Ως εκ των άνω, το καθήκον του Αρχηγού Αστυνομίας θα ήταν να υλοποιήσει την αυτοδικαίως επερχόμενη δια της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποκατάσταση του αιτητή.  Το καθήκον δε αυτό, πηγάζει από το ίδιο το Σύνταγμα και από το άρθρο 57 του Νόμου, οπότε δεν μπορεί να λέγεται από τον καθ΄ου η αίτηση πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια με την οποία η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται.

 

Άλλη εισήγηση της Δημοκρατίας ήταν ότι παρέχεται εναλλακτική θεραπεία, ήτοι προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά και αγωγή για αποζημιώσεις, οπότε δεν χωρεί mandamus.  Η άσκηση προσφυγής, όμως, δεν αποτελεί εναλλακτική θεραπεία.  Η σιωπηρή, όπως εν προκειμένω, άρνηση συμμόρφωσης ή η παράλειψη διενέργειας υλικών πράξεων συμμόρφωσης της διοίκησης για τη φυσική εγκατάσταση του υπαλλήλου στην προτέρα του θέση και για την ανάληψη των καθηκόντων του, δεν έχει την τεχνική έννοια του όρου «παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας» η οποία δύναται να προσβληθεί παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 30/2009, ΣτΕ 3510/2010).  Όπως ευλόγως αναφέρεται από την Ευγενία Πρεβεδούρου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου:

 

«. οι μεν σιωπηρές αρνήσεις θα οδηγούσαν άσκοπα σε ατέρμονες δίκες, ενώ οι παραλείψεις διενέργειας υλικών πράξεων συμμόρφωσης δεν συνιστούν παραλείψεις οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας υπό την τεχνική έννοια του όρου.»

 

(Η έκταση της υποχρέωσης συμμόρφωσης της διοίκησης στο ακυρωτικό αποτέλεσμα δικαστικών αποφάσεων [ΠΜΣ, Διοικητικό Δίκαιο, 20 Μαρτίου 2014])[2].

 

Η διαπίστωση ανωτέρω ότι η παράλειψη δεν μπορεί να προσβληθεί βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος σημαίνει και ότι δεν μπορεί το ζήτημα να θεωρηθεί ως εμπίπτον στο δημόσιο δίκαιο υπό την έννοια της δυνατότητας προσφυγής, προς αποκλεισμό του mandamus.  Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω το διάταγμα mandamus ζητείται προς εκπλήρωση δημοσίου καθήκοντος που επιβάλλει ο νόμος και σαφώς δεν αφορά την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, αλλά θέμα ιδιωτικού δικαίου, το οποίο και ρυθμίζεται κατά τρόπο επιτακτικό χωρίς να παρέχεται διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση για διαφορετική αντιμετώπιση (In Re Costas Moschatos (1985) 1 CLR 381, In Re Χλόη Κυριακίδου (1997) 1 ΑΑΔ 1459 και Ζέμπασιης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 442).

 

Ούτε η αγωγή για αποζημιώσεις αποτελεί επαρκή και άρα εναλλακτική θεραπεία, υπό την έννοια της αποτελεσματικής θεραπείας που θα μπορούσε να υποκαταστήσει το mandamus.  Μετά την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Hornsby v. Greece, Αίτηση Αρ. 18357/1991, ημερ. 19.3.1997, για παράλειψη διασφάλισης του δικαιώματος αποτελεσματικής πρόσβασης στο Δικαστήριο ως εκ της ανυπαρξίας μηχανισμού που να κατοχυρώνει το δικαίωμα εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, προβλέφθηκε δια νόμου τέτοιος μηχανισμός στα πλαίσια του οποίου, τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια που συστήθηκαν, δύνανται να καλέσουν τη διοίκηση όπως συμμορφωθεί σε δικαστική απόφαση και αν δεν το πράξει μπορούν να επιβάλουν χρηματική κύρωση υπέρ του ενδιαφερομένου.  Κατά το ΕΔΑΔ όμως, η απλή καταβολή αποζημίωσης ως αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας, δεν αποκαθιστά το πρόβλημα, εφόσον η αποζημίωση είναι ευκταία, αλλά αυτή καταβάλλεται επικουρικώς και δεν μπορεί να αντικαταστήσει το μοναδικό μέτρο που μπορεί να δώσει πραγματική λύση και που είναι η εκτέλεση της απόφασης (βλ. Πρεβεδούρου, ibid).  Σε σχέση δε ειδικά με το mandamus, ενώ ο γενικός κανόνας προϋποθέτει ότι δεν πρέπει να προσφέρεται εναλλακτική θεραπεία, mandamus μπορεί να δοθεί ακόμα και όταν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, πλην όμως τέτοια θεραπεία είναι «less convenient, beneficial and effectual»[3].

 

Συνεπώς, ούτε η δυνατότητα αποζημίωσης στα πλαίσια του Άρθρου 146.6 επί τη βάσει του οποίου ο αιτητής προσέφυγε, ούτε η δυνατότητα αποζημίωσης επί τη βάσει της απόφασης Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 ΑΑΔ 558, όταν τίθεται ζήτημα αποζημίωσης για παράβαση συνταγματικού θεμελιακού ανθρωπίνου δικαιώματος, μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελεσματικές εναλλακτικές θεραπείες προς αντικατάσταση του μοναδικού μέτρου που θα μπορούσε να δώσει την πραγματική λύση σε ό,τι ο υπάλληλος επιδιώκει, που δεν είναι παρά η δικαιωματική επαναφορά στη θέση του.

 

Ούτε άλλος τρόπος για να εξαναγκαστεί η διοίκηση σε συμμόρφωση υπάρχει.  Το ζήτημα διευκρινίστηκε εκ νέου προσφάτως στην ΑΕ Αρ. 27/2009, Επαμεινώνδα κ.α. ν. Δήμος Λεμεσού κ.α., ημερ. 28.3.2016, στην οποία ζητήθηκε η επιβολή ποινής στο Δήμο Λεμεσού και στο Δήμαρχο Λεμεσού με σκοπό τη συμμόρφωσή τους σε απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση την οποία θα έπρεπε ο Δήμος να επιστρέψει τέσσερα ακίνητα στους αιτητές, μετά που ο σκοπός της απαλλοτρίωσης τους δεν είχε υλοποιηθεί μέσα στην προνοούμενη προθεσμία.  Ζητήθηκε, επίσης, διάταγμα και οδηγίες ώστε ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να διαγράψει από το όνομα του Δήμου τα ακίνητα και να τα εγγράψει επ΄ονόματι  των αιτητών εισπράττοντας για λογαριασμό του Δήμου την επιστρεπτέα αποζημίωση.  Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επαναλάβει τα ακόλουθα:

 

«Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτικής φύσεως και, όπως έχει ήδη επισημανθεί, περιορίζεται αποκλειστικά στα οριζόμενα από το άρθρο 146.4 του Συντάγματος.  Όπως ελέχθη στη Θαλασσινού, η πρόνοια αυτή «εξαντλητικά δίδει την έκταση των εξουσιών του ακυρωτικού δικαστηρίου και καμμιά άλλη εξουσία και ειδικότερα τη δυνατότητα σε ένα αιτητή να εκτελέσει τέτοια απόφαση».  Συνεπώς δεν παρέχει τη δυνατότητα εξέτασης του παραπόνου των αιτητών, για τη στοχευμένη τιμωρία του διοικητικού οργάνου που εμπλέκεται στην υπόθεση ή και για εκτέλεση της απόφασης, ούτε κάτω από το πρίσμα του αιτητικού που στοχεύει σε διαταγή προς το Κτηματολόγιο για συμμόρφωση, χωρίς αυτό, ασφαλώς, να αποκλείει το ενδεχόμενο άλλου ένδικου μέσου, κατ' επίκληση άλλης δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»  

 

Η τελευταία, obiter έστω, αναφορά της Ολομέλειας παραπέμπει ευθέως στο ένταλμα mandamus, ύστατο μέσο για κατίσχυση του δικαίου και κατάλοιπο της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσφερόμενο ακριβώς για εκείνες τις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται συγκεκριμένο δικαίωμα χωρίς συγκεκριμένη θεραπεία προς εκπλήρωσή του ή όπου η εναλλακτική θεραπεία δεν είναι πρόσφορη και αποτελεσματική.  Κλασσική ως προς τη φύση και τους σκοπούς που εξυπηρετεί το ένταλμα mandamus είναι η διατύπωση στο Halsbury's Laws of England, ibid, para 159:

 

«The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature. . Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right; and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual.»

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Επαμεινώνδα η Ολομέλεια τόνισε τη μεγάλη σημασία που έχει η εκτέλεση των ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων στα πλαίσια αναθεωρητικής δικαιοδοσίας την οποία και επιβάλλουν οι υποχρεώσεις του κράτους έναντι του Συντάγματος αλλά και έναντι διεθνών του δεσμεύσεων. 

 

Έγινε, ειδικότερα, αναφορά στην υπόθεση Hornsby, ανωτέρω, όπως και στην υπόθεση  Quafaj Co. Sh. P. K. v. Albania, Αίτηση Αρ. 54268/2000, ημερ. 18.11.2004 (βλ. επίσης Καραχάλιος ν. Ελλάδα, Αρ. 62503/2000, ημερ. 11.12.2003) όπου το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η εκτέλεση ακυρωτικής απόφασης από τη διοίκηση, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Ειδικότερα, θεώρησε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο θα ήταν μάταιο εάν η εθνική έννομη τάξη επιτρέπει να παραμένει χωρίς αποτέλεσμα μια τελεσίδικη και δεσμευτική δικαστική απόφαση.  Δεν νοείται το άρθρο 6 να παρέχει σειρά διαδικαστικών εγγυήσεων χωρίς συγχρόνως να κατοχυρώνει το δικαίωμα εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων ως αναπόσπαστο μέρος της δίκης.  Το άρθρο 6 καλύπτει όλα τα στάδια της διαδικασίας, την πρόσβαση στο Δικαστήριο, τη διεξαγωγή της δίκης και την εκτέλεση της απόφασης.  Διαφορετικά, η μη εκτέλεση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης θα στερούσε από το άρθρο 6 κάθε χρήσιμο αποτέλεσμα και θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου.

 

Το κενό που διαπιστώθηκε στην Επαμεινώνδας, μπορεί να καλυφθεί, όπως εκεί παρατηρήθηκε, με την ενεργοποίηση του μηχανισμού mandamus η οποία προκύπτει ως υποχρέωση που πηγάζει από το Άρθρο 35 του Συντάγματος, αλλά και από το Άρθρο 13 της Σύμβασης που επιβάλλει θεμελιακή υποχρέωση της Δημοκρατίας να παρέχει αποτελεσματικά ένδικα μέσα, σε περίπτωση που παραβιάζονται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που προστατεύονται από τη Σύμβαση.  Η Ολομέλεια στην Επαμεινώνδας παρέπεμψε αναφορικά με τη διεθνή αυτή διάσταση του θέματος και στην διαπίστωση των δικαστών σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης περιλαμβάνει και την εφαρμογή των διοικητικών δικαστικών αποφάσεων (βλ. The role of judges in the enforcement of judicial decisions, Opinion No. 13 adopted by the Consultative Council of European Judges (CCJE)).

 

Η Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι η αίτηση θα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης.    Ο κ. Αγγελίδης, με αναφορά στην υπόθεση Laertis Shipping Enterprises (1992) 1 ΑΑΔ 686, εισηγήθηκε ότι το ζήτημα συναρτάται με το κατά πόσον η απόδοση της θεραπείας με καθυστέρηση είναι πιθανόν να προκαλέσει ουσιώδη βλάβη ή να επηρεάσει τα δικαιώματα οιουδήποτε προσώπου.  Τέτοιος κίνδυνος, συνέχισε, δεν υπάρχει εν προκειμένω.  Αντίθετα, με τη συνέχιση της εκκρεμότητας ο αιτητής παραμένει εκτός υπηρεσίας ενώ η Δημοκρατία παραμένει υπόχρεη σε καταβολή των μισθών του.  Συνεπώς, η αποκατάσταση του αιτητή στη θέση του έστω και τώρα θα είναι προς το οικονομικό συμφέρον της Δημοκρατίας.

 

Δεδομένου ότι δεν έχουν εκδοθεί διαδικαστικοί κανονισμοί που να διέπουν την άσκηση της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 154.4 του Συντάγματος, εφαρμόζονται οι σχετικοί κανόνες των παλαιών θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας. Για τις αιτήσεις mandamus, σε αντιδιαστολή με τις αιτήσεις certiorari που προβλέπεται ότι πρέπει να καταχωρούνται εντός 6 μηνών, δεν προβλέπεται προθεσμία.  Ένταλμα mandamus, όμως,  αν δεν δικαιολογηθεί η καθυστέρηση, δεν εκδίδεται εκτός εάν η αίτηση καταχωριστεί εντός ευλόγου χρόνου μετά που το δημόσιο όργανο αρνηθεί να συμμορφωθεί στο αίτημα για εκτέλεση του καθήκοντος του (Halsbury's Laws of England, Third Edition, Vol. 11, p. 73, para 133). 

 

Το αίτημα του αιτητή προς το δημόσιο όργανο για να συμμορφωθεί και η άρνηση του τελευταίου, αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση εντάλματος mandamus και η άρνηση σηματοδοτεί την αφετηρία του εύλογου χρόνου.   Eν προκειμένω δεν υπήρξε ρητή άρνηση, όμως στις 30.10.2012, με την αγωγή του,  ο αιτητής απέδιδε πλέον κατά τρόπο οριστικό στη διοίκηση, παράλειψη συμμόρφωσης με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και παράλειψη να τον καλέσει για ανάληψη των αστυνομικών του καθηκόντων, κατά παράβαση του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος.  Είναι πρόδηλο ότι κατ΄εκείνο το χρόνο ο αιτητής είχε θεωρήσει πως η διοίκηση τελούσε σε κατάσταση σιωπηράς άρνησης και παράλειψης κατά παράβασης του Άρθρου 146.5. Επικαλούμενος δε τέτοια παράλειψη, επέλεξε τότε να ζητήσει αποζημιώσεις και όχι διάταγμα mandamus, κάτι που έπραξε τρία χρόνια μετά, στις 9.9.2015.  Δεν παραβλέπω τα σημαντικά ζητήματα δικαιοσύνης που, ως άνω, εγείρονται, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί η επιλογή του ιδίου του αιτητή για αποζημιώσεις, χωρίς να προωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα το αίτημα που τώρα προώθησε.  Θεωρώ ότι παρέχουν χρήσιμη καθοδήγηση τα λεχθέντα υπό του Butler, Δ. στην ιρλανδική  υπόθεση State (Conlon Construction Co.) v. Cork County Council, 31.7.1975, η οποία, αν και μη δημοσιευθείσα, θεωρείται ως «leading case» (βλ. απόφαση του High Court της Ιρλανδίας στην υπόθεση Illium Properties Limited v. The Lord Mayor Aldermen and Burgesses of the City of Dublin (2004) IRLHC 327):

 

«The making of the order is within the discretion of the Court. The Court must consider all the circumstances of the case including the conduct of the parties and, unless coerced by the manifest requirements of justice to exercise the discretion to make the order, may refuse it on judicial grounds. Where mandamus is sought to secure a right the right must be promptly claimed and the claim pursued vigorously without being abandoned. Among well recognised grounds for refusing the remedy is delay on the part of the applicant in pursuing the claim and the abandonment of the claim in favour of alternative remedies. Where such delay and abandonment was deliberate because the claimant may have thought such a course to be in his better interests he cannot repent his decision and ask for the discretion of the Court to be exercised in his favour by the making of the order.»

 

Εξισορροπώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, κρίνω ότι εν τέλει δεν μπορεί να παραβλεφθεί η καθυστέρηση που επέδειξε ο αιτητής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε εξ αρχής  επιλέξει τη θεραπεία των αποζημιώσεων, χωρίς να διεκδικήσει διάταγμα αποκατάστασης, αλλ΄ ούτε και να επιφυλάξει δικαιώματα σε σχέση με τέτοια θεραπεία.  Διαφορετικά, θα μπορούσαν σε τέτοιες περιπτώσεις οι αιτητές, αφού εξασφαλίσουν αποζημιώσεις για όση περίοδο δεν διεκδικούν επιτακτική θεραπεία, να επανέρχονται κατά την κρίση τους και, χωρίς εξήγηση για την καθυστέρηση, όπως έγινε εν προκειμένω, να ζητούν, χρόνια μετά, όπως εν προκειμένω, την άσκηση προς όφελος τους της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και την έκδοση εντάλματος mandamus.  Τέτοια προοπτική, ανεξάρτητα από την ουσία της υπόθεσης, δεν κρίνεται θεμιτή.  Εάν ο αιτητής έχει επί της ουσίας δίκαιο, έχει επιλέξει να περιοριστεί σε διεκδίκηση αποζημιώσεων.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.  Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ουδεμία διαταγή για έξοδα.

 

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

/ΚΧ»Π



[1] Επίσημη Εφημερίδα ημερομηνίας 10.2.2006 (Αρ. 766) και Επίσημη Εφημερίδα ημερομηνίας 4.5.2007 (Αρ. 2665).

[2] Εισήγηση στο Πλαίσιο Σεμιναρίων που διοργάνωσε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας και το Ανώτατο Δικαστήριο στις 28 Φεβρουαρίου και 21 Μαρτίου 2014.

[3] Halsbury's Laws of England, 3rd edition, vol. 11, p.84, para 159


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο