ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D139
(2016) 1 ΑΑΔ 677
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoλιτική ΄Εφεση αρ. 32/2011)
3 Mαρτίου, 2016
Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείων/Εναγόμενος αρ.1
και
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες
- - - - - - - - -
Κ.Καντούνας, για τον εφεσείοντα
Κ.Θεοδωρίδης για Γ.Γιάγκου & Σία, για τους Εφεσίβλητους
- - - - - - - - - -
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: O εφεσείων-εναγόμενος 1 με την έφεση του αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €109.738.64 σεντ πλέον τόκος προς 11,75% το χρόνο από την 1.4.2003 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα. Περαιτέρω απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντα με έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων. Να αναφερθεί επίσης ότι εναντίον των εναγομένων 2 και 3 σε κάποιο στάδιο η αγωγή απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα. Δυνάμει της αξίωσης οι εφεσίβλητοι με έγγραφη συμφωνία ημερ. 1.1.95 παρείχαν τραπεζικές διευκολύνσεις προς τον εφεσείοντα με τρεχούμενο λογαριασμό και τη συμμετοχή του στο σχέδιο επενδυτής των εφεσιβλήτων (ενεχειρίαση μετοχών προς εξασφάλιση των παρεχομένων πιστωτικών διευκολύνσεων) προς το σκοπό αγοραπωλησίας κινητών αξιών που ήταν εγγεγραμμένες στο ΧΑΚ. Σύμφωνα με την πλευρά των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων παράλληλα υπέγραψε και πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο διόριζε τη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του ώστε μεταξύ άλλων να αγοράζει και γενικά να συναλλάσσεται οποιεσδήποτε αξίες εγγεγραμμένες στο ΧΑΚ. Το 2003 μετά την άρνηση ή παράλειψη του εφεσείοντα «να καταθέσει χρήματα για κάλυψη του περιθωρίου ασφαλείας» οι εφεσίβλητοι έκλεισαν το λογαριασμό του απαιτώντας την καταβολή του οφειλόμενου υπολοίπου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τη δοθείσα μαρτυρία δηλαδή εκ μέρους των εφεσιβλήτων/εναγόντων τη μαρτυρία του Κ.Αναστασιάδη, προϊσταμένου της μονάδας επενδυτικών χορηγήσεων των εφεσιβλήτων και του Μ.Ξιούρου διευθυντή της Λαϊκής Χρηματιστηριακής Λτδ, καθώς και 8 μαρτύρων για την πλευρά του εφεσείοντα, ο οποίος προώθησε παράλληλα και την ανταπαίτηση του.
Στη βάση λοιπόν της μαρτυρίας που το Δικαστήριο είχε ακούσει σε συνάρτηση πάντα με τη δικογραφία θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την απαίτηση τους κρίνοντας αξιόπιστους τους μάρτυρες της πλευράς αυτών και με την επισήμανση ότι η μαρτυρία τους βασιζόταν σε έγγραφα—τεκμήρια τα οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσείοντα. Ειδικά, τονίστηκε ότι δεν αμφισβητήθηκε απ΄αυτόν το υπόλοιπο του λογαριασμού ή οποιαδήποτε χρέωση του (τεκμ.5) ούτε και τα τεκμήρια 6 και 30 (καταστάσεις αγοραπωλησίας κινητών αξιών) σύμφωνα με τις εντολές του. Παράλληλα, ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε αναξιόπιστο τον ίδιο τον εφεσείοντα για τους λόγους που εξηγεί και δεν έκρινε ικανοποιητική την προσφερθείσα μαρτυρία προς απόδειξη της ανταπαίτησης.
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου προσβάλλονται με μεγάλο αριθμό λόγων έφεσης τους οποίους θεωρούμε ορθό να κατατάξουμε σε ομάδες.
Α΄Ομάδα Λόγων ΄Εφεσης (Λόγοι 1-9, 11 και 16)
Εδώ μπορούν να καταταχθούν όλοι οι λόγοι που σχετίζονται με την αξιοπιστία και τον έλεγχο της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είτε αφορούν την πλευρά των εφεσιβλήτων είτε την πλευρά του εφεσείοντα. Στους λόγους έφεσης 1-4, 6, 7, 11 και 16 άμεσα ή έμμεσα προσβάλλονται ευρήματα του Δικαστηρίου που αφορούν την αξιοπιστία ή τη βασιμότητα, ή το τελέσφορο της μαρτυρίας του ίδιου του εφεσείοντα. Ο λόγος 5 αφορά την αποτελεσματικότητα του μάρτυρα Κώστα Μαυρίδη. Οι λόγοι 8 και 9 αφορούν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρώτου και δεύτερου μάρτυρα των εφεσιβλήτων.
Β΄ Ομάδα Λόγων ΄Εφεσης (Λόγοι 10, 13-15)
Σε αυτή την ομάδα (ο λόγος 12 αποσύρθηκε) μπορεί να ενταχθούν νομικής φύσεως μομφές έναντι συγκεκριμένων συμπερασμάτων και ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πρέπει να αναφέρουμε ότι η διατύπωση των λόγων αυτών υπήρξε αχρείαστα πολύπλοκη και δεν έγινε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Να παρατηρήσουμε σχετικά, ότι ενώ οι λόγοι αυτοί κυρίως παρουσιάζονται ως νομικοί, συμπλέκονται και με την αξιοπιστία με ένα τρόπο που καθιστά δύσκολη την εξέταση τους. Παρόλα αυτά προσπαθήσαμε να τους κατατάξουμε κατά θέματα ώστε να γίνει πιο βατή, όσο είναι δυνατό, η εξέταση τους. Οι λόγοι αυτοί έχουν ως εξής:
Ο λόγος 10 πλήττει την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία κρίνεται ότι η θέση της υπεράσπισης περί της μη δικογράφησης ισχυρισμού margin account (λογαριασμός περιθωρίου) εκ μέρους των εφεσιβλήτων είναι λανθασμένη. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα η σύνδεση της συμφωνίας ημερ. 1.3.1995 με τους εφεσίβλητους για την παροχή διευκολύνσεων δεν θεραπεύει το γεγονός πως δεν έχει δικογραφηθεί «margin account» αλλά «τρεχούμενος λογαριασμός», ο οποίος κατά τη θέση του, είναι εντελώς διαφορετικός.
Με το λόγο 13 πλήττεται ως εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι «δεν έχει επίσης αποδειχθεί ότι όλες οι εταιρείες που επικαλέστηκε ο κ.Καντούνας μέσα από τη μαρτυρία της κας.Κρητιώτη (Μ.Υ.) είναι 'ελεγχόμενες επιχειρήσεις' ή ήταν πρόσωπα που ενήργησαν σε συνεννόηση με τους εφεσίβλητους». Η πλευρά του εφεσείοντα εξηγεί ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη μόνο τη μαρτυρία της κας.Κρητιώτη επ΄αυτού, ενώ υπήρχε άλλη επαρκής μαρτυρία ενώπιον του.
Στο λόγο 14 γίνεται αναφορά ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ως προς το ότι οποιαδήποτε ισχυριζόμενη παράβαση του Καν.27 της Κ.Δ.Π.100/97 (βλ. τεκμ.69 και 72) συντελέστηκε από τον ΄Ομιλο Λαϊκής Τράπεζας και όχι από τους εφεσείοντες, είναι λανθασμένη, αφού προφανώς λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Όμιλος Λαϊκής είναι νομικό πρόσωπο και όχι ένα περιγραφικό όνομα που αφορά, μεταξύ άλλων, τους εφεσίβλητους.
Ο λόγος 15 αναφέρεται στο ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι «η ισχυριζόμενη ζημιά των ΛΚ1.68 ανά μετοχή δεν έχει αποδειχθεί είναι εσφαλμένη». Εξηγείται το θέμα ως εξής στο περίγραμμα του κ.Καντούνα: «Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του κ.Πανίκου Χριστοφόρου, σελ.183 των πρακτικών η πιο ψηλή τιμή διαπραγμάτευσης της μετοχής την δωδεκάμηνη περίοδο που προηγήθηκε της παράβασης, ήταν Λ.Κ. 1.68. Νοουμένου ότι το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε η ισχυριζόμενη παράβαση του Κανονισμού 27 της Κ.Δ.Π. 100/97, αυτό θα ήταν το ποσό το οποίο θα έπρεπε να είχε καταβληθεί στον εφεσείοντα».
Θα ξεκινήσουμε με την Α΄Ομάδα Λόγων ΄Εφεσης που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας, τα ευρήματα και τις κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστή για την αξιοπιστία.
Όπως είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο, στο σύστημα δικαίου μας, η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο εκ των πραγμάτων, έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων σε συνάρτηση βέβαια πάντα με τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων (βλ. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Κουρέα κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1833, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340 και Παπαπέτρου ν. Factors, Πολ.Eφ.180/10 ημερ. 20.2.2015)
΄Εχουμε συνεπακόλουθα κατευθύνει τις σκέψεις μας στα σημεία που ο εφεσείων προβάλλει ως περιέχοντα εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ειδικά σε σχέση με την πρωτόδικη κρίση επί του αναξιόπιστου του ιδίου του εφεσείοντα ξεκινούμε από το δεύτερο, τρίτο και έβδομο λόγο έφεσης στον οποίο γίνεται αναφορά στο ότι είναι λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε «τις αγοραπωλησίες των μετοχών» και το «οφειλόμενο υπόλοιπο».
Χρήσιμο είναι πρώτα να εντοπισθούν οι δικογραφικές του θέσεις επί του θέματος. Ο εφεσείων στην Υπεράσπιση του δεν αρνείται την παράγραφο 6 της Εκθέσεως Απαιτήσεως των εφεσιβλήτων στην οποία γίνεται αναφορά στις αγοραπωλησίες αυτές, απλώς προσθέτει «ότι γινόντουσαν αγοραπωλησίες μετοχών και χωρίς την έγκριση του ιδίου". Ακόμα, παρακάτω, δέχεται ότι λάμβανε καταστάσεις των αγοραπωλησιών και προσθέτει «πλην όμως όχι τακτικά». Με αναφορά τη δικογραφική του θέση, εύλογα θα αναμενόταν εξειδίκευση ποιες αγοραπωλησίες εννοεί ότι έγιναν χωρίς την έγκριση του.
Εξάλλου αυτό που παρατηρεί ο πρωτόδικος Δικαστής αφορά την ουσία του πράγματος ότι (επί λέξει, σελ.3 της απόφασης):
«Ο εναγόμενος παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο σαν ο άνθρωπος ο οποίος ξεγελάστηκε (από διαβεβαιώσεις που του δόθηκαν) από τους ενάγοντες ή εξαναγκάσθηκε από αυτούς στην υπογραφή της επιτευχθείσας συμφωνίας παρά το γεγονός ότι ήταν γνώστης όπως διαφάνηκε πολλών τραπεζικών και χρηματιστηριακών θεμάτων, πληροφορίες που όπως ανέφερε συνέλεξε από το διαδίκτυο. Ήταν επενδυτής από το 1995 και σύμφωνα με τη μαρτυρία του μάρτυρα 8 του εναγομένου (Πανίκου Χριστοφόρου, λειτουργού του Χ.Α.Κ.) ο εναγόμενος 1 έκανε συναλλαγές στο Χ.Α.Κ. κατά την επίδικη περίοδο με 5 χρηματιστηριακά γραφεία. Το κύριο παράπονο του ήταν κατά της Λαϊκής Επενδυτικής Λτδ και όχι κατά των εναγόντων οι οποίοι όφειλαν - όπως ισχυρίστηκε - κάνοντας σωστή διαχείριση του χαρτοφυλακίου του να το ρευστοποιήσουν άμεσα με τη μείωση της τιμής των μετοχών και τη συνακόλουθη μείωση του περιθωρίου ασφάλειας για να μην υποστεί ζημιά. Ουσιαστικά ο εναγόμενος 1 δεν αμφισβήτησε τη συμφωνία, τις αγοραπωλησίες των μετοχών και το οφειλόμενο υπόλοιπο του (πλην κάποιων χρεώσεων).»
Παρατηρείται λοιπόν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συσχετίζει την απουσία εξηγήσεων με τις γενικόλογες θέσεις του εφεσείοντα τόσο δικογραφικά όσο και ενόρκως, θέσεις που δεν κατάφεραν να πείσουν για την αξιοπιστία της εκδοχής του.
Συνδεδεμένος με την αξιοπιστία του εφεσείοντα είναι ο Λόγος 1, στον οποίο διατυπώνεται παράπονο επί το ότι γίνεται αυτή η αναφορά ότι ο εφεσείων παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο σαν ο άνθρωπος ο οποίος ξεγελάστηκε αλλά και ο Λόγος 11 στο ότι είναι λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης μαρτυρίας ότι ο εναγόμενος ζήτησε από τη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ ρευστοποίηση χαρτοφυλακίου.
Στα πλαίσια αυτών των λόγων είναι που ο εφεσείων επικαλείται ως λεχθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο σημεία που δεν είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά. Σχετική αίτηση που έγινε πρωτοδίκως για διόρθωση των πρακτικών απορρίφθηκε. Δεν χρειάζεται να πούμε το αυτονόητο: δεν μπορούμε να λάβουμε υπόψη οτιδήποτε που δεν είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά (βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. 1. Coral Foods Ltd κ.ά., (2008)1Β Α.Α.Δ. 956, Ζεβρού κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημ. Ετ. Λτδ (2011)1Γ Α.Α.Δ. 2192).
Για τις λοιπές αναφορές για τις οποίες προβαίνει ο εφεσείων για ενίσχυση αυτής της ομάδας λόγων έφεσης, αφού εξετάσαμε τα επί μέρους σημεία, κρίνουμε ότι δεν είναι τέτοιας δυναμικής ώστε να ανατρέψουν το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου για το αναξιόπιστο της εκδοχής του εφεσείοντα. Μάλλον πρόκειται για υποκειμενικές αξιολογήσεις της πλευράς του απομονωμένων φράσεων από τη μαρτυρία. Όπως είναι επίσης διαχρονικά νομολογημένο μια απόφαση δεν κρίνεται μικροσκοπικά. Όπως υποδείχθηκε στη Σαμπή ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100, η αποσπασματική εξέταση μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα (βλ. και Παπά ν. Οικονομίδου (2012)1Β Α.Α.Δ. 928). Προφανώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θεώρησε αυτές τις σκόρπιες αναφορές εκ της μαρτυρίας του εφεσείοντα για ρευστοποίηση (οι οποίες εν πάση περιπτώσει και δεν φαίνονται να τοποθετούνται επαρκώς σε χρόνο, τόπο και επιμέρους λεπτομέρειες) ως αποτελεσματικές και πειστικές. Επανερχόμενοι δε στο παράπονο του για το ανεπίτρεπτο της πρωτόδικης αναφοράς ότι ο εφεσείων παρουσίασε τον εαυτό του ως άτομο που ξεγελάστηκε από τους εφεσίβλητους, παρατηρούμε ότι ο σχολιασμός ήταν θεμιτός αφού ακριβώς αιτιολογήθηκε σε συνάρτηση με τις ίδιες τις εμπειρίες του εφεσείοντα στα χρηματιστηριακά. (΄Ηταν επενδυτής σε συνεργασία με 5 χρηματιστηριακά γραφεία για αρκετό χρονικό διάστημα).
Σφαιρικά αντιμετωπίζοντας και τους λοιπούς λόγους έφεσης σε σχέση με την αξιοπιστία του εφεσείοντα καταληκτικά κρίνουμε ότι δεν παρατηρείται οτιδήποτε το μεμπτό στο έργο της αξιολόγησης του εφεσείοντα. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους μάρτυρες για τους οποίους διατυπώνονται σχετικά παράπονα στην Ομάδα Α΄ των λόγων έφεσης.
Ειδικά για τον πρώτο και δεύτερο μάρτυρα της πλευράς των εφεσειόντων (8ος και 9ος λόγος έφεσης), στη βάση αυτών που το Δικαστήριο θεώρησε ότι εν τοις πράγμασι αμφισβητούντο, ανέφερε μεταξύ άλλων, τα εξής, στις σελίδες 6 και 7:
«Οι δύο μάρτυρες των εναγόντων (Κυριάκος Αναστασιάδης - Μιχάλης Ξιούρος) κρίνονται αξιόπιστοι μάρτυρες, η δε μαρτυρία τους βασίζεται σε έγγραφα - τεκμήρια τα οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκαν από τον εναγόμενο. Ιδιαίτερα δεν αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο το υπόλοιπο του λογαριασμού ή οποιαδήποτε χρέωση του (Τεκμήριο 5) ούτε και τα Τεκμήρια 6 και 30 (καταστάσεις αγοραπωλησίας κινητών αξιών σύμφωνα πάντα με δικές του εντολές). Οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί στην υπεράσπιση (για υπερχρεώσεις και τρόπο υπολογισμού τόκου) για αμφισβήτηση του χρεωστικού υπολοίπου δεν αρκούν (βλέπε Ηλίας Τσιακλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 768). Ο εναγόμενος επίσης λάμβανε μηνιαίες καταστάσεις του λογαριασμού του (μαρτυρία Κ. Αναστασιάδη) τις οποίες ουδέποτε αμφισβήτησε και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για οποιεσδήποτε χρεώσεις ή τον τρόπο υπολογισμού των τόκων. Κατά συνέπεια εμποδίζεται να ισχυριστεί οτιδήποτε περί του αντιθέτου (βλέπε Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητα του ως Εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Loukos Tradingd Ltd v. Rainbow Bleaching & Dying Co Ltd (2005) 1 A.A.Δ. 610)».
Και παρακάτω τα εξής στη σελίδα 8:
«Ο κ. Αναστασιάδης ήταν σαφής, θετικός αλλά προπάντων γνώστης της υπόθεσης του εναγομένου με την ιδιότητα που είχε. Δεν με βρίσκει επίσης σύμφωνο η θέση του κ. Καντούνα ότι η μαρτυρία του κ. Ξιούρου θα πρέπει να απορριφθεί γιατί παραδέχθηκε ότι μπορεί να έγινε λάθος στην τροφοδοσία του ηλεκτρονικού υπολογιστή που αναπαρήγαγε την κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 5). Ο εναγόμενος σαν έμπειρος επενδυτής ήλεγχε με σχολαστικότητα το λογαριασμό του όπως επίσης και το χαρτοφυλάκιο του χωρίς ποτέ να τα αμφισβητήσει ή να διαμαρτυρηθεί (πλην τις επιστολής τεκμήριο 29 για αύξηση των χρεώσεων των εναγόντων οι οποίες έγιναν σ΄ όλους τους λογαριασμούς επενδυτικών σχεδίων αφού άλλαξε η τιμολογιακή πολιτική των εναγόντων)».
Οι δοθείσες εξηγήσεις για την αποδοχή της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων κρίνονται αρκούντως πειστικές. Θα συμφωνήσουμε με τον κ.Θεοδωρίδη ότι η παράθεση εκ μέρους του εφεσείοντα μέρους των πρακτικών με αποσπασματικό τρόπο για τους μάρτυρες αυτούς, δυνατόν να προκαλέσει σύγχυση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικός εξάλλου ο συσχετισμός των μαρτύρων αυτών με τα δεδομένα (έγγραφα-τεκμήρια) τα οποία, ως σημειώνεται, δεν κατάφερε ο εφεσείων να πλήξει. Τα συμπεράσματα συνεπώς του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτά και θεωρούμε ότι δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασης μας. Ούτε και τα παράπονα του εφεσείοντα για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν μάρτυρες υπεράσπισης είναι βάσιμα. Ο λόγος 5 που αφορά την αποτελεσματικότητα του μάρτυρα Μαυρίδη θα σχολιαστεί στη συνέχεια σε συσχετισμό με το λόγο 10.
Ερχόμενοι στην εξέταση της Ομάδας Β΄των λόγων έφεσης 10, 13-15 παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Ως προς τον 10ο λόγο (συναρτώμενο με το λόγο 5, ως εξηγήσαμε πιο πάνω), ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη θέση του δικηγόρου του ότι δεν είχε δικογραφηθεί από τους εφεσίβλητους λογαριασμός περιθωρίου «margin account" αλλά μόνο τρεχούμενος λογαριασμός. Σε συνάρτηση με αυτό το λόγο προσβάλλονται και τα ευρήματα του Δικαστηρίου για τον Μ.Υ. Μαυρίδη ο οποίος και κατέθεσε για τις δύο αυτές έννοιες. ΄Εχουμε εξετάσει τους σχετικούς λόγους και βρίσκουμε ότι δεν έχει δίκαιο ο εφεσείων. Στην απόφαση του το Δικαστήριο (σελ.4) έκρινε ότι ο Μ.Υ. Μαυρίδης και δύο άλλοι Μ.Υ. (3 και 9) κατέθεσαν προς όφελος του εφεσείοντα αναφορικά με το μέρος της ανταπαίτησης που καλύπτεται κυρίως από την παράγρ. 26Α (αλλά και τις παραγράφους 20 και 22) για το ποσό των ΛΚ96.458.54 σε σχέση με τις υποχρεώσεις των τραπεζών για επενδυτικά σχέδια από σχετικές εγκυκλίους της σχετικής τράπεζας. Η αναφορά του Μ.Υ. Μαυρίδη σε εγκυκλίους σαφώς και παρέπεμπε στην κατ΄ισχυρισμόν υποχρέωση των εφεσιβλήτων που εν πολλοίς θεμελίωνε την ανταπαίτηση του εφεσείοντα.
Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στις πρωτόδικες αναφορές οι οποίες και παρουσιάζονται αλληλένδετες και εξηγούνται και στη συνέχεια με τη λοιπή μαρτυρία που ήταν σχετική.
Ως προς ειδικότερα τον 10ο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεμιτά και εύλογα θεώρησε ότι η ανάγνωση των παραγρ.2 και 3 της ΄Εκθεσης Απαίτησης καταδεικνύει τη σύνδεση της επίδικης συμφωνίας με τους εφεσίβλητους για παραχώρηση διευκολύνσεων στο άνοιγμα τρεχουμένου λογαριασμού με την αγοραπωλησία κινητών αξιών στο χρηματιστήριο σύμφωνα με το σχέδιο «επενδυτής» των εφεσιβλήτων «καθιστώντας το λογαριασμό, λογαριασμό περιθωρίου (ουσιαστικά συνδέοντας) την αξία των ενεχυριαζομένων μετοχών με το ύψος του οφειλομένου ποσού των παρεχομένων πιστωτικών διευκολύνσεων». Συμφωνούμε δε απόλυτα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ανεξάρτητα από τα πιο πάνω καμία σημασία δεν έχει πώς ονομάζεται ο λογαριασμούς στους τραπεζικούς και χρηματιστηριακούς τίτλους. Θα προσθέταμε ακόμη ότι η όποια άποψη του Μ.Υ. Μαυρίδη για το διαφορετικό των εννοιών δεν θα μπορούσε να δεσμεύει το Δικαστήριο. Το θέμα ήταν πραγματικό και ορθά αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο. ΄Αλλωστε δικογραφικά είχαν τεθεί λεπτομέρειες για το σκοπό του λογαριασμού αυτού που παρέπεμπαν ακριβώς στις ιδιαιτερότητες που έπρεπε να τεθούν (ως ένα λογαριασμό παροχής πιστώσεων για αγορά μετοχών) και επ΄αυτών δεν υπήρξε αμφισβήτηση.
Στον 13ο λόγο έφεσης διατείνεται ο εφεσείων ότι το μέρος της απόφασης που αναφέρει πως δεν έχει επίσης αποδειχθεί ότι όλες οι εταιρείες που επικαλέστηκε ο κ.Καντούνας μέσα από τη μαρτυρία της κας.Κρητιώτου είναι «ελεγχόμενες επιχειρήσεις» ή ήταν πρόσωπα που ενήργησαν σε συνεννόηση με τους ενάγοντες, είναι λανθασμένο. Παρά το γεγονός ότι το σημείο αυτό παρουσιάζεται ως νομικό κυρίως, στην πραγματικότητα είναι θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας. Στα πλαίσια λοιπόν του καθήκοντος του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη και αξιολόγησε κατάλληλα τη μαρτυρία που είχε προσκομίσει επ΄αυτού του θέματος ο εφεσείων, αιτιολογημένα αποφάσισε ότι ο τελευταίος απέτυχε να αποδείξει ότι οι ως άνω εταιρείες ήταν ελεγχόμενες επιχειρήσεις ή ήταν πρόσωπα που ενήργησαν σε συνεννόηση με τους εφεσίβλητους όπως προέβλεπαν οι Κανονισμοί 24.2 και 27 της ΚΔΠ100(Ι)/97[1] (οι περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο) Κανονισμοί του 1997).
Ως προς τον 14ο λόγο κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οποιαδήποτε κατ΄ισχυρισμόν παράβαση του Καν.27 της ως άνω ΚΔΠ έγινε σύμφωνα με τα τεκμήρια 69 και 72 από τον ΄Ομιλο Λαϊκής Τράπεζας και όχι από τους εφεσίβλητους, αφού με συγκεκριμένες αναφορές στο μαρτυρικό υλικό το οποίο είχε ενώπιον του, ειδικά τη Μ.Υ.4 και τα τεκμ.69 και 72, το αιτιολόγησε και δεν υπήρξε μαρτυρία ότι οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι είχαν παραβεί το σχετικό Κανονισμό 27. Σημειώνουμε ότι εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων ενώ επικαλείται αμέλεια της Λαϊκής Επενδυτικής, δεν φαίνεται να στρέφεται εναντίον αυτής. Το ίδιο ισχύει και για τον 15ο λόγο έφεσης αφού και αυτός ο λόγος συσχετίζεται με την κατ΄ισχυρισμό παράβαση του Κ.27. Κρίνεται ορθή η πρωτόδικη προσέγγιση ότι ο εφεσείων δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου στο κατά πόσο οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό και ποίο ήταν αυτό το ποσό για την αγορά μετοχών της Λαϊκής Επενδυτικής και ούτε σε ποία τιμή τυχόν αγοράσθησαν τέτοιες μετοχές.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. ΄Εξοδα €2,500 πλέον ΦΠΑ επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] 27.-(1) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που αποκτά τίτλους σε εταιρεία, που προστιθέμενοι στους ήδη κατεχόμενους από τον ίδιο ή από τα μνημονευόμενα στην παράγραφο (2) του Κανονισμού 24 πρόσωπα, του παρέχουν ποσοστό πέραν του εβδομήντα επί τοις εκατόν των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας, έχει υποχρέωση προς διατύπωση δημόσιας πρότασης προς απόκτηση του συνόλου των τίτλων της εταιρείας.
(2) ....
(3) Η προτεινόμενη στη δημόσια πρόταση, αντιπαροχή για κάθε τίτλο θα είναι ίση τουλάχιστον με την υψηλότερη τιμή που κατέβαλε ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο που καθορίζεται στην παράγραφο (2) του Κανονισμού 24, για τίτλους της ίδιας κατηγορίας κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, πριν από τη γένεση της υποχρέωσης προς διατύπωση της δημόσιας πρότασης.