ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ε. Λοϊζίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα. Σ. Αργυρού με Α. Λουκά, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-03-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΑΤΣΙΔΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 394/2014, 28/3/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:A176

(2016) 1 ΑΑΔ 825

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 394/2014)

 

28 Μαρτίου 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

-         ΚΑΙ  -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΑΤΣΙΔΗ, ΝΥΝ ΕΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ

ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

-         ΚΑΙ  -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΑΣΗΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΑΤΣΙΔΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 1Η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014

 

--------------------------------------

 

Ε. Λοϊζίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Αργυρού με Α. Λουκά, για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος παρών.

 

-------------------------------------

 

 

 

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Τα ουσιώδη και αδιαμφισβήτητα γεγονότα που απορρέουν από την παρούσα έφεση υποδεικνύουν ότι ο εφεσίβλητος είχε στις 31.3.2000 καταδικασθεί από Ρωσικό Δικαστήριο (το Επαρχιακό Δικαστήριο του Κρίμσκ), για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης σε φυλάκιση τεσσάρων ετών με τριετή αναστολή.  Το Ρωσικό Δικαστήριο τον δέσμευσε ταυτόχρονα να μην άλλαζε τον τόπο διαμονής και εργασίας του, χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή.  Η Ρωσική Εισαγγελική Αρχή διαφωνούσα με την επιβληθείσα ποινή άσκησε έφεση ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Κρασνοντάρ και στις 17.5.2000, η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ακυρώθηκε με διάταγμα διεξαγωγής νέας δίκης.

 

 Το Επαρχιακό Δικαστήριο του Κρίμσκ όρισε την υπόθεση στις 27.6.2000, λόγω όμως μη εμφάνισης του εφεσίβλητου, εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης με περαιτέρω αναστολή της διαδικασίας υπό το φως του γεγονότος ότι κατά το τότε ισχύον Ρωσικό Δίκαιο, το Δικαστήριο δεν διατηρούσε τη δυνατότητα εκδίκασης ερήμην.

 

        Η διαδικασία επανεκδίκασης συνεχίστηκε μετά το 2006, όταν τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας κατέστησε δυνατή την εκδίκαση υπόθεσης στην απουσία του εφεσίβλητου.  Αυτό έγινε στις 21.7.2008, όταν ο εφεσίβλητος καταδικάστηκε στην απουσία του σε άμεση ποινή φυλάκισης πέντε ετών.  Ακολούθησε διαδικασία εντοπισμού του εφεσίβλητου στο εξωτερικό και η υποβολή των σχετικών εγγράφων από τις Ρωσικές Αρχές στις 15.4.20013 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Δημοκρατίας, όπου τελικώς εντοπίστηκε, για έκδοση του εφεσίβλητου στη χώρα του. 

 

        Η διεξαγωγή της διαδικασίας έκδοσης του εφεσίβλητου, ως φυγόδικου, έλαβε χώραν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στη βάση του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Έκδοση Φυγοδίκων Νόμου Αρ. 95/70 και το Δικαστήριο μέσα από ένα πολυσέλιδο σκεπτικό εκτεινόμενο σε 58 σελίδες, έκρινε ότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία καθότι πληρούνταν όλες οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.  Εξηγήθηκε σ΄ αυτόν ότι με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας και συγκεκριμένα του άρθρου 10(1)  του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου Αρ. 97/70, είχε δικαίωμα καταχώρησης στο Ανώτατο Δικαστήριο αιτήματος για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus

 

        Όντως ο εφεσίβλητος υπέβαλε την Πολιτική Αίτηση           Αρ. 148/2014 στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο με απόφαση του ημερ. 14.11.2014, ενέκρινε το αίτημα, διατάσσοντας την άμεση απελευθέρωση του, επιδικάζοντας και τα σχετικά έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας.  Την ίδια ημέρα, μετά από σχετική διαδικασία, ενεκρίθη εκ συμφώνου αίτημα απελευθέρωσης του αιτητή στη βάση διαφόρων όρων, όπως την υπογραφή προσωπικής εγγύησης ύψους €10.000. την τοποθέτηση του ονόματος του στον κατάλογο των προσώπων των οποίων η έξοδος από τη Δημοκρατία απαγορεύεται, την παράδοση των ταξιδιωτικών του εγγράφων στις αρμόδιες αρχές και την παρουσίαση του δύο φορές την ημέρα στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας σε συγκεκριμένες ώρες.  Οι όροι αυτοί συνέχισαν να ισχύουν και μετά την καταχώρηση από τη Δημοκρατία της υπό κρίση έφεσης με διαφοροποίηση της παρουσίασης του αρχικά στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου τρεις φορές εβδομαδιαίως και με επαναφορά, σε μεταγενέστερο στάδιο, της υποχρέωσης να εμφανίζεται τρεις φορές την εβδομάδα και πάλι στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας.

 

        Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης έγκρισης του εντάλματος Habeas Corpus στη βάση του ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, έκρινε ότι δεν είχε επιδοθεί στον εφεσίβλητο η κλήση για εκδίκαση της έφεσης του στις 17.5.2000.  Η μαρτυρία που δόθηκε μέσα από τα έγγραφα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, έδειχνε ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε για την πιο πάνω ημερομηνία, καθώς και για τη μεταγενέστερη ημερομηνία 27.6.2000, όταν είχε οριστεί η επανεκδίκαση της Ποινικής Έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Κρίμσκ.  Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσίβλητος εκπροσωπείτο από δικηγόρο τόσο στο στάδιο της έφεσης, όσο και στάδιο της επανεκδίκασης. Ο εφεσίβλητος παρά το προς το εναντίον του διάταγμα που είχε να μη φύγει από τη διεύθυνση διαμονής του, εγκατέλειψε επί σκοπώ τη Ρωσική Ομοσπονδία, κάτω από παράνομες ή έστω ύποπτες συνθήκες.  Το γεγονός και μόνο ότι ο εφεσίβλητος εν γνώσει του παραβίασε τους όρους της ποινής με αναστολή που του είχε επιβληθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο του Κρίμσκ, μετέθετε στον ίδιο το βάρος απόδειξης ότι δεν είχε φύγει τον Οκτώβριο του 2000 από τη χώρα του με σκοπό να αποφύγει τη δίκη.  Λανθασμένα λοιπόν αγνοήθηκαν τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού τόσο ως προς το θέμα επίδοσης της κλήσης για να παρουσιαζόταν ο εφεσίβλητος στις 17.5.2000 στο Περιφερειακό  Δικαστήριο, όσο και το ότι ο εφεσίβλητος είχε κριθεί αναξιόπιστος.  Λανθασμένο όμως είναι και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ήταν άγνωστο πότε ακριβώς ο εφεσίβλητος είχε εγκαταλείψει τη Ρωσική Ομοσπονδία, εφόσον ο ίδιος ο εφεσίβλητος είχε καταθέσει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ότι είχε φύγει από τη Ρωσική Ομοσπονδία τον Οκτώβριο του 2000.

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η καταληκτική νομική θέση που εκφράστηκε πρωτοδίκως ότι εφαρμοζόταν το άρθρο 10 του σχετικού Νόμου Αρ. 97/70, ως προς το ότι θα ήταν άδικο να εκδοθεί ο εφεσίβλητος λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος, ήταν λανθασμένη.

 

        Η αντίθετη άποψη του εφεσίβλητου είναι ότι πολύ ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ουδέποτε είχε επιδοθεί στον εφεσίβλητο οποιαδήποτε κλήση για εκκρεμούσα εναντίον του διαδικασία.  Από τα έγγραφα που απεστάλησαν από την εκζητούσα χώρα κατέστη φανερό ότι ο εφεσίβλητος δεν γνώριζε για την ημερομηνία επανεκδίκασης της υπόθεσης του στις 27.6.2000, παρόλο που επανειλημμένα ζητήθηκαν προς τούτο από τις Ρωσικές αρχές διευκρινίσεις.  Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εκζητούσα χώρα δεν απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσίβλητος, ως φυγόδικος, επί σκοπώ εγκατέλειψε τη διεύθυνση διαμονής του φεύγοντας από τη χώρα του για να αποφύγει τη δίκη του.

 

        Περαιτέρω, όλη η σχετική νομολογία υποστηρίζει τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη αδικήματος μέχρι τη δίκη, καθιστά την ενδεχόμενη δίκη, μη δίκαιη, η δε έκδοση του εφεσίβλητου για να εκτίσει την ποινή του,  παρά το αναγνωρισμένο δικαίωμα που έχει να εφεσιβάλει την ποινή,  θα είναι άδικη και καταπιεστική μετά την πάροδο 16 ολόκληρων ετών. Αυτό, διότι το αδίκημα διαπράχθηκε στις 18.1.2000, είχε εξιχνιασθεί την ίδια ημέρα με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να συλληφθεί και να παραμείνει υπό κράτηση. Η υπόθεση εκδικάστηκε τον Μάρτιο του 2000, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή και η έφεση που έγινε δεν φαίνεται να είχε καταχωρηθεί εντός των επτά ημερών που προνοεί η Ρωσική Νομοθεσία.  Η επόμενη διαδικασία εναντίον του εφεσίβλητου έγινε οκτώ χρόνια μετά όταν το πρώτον εντοπίστηκε στην Ελλάδα και μετέπειτα το 2013, όταν εντοπίστηκε στην Κύπρο.  Είναι φανερό κατά τον συνήγορο του εφεσίβλητου, ότι μετά την πάροδο τόσων ετών και χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη εάν υπάρχουν ακόμη μάρτυρες ή διατηρούνται τα τεκμήρια, δεν θα υπάρξει δίκαιη δίκη.  Ούτε και είναι εμφανές από την όλη διαδικασία για ποιο ακριβώς αδίκημα επιδιώκεται η έκδοση του εφεσίβλητου και εάν θα έχει ικανοποιητική επανεκδίκαση στην απουσία ουσιαστικών εχέγγυων.

 

        Η νομολογία αναγνωρίζει τη δραστικότητα του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ώστε άτομο το οποίο τελεί υπό παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε από κρατικές Αρχές, είτε από ιδιώτη, να δύναται να απελευθερωθεί άμεσα.  Όπου διαπιστώνεται το παράνομο της κράτησης, το ένταλμα εκδίδεται ex debito justitiae και σε τέτοια περίπτωση η θεραπεία δεν παρέχεται κατά διακριτική ευχέρεια.  Ταυτόχρονα, το Habeas Corpus δεν αποτελεί τιμωρητικό μέτρο, ούτε μέτρο για αποζημίωση, εμπίπτει δε στην πολιτικής φύσεως δικαιοδοσία, (Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 20).

 

        Έχει επίσης αναγνωρισθεί από τη νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εξέταση αιτήματος για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, δεν επενεργεί ως Εφετείο.  Δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση, αλλά περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογούσε την έκδοση και κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου, (Μελά (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199, Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191 και Katcho (2004) 1 Α.Α.Δ. 793).  Γενικά για το θέμα σχετικό είναι το σύγγραμμα του Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» παρ. 3.18 και 3.19).

 

        Συναφώς προς τα ανωτέρω που είναι γενικής φύσεως με αναφορά στο ένταλμα Habeas Corpus, πρέπει να λεχθούν συμπληρωματικά και τα εξής: ιδιαιτέρως ως προς τις διαδικασίες που αφορούν θέματα έκδοσης φυγοδίκων, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ο γενικός κανόνας ότι τα συμβαλλόμενα με τη Σύμβαση κράτη μέλη υπέχουν σχέση αμοιβαιότητας στην τήρηση των αντίστοιχων συμβατικών τους υποχρεώσεων σεβόμενα ταυτόχρονα τη διαφορετικότητα των νομικών συστημάτων και διαδικασιών.  Η νομοθεσία που διέπει τις εκδόσεις φυγοδίκων, όπως και εκείνη που διέπει την αναζήτηση και παράδοση εκζητουμένων προσώπων και οι αντίστοιχες Ευρωπαϊκές Συμβάσεις ή Αποφάσεις-Πλαίσιο, στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στο ποινικό σύστημα απονομής  της  δικαιοσύνης  και   στην   τήρηση   των  αρχών που  καθορίζονται  από το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1Α.Α.Δ 1764, και Gomes v. Government of Trimidal and Tobago (2009) UKHL 21).

 

        Η διακρατική συνεργασία επί των πιο πάνω θεμάτων είναι ένας από τους στόχους της αμοιβαιότητας που είναι αναγκαία για την ευόδωση του ευρύτερου σκοπού της καταπολέμησης του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα, (Περέλλα (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 344, In re Hachem (1991) 1 Α.Α.Δ. 182), στο πλαίσιο δε αυτό δίδεται ευρεία και φιλελεύθερη ερμηνεία στα σχετικά νομοθετικά κείμενα (Petrov (1996) 1 Α,Α,Δ, 856, και In re Mechanov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην υπό κρίση εφεσιβαλλόμενη απόφαση ότι ο χρόνος που είχε παρέλθει μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της έκδοσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ήταν υπερβολικός και καθοριστικής σημασίας υπό το φως των προνοιών, μεταξύ άλλων, και του άρθρου 3 του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, ενώ με αναφορά στην υπόθεση Kakis v. Republic of Cyprus (1978) 2 All E.R. 634, η παρέλευση του χρόνου συναρτάται άμεσα με τις επιπτώσεις που δυνατόν να υπάρξουν σε σχέση με το υπό έκδοση πρόσωπο.  Η έκδοση δεν θα πρέπει να αποτελεί άδικο ή καταπιεστικό μέτρο, δηλαδή, δεν θα πρέπει στο υπό έκδοση πρόσωπο να προκαλείται αδικία, αλλά ούτε και θα πρέπει εξ αιτίας της έκδοσης το πρόσωπο αυτό να αντιμετωπίζει δυσκολίες συνεπεία αλλαγών που έχουν επισυμβεί στις προσωπικές του περιστάσεις. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στη βάση των τεθέντων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου γεγονότων δεν προέκυπτε γνώση του εφεσίβλητου για το αποτέλεσμα της έφεσης στις 17.5.2000, αλλά ούτε και γνώση για την επανεκδίκαση της υπόθεσης του στις 27.6.2000.  Το Δικαστήριο δεν θεώρησε ούτε ότι ο εφεσίβλητος ήταν υπαίτιος για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην μη έκτιση της ποινής που του είχε εν τέλει επιβληθεί το 2008.  Αναγνωρίζοντας  ότι δεν φαίνονταν να υπήρχαν κάποιες άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις εξ αιτίας των οποίων θα μπορούσε με βεβαιότητα να λεχθεί ότι σε περίπτωση επανεκδίκασης με την επιστροφή του εφεσίβλητου στη Ρωσία θα καταστρατηγείτο το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, το Δικαστήριο έκρινε εν τούτοις ότι η παρέλευση μέχρι τότε των 14 και πλέον ετών από τη διάπραξη του αδικήματος, επενεργεί αυτοτελώς ως παράγοντας που θα μπορούσε να οδηγήσει στο αποτέλεσμα να μην έχει δίκαιη δίκη.  Αυτό, στη βάση της λογικής αντίληψης ότι η οποιαδήποτε επανεκδίκαση θα διεξαχθεί στη βάση μαρτυρίας και το μνημονικό των ατόμων που είχαν βιώσει το συγκεκριμένο επεισόδιο το βράδυ της 19.1.2000.

 

        Η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου δεν είναι ορθή.

 

        Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αποφασίζοντας την έκδοση του εφεσίβλητου προέβη σε αριθμό διαπιστώσεων όπως καταγράφονται στις σελ. 53-57 της απόφασης του.  Συνοπτικά έκρινε ότι όλα τα αναγκαία έγγραφα από πλευράς της Ρωσικής Ομοσπονδίας είχαν αποσταλεί στις Κυπριακές Αρχές από τα οποία και προέκυπτε ότι υπήρχε καταδικαστική απόφαση στις 21.7.2008, η ποινή της οποίας δεν εκτελέστηκε, ότι το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο εφεσίβλητος τιμωρείται στη βάση του άρθρου 111 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας με ποινή φυλάκισης μέχρι 8 χρόνια, ότι το αδίκημα ήταν αυτό της σκόπιμης πρόκλησης βαριάς κάκωσης στην υγεία και ότι ο εφεσίβλητος ήταν όντως το πρόσωπο στο οποίο αφορούσε το αίτημα έκδοσης.  Διαπίστωσε επίσης ότι στις 3.11.2009, η Ρωσική Ομοσπονδία εξέδωσε διεθνές ένταλμα σύλληψης λόγω του ότι ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε τη χώρα από τον Οκτώβριο του 2000, ότι ο λόγος της αναζήτησης της έκδοσης ήταν για να εκτίσει ο εφεσίβλητος την ποινή της πενταετούς φυλάκισης και ότι δυνάμει του Δευτέρου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε από τη Ρωσική Ομοσπονδία, θα παρασχεθούν στον εφεσίβλητο  σε περίπτωση έκδοσης όλες οι δυνατότητες υπεράσπισης με την ταυτόχρονη διασφάλιση των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων και ότι θα έχει το δικαίωμα να ζητήσει επανεκδίκαση, όπως και να καταχωρήσει έφεση εναντίον της καταδικαστικής απόφασης.  Το Δικαστήριο προέβη εν τέλει και σε εύρημα ότι το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε και που είναι αντίστοιχο με αδικήματα που καλύπτονται από τον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154, δεν έχει παραγραφεί και ότι η έκδοση του δεν υποκινείται από αλλότρια κίνητρα στη βάση φυλετικής, θρησκευτικής ή εθνικής διάκρισης ή για τα πολιτικά του φρονήματα. 

 

        Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η εκδίκαση της νέας υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου έγινε στην απουσία του στις 21.7.2008 διότι δεν είχε γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια κλήτευσης του από τις αρμόδιες αρχές και συνεπώς δεν είχε ούτε νομική εκπροσώπηση.  Δεν ήταν όμως παρών ούτε και κατά την ακρόαση της έφεσης που είχε διεξαχθεί  προγενέστερα στις 17.5.2000.  Αυτό διότι η ειδοποίηση που του είχε κοινοποιηθεί για σκοπούς έφεσης δεν καθιστούσε απαραίτητη την παρουσία του.  Ο εφεσίβλητος τότε διέμενε σε άλλη διεύθυνση.  Η ειδοποίηση για την έφεση, είχε κοινοποιηθεί στο δικηγόρο του εφεσίβλητου, αλλά δεν υπήρχε από το προσκομισθέν κείμενο της απόφασης στην έφεση, ένδειξη κατά πόσο όντως ο δικηγόρος εκπροσώπησε τον εφεσίβλητο.

 

        Όμως από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, καθώς και από αυτά που επισυνάφθησαν στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας Δημοκρατίας, προκύπτουν ως αδιαμφισβήτητα τα εξής δεδομένα: ο εφεσίβλητος ήταν υπό δικαστική απαγόρευση αλλαγής τόπου διαμονής ή εργασίας χωρίς προηγούμενο δικαστικό διάταγμα.  Ο ίδιος είχε δηλώσει στην ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μαρτυρία του ότι σε οποιαδήποτε από τις δύο διευθύνσεις διέμενε και αν αποστέλλοντο τα έγγραφα της δικαστικής διαδικασίας, αυτός θα τα παραλάμβανε.  Μια εκ των διευθύνσεων ήταν η Τσακάλοφ 6 στην πόλη Κριμσκ, όπου και πράγματι, σύμφωνα με το Τεκμήριο 8, του απευθύνθη και του επιδόθηκε η σχετική ειδοποίηση περί του ορισμού της έφεσης στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Κρασνοντάρ στις 17.5.2000.  Η ειδοποίηση αυτή κοινοποιήθηκε επίσης σύμφωνα με το ίδιο τεκμήριο και στο δικηγόρο υπεράσπισης.

 

        Περαιτέρω, στο σχετικό πρακτικό της υπόθεσης 1-621 που τηρήθηκε από το πιο πάνω Δικαστήριο τον Ιούνιο 2000, καταγράφηκε ότι ο εφεσίβλητος δεν παρουσιάστηκε παρά το γεγονός ότι ήταν επαρκώς ενημερωμένος για την ημερομηνία και την ακρόαση της έφεσης, πλην όμως για άγνωστους λόγους παρέλειψε να εμφανιστεί.  Από δε τα πρόσθετα έγγραφα, παρουσιάζεται ότι ο εφεσίβλητος αν και ενήμερος της επόμενης διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Κριμσκ στις 27.6.2000, και πάλι δεν εμφανίστηκε.  Η εκδίκαση της υπόθεσης του τότε δεν ήταν δυνατή με βάση το ισχύον Ρωσικό Δίκαιο, το οποίο τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.  Στο μεταξύ, όμως, με δική του παραδοχή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε τη χώρα του τον Οκτώβριο 2000.

 

Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, οι λόγοι έφεσης που αφορούν στη λανθασμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε γνώση της ημερομηνίας ακρόασης της έφεσης  είναι ορθοί.  Συνάγεται από τα έγγραφα που πρωτοδίκως κατατέθηκαν ότι ο εφεσίβλητος, αλλά και ο δικηγόρος του, γνώριζαν για την ημερομηνία εκδίκασης της έφεσης στις 17.5.2000, η επίδοση δε που έγινε στον ίδιο τον εφεσίβλητο στην οδό Τσακάλοφ 6, ήταν έγκυρη εφόσον ο ίδιος δήλωσε ότι σε οποιαδήποτε από τις δύο διευθύνσεις που διατηρούσε και αν επιδιδόταν η ειδοποίηση αυτή θα την παραλάμβανε.  Το ότι δεν εμφανίστηκε στην έφεση ο ίδιος ήταν μια επιτρεπόμενη εκ μέρους του αντιμετώπιση της ειδοποίησης, η οποία καθόριζε στον τύπο της ότι δεν χρειαζόταν η παρουσία του.  Όμως από τα έγγραφα, εκείνο που εν τέλει εμφανώς προκύπτει είναι ο ίδιος ο εφεσίβλητος και ο δικηγόρος είχαν δεόντως ειδοποιηθεί.  Και αυτό είναι το ουσιώδες.  Επομένως, η άγνοια του αποτελέσματος της έφεσης οφειλόταν στον ίδιο τον εφεσίβλητο και όχι σε πρόβλημα μη έγκαιρης ειδοποίησης από τις Ρωσικές Αρχές.

 

Ο λόγος έφεσης που αφορά στο άγνωστο του χρόνου που ο εφεσίβλητος έφυγε από τη χώρα του είναι επίσης ορθός εφόσον υπήρχε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού η σαφής δήλωση του ιδίου του εφεσίβλητου ότι έφυγε από τη Ρωσική Ομοσπονδία τον Οκτώβριο 2000.  Επίσης προκύπτει ως παραδεκτό γεγονός ότι όταν στον εφεσίβλητο επεβλήθη η σχετική ποινή των τεσσάρων ετών με τριετή αναστολή, του είχε επιβληθεί όρος να μην αλλάξει τη μόνιμη διαμονή του, αλλά και τον τόπο της εργασίας του, χωρίς άδεια.  Πρόδηλα επομένως ο εφεσίβλητος εγκαταλείποντας τη Ρωσική Ομοσπονδία εντός της περιόδου αναστολής και μάλιστα σε σύντομο χρόνο μετά την εν λόγω καταδίκη του το Μάρτιο 2000, παρέβη τους όρους της τότε επιβληθείσας ποινής και θεωρείτο πλέον φυγόδικος, ενώ βεβαίως δεν εμφανίστηκε ούτε στις 27.6.2000, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Κρίμσκ, ενώ σύμφωνα με τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν στη Δημοκρατία, και τα οποία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, φανερώνεται ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε για τον χρόνο και τόπο της εκ νέου ακρόασης.  Αυτό οδήγησε στην έκδοση εντάλματος σύλληψης προς εντοπισμό του.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν υπαίτιος για την καθυστέρηση που σημειώθηκε αναφορικά με τη μη έκτιση από αυτόν της ποινής που του είχε επιβληθεί, ελέγχεται συνεπώς ως λανθασμένη.  Αυτή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου χρησιμοποιήθηκε και ως προς την κατάληξη του ότι ο διαρρεύσας χρόνος ήταν κατά συνέπεια καθοριστικός. 

 

        Η νομολογία, όπως ιδιαιτέρως την έχουν αναπτύξει και οι δύο συνήγοροι κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης, θεωρεί τον χρόνο που έχει διαρρεύσει μεταξύ της διάπραξης ενός αδικήματος και της έκδοσης του ατόμου που εμπλέκεται στο αδίκημα ή έχει καταδικαστεί γι΄ αυτό, ως ιδιάζουσας σημασίας μόνο στις περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή καταδικασθείς δεν ευθύνεται καθόλου για την καθυστέρηση, ενώ από την άλλη το αιτόν κράτος είναι το ίδιο υπεύθυνο για υπαίτια καθυστέρηση στην αναζήτηση της έκδοσης του ατόμου.  Μόνο όπου το κράτος είναι  υπαίτιο για τέτοια καθυστέρηση, αλλά και στην περίπτωση όπου το αιτόν κράτος είχε κοινοποιήσει την πρόθεση του στο κατηγορηθέν ή καταδικασθέν άτομο ότι δεν θα προωθούσε την υπόθεση εναντίον του, ο παράγων της διέλευσης του χρόνου αποκτά σημασία.  Όπου η καθυστέρηση που έχει σημειωθεί οφείλεται στον ίδιο τον φυγόδικο, τότε αυτός δεν μπορεί να επωφεληθεί από την εκ προθέσεως φυγοδικία του, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως άδικη ή καταπιεστική η εκ των υστέρων έκδοση του.  Σχετικές είναι οι υποθέσεις Gomes v. Government of Trinidad and Tobago (2009) 3 All E.R. 549, και Krzyzowski (2007) EWHC 2754).

 

        Η πάροδος του χρόνου δεν αποτελεί παράγοντα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, (Γενικός Εισαγγελέας ν. Mrwkwa Πολ. Έφ. αρ. 41/14 ημερ. 5.3.2014), στην ίδια την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Έκδοση Φυγοδίκων, που καταρτίστηκε στο Παρίσι στις 13.12.1957, όπως κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με το Νόμο αρ. 95/70, προνοείται όμως στο άρθρο 10(3)(β) στον ημεδαπό Νόμο αρ. 97/1970, η περίπτωση όπου η πάροδος μακρού χρόνου θα αποτελούσε, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, «άδικο ή καταπιεστικό μέτρο».  Εξυπακούεται από το λεκτικό της νομοθεσίας ότι εάν ευθύνεται ο ίδιος ο φυγόδικος για τη σημειωθείσα καθυστέρηση, το σχετικό άρθρο δεν έχει εφαρμογή.  Η θέση αυτή σημειώθηκε νωρίς στη νομολογία όταν η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Kakis v. Government of the Republic of Cyprus - ανωτέρω - με αναφορά στο αντίστοιχο άρθρο 8(3) του Fugitive Offenders Act, 1967, αποφάσισε ότι η έννοια του «άδικου» σχετίζεται πρωτίστως με τον κίνδυνο δυσμενούς επηρεασμού του κατηγορουμένου κατά τη διεξαγωγή της δίκης του, το δε «καταπιεστικό» σχετίζεται με την αλλαγή στις προσωπικές περιστάσεις κατά την περίοδο του χρόνου που έχει διαρρεύσει. Αν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο τον φυγόδικο με το να εγκαταλείψει τη χώρα ή να αποκρύπτει τις κινήσεις του ώστε να αποφεύγει τη σύλληψη, τότε η έκδοση δεν μπορεί να θεωρείται ως άδικη και καταπιεστική.  Ο λόγος αυτός της Kakis, ασχέτως του αποτελέσματος της ίδιας της υπόθεσης, υιοθετήθηκε στη Νικολαΐδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1964, την Ahmed Yousef Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56 και στις In Re Tarling (1979) 1 All E.R. 981 και Ali Secretary of State (1984) 1 All E.R. 1009.

 

        Σημειώνεται ότι στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου της Σκωτίας στην Slawomir Laguniοnek v The Lord Advodate (2015) HCJAC 53, λέχθηκε ότι από την ώρα που ο εφεσείων διαπιστώθηκε ως φυγόδικος, αυτό έθετε σχεδόν κατ' αυτόματο τρόπο εμπόδιο σε εισήγηση μη έκδοσης λόγω παρόδου χρόνου, εκτός και αν ο φυγόδικος μπορούσε να τεκμηριώσει "serious injustice or oppression".

 

        Έχει ήδη αναφερθεί προηγουμένως ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε συγκεκριμένες ιδιαίτερες περιστάσεις λόγω των οποίων η επανεκδίκαση της  υπόθεσης, ως αποτέλεσμα της έκδοσης του εφεσίβλητου, θα οδηγούσαν σε καταστρατήγηση της δίκαιης δίκης.  Με αυτό το δεδομένο, η κατάληξη ότι η παρέλευση του χρόνου θα επηρέαζε την προοπτική της διεξαγωγής δίκαιης δίκης που καλύπτεται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αναφορά και μόνο, «.. στη βάση μαρτυρίας η οποία θα πρέπει να προκύψει, απλά, από τις θύμησες των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν βιώσει το συγκεκριμένο επεισόδιο, το βράδυ της         19.1.2000», είναι πραγματικά και νομικά αστήρικτη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε λάθος στο να αναγάγει μια θεωρητική προσέγγιση του θέματος σε βεβαιότητα ότι θα υπάρξει καταστρατήγηση της δίκαιης δίκης χωρίς να  υπάρχουν ενώπιον του συγκεκριμένα δεδομένα, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η διαβεβαίωση των αρχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας ότι θα παρασχεθούν στον εφεσίβλητο όλες οι αναγκαίες διασφαλίσεις ώστε αυτός να έχει πλήρη δικαιώματα υπεράσπισης σύμφωνα με το άρθρο 3 του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Έκδοση Φυγοδίκων.  Το Δεύτερο Πρωτόκολλο κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με το Νόμο αρ. 17/1984,  καθώς και από την Ρωσική Ομοσπονδία σύμφωνα με Πιστοποίηση του  Υπουργείου Εξωτερικών με τον περί Αποδείξεως Διεθνών Συμβάσεων Νόμο αρ. 103(Ι)/2002.  Προς τούτο έχει δοθεί επίσημα εγγύηση από το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

 

        Το Δεύτερο Πρωτόκολλο προνοεί με το άρθρο 3(1) αυτού ότι σε περίπτωση έκδοσης προσώπου που καταδικάστηκε ερήμην το κράτος από το οποίο ζητείται η έκδοση μπορεί να αρνηθεί στην έκδοση αν φρονεί ότι η διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση δεν ικανοποίησε το ελάχιστο των δικαιωμάτων υπεράσπισης σε κατηγορούμενο, αλλά μπορεί, παρά ταύτα, να χωρήσει στην έκδοση αν το αιτούμενο κράτος παράσχει διαβεβαίωση που κρίνεται επαρκής ότι παρέχεται δικαίωμα επανεκδίκασης κατά την οποία τα δικαιώματα υπεράσπισης διασφαλίζονται.  Να σημειωθεί ότι το Αγγλικό κείμενο του άρθρου 3.1 του Δεύτερου Πρωτόκολλου χρησιμοποιεί τη λέξη "shall", ενώ το Ελληνικό κείμενο τη λέξη «μπορεί».

 

  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αποδέχθηκε την πιο πάνω επίσημη διαβεβαίωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να αμφισβητεί το δικαίωμα επανεκδίκασης, εντάσσει στο σκεπτικό του τον παράγοντα χρόνου ως καθιστούντα αναποτελεσματικό από το δικαίωμα.  Όμως  αυτό εξουδετερώνει ανεπίτρεπτα μια επίσημη δήλωση ενός συμβαλλόμενου κράτους ότι θα παρασχεθούν στον εφεσίβλητο όλα τα δικαιώματα υπεράσπισης καθιστώντας τη δίκαιη δίκη πρακτικώς εφαρμόσιμη.  Όπως αναφέρθηκε στην Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα - ανωτέρω - θα ήταν εξαιρετικά άκομψο για τις δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας χωρίς στέρεη πραγματική βάση να θεωρούν ότι το ποινικό σύστημα άλλης χώρας και η εκεί ποινική μεταχείριση δεν είναι επαρκής.  Ούτε, όπως αποφασίστηκε στην εν λόγω υπόθεση, έχει σημασία ότι η Ρωσική Ομοσπονδία κύρωσε το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο μετά τη διάπραξη του αδικήματος.  Αντίθετα με την κύρωση δόθηκαν δικαιώματα στον εφεσίβλητο.  Η υπόθεση Sejdovic v. Italy Appl. No. 56581/00, ημερ. 1.3.2006, της Μείζονος Σύνθεσης του Ε.Δ.Α.Δ., δεν έχει εδώ εφαρμογή ούτε ως προς τα πραγματικά, ούτε ως προς τα νομικά ζητήματα.

 

Επομένως, η επανεκδίκαση της υπόθεσης με τα όποια υπερασπιστικά δικαιώματα του εφεσίβλητου, πρέπει να θεωρείται δεδομένη.  Σ΄ εκείνο το στάδιο και στη Ρωσική δικαιοδοσία είναι που πρέπει να τεθούν και οποιαδήποτε άλλα ζητήματα που θίγει ο συνήγορος του εφεσίβλητου, ως προς την έγκαιρη καταχώρηση της έφεσης από την καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου του Κρίμσκ, υπό το φως του γεγονότος ότι η έφεση έγινε δεκτή, θεωρήθηκε έγκυρη, και δεν υπήρξε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού τέτοια εισήγηση.

 

  Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση καθώς και η διαταγή εξόδων παραμερίζεται.  Ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εφεσίβλητου με συνακόλουθη την κράτηση του μέχρις ότου χωρήσει η έκδοση.

 

  Δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων επί της εφέσεως.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

/ΕΘ/νχ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο