ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A185
(2016) 1 ΑΑΔ 926
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 346/14)
31 Μαρτίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155, ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΡΩΓΗ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (ΚΥΡ. ΝΟΜΟΣ 2(ΙΙΙ)/2000) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 23(Ι)/2001
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 16, 17, 19, 23, 30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΡΕΡΙΩΝ, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 183(1)/07, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 92(1)/96 ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2006/24/ΕΚ, ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ STEVEN JAMES MORAN ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6/3/2014 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ
_________________________
Ε. Πελεκάνος, για Ε. Πελεκάνος & Σία, για τον Εφεσείοντα
Π. Ευθυβούλου, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - Εφεσίβλητο
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε αίτημα για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος τύπου Certiorari, με σκοπό την ακύρωση του εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 6.3.2014.
Με το επίδικο ένταλμα έρευνας εξουσιοδοτείτο η έρευνα της οικίας και των υποστατικών του Εφεσείοντα - Αιτητή που βρίσκονται στο χωριό Άγιος Τύχωνας της Επαρχίας Λεμεσού και συγκεκριμένων οχημάτων του, με την αιτιολογία ότι στα εν λόγω υποστατικά και οχήματα «φυλάσσονται τεκμήρια, όπως ηλεκτρονικοί υπολογιστές, σκληροί δίσκοι (hard drivers), κινητά τηλέφωνα, κάρτες κινητής τηλεφωνίας, συσκευές αποθήκευσης δεδομένων (USB keys) και έγγραφα που σχετίζονται με υπόθεση που διερευνάται από τις Βρετανικές αρχές, σε συνεργασία με τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας που στη Νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστοιχούν με αδικήματα: 1. συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, 2. απάτης και 3. νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες».
Αρχικά, είχε χορηγηθεί άδεια για καταχώρησης αίτησης για έκδοση του προαναφερόμενου προνομιακού εντάλματος. Είχε προηγηθεί η έκδοση του εν λόγω εντάλματος έρευνας, κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας, το οποίο υποβλήθηκε μετά από αίτημα νομικής συνεργασίας που υποβλήθηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα (Κυρωτικός Νόμος 2(ΙΙΙ)/2000), και του άρθρου 9 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου, αρ. 23(Ι)/2001, από τις Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες διερευνούσαν τα προαναφερόμενα αδικήματα εις βάρος του Εφεσείοντα.
Το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί στη βάση του περιεχομένου πολυσέλιδης ένορκης δήλωσης του Αρχιαστυφύλακα 3498 που υπηρετεί στο ΤΑΕ Λεμεσού. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, ο Εφεσείων είναι μέλος οργανωμένης εγκληματικής ομάδας, της οποίας οι δραστηριότητες επεκτείνονται, εκτός από την Κύπρο, και στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία. Απώτερος σκοπός των ενεργειών της εγκληματικής ομάδας είναι η εξαπάτηση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και του Τελωνείου του Ηνωμένου Βασιλείου και η κλοπή, από τις υπηρεσίες αυτές, χρημάτων με τη χρήση πολύπλοκου συστήματος κατάλληλα σχεδιασμένου για το σκοπό αυτό. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, η απάτη χρονολογείται από τον Ιανουάριο του 2011 και μέχρι τον Οκτώβριο του 2014, όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, είχαν κλαπεί τουλάχιστον τριάντα εκατομμύρια αγγλικές λίρες.
Ήταν η θέση του Εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία για προνομιακό ένταλμα, ότι το επίδικο ένταλμα έρευνας ήταν αναιτιολόγητο και παράνομο και ότι είχε εκδοθεί καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, παραβιάζοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 16.2 του Συντάγματος, τις πρόνοιες του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και τις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου 23(Ι)/2001. Ήταν, επίσης, θέση του Εφεσείοντα, στην πρωτόδικη διαδικασία, ότι το επίδικο ένταλμα έρευνας ήταν άκυρο, στο βαθμό και την έκταση που, με αυτό, εξουσιοδοτείτο η Αστυνομία να κατάσχει κινητά τηλέφωνα και κάρτες κινητής τηλεφωνίας, καθότι εκδόθηκε κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου 92(Ι)/1996 και του Νόμου 183(Ι)/2007 και, συνεπώς, και κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος.
Στην πρωτόδικη διαδικασία, εκ μέρους του Καθ΄ου η αίτηση - Εφεσίβλητου, προβλήθηκε η θέση ότι η αιτιολόγηση του εντάλματος έρευνας ήταν ικανοποιητική, εφόσον ο πρωτόδικος Δικαστής, ο οποίος είχε εκδώσει το ένταλμα, είχε ικανοποιηθεί για την αναγκαιότητά του, και η έκδοση του εντάλματος ήταν μέσα στα πλαίσια του άρθρου 27 του Κεφ. 155 και της Νομολογίας. Ήταν επίσης η θέση του Καθ΄ου η αίτηση - Εφεσίβλητου, ότι η έκδοση του εντάλματος έρευνας ήταν αποτέλεσμα ορθής άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου που το εξέδωσε, και ότι αιτιολογείτο η έκδοσή του, από την επαρκή μαρτυρία που το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιόν του, σε σχέση με τα αναζητούμενα τεκμήρια.
Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε της αιτήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος, θεώρησε ότι δεν είχε γίνει οποιαδήποτε παράβαση του Άρθρου 16.2 του Συντάγματος και του άρθρου 27 του Κεφ. 155. Κατά την κρίση του, τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστή, ο οποίος εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, με την ένορκη δήλωση του Αρχιαστυφύλακα Οντέτση, δικαιολογούσαν την έγερση συγκεκριμένων και εύλογων υποψιών που συνέδεαν τα προαναφερόμενα αντικείμενα, αφενός με την πιθανή διάπραξη των επίδικων αδικημάτων και, αφετέρου, με το χώρο της κατοικίας και των αυτοκινήτων του Εφεσείοντα, που θα ερευνούνταν. Ο αδελφός Δικαστής αναφέρθηκε σε σχετική Νομολογία και, ειδικά, στις αποφάσεις Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656 και Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094. Όπως αποφασίστηκε στην Αντωνίου (ανωτέρω), η υπογραφή του εντάλματος έρευνας από τον αρμόδιο Δικαστή δεν παραπέμπει σε εύλογη υποψία εκ μέρους του Αστυφύλακα, ο οποίος ορκίζεται την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, αλλά δείχνει πως αυτή (η εύλογη υποψία) ήταν η κατάληξη και η κρίση του ίδιου του Δικαστή επί του θέματος.
«Αυτή η κατάληξη υπογραμμένη από τον ίδιο τον Δικαστή είναι δική του και κανενός άλλου, ενσωματώνει τη δική του υποψία στη βάση των δεδομένων που ενόρκως τέθηκαν ενώπιον του και δε μπορώ να συμμεριστώ τις σκέψεις του αιτητή.».. (δέστε Αντωνίου (ανωτέρω))
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παράβαση του άρθρου 9 του Νόμου 23(Ι)/2001, ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής, ο οποίος απέρριψε το αίτημα για προνομιακό ένταλμα, αναφέρθηκε στην πρόνοια του άρθρου 9 για ανάθεση του αιτήματος της ξένης χώρας, στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και παρατήρησε ότι Εισαγγελική Αρχή, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις τους άρθρου 2 του Νόμου εκείνου, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τον Αρχηγό Αστυνομίας. Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα των αρμοδίων Αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου για νομική συνεργασία, ημερομηνίας 13.2.2014, παραλήφθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στις 14.2.2014 και διαβιβάστηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας. Ακολούθως, υποβλήθηκε ιεραρχικά στον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού και, μέσω του υπεύθυνου του ΤΑΕ Λεμεσού, ανατέθηκε στον Αρχιαστυφύλακα 3498 Οντέτση, με γραπτές οδηγίες για την εκτέλεσή του. Στη βάση των προαναφερομένων, ο αδελφός Δικαστής συμπέρανε ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε υπέρβαση εξουσίας ή έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού σε σχέση με την εξέταση του αιτήματος για έκδοση εντάλματος έρευνας.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό για παράβαση του Νόμου 92(Ι)/1996, του Νόμου 183(Ι)/2007 και του Άρθρου 17 του Συντάγματος, ο αδελφός Δικαστής έκρινε ότι δεν ετίθετο θέμα παράβασης των προαναφερόμενων προνοιών, εφόσον ο Εφεσίβλητος - Καθ΄ου η αίτηση ουδέποτε ζήτησε τη δικανική επεξεργασία των αναζητουμένων αντικειμένων και το διάβημά του περιοριζόταν μόνο στην έκδοση εντάλματος έρευνας, με σκοπό την παραλαβή των προαναφερόμενων αντικειμένων και την παράδοσή τους, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διεθνείς συμβατικές υποχρεώσεις της Δημοκρατίας, στις Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Σημείωσε, συναφώς, ότι στην προαναφερόμενη ένορκη δήλωση του Αρχιαστυφύλακα Οντέτση, αναφερόταν ότι η έρευνα θα γινόταν «με σκοπό τον εντοπισμό, περισυλλογή και φύλαξη τεκμηρίων .. στα πλαίσια της υπό διερεύνηση υπόθεσης». Με το επίδικο ένταλμα έρευνας, εξουσιοδοτούνταν οι Αστυνομικές Αρχές όπως, μεταξύ άλλων, ερευνήσουν για τα αναφερόμενα πράγματα και, αν αυτά, ή μέρος αυτών, ευρεθούν κατά την έρευνα, να παρουσιαστούν ενώπιον Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου για να τύχουν μεταχείρισης, σύμφωνα με το Νόμο. Από τα προαναφερόμενα, ήταν προφανές για τον αδελφό Δικαστή, ότι η έρευνα για την ανεύρεση των αντικειμένων και εγγράφων που προσδιορίζονταν στο ένταλμα, συμπεριλαμβανομένων των κινητών τηλεφώνων και των καρτών κινητής τηλεφωνίας, θα γινόταν για σκοπούς παραλαβής, φύλαξης και παράδοσής τους στην Αρμόδια Αρχή ή το Δικαστήριο, κατά τα προβλεπόμενα στο Νόμο και τίποτε πέραν αυτού. Επομένως, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για οποιανδήποτε επεξεργασία των προσωπικών και άλλων δεδομένων του Εφεσείοντα που, ενδεχομένως, να περιέχονται ή να σχετίζονται με τα προαναφερόμενα αντικείμενα και, συνεπώς, ο ισχυρισμός του Αιτητή - Εφεσείοντα για παραβάσεις των σχετικών νομοθετικών και συνταγματικών διατάξεων, ήταν ανεδαφικός.
Με την υπό εξέταση έφεση, η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη, με τους εξής λόγους έφεσης:
1. Λανθασμένα τo πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 16.2 του Συντάγματος και του άρθρου 27 του Νόμου περί Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155 για έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας
2. Λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Νόμου 23(Ι)/2001 και ότι δεν υπήρχε έλλειψη δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου που εξέδωσε το επίδικο ένταλμα και
3. Λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα - Αιτητή για παράβαση του Νόμου 92(Ι)/1996, του Νόμου 183(Ι)/2007 και, κατά συνέπεια, και των συνταγματικών δικαιωμάτων του Εφεσείοντα δυνάμει των Άρθρων 15, 16 και 17 του Συντάγματος, επειδή το ένταλμα έρευνας δεν προέβλεπε οποιαδήποτε επεξεργασία των προσωπικών και άλλων δεδομένων που περιείχοντο στα κατασχεθέντα αντικείμενα, είναι ανεδαφικός.
Μελετήσαμε με πολλή προσοχή τους λόγους έφεσης και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι κανένας από αυτούς δεν ευσταθεί.
Ο πρώτος λόγος αφορά, ουσιαστικά, στην κατ΄ισχυρισμό ανυπαρξία ικανοποιητικής μαρτυρίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε το ένταλμα έρευνας. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, η θέση που προβάλλεται στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης για έκδοση εντάλματος έρευνας, ότι στην οικία και τα οχήματα του Εφεσείοντα οι Ανακριτικές Αρχές ελπίζουν να βρουν αντικείμενα για τα οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχουν απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, δεν είναι επαρκής. Ούτε και είναι αρκετό, στο ένταλμα έρευνας, το Δικαστήριο που το εξέδωσε απλά να αναπαράγει την εύλογη υποψία που κατ΄ισχυρισμό έχει ο Αστυνομικός που ορκίστηκε. Ο ευπαίδευτος συνήγορος, προς επίρρωση των υποβολών του, αναφέρθηκε ειδικά στις υποθέσεις Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282 και Χρυσάνθου (2008) 1 Α.Α.Δ. 175.
Στην προκείμενη περίπτωση, η ένορκη δήλωση του Αρχιαστυφύλακα Οντέτση, αναφέρει λεπτομερώς τα αδικήματα που διερευνούν οι Βρετανικές Αρχές εναντίον του Εφεσείοντα, την κατ΄ισχυρισμό συμμετοχή του Εφεσείοντα σ΄αυτά, και την αντιστοιχία των αδικημάτων που διερευνούν οι Βρετανικές Αρχές με αδικήματα που υπάρχουν στην έννομη τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ένορκη δήλωση καταλήγει ως εξής:
«Εν όψει των πιο πάνω αιτούμαι από το σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας της πιο πάνω οικίας, υποστατικών και των αυτοκινήτων του πιο πάνω προσώπου για ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη αναζητούμενων τεκμηρίων, όπως ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σκληρούς δίσκους (hard drives), κινητά τηλέφωνα, κάρτες κινητής τηλεφωνίας, συσκευές αποθήκευσης δεδομένων (usb keys), έγγραφα και άλλα τεκμήρια που τυχόν εντοπιστούν και σχετίζονται με την πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, παρακαλώ.»
Στο ένταλμα έρευνας, το οποίο απευθύνεται προς τον Αρχηγό Αστυνομίας και όλους τους άλλους Αστυνομικούς στην Κύπρο, αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι, από την ένορκη δήλωση του κ. Οντέτση του ΤΑΕ Λεμεσού, διαφαίνεται εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία, υποστατικά και οχήματα του Εφεσείοντα, η οποία βρίσκεται στην οδό Αγίου Τύχωνα, αρ. 57β στη Λεμεσό, φυλάσσονται τα προαναφερόμενα τεκμήρια και έγγραφα που σχετίζονται με υπόθεση που διερευνάται από τις Βρετανικές Αρχές σε συνεργασία με τις Κυπριακές Αρχές και αντιστοιχούν στα προαναφερόμενα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της απάτης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ενόψει των προαναφερομένων, με το ένταλμα, εξουσιοδοτείται και καλείται ο Αρχηγός Αστυνομίας και όλοι οι άλλοι Αστυνομικοί στην Κύπρο να μπουν στην προαναφερόμενη κατοικία και υποστατικά του Εφεσείοντα, και σε δύο συγκεκριμένα αυτοκίνητά του με αρ. εγγραφής KVW 873 και MBA 226, και με επιμέλεια να τα ερευνήσουν για τα προαναφερόμενα πράγματα και «αν αυτά ή μέρος αυτών ευρεθούν κατά την έρευνα να φέρετε πράγματα που θα βρεθούν ενώπιόν μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου για να τύχουν μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο».
Το ένταλμα έρευνας καταλήγει ως εξής: «Με βάση το περιεχόμενο του όρκου, το οποίο έχω διαβάσει προσεκτικά, κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υποψίες εναντίον του υπόπτου ... που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος και ως εκ τούτου έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος με βάση το περιεχόμενο του όρκου, σύμφωνα με το Σύνταγμα, το νόμο και τη νομολογία ..»
Από τα προαναφερόμενα στοιχεία είμαστε ικανοποιημένοι ότι ο ίδιος ο Δικαστής που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, ικανοποιήθηκε ως προς την ύπαρξη εύλογων υποψιών που δικαιολογούσαν την έκδοση του εντάλματος. Επιπρόσθετα, είμαστε ικανοποιημένοι ότι, με βάση την ένορκη δήλωση που είχε ενώπιόν του το Δικαστήριο, δημιουργείτο εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία, τα υποστατικά και τα οχήματα του Εφεσείοντα φυλάσσονταν τα αναφερόμενα στο ένταλμα, τεκμήρια και έγγραφα που σχετίζονται με την υπό διερεύνηση υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα. Σημειώνουμε, συναφώς, ότι στο Σύγγραμμα Γεώργιος Μ. Πικής - Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, στις σελίδες 69 και 70, αναγράφεται ότι: «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος» (δική μας η υπογράμμιση). Η προαναφερόμενη θέση βασίζεται στο άρθρο 27(β) του Κεφ. 155.
Στην υπόθεση Μηλιώτης (2006) 1 Α.Α.Δ. 12, αναφέρθηκε ότι «υπογράφοντας ο Δικαστής το επίδικο ένταλμα έρευνας σημείωσε πως είχε ικανοποιηθεί ο ίδιος για την ανάγκη έκδοσής του, όπως η ανωτέρω πρόνοια του Νόμου επιβάλλει.»
Στην αγγλική υπόθεση Inland Revenue Commissioners and another v Rossminster Ltd and related appeals (1980) 1 All ER 80, τονίστηκε ότι, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ρητά στο ένταλμα το γεγονός ότι ο ίδιος ο, εκδίδων το ένταλμα έρευνας, Δικαστής έχει ικανοποιηθεί για την αναγκαιότητα έκδοσής του.
Σχετική με την παρούσα υπόθεση είναι και η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΄Εκτορα Μακρίδη, Πολ. Έφ. 514/2012, ημερ. 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238, στην οποία τονίστηκε ότι το άρθρο 27 του Κεφ. 155 και το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος ικανοποιούνται εάν το Δικαστήριο εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα, με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση, η οποία υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας. Σημασία δηλαδή έχει, το συμπέρασμα ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιονδήποτε τόπο υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο, ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα, να είναι του Δικαστηρίου και όχι του ενόρκως δηλούντος (Δέστε επίσης Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207 στη σελίδα 216).
Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές, από το λεκτικό του εντάλματος έρευνας, ότι ο ίδιος ο Δικαστής έκρινε ότι υπήρχαν εύλογες υποψίες εναντίον του υπόπτου που δικαιολογούσαν την έκδοση του εντάλματος και το συμπέρασμά του βασιζόταν στην ενώπιόν του λεπτομερή και σαφή μαρτυρία. Η ένορκη δήλωση του Αρχιαστυφύλακα Οντέτση, που συνιστά και το υπόβαθρο των γεγονότων επί των οποίων βασίστηκε το αίτημα για έκδοση του, υπό κρίση, εντάλματος έρευνας, παραθέτει αναλυτικά τη φύση των υπό διερεύνηση αδικημάτων και τις συνθήκες της, κατ΄ισχυρισμόν, εμπλοκής του Εφεσείοντα-Αιτητή. Επεξηγείται, περαιτέρω, το πολύπλοκο σύστημα αφαίρεσης χρημάτων και εξαπάτησης της υπηρεσίας ΦΠΑ του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην κατ΄ ισχυρισμό εγκληματική συμπεριφορά κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζε λογισμικό κλήσεων μέσω διαδικτύου, γνωστό ως VOIP. Ακόμη, πάντα σύμφωνα με την προσφερθείσα μαρτυρία, ο Αιτητής κατά τις διάφορες συναντήσεις του με άλλα εμπλεκόμενα στα υπό εξέταση αδικήματα πρόσωπα μετέφερε μαζί του φορητό υπολογιστή. Υπό τα δεδομένα αυτά η έκδοση εντάλματος έρευνας προς το σκοπό αναζήτησης και ανεύρεσης τεκμηρίων μεταξύ των οποίων και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σκληρούς δίσκους (hard drives), κινητά τηλέφωνα, κάρτες κινητής τηλεφωνίας και συσκευές αποθήκευσης δεδομένων (USB keys) ήταν δικαιολογημένη, αφού, όντως, αποκαλύπτετο εύλογη υποψία μέσα από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η πληρότητα του πραγματικού υπόβαθρου, όπως αναδυόταν μέσα από την ένορκο δήλωση που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, επιμαρτυρεί ξεκάθαρα ότι το συμπέρασμα περί ύπαρξης εύλογης υποψίας ήταν του ιδίου του Δικαστηρίου και στηριζόταν, επαρκώς, στο περιεχόμενο της ενώπιόν του μαρτυρίας.
Τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τα γεγονότα που κάλυπταν την υπόθεση Σιακαλλής (ανωτέρω), την οποία και επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή. Σε αντίθεση με την υπό κρίση, όπου το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που παρουσιάστηκε προς στήριξη του αιτήματος συνιστούσε ικανοποιητική μαρτυρία προς εξαγωγή από το εκδώσαν το ένταλμα έρευνας δικαστήριο της αναγκαίας εύλογης υποψίας, στην υπόθεση Σιακαλλής η βάση των γεγονότων ήταν ελλιπής. Ηταν ακριβώς τα ιδιόμορφα γεγονότα που αφορούσαν την υπόθεση Σιακαλλής που οδήγησαν στην κατάληξη ότι, σε εκείνη την υπόθεση, η παραπομπή του δικαστηρίου στην ένορκη δήλωση δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει το συμπέρασμα ότι «υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του Αιτητή φυλάττονται παράνομα ναρκωτικά». Κάτω από αυτά τα γεγονότα είχε κριθεί, στη Σιακαλλής, ότι το εκδώσαν το ένταλμα έρευνας δικαστήριο εξέλαβε ως δεδομένη την ύπαρξη εύλογης υποψίας, στη βάση και μόνο της αναφοράς της Αστυνομίας, χωρίς να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος στη βάση της δικής του ικανοποίησης ότι η υποψία ήταν, επί της μαρτυρίας, εύλογη.
Υπό το φως των πιο πάνω, είναι κατάληξή μας ότι το ένταλμα εκδόθηκε και νόμιμα και αιτιολογημένα. Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ανυπόστατος.
Για τον δεύτερο λόγο έφεσης, παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 23(Ι)/2001, και συγκεκριμένα τα άρθρα 2 και 9, ο όρος «Αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας», στην οποία μπορεί να ανατεθεί η εκτέλεση του αιτήματος για νομική συνεργασία, σημαίνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, και Εισαγγελική Αρχή περιλαμβάνει και τον Αρχηγό Αστυνομίας. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας δεν έχει εξουσία να μεταβιβάσει ή να αναθέσει το αίτημα για εκτέλεση σε οποιονδήποτε Αστυνομικό. Στην προκείμενη περίπτωση, είναι προφανές ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας ανέθεσε την εκτέλεση των καθηκόντων του στον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού και, κατ΄επέκταση, στο ΤΑΕ Λεμεσού και, τελικά, στον Αρχιαστυφύλακα Οντέτση. Μπορεί να μην προνοείται ρητά, στο Νόμο 23(Ι)/2001, η μεταβίβαση ή η ανάθεση των εξουσιών του Αρχηγού Αστυνομίας στους ιεραρχικά κατωτέρους του, αλλά αυτό δεν απαγορεύεται από το Νόμο και η λογική επιβάλλει ότι αυτή η ανάθεση καθηκόντων πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι επιτρεπτή για σκοπούς υλοποίησης και εφαρμογής των προνοιών του Νόμου. Δεν συμφωνούμε με τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντα πως η αυστηρή συμμόρφωση με τις πρόνοιες του προαναφερόμενου Νόμου επιβάλλει όπως ο ίδιος ο Αρχηγός Αστυνομίας προβεί, προσωπικά, στις δέουσες ενέργειες. Σημειώνουμε, συναφώς, ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του Νόμου 2(ΙΙΙ)/2000, το Κράτος, στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, εκτελεί, με τον τρόπο που προνοεί η Νομοθεσία του, αιτήματα σχετικά με ποινικά θέματα που απευθύνονται από τις δικαστικές Αρχές άλλου Κράτους. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αρχηγός Αστυνομίας και στη συνέχεια ο Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού, το ΤΑΕ Λεμεσού και ο Αρχιαστυφύλακας Οντέτση, ενήργησαν σύμφωνα με την Κυπριακή Νομοθεσία, και ειδικά το Νόμο περί Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155.
Ο ευπαίδετος συνήγορος του Εφεσείοντα μας παρέπεμψε στην υπόθεση Jawer Cyprus Ltd κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2067, και μας προέτρεψε να ακυρώσουμε το ένταλμα έρευνας και λόγω μη αποκάλυψης, στο Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, του γεγονότος της ανάθεσης του αιτήματος των Βρετανικών Αρχών, από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, στην «Εισαγγελική Αρχή». Αυτό ήταν ουσιώδες γεγονός, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, το οποίο θα έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο, ώστε να φανεί κατά πόσον το αίτημα για έκδοση του επίδικου εντάλματος υποβλήθηκε από πρόσωπο που καλύπτεται από το Νόμο.
Κατ΄ αρχάς, όπως ήδη προαναφέραμε, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση του Εφεσείοντα, ότι, δηλαδή, το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν είχε εξουσία να αναθέσει την εκτέλεση του αιτήματος των Βρετανικών Αρχών στον Αρχηγό Αστυνομίας και ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας δεν είχε εξουσία και δικαίωμα να αναθέσει το όλο θέμα στο ΤΑΕ Λεμεσού και, κατ΄ επέκταση, στον συγκεκριμένο Αρχιαστυφύλακα, ο οποίος υπέβαλε αίτημα για ένταλμα ερεύνης δυνάμει του άρθρου 27 του Κεφ. 155 για αδικήματα που αντιστοιχούν στα προαναφερόμενα τρία αδικήματα, δυνάμει του Κυπριακού Ποινικού Δικαίου. Ούτε και συμφωνούμε με τον Εφεσείοντα ότι η προαναφερόμενη αλυσίδα γεγονότων θα έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο ως ουσιώδες γεγονός και ότι η μη αποκάλυψή της καθιστά το ένταλμα έρευνας άκυρο ή ακυρώσιμο. Ό,τι είχε σημασία είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η εκτέλεση του αιτήματος ανατέθηκε από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, ήτοι τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, σε «Εισαγγελική Αρχή», εν προκειμένω στον Αρχηγό της Αστυνομίας, σε πλήρη συμμόρφωση με τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 2 και 9 του Νόμου 23(1)/2001. Συνεπώς, δεν υφίστατο ο,τιδήποτε για αποκάλυψη, ως ουσιαστικό γεγονός, προκειμένου να σταθμιστεί από το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης του αιτήματος για έκδοση του υπό κρίση εντάλματος έρευνας.
Τα γεγονότα της υπόθεσης Jawer ανωτέρω διαφοροποιούνται ουσιωδώς από την παρούσα. Στην υπόθεση εκείνη οι Καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να αποταθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο για να ζητήσουν, ως είχαν υποχρέωση εκ του Νόμου 23(1)/2001, όπως ανατεθεί σε Επαρχιακό Δικαστή συνδρομή στην έκδοση ενταλμάτων έρευνας, προκειμένου να εξασφαλισθεί μαρτυρία αναφορικά με εκκρεμούσα σε Ιταλικό δικαστήριο ποινική υπόθεση. Παρέλειψαν περαιτέρω να πληροφορήσουν τον πρωτόδικο Δικαστή περί της εκκρεμούσας αυτής ποινικής διαδικασίας. Κρίθηκε ότι η απουσία απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για ανάθεση σε πρωτόδικο Δικαστή της εν λόγω συνδρομής, καθιστούσε άκυρη την πρωτόδικη διαδικασία, στη βάση της οποίας εκδόθηκαν τα επίδικα εντάλματα έρευνας, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστή που τα εξέδωσε. Επρεπε δηλαδή να είχαν τύχει εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 9(2) του πιο πάνω Νόμου, εφόσον η περίπτωση αφορούσε σε διαδικασία που είχε ήδη αρχίσει ενώπιον ιταλικού δικαστηρίου.
Με βάση τα πιο πάνω, στην προκείμενη περίπτωση, η διαδικασία που ακολουθήθηκε προνοείται από τη Νομοθεσία της Κύπρου, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Νόμου 2(ΙΙΙ)/2000, και ικανοποιούνται και οι πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου 23(Ι)/2001.
Ο τρίτος λόγος έφεσης, επίσης, είναι αβάσιμος. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εκείνο που ζητήθηκε και εξουσιοδοτήθηκε να γίνει από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η έρευνα της οικίας, των υποστατικών και των αυτοκινήτων του Εφεσείοντα, και η ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη των αναζητουμένων τεκμηρίων, περιλαμβανομένων των κινητών τηλεφώνων και των καρτών κινητής τηλεφωνίας, με σκοπό αυτά να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για να τύχουν μεταχείρισης, σύμφωνα με το Νόμο. Με το ένταλμα έρευνας, δεν εντοπίζεται να εξουσιοδοτήθηκε οτιδήποτε για το οποίο να χρειαζόταν προηγούμενη άδεια, σύμφωνα με τους Νόμους 92(Ι)/1996 και 183(Ι)/2007. Δεν εξουσιοδοτήθηκε, δηλαδή, οτιδήποτε το οποίο παραβιάζει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας του Εφεσείοντα ή τα συνταγματικά του δικαιώματα που πηγάζουν από τα Άρθρα 15, 16 και 17 του Συντάγματος.
Προσθέτουμε, ολοκληρώνοντας, ότι οι πολυμερείς ή διμερείς διεθνείς συμβάσεις υπογράφονται προκειμένου να εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων κρατών μελών σε αυτές προς αμοιβαίο όφελος και δεν πρέπει να εμποδίζεται η εκπλήρωσή τους για ασήμαντους λόγους (Yevgen Shylenko v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών, ΠΕ 300/2005, ημερ. 15.12.2005). Οι μηχανισμοί εκπλήρωσης των, διαλαμβανομένων στις συμβάσεις αυτές, υποχρεώσεων των εμπλεκομένων μερών μπορούν να παρακαμφθούν μόνο στην περίπτωση τεκμηριωμένων παραβιάσεων του Συντάγματος ή διεθνών συμβάσεων που καλύπτουν τη σφαίρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό και στην απουσία οποιωνδήποτε σχετικών δεδομένων περί παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας του Εφεσείοντα ή άλλων συνταγματικών του δικαιωμάτων, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί εκφεύγουν του σκοπού της παρούσας διαδικασίας. Τα υπό αναφορά ζητήματα αποτελούν κατ΄ εξοχήν έργο του αρμοδίου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο και θα κληθεί να τα εξετάσει και να αποφασίσει, υπό το φως των δεδομένων που θα προκύψουν και στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων της χώρας εκείνης.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΣ