ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια για Εφεσίβλητο/Eναγόμενο στην 46/11 Χ. Αρτέμης, για Εφεσίβλητο/Ενάγοντα στην 33/11 και Εφεσείοντα/Ενάγοντα στην 46/11 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-03-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 33/11, 4/3/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:A142

(2016) 1 ΑΑΔ 705

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 33/11

(ΣΧ. ΜΕ 46/11)

 

 

4 Μαρτίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 33/11

 

ΜΕΤΑΞΥ: 

 

XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Εφεσείοντα/Eναγόμενου

και

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

                                                                             Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

--------

Πολιτική Έφεση Αρ. 46/11

 

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

 

Εφεσείοντα/Eνάγοντα

και

 

XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

                                                                             Εφεσίβλητου/Εναγόμενου

 

 

κ. Α.Σ. Αγγελίδης  για Εφεσείοντα/Εναγόμενο στην 33/11 και

για Εφεσίβλητο/Eναγόμενο στην 46/11

Χ. Αρτέμης, για Εφεσίβλητο/Ενάγοντα στην 33/11 και Εφεσείοντα/Ενάγοντα στην 46/11

 

-------

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:         Στις 30.7 και 24.8.06 ο ομότιμος καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο  Galgary Καναδά Π. Αυξεντίου δημοσίευσε στην εφημερίδα «Σημερινή» δύο άρθρα υπό τον τίτλο «Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας και το Κατεστημένο» (τεκμ.4) και η «Αμερικανική Τραπεζική Σχολή» (τεκμ.5), το δεύτερο από τα οποία προκάλεσε την αντίδραση του τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Χρ. Χριστοδούλου ο οποίος δημοσίευσε στην ίδια εφημερίδα ημερ. 27.8.06 άρθρο υπό τον τίτλο «Για τα αθλιογραφήματα του κ. Π. Αυξεντίου» (τεκμ.6).

 

      Δύο εβδομάδες μετά, στις 14.9.06, ο Αυξεντίου δημοσίευσε στην εφημερίδα «Πολίτης» τρίτο άρθρο υπό τον τίτλο «Οι ανεπιτυχείς πολιτικοί διορισμοί και ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας» (τεκμ.3), με το οποίο έψεγε το διορισμό του Χρ. Χριστοδούλου στη θέση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, με κατάληξη (στο άρθρο) πως:-

 

«H ακαταλληλότητα του κ. Χριστοδούλου λόγω εξεζητημένων προσόντων γνωστή στους πάντες αγνοήθηκε επιδεικτικά από αυτούς που τον διόρισαν.  Η αδυναμία του να ασκήσει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τα καθήκοντα του δεν βαρύνει μόνο τους Κληριδικούς ευεργέτες του αλλά και τους νυν κυβερνώντες, οι οποίοι παρά τις σοβαρότατες εκτροπές του[1] ανέχονται για τόσο καιρό έναν αυτοπροβαλλόμενο, οικονομολογικά ημιμαθή και τους κακόγουστους θεατρινισμούς του».

 

 

            Όπως και τα προηγούμενα άρθρα του Αυξεντίου, έτσι και το τρίτο άρθρο του απαντήθηκε από το Χριστοδούλου με άρθρο του στην εφημερίδα «Πολίτης» ημερ. 18.9.06 υπό τον τίτλο «Αναφορά σε ασυναρτησίες του Π. Αυξεντίου» (τεκμ.1), το οποίο είχε ως ακολούθως:-

 

      «Έχω διαβάσει και τη νέα επιστο­λή του κ. Π. Αυξεντίου, που αυ­τή τη φορά δημοσίευσε στις 14 Σεπτεμβρίου 2006 στην εφη­μερίδα σας. Δυστυχώς, είναι ολοφάνερο ότι ο κ. Αυξεντίου είναι στρατολογημέ­νος. Και, το χειρότερο, που είναι και πο­λύ εμφανές, στην πραγματικότητα υπο­γράφει όσα, εν μέρει ή εν όλω, του υπα­γορεύονται. Δεν εξηγούνται διαφορετι­κά το ψεύδος και η ασυναρτησία που δια­χέουν την επιστολή του, όπως και τις άλ­λες που προηγήθηκαν, καθώς και η εμπάθεια που τις διαποτίζει. Η διαπίστωση αυ­τή είναι θλιβερή, ιδιαίτερα γιατί ο άν­θρωπος προτάσσει κάθε φορά και το βα­ρύγδουπο τίτλο του ομότιμου πανεπι­στημιακού καθηγητή.

      

       Προσωπικά δεν προτίθεμαι να απαντήσω στις γελοιότητες και αθλιότητες που πε­ριλαμβάνει και στο νέο λιβελογράφημά του ο κ. Αυξεντίου. Για τρεις, κυρίως, λό­γους:

      

       Πρώτον, γιατί είναι γεμάτο από ψευδολογίες και συκοφαντικές δυσφημήσεις, που μόνο ένας άνθρωπος που ζει εκτός Κύπρου θα μπορούσε να έχει το ελαφρυ­ντικό της αναίδειας να μου καταλογίσει. Και ο κ. Αυξεντίου, τουλάχιστον πνευμα­τικά, είναι φανερό ότι τυγχάνει απών. Απλώς εξυπηρετεί άλλους ως θλιβερό ρυ­μουλκούμενο. Με όλη τη δυνατή ανοχή στην περίπτωση των ανεκδιήγητων κει­μένων του, το μόνο που βρίσκει την πλή­ρη εφαρμογή του σ' αυτά είναι το "ράβδος εν γωνία άρα βρέχει".

       Δεύτερον, γιατί στερείται στοιχειώδους σοβαρότητας. Και δεν έχω πλεονάζοντα χρόνο για να ασχολούμαι με τέτοιες ελα­φρότητες. Η Κύπρος είναι μικρή και ο κα­θένας γνωρίζει την πραγματικότητα. Γνω­ρίζουν οι Κύπριοι πολίτες αν είμαι ικανός και αποτελεσματικός και αν το έργο μου ως Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας είναι καλύτερο ή χειρότερο από εκείνο των ευ­τελών υποβολέων του.

       Τρίτον, γιατί ο κ. Αυξεντίου δεν είναι μό­νο ετεροκίνητος. Είναι και ετεροχρονι­σμένος. Τίθεται, συνεπώς, για μένα θέμα αυτοσεβασμού. Αν στα ελατήρια και τα κίνητρα του υπήρχε έστω και ίχνος κα­λής προαίρεσης και αντικειμενικότητας, θα ασχολείτο - άλλωστε μας αυτοδιαφη­μίζεται και ως μέγας ειδήμονας στα οικο­νομικά - με το περιεχόμενο της πολιτι­κής, με τα μέτρα που έχουν ληφθεί και με τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί στους τομείς των αρμοδιοτήτων τής Κε­ντρικής Τράπεζας στα τέσσερα και πλέον χρόνια που έχω την τιμή και το προνόμιο να της ηγούμαι. Άλλος όμως είναι ο κάλ­λος που πονά τον κ. Αυξεντίου και τους ρυμουλκούς του. Η μόνη τους έγνοια και προτεραιότητα εξαντλείται στη μικροψυχία και τη ζηλόφθονη παρακίνηση, που τους υπαγορεύουν την εναντίον μου προσωπική, εμπαθή και ψευδέστατη, ορ­γανωμένη εκστρατεία και αρθρογραφία. Τους πιστώνω με την περιφρόνηση μου. Είναι ό,τι πιο ουσιαστικό και θετικό που μπορώ, αξιολογικά, να τους αφιερώσω.

       Ιδιαίτερα όσον αφορά τον κ. Π. Αυξεντί­ου, είναι φανερό ότι έχει πρόβλημα ο άν­θρωπος. Και η προβληματική περίπτωση του δεν μπορεί να αναχθεί ή να ερμη­νευθεί, ούτε με εκπαιδευτικά, ούτε με οι­κονομικά κριτήρια. Κρινόμενος από αυ­τή τη σκοπιά, έχει τη συμπάθεια μου».

 

 

       Ο Αυξεντίου, εκλαμβάνοντας ως δυσφημιστικό για τον ίδιο το πιο πάνω άρθρο, καταχώρισε εναντίον του Χριστοδούλου αγωγή λιβέλου, η οποία εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας που έκρινε πως το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό και του επεδίκασε το ποσό των €5.000 ως αποζημιώσεις.

 

      Η προαναφερθείσα απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ικανοποίησε οποιοδήποτε από τα μέρη, τα οποία και την εφεσίβαλαν.  Ο μεν Χριστοδούλου με την Πολ. Εφ. 33/11, ο δε Αυξεντίου με την Πολ. Εφ. 46/11.  Όπως δε γίνεται αντιληπτό οι δύο εφέσεις, παρόλο που δεν εκδόθηκε διάταγμα συνεκδίκασης, ακούσθηκαν μαζί λόγω του ότι με αυτές προσβάλλεται η ορθότητα της ίδιας απόφασης η οποία εκδόθηκε στη βάση κοινών πραγματικών περιστατικών και συνακόλουθα αλληλοπλεκόμενους νομικούς λόγους.

 

      Με την πρώτη έφεση, ο εφεσείων - εναγόμενος διατείνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι (α) απέτυχε τόσο η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου (1ος λόγος έφεσης) όσο και η υπεράσπιση της αλήθειας και ότι ο εναγόμενος δεν απαντούσε με το επίδικο δημοσίευμα στις ανυπόστατες κατηγορίες του ενάγοντα (2ος λόγος έφεσης), (β) δεν είχε εφαρμογή η υπεράσπιση του προνομιούχου δημοσιεύματος και/ή του ανθρώπινου δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και της υπεράσπισης του κύρους του (3ος λόγος έφεσης) και (γ) εσφαλμένα επεδίκασε στον εφεσίβλητο-ενάγοντα αποζημιώσεις ύψους €5.000, χωρίς αυτός να καταδείξει ότι υπέστη βλάβη (4ος λόγος έφεσης).

 

      Με δεδομένο, ισχυρίστηκε ο κ. Αγγελίδης, ότι ο εφεσίβλητος-ενάγοντας είχε δημοσιεύσει τα άρθρα ημερ. 30.7, 24.8 και 14.9.06, με τα οποία διατύπωνε εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου ανυπόστατους και ψευδείς ισχυρισμούς, ο πελάτης του είχε κάθε δικαίωμα να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο και με αυστηρή διορθωτική γλώσσα και αυτό έπραξε.  Κατά συνέπεια, υπέβαλε, το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό, αλλά απάντηση σε επίθεση (reply to attack) και ως τέτοιο εμπίπτει εντός της υπεράσπισης της προνομιούχας δημοσίευσης που καθορίζεται από το άρθρο 21 του κεφ. 148 και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω υπεράσπιση.  Παρέπεμψε συναφώς στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 9η έκδοση παρ. 14.49 και σε αγγλικές επί του θέματος αυθεντίες, καθώς επίσης και στις υποθέσεις Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1198, Κουτσού ν. Μικελλίδη κ.α. (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1256, Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ν. Καψού (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175, Phileleftheros Public Company Ltd and another v. Χριστοδούλου (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1763, Ο Φιλελεύθερος Λτδ ν. Γεωργιάδης κ.α., Πολ. Εφ. 335/2008 ημερ. 17.7.14, ECLI:CY:AD:2014:A541).

 

      Tα άρθρα του εφεσίβλητου-ενάγοντα, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, δεν αποδείχθηκε και ούτε μπορούσε να αποδειχθεί στα πλαίσια της αγωγής για το επίδικο δημοσίευμα ότι ήταν δυσφημιστικά.  Ό,τι αποδείχθηκε με αυτά ήταν η κακοπιστία του εφεσείοντα-εναγόμενου και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν «απάντηση ή άποψη αλήθειας» εφόσον το περιεχόμενο του εξαντλείται σε υβριστικά, μειωτικά και δυσφημιστικά σχόλια και χαρακτηρισμούς.  Αντικρούοντας δε τη θέση του συναδέλφου του ότι ο εφεσείοντας-εναγόμενος είχε κάθε δικαίωμα να απαντήσει «με τον ίδιο τρόπο και με αυστηρή διορθωτική γλώσσα» στην επίθεση του εφεσίβλητου-ενάγοντα και ως εκ τούτου το επίδικο δημοσίευμα ενέπιπτε εντός της υπεράσπισης της προνομιούχας δημοσίευσης, παρέπεμψε στο ίδιο απόσπασμα που επικαλέστηκε ο συνάδελφος του από το σύγγραμμα Gatley τονίζοντας όμως διαφορετικά μέρη.  Δηλαδή ότι τέτοια υπεράσπιση επιτυγχάνει εφόσον ο αμυνόμενος απαντά  «. in good faith, and that he publishes is fairly an answer, and is published for the purpose of repelling the charge, and not with malice, it is privileged, though it be false.  Mere retaliations which cannot be described as an answer or explanation, is not protected .».  Επιπρόσθετα, προς αντίκρουση της προαναφερθείσας θέσης του κ. Αγγελίδη, επικαλέστηκε τις ίδιες αγγλικές αυθεντίες στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης προκειμένου να υποστηρίξει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σ΄ ό,τι αφορά και τους τρεις υπό συζήτηση λόγους έφεσης.

 

      Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων και της διαμορφωθείσας διαχρονικώς νομολογίας σε σχέση με τις υπερασπίσεις που βρίσκονται στο επίκεντρο των υπό συζήτηση τριών λόγων έφεσης.  Να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι είναι ορθή η επισήμανση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσίβλητου-ενάγοντα ότι τα δημοσιεύματα του πελάτη του, τα οποία προκάλεσαν τη δημοσίευση του επίδικου δημοσιεύματος από τον εφεσείοντα-εναγόμενο, δεν αποδείχθηκε στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας ότι ήταν δυσφημιστικά και ούτε μπορούσε να αποδειχθεί κάτι τέτοιο στο πλαίσιο της αγωγής.  Να παρατηρήσουμε περαιτέρω ότι το περιεχόμενο του επίδικου δημοσιεύματος, αποτελούσε - έκδηλα κατά την άποψή μας - μία κατά μέτωπο προσωπική επίθεση εναντίον του εφεσίβλητου-ενάγοντα με απαξιωτικούς γι΄ αυτόν χαρακτηρισμούς, τον οποίο σε τελευταία ανάλυση εξύβριζε δημόσια.  Κατά συνέπεια, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό και υιοθετούμε επί τούτου ως ορθή την πρωτόδικη κρίση που αυτούσια έχει ως ακολούθως:-

 

«Ανατρέχοντας στο δημοσίευμα του Εναγομένου ημερ. 18.09.2006 (Τεκμήριο 1) εξετάζοντας με προσοχή το περιεχόμενο του, από το σύνολο του προκύπτει ότι ο λογικός άνθρωπος, σε ό,τι αφορά ότι ο Ενάγων είναι στρατολογημένος, θλιβερό ρυμουλκούμενο, ετεροκίνητος και ότι γράφει όλα όσα του υπαγορεύονται και έχει υποβολείς, θα κατέληγε στο συμπέρασμα και θα αντιλαμβανόταν ότι ο Ενάγων χειραγωγείται και υποτάσσεται στην εξουσία άλλων, οι οποίοι ασκούν επί του Ενάγοντος την επιρροή των σε βαθμό μάλιστα όπου εκμηδενίστηκε η προσωπικότητα του. Περαιτέρω η χρήση από τον Εναγόμενο των λέξεων, γελοιότητες, αθλιότητες, ασυναρτησίες, στέρηση σοβαρότητος, μικροψυχία και ζηλόφθονη παρακίνηση είναι δυσφημιστικές στην φυσική των έννοια από μόνες των, αφήνουν στον κοινό λογικό άνθρωπο την εντύπωση ότι ο Ενάγων είναι αστείος, άθλιος και επιπόλαιος και ότι στερείται σοβαρότητος, εμπαθής και μη αντικειμενικός (Ενδεικτικά παραπέμπω για τα σχετικά λήμματα στο διαδικτυακό λεξικό Τριανταφυλλίδης Online και στο Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτης). Επίσης η αναφορά ότι ο Ενάγων είναι πνευματικά απών είναι δυσφημιστική, αφού η απόδοση πνευματικής ανικανότητας αποτελεί δυσφήμηση (Morgan v. Lingen (1863) 8 LT 800).

 

Αυτή είναι η έννοια και η ουσία, του εν λόγω δημοσιεύματος. Ως τέτοια κρίνεται δυσφημιστική δια το πρόσωπο του Ενάγοντος και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.»

 

      Tο πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας κρίνει ότι το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό, προχώρησε και  εξέτασε, ως όφειλε, τις προβληθείσες υπερασπίσεις του ευλόγου σχολίου, της αλήθειας, του προνομίου υπό επιφύλαξη και του ανθρώπινου δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης.  Εγείρεται επομένως το ερώτημα κατά πόσο η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο των εν λόγω υπερασπίσεων, με προεξάρχουσα την υπεράσπιση ότι ήταν δικαίωμα του εφεσείοντα-εναγόμενου να απαντήσει  «με τον ίδιο τρόπο και με αυστηρή διορθωτική γλώσσα», ήταν ορθή.  Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι θετική.  Ναι μεν τα δημοσιεύματα του εφεσίβλητου-ενάγοντα καυτηρίαζαν το αναξιοκρατικό - κατ΄ αυτόν-  σύστημα διορισμού στην καίρια θέση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και επέρριπταν στον εφεσείοντα-εναγόμενο επιλήψιμες για Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ενέργειες, με κατάληξη ότι ήταν ακατάλληλος να κατέχει τέτοια θέση, αλλά αυτό δεν νομιμοποιούσε τον εφεσείοντα-εναγόμενο να εξαπολύσει εναντίον του τέτοιας μορφής προσωπική επίθεση η οποία στην ολότητα της εξαντλείται σχεδόν αποκλειστικά σε υβριστικούς - μειωτικούς γι΄ αυτόν χαρακτηρισμούς.  Επρόκειτο για δημοσίευμα απλής ανταπόδοσης, για το οποίο τυγχάνει πλήρους εφαρμογής το απόσπασμα από το σύγγραμμα Gatley που παραθέτουμε πιο πάνω και στο οποίο μας παρέπεμψε ο κ. Αρτέμης.  Ορθώς επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το επίδικο δημοσίευμα «. δεν περιέχει σχόλια του Εναγομένου επί ορθώς διατυπωμένων γεγονότων. Ο Εναγόμενος καταλογίζει με το επίδικο δημοσίευμα στον Ενάγοντα ότι είναι υποχείριο και πιόνι τρίτων τους οποίους όμως δεν κατονομάζει. Ούτε και εξηγείται πως ο Εναγόμενος γνωρίζει τα όσα καταλογίζει στον Ενάγοντα. Ο Εναγόμενος αναφέρεται σε γελοιότητες και αθλιότητες και ψευδολογίες και συκοφαντικές δυσφημίσεις του Ενάγοντος χωρίς να στοιχειοθετεί ή να εξηγεί τους ισχυρισμούς του. Άγνωστο παραμένει διά το Δικαστήριο πως το ψεύδος η ασυναρτησία και η εμπάθεια διαχέουν το άρθρο του Ενάγοντοςν Συνεπώς βρίσκω ότι η υπεράσπιση του ευλόγου σχολίου δεν ευσταθεί και απορρίπτεται».  Να προσθέσουμε επί του προκειμένου πως η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου προϋποθέτει σχόλιο επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος στη βάση υπαρκτού υποβάθρου γεγονότων που εύλογα και έντιμα, χωρίς κακοπιστία, θα το δικαιολογούσε (βλ. Παττούρας ν. Εκδοτική Εταιρεία Τηλέγραφος Λτδ κ.α. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222, ΡΙΚ ν. Καψού (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175, Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Γεωργιάδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 497 και Δρουσιώτη κ.α. ν. Παπασάββα, Πολ. Εφ. 236/11 ημερ. 6.3.15, ECLI:CY:AD:2015:A158), προϋποθέσεις που υπό τα περιστατικά της παρούσας δεν ικανοποιούνται εφόσον, όπως αναφέραμε, το επίδικο δημοσίευμα στην ολότητα του δεν ήταν σχόλια αλλά μειωτικοί  και υβριστικοί για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα χαρακτηρισμοί. Σ΄ ότι δε αφορά τη θέση του κ. Αγγελίδη ότι το επίδικο δημοσίευμα προστατεύεται από το δικαίωμα έκφρασης και μετάδοσης πληροφοριών που κατοχυρώνεται από το άρθρο 10 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, είναι αρκετό  να παραθέσουμε  το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση  με το οποίο και συμφωνούμε:

 

«Σύμφωνα με τη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τις διατάξεις του Κεφ. 148 αναφορικά με τη δυσφήμηση βρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 19.3 του Συντάγματος χάρη της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων (Κωνσταντινίδης κ.α. ν. Παπασάββας (2004) 1 Α.Α.Δ. 981, Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. κ.α. ν. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863, Λουκαϊδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22). Συνεπώς στην υπό κρίση υπόθεση τα δικαιώματα του Εναγομένου θα πρέπει να υποχωρήσουν μπροστά στην προστασία του Ενάγοντος.»

 

      Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

      Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την αποζημίωση που επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον εφεσίβλητο-ενάγοντα, για την οποία ο εφεσίβλητος-ενάγοντας έχει παράπονο για το ύψος του ποσού που του επεδίκασε και για το λόγο αυτό καταχώρισε ως εφεσείων τη δεύτερη έφεση 46/11.  Διατυπώνεται επομένως εκατέρωθεν παράπονο επί του προκειμένου, ενόψει του οποίου θα εξετάσουμε το ζήτημα από κοινού.

 

      Είναι θέση του κ. Αγγελίδη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή χωρίς επαρκή αιτιολογία και/ή κατά παράβαση των νομολογιακών αρχών επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημίωση ύψους €5.000 χωρίς αυτός να καταδείξει οποιαδήποτε βλάβη και επομένως δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.  Και αυτό καθότι δεν αποδείχθηκε καμία από τις προϋποθέσεις που απαιτεί η νομολογία για επιδίκαση τιμωρητικών ή άλλων αποζημιώσεων (Rookes v. Barnard (1964) 1 All E.R. 367) για δύο λόγους.  Ο πρώτος διότι ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενάγων δεν ζούσε στην Κύπρο και ούτε είχε τέτοιους δεσμούς με την κυπριακή κοινωνία που να δικαιολογούν πλήγμα για το κύρος και τη θέση του και, ο δεύτερος, καμία ζημιά δεν έπαθε και ούτε παρουσίασε μαρτυρία περί τούτου σ΄ ότι αφορά είτε τη θέση του ως ομότιμου (συνταξιούχου) καθηγητή είτε την προσωπική ή επαγγελματική του φήμη στην Κύπρο ή τον Καναδά.

 

      Αντίθετα είναι θέση του κ. Αρτέμη, ως ο μόνος λόγος της έφεσης 46/11, ότι το επιδικασθέν ποσό ήταν έκδηλα χαμηλό και/ή αντίθετο με τη μαρτυρία και/ή τη νομολογία.  Καταλογίζει συναφώς στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ενώ μνημονεύει ορθώς τις νομικές αρχές που σύμφωνα με τη νομολογία διέπουν το θέμα των αποζημιώσεων (Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863, Λουκαϊδης ν. Εκδοτική εταιρεία Αλήθεια (2003) 1 Α.Α.Δ. 22, Κωνσταντινίδης ν. Παπασάββα (2004) 1 Α.Α.Δ. 981, Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι Λτδ ν. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893 και Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.δ. 550), εντούτοις δεν τις λαμβάνει εν τέλει υπόψη κατά τον καθορισμό του ορθού υπό τις περιστάσεις μέτρου.  Η εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος, ισχυρίστηκε ο κ. Αρτέμης, είναι προϊόν συνεκτίμησης τεσσάρων παραμέτρων που δεν βρίσκουν έρεισμα στην προσαχθείσα μαρτυρία και/ή είναι αυθαίρετοι.  Συγκεκριμένα (α) ενώ ο ενάγοντας δεν αντεξετάστηκε ως προς τον ισχυρισμό του ότι αυτοί που διάβασαν το επίδικο άρθρο εξεπλάγησαν και αρκετοί φίλοι του και επιφανείς άνθρωποι της κοινωνίας του τηλεφώνησαν, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είχε τεκμηριωθεί και παρέμεινε μετέωρος, (β) ενώ ο ενάγοντας κατάθεσε πως τα τελευταία χρόνια διαμένει στην Κύπρο για περίοδο 5 μηνών ετησίως, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο, (γ) ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό, εντούτοις σχολίασε πως «. εάν αποδιδόταν η κριτική του εναγόμενου κατά του ενάγοντος διαφορετικά ενδεχομένως οι ισχυρισμοί του να μην ήταν δυσφημιστικοί», εύρημα ακαταλαβίστικο που προφανώς το επηρέασε στο να επιδικάσει μόνο €5.000 και (δ) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως «Η θέση του ενάγοντος ότι ο εναγόμενος ενήργησε κακόβουλα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, διότι δεν προσφέρθηκε ουσιαστική μαρτυρία.».

 

      Εξετάσαμε με προσοχή τις επί του θέματος των αποζημιώσεων εκατέρωθεν θέσεις.  Οι παράγοντες που συνεκτιμούνται για τον καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων σε υποθέσεις της εξεταζόμενης φύσεως, όπως ορθώς αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στην επί του θέματος νομολογία, συναρτώνται από την προσωπικότητα του δυσφημιζόμενου, τη θέση του στην κοινωνία, τη φύση της δυσφήμισης, την απουσία απολογίας εκ μέρους του δυσφημούντος, την αποτυχία της υπεράσπισης αλήθειας, την πρόκληση ειδικής ζημιάς και στην τυχόν επανάληψη της δυσφήμισης.  Όπως δε είναι νομολογημένο (βλ. Αλωνεύτης, ανωτέρω) το Εφετείο επεμβαίνει στον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης για δυσφήμιση σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον το ζήτημα αυτό είναι κατ΄ εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τέτοια επέμβαση δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις που το ποσό κρίνεται ότι συνιστά, καθ΄ ολοκληρία, εσφαλμένη εκτίμηση της ζημιάς που υπέστη ο δυσφημιστής.

 

      Υπό τα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης  (στην έφεση 46/11) κρίνουμε ότι η ζημία που υπέστη ο εφεσείων-ενάγοντας στην προσωπικότητα του  υποβαθμίστηκε ουσιωδώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο με προεξάρχον στοιχείο ότι αυτός δεν είχε δεσμούς με την Κύπρο, τη στιγμή που ενώπιον του είχε αναντίλεκτη μαρτυρία ότι ο εφεσείων διέμενε στην Κύπρο για περίοδο 5 μηνών ετησίως.  Τούτου δοθέντος και λαμβανομένου υπόψη ότι καμιά απολογία δεν δόθηκε από τον εφεσίβλητο - εναγόμενο για τη δυσφήμιση που προκάλεσε στο πρόσωπο του εφεσείοντα-ενάγοντα, καταλήξαμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάστηκε κατά τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης από τα τέσσερα σφάλματα που του καταλόγισε ο κ. Αρτέμης και ως εκ τούτου δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου με αύξηση του ποσού της αποζημίωσης στις €10.000.

 

      Για τους πιο πάνω λόγους:

 

      Η έφεση 33/11 απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα προς όφελος του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου και,

 

      Η έφεση 46/11 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση,  σ΄ ότι αφορά το ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων, παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση με την οποία επιδικάζεται στον εφεσείοντα-ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των €10.000 πλέον τα έξοδα της έφεσης.

 

          Τα έξοδα και για τις δύο εφέσεις να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Εφετείου για έγκριση.

 

 

                                                                   Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

/κβπ



[1]   Tις οποίες προσδιόριζε στο άρθρο


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο