ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A162
(2016) 1 ΑΑΔ 772
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoλιτική ΄Εφεση αρ. 283/2015)
23 Mαρτίου, 2016
Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες
ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
Εφεσείoυσα/Εναγόμενη
και
ΜΑΡΙΑ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας της περιουσίας του ΗΑBIB SAID HISSIN, αποβιώσαντα, δυνάμει διατάγματος ημερ. 13.2.2014
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
- - - - - - - - -
Αίτηση ημερ. 23.11.2015 για αναστολή εκτέλεσης απόφασης
Αλ.Μελάς, για την Αιτήτρια/Εφεσείουσα
Αργ.Αδαμίδου, (κα.), για την Καθ΄ης η αίτηση/Εφεσίβλητη
- - - - - - - - - -
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Δια της παρούσης το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει επί του αιτήματος της αιτήτριας για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 21.7.2015 μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της παρούσης έφεσης εναντίον της απόφασης αυτής. Η νομική βάση της αίτησης είναι κυρίως η Δ.35 θθ.18, 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και το άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60. Ως πραγματικό βάθρο της αίτησης παρουσιάζεται η ένορκη δήλωση του κ.Σωκράτη Κωνσταντινίδη, συζύγου της αιτήτριας (εναγόμενης στην πρωτόδικη διαδικασία). Αφού γίνεται αναφορά στην έκδοση της απόφασης με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέδειξε ότι δημιουργήθηκε προς όφελος της εφεσίβλητης (ενάγουσας) εξ υπαγωγής εμπίστευμα και συνεπακόλουθα εξεδόθησαν διατάγματα για ξεχωριστό τίτλο εγγραφής επ΄ονόματι της εφεσίβλητης και εγγραφή ή μεταβίβαση της επίδικης οικίας στο όνομα αυτής, ο ενόρκως δηλών προβάλλει τους λόγους έφεσης επί του λανθασμένου της κρίσεως του πρωτόδικου Δικαστηρίου τονίζοντας τη μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης. (βλ. παραγρ.3 της ένορκης δήλωσης).
Προσθέτως γίνεται αναφορά στο ότι υπό τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης η αναστολή της εκτέλεσης είναι αναγκαία εφόσον με βάση την εκδοθείσα απόφαση η καθ΄ης η αίτηση έχει το δικαίωμα να διορίσει οποιονδήποτε πρόσωπο που θα ενεργεί για λογαριασμό της με σκοπό τη δημιουργία ξεχωριστού τίτλου εγγραφής. Αυτό θα έχει ως συνέπεια τη μεταβίβαση σε τρίτους και οι πιθανότητες να αποζημιωθεί η πλευρά της αιτήτριας σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης θα είναι ανύπαρκτη, αφού κατά τη θέση του οι κληρονόμοι του αποβιώσαντα βρίσκονται στη Συρία ή σε χώρα εκτός Ευρώπης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη είναι δυνατός ο έλεγχος τυχόν μεταβίβασης του ακινήτου με ανοικτό το ενδεχόμενο η επίδικη οικία να πωληθεί μετά σε καλόπιστους τρίτους. Η δε φύση της θεραπείας που δόθηκε οδηγεί σε δημιουργία πολλών εξόδων για να υλοποιηθεί. Περαιτέρω είναι η θέση του ενόρκως δηλούντα ότι αν εκτελεστεί η απόφαση, η έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου και αν γίνει δεκτή θα είναι πλέον αργά. Η μη εκτέλεσης της απόφασης κατά τον ισχυρισμό του μέχρι να εκδικαστεί η έφεση δεν θα επιφέρει βλάβη στα συμφέροντα της καθ΄ης η αίτηση εφόσον η εφεσείουσα δεν είχε και δεν έχει κατοχή και στα χρόνια που έχουν περάσει δεν έγινε οποιαδήποτε ενέργεια που θα παράβλαπτε δικαιώματα της άλλης πλευράς.
Να σημειωθεί ότι η αιτήτρια είχε προσφύγει αρχικά με αίτηση της ημερ. 6.11.2015 στο Ε.Δ. Λεμεσού με ταυτόσημα αιτήματα και το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετείται η αίτηση. Εν κατακλείδι τονίζεται η ετοιμότητα της αιτήτριας ότι θα παρασχεθεί οποιαδήποτε ασφάλεια που το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει αναγκαία.
Η καθ΄ης η αίτηση πρόβαλε ένσταση στην αίτηση της εφεσείουσας με 15 αναφερόμενους λόγους οι οποίοι και αναπτύσσονται στην ένορκη δήλωση της διαχειρίστριας κας Κωμοδρόμου. Συνοπτικά οι λόγοι αυτοί μπορούν να αποδοθούν σε κατ΄ισχυρισμόν αλλότρια κίνητρα της εφεσείουσας, αφού σκοπός της είναι η καθυστέρηση και η κατάχρηση της διαδικασίας ώστε να καταστήσει την απόφαση ατελέσφορη και να αποστερήσει την εφεσίβλητη από τους καρπούς της επιτυχίας της. Τυχόν έγκριση του διατάγματος θα προκαλούσε κατά τη θέση της ανυπέρβλητη αδικία σε βάρος της εφεσίβλητης και αποστέρηση ουσιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων της να αποκτά ακίνητη ιδιοκτησία.
Δεν έχει ικανοποιήσει η αιτήτρια τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και η νομολογία για να δοθεί η αιτούμενη αναστολή και δεν προσέφερε κανένα ίχνος μαρτυρίας προς απόδειξη του ισχυρισμού της, όπως επίσης δεν απέδειξε την αφερεγγυότητα της εφεσίβλητης ή την αδυναμία αυτής και των κληρονόμων του αποβιώσαντα να επιστρέψουν την επίδικη κατοικία και τα έξοδα που θα δημιουργηθούν αν η έφεση επιτύχει. Ακόμη τίθενται τα εξής σε σχέση με την προβαλλόμενη κακή κατάσταση της επίδικης κατοικίας: λόγω της συμπεριφοράς της εφεσείουσας και των αντιπροσώπων αυτής κατά τα προηγούμενα έτη, υπάρχει ορατός κίνδυνος σε περίπτωση που εκδοθεί το παρόν διάταγμα, η εφεσείουσα να παρακάμψει την απόφαση του Δικαστηρίου και να επέμβει παράνομα στην κατοικία προκαλώντας περαιτέρω ζημιές σ΄αυτήν, όπως έγινε και στο παρελθόν. Η κατάσταση δε αυτής της οικίας είναι τόσο κακή ώστε οι επιδιορθώσεις να είναι απόλυτα αναγκαίες να γίνουν στο παρόν στάδιο.
Διατυπώνεται άρνηση της πλευράς της καθ΄ης η αίτηση ότι η εφεσείουσα δεν είχε πάρει αντιπαροχή από τη συμφωνία πώλησης. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου σελ.34 η τελευταία αποκόμισε όφελος ως εξηγείται. Αρνείται επίσης η ενόρκως δηλούσα την παραγρ.7 της ένορκης δήλωσης του κ. Κωνσταντινίδη ότι μόνο το τυπικό μέρος της εγγραφής έχει παραμείνει εφόσον η αιτήτρια δεν έχει κατοχή. Περαιτέρω η κα. Κωμοδρόμου αναφέρει ότι μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει διαχωρισμός του οικοπέδου επί του οποίου έχει ανεγερθεί κατοικία ούτε έχει εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος. ΄Ενεκα των πολλαπλών διαδικασιών που υπήρχαν δεν μπόρεσαν να γίνουν τα απαραίτητα διαβήματα και η παρούσα αίτηση συντείνει στο πρόβλημα ειδικά με τον κίνδυνο επανάληψης της παράνομης επέμβασης εκ μέρους της εφεσείουσας στο ακίνητο. Αυτό τίθεται σε συσχετισμό με το ότι το προσωρινό διάταγμα 6.3.2008 το οποίο ίσχυε μέχρι την έκδοση της απόφασης εκ των πραγμάτων δεν ισχύει πλέον. Διατυπώνεται ακόμη η θέση της πλευράς της καθ΄ης η αίτηση ότι η επίδικη κατοικία, ακόμη και αν παραδοθεί και μεταβιβαστεί στην εφεσίβλητη και στους κληρονόμους του αποβιώσαντα, αυτή δεν θα πωληθεί σε τρίτους και θα εξακολουθήσει να παραμένει στην κατοχή της και των κληρονόμων αυτής, μέχρι αποπεράτωσης της έφεσης. Εάν επιτύχει η αιτήτρια η καθ΄ης η αίτηση θα είναι υπόχρεη πλέον να αναμένει την παρέλευση της εκδίκασης της έφεσης και μετά να ξεκινήσει τη διαδικασία για έκδοση ξεχωριστού τίτλου επί του μεριδίου στο οποίο κατασκευάστηκε η κατοικία και ακολούθως της έκδοσης ξεχωριστού τίτλου αυτής, ενώ ο αποβιώσας την απέκτησε από το 1984, καταβάλλοντας ολόκληρο το τίμημα πώλησης. Αναφορικά δε με τις πιθανότητες επιτυχίας της έφεσης κατά τη θέση της πλευράς της καθ΄ης η αίτηση είναι περιορισμένες, οι δε λόγοι που προβάλλονται εκ μέρους της εφεσείουσας είναι γενικοί και αόριστοι.
Επί των γεγονότων που αφορούν την πρωτόδικη αγωγή είναι χρήσιμο να θέσουμε τα ακόλουθα:
Στις 24.4.1984 υπογράφηκε συμφωνία πώλησης της αναφερόμενης κατοικίας που βρίσκεται στον ΄Αγιο Τύχωνα μεταξύ του Habib Said Hissin (αποβιώσαντα) ως αγοραστή και της εταιρείας Hatem Investments Ltd και της Ελενίτσας Κωνσταντινίδη (αιτήτρια/εφεσείουσα) ως πωλητές.
Ο αποβιώσας κατέβαλε ολόκληρο το τίμημα πώλησης στους πωλητές πλην όμως η αιτήτρια (εφεσείουσα) μέχρι σήμερα δεν έχει μεταβιβάσει την εν λόγω κατοικία.
Πριν τη σύναψη της πιο πάνω συμφωνίας πώλησης το 1984, η εφεσείουσα μαζί με την εταιρεία Hatem Investments Ltd, δυνάμει συμφωνίας ημερ. 9.9.1983, συμφώνησαν όπως η εφεσείουσα ανταλλάξει τα ακίνητα της υπ΄αριθμ. 8285, 8297 και 9829 με αριθμό διαμερισμάτων που κατείχε η εταιρεία Hatem Investments Ltd, καθώς και με την καταβολή μετρητών. Σημειώνεται ότι η επίδικη κατοικία ανεγέρθηκε επί των πιο πάνω ακινήτων ιδιοκτησία της εφεσείουσας.
Η συμφωνία ημερ. 9.9.1983 μεταξύ της εταιρείας Hatem Investments Ltd και της εφεσείουσας ακυρώθηκε δυνάμει απόφασης του Ε.Δ. Λεμεσού στην αγωγή αρ.34/90 και η εφεσείουσα ανάκτησε δυνάμει διατάγματος ημερ. 29.6.90 την κατοχή των πιο πάνω ακινήτων πλην της έκτασης γης που πωλήθηκε στον αποβιώσαντα δυνάμει της συμφωνίας πώλησης του 1984.
Ακολούθως η εφεσείουσα καταχώρησε την αγωγή αρ.5965/96 στο Ε.Δ. Λεμεσού εναντίον της τότε διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα στην οποία κατά την 2.2.1998 εκδόθηκε απόφαση ερήμην της τελευταίας με την οποία ακυρώνετο η συμφωνία πώλησης ημερ. 1984. Η απόφαση 2.2.1998 παραμερίστηκε δυνάμει απόφασης του Ε.Δ. Λεμεσού ημερ. 5.2.2003 και ακολούθως η ενδιάμεση απόφαση του Ε.Δ. Λεμεσού ημερ. 5.2.2003 στα πλαίσια της αγωγής 5965/96 επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με την πολιτική έφεση αρ.11606.
Κατά την εκδίκαση της αγωγής αρ.5965/96 το Ε.Δ. Λεμεσού εξέδωσε απόφαση υπέρ της τότε διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα και εναντίον της εφεσείουσας απορρίπτοντας την αγωγή της τελευταίας. Σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση 5965/96 η συμφωνία πώλησης 1984 κρίθηκε νόμιμη και δεσμευτική απορρίπτοντας την αξίωση της εφεσείουσας για κατοχή της κατοικίας.
Η απόφαση του Ε.Δ. Λεμεσού στην αγωγή 5965/96 επικυρώθηκε με την Πολιτική ΄Εφ. 288/05.
Παρά την έκδοση των πιο πάνω αποφάσεων του Ε.Δ. και την επικύρωση αυτών από το Ανώτατο Δικαστήριο η εφεσείουσα παρέλειψε να προβεί στην έκδοση του ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας της κατοικίας καθώς και στην μεταβίβαση αυτής επ΄ονόματι της εφεσίβλητης ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα και ή των κληρονόμων του αποβιώσαντα. Επιπροσθέτως δε της παράλειψης της εφεσείουσας να προβεί στην έκδοση τίτλου και στην μεταβίβαση στους κληρονόμους αυτή και/ή οι αντιπρόσωποι της επενέβησαν παράνομα στην κατοικία εμποδίζοντας την είσοδο σ΄αυτή στην τότε διαχειρίστρια και/ή στους κληρονόμους του αποβιώσαντα.
Εξαιτίας δε της πιο πάνω παράνομης παράβασης, η εφεσίβλητη εξασφάλισε στα πλαίσια της αγωγής 177/2008 προσωρινό διάταγμα δυνάμει του οποίου η εφεσείουσα και/ή αντιπρόσωποι της εγκατέλειψαν την κατοικία προκαλώντας όμως εκτεταμένες ζημιές σ΄αυτή.
Μετά την εκδίκαση των συνενωμένων αγωγών 129/08 και 177/08 οι οποίες είχαν καταχωρηθεί από την εφεσίβλητη (ενάγουσα στις πιο πάνω αγωγές) υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα εναντίον της αιτήτριας, το πρωτόδικο Δικαστήριο την 21.7.2015 εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Σύμφωνα δε με την απόφαση:
«εκδίδεται αναγνωριστική απόφαση, στην αγωγή 129/08, με την οποία αναγνωρίζεται ότι, το μέρος της γης στο οποίο ανεγέρθηκε η επίδικη κατοικία και που περιλαμβάνει το εμβαδόν που συμφωνήθηκε με τη συμφωνία του 1984, βρισκόταν εγγεγραμμένο στο όνομα της Εναγόμενης, από τη συμφωνία του 1984 μέχρι σήμερα, προς όφελος της περιουσίας του αποβιώσαντα Hissin, δυνάμει εξ επαγωγής εμπιστεύματος.
Εκδίδεται επίσης διάταγμα, στην αγωγή 129/08, με το οποίο διατάσσεται η Εναγόμενη όπως, εντός 20 ημερών από την επίδοση σε αυτήν του διατάγματος ή σε άλλη μεγαλύτερη προθεσμία που ήθελε τάξει η Ενάγουσα, να πράξει οτιδήποτε απαιτείται για την εγγραφή ή μεταβίβαση της επίδικης κατοικίας, μαζί με το μέρος του ακινήτου που αυτή περιλαμβάνει ως έχει συμφωνηθεί με τη συμφωνία του 1984, επ' ονόματι της Ενάγουσας. Διαζευκτικά, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο να διορίζεται από την Ενάγουσα οποιοδήποτε πρόσωπο, κατα την κρίση της και κατα την εξουσιοδότηση της, για να υπογράφει για λογαριασμό και στο όνομα της Εναγόμενης κάθε αναγκαία αίτηση ή έγγραφο ή να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη πρόσφορη και αναγκαία ενέργεια η οποία νομικά μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει από την Εναγόμενη, με σκοπό τη δημιουργία ξεχωριστού τίτλου εγγραφής στο Κτηματολόγιο επ' ονόματι της Ενάγουσας.
Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση με την οποία όλες οι δαπάνες και τα έξοδα που θα προκύψουν από τη διαδικασία δημιουργίας ξεχωριστής εγγραφής επ' ονόματι της Ενάγουσας της επίδικης κατοικίας στο μητρώο του Κτηματολογίου, θα βαρύνουν την Εναγόμενη.
Αναφορικά με την αγωγή 177/08, κρίνεται ότι η Εναγόμενη, κατά την περίοδο από 15.10.2007 (ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου) μέχρι 06.03.2008 (ημερομηνία έκδοσης προσωρινού διατάγματος στην αγωγή 177/08) κατείχε, μέσω του υιού της Γ. Κωνσταντίνου, παράνομα την επίδικη κατοικία.
.....
Αναφορικά με τα έξοδα των αγωγών, αυτά επιδικάζονται προς όφελος της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης. Να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Όσον αφορά στην Ανταπαίτηση της Εναγόμενης, εναντίον της Ενάγουσας, αυτή απορρίπτεται. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν συνηγορούν υπέρ της δικαίωσης της Εναγόμενης έναντι της Ενάγουσας».
Όπως έχουμε αναφέρει η νομική βάση της αίτησης και της ένστασης είναι κυρίως η Δ.35 θ.18 η οποία έχει ως ακολούθως:
«18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.»
Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου βάσει της Δ.35, θ.18 έχουν αναλυθεί και επεξηγηθεί σε αρκετές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Παναγιώτα Νεοφύτου ν. Χρυσάνθης Δημητρίου (1989) 1 C.L.R. 592 λέχθηκαν τα εξής αναφορικά με τις προϋποθέσεις αναστολής απόφασης:
«Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για αναστολή πρωτόδικης απόφασης εξαρτάται από το αποτέλεσμα της εξισορρόπησης δύο εξίσου σημαντικών παραγόντων για την απονομή της δικαιοσύνης. Την διασφάλιση, αφενός, του τελεσίδικου χαρακτήρα της πρωτόδικης απόφασης και της απόδοσης στον διάδικο που έχει επιτύχει τον καρπόν της επιτυχίας του και την εξασφάλιση, αφετέρου, της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης».
Οι δύο αυτοί παράγοντες εξισορροπούνται με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης (βλ. Ιωσηφάκης ν. Αριστοδήμου, (1990) 1 Α.Α.Δ. 284)
Η πιο πάνω αρχή επαναδιατυπώθηκε στην υπόθεση Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου:
«Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο από τη Δ.35 Θ. 18. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει η στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης.»
Οι αρχές που διέπουν το θέμα έχουν καθοριστεί από τη νομολογία και συνοψίστηκαν ως ακολούθως στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1978:
«Η νομική βάση της αίτησης για αναστολή είναι η Διαταγή 35 καν. 18. Οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα, εκπηγάζουν από τη νομολογία και μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(α) Η απόφαση για αναστολή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η άσκηση της οποίας γίνεται στο πλαίσιο της Διαταγής 35 καν. 18 και σε συνάρτηση προς τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.
(β) Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης η οποία, παραμένει ισχυρή και διατηρεί την τελεσιδικία της μέχρι την τροποποίηση ή την ανατροπή της από το Εφετείο. Έπεται ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται τους καρπούς της επιτυχίας του εκ μόνου του γεγονότος ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης του αντιδίκου του. Από την άλλη όμως αποτελεί βασική προϋπόθεση για την απονομή της δικαιοσύνης, η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης. Η άρνηση έκδοσης διαταγής για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης δυνητικά συνεπάγεται κίνδυνο εξανέμισης της αξίας της έφεσης.
.....
Εφόσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διαταγής για την αναστολή της εκτέλεσης, το δικαστήριο έχει καθήκον να επιλέξει τους κατάλληλους για την περίπτωση όρους για να τεθεί σε ισχύ η διαταγή της αναστολής. Εναπόκειται επομένως στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η επιλογή των όρων που θα τεθούν προκειμένου να επιφέρουν την εξισορρόπηση των συγκρουομένων δικαιωμάτων μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης.»
Οι πιο πάνω αρχές έχουν συνοψιστεί και πολύ πρόσφατα στην υπόθεση Λίζα Λουκαϊδου Θεοφάνους και 1. Λεωνίδας Γεωργίου κ.ά. Πολ.εφ.251/14, ημερ. 19.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A103 στην οποία γίνεται αναφορά και σε σύγχρονη αγγλική νομολογία, όπου επιβεβαιώνονται ουσιαστικά οι ίδιες αρχές.
΄Εχουμε μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις υπό το πρίσμα των πιο πάνω νομικών αρχών.
Σίγουρα η ύπαρξη ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτητή είναι δεσπόζον στοιχείο σε αιτήσεις της εξεταζόμενης φύσεως, στην προσπάθεια ακριβώς της εξισορρόπησης που επιτάσσει η νομολογία. Η δυσκολία συμμόρφωσης από μόνη της, έστω και αν συνεπάγεται έξοδα δεν είναι αυτόνομο στοιχείο, πρέπει να συνεκτιμηθεί στα πλαίσια της ύπαρξης ανεπανόρθωτης βλάβης. Αν ειδωθεί προσεκτικά η ένορκη δήλωση του κ. Κωνσταντινίδη, ο ισχυρισμός της ανεπανόρθωτης βλάβης ουσιαστικά μπορεί να εκληφθεί ως απροθυμία συμμόρφωσης στην απόφαση η οποία μάλιστα υπήρξε η κατάληξη πολύχρονων και ως φαίνεται δύσκολων δικαστικών διαδικασιών με αφετηρία το 1984 που υπογράφεται η επίδικη συμφωνία.
Η αόριστη επίκληση της πλευράς της εφεσείουσας για διαμονή των κληρονόμων σε χώρα μη ευρωπαϊκή ή η γενική επίκληση κινδύνων μεταβίβασης σε τρίτους δεν μας έχουν πείσει ότι στοιχειοθετούν την έννοια της ανεπανόρθωτης βλάβης, ούτε μας πείθουν ότι η έφεση θα μείνει άνευ αντικειμένου. ΄Εχουμε την άποψη ότι το βάρος της αιτήτριας να καταδείξει την ανεπανόρθωτη βλάβη και την εν γένει ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων αποκτά ένα ειδικό περιεχόμενο όταν ένας διάδικος έχει εμπλακεί σε πολύχρονες δικαστικές διαδικασίες στην προσπάθεια του να δικαιωθεί. Θα ήταν παράλογο, στη βάση γενικών ισχυρισμών, να αποστερήσουμε το διάδικο από τους καρπούς της εν τέλει επιτυχίας του όταν μάλιστα προϋπήρχε αυτό το ιστορικό διεκδίκησης ως άνω και όταν επίσης η διαδικασία υλοποίησης της απόφασης δεν θα είναι σύντομη
Η τελεσιδικία εν προκειμένω έχει μιαν ιδιαίτερη βαρύτητα η οποία συναρτάται άμεσα με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης αλλά και το κράτος δικαίου ευρύτερα.
Επί των θεμάτων δε της κατοχής ή παράνομης επέμβασης και ή των ζημιών που και οι δύο πλευρές ασχολήθηκαν κρίνουμε ότι δεν αλλοιώνουν τα δεδομένα με τρόπο που να υποβοηθούσε την αιτήτρια στην αίτηση της.
΄Οσο για τις πιθανότητες επιτυχίας της έφεσης εκρίθη ότι ο παράγοντας αυτός δεν είναι αποφασιστικής σημασίας. Και εδώ, όπως στην υπόθεση Θεοφάνους (ανωτέρω), είναι μάλιστα περιθωριακής σημασίας αφού τα προσφερθέντα υπό της αιτήτριας στοιχεία δεν καθιστούν δυνατή με βεβαιότητα την πρόγνωση της έκβασης της έφεσης.
Μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, όπως έχει νομολογηθεί, είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής. (βλ. Χατζηευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd a.o. (1991) 1 Α.Α.Δ. 172). ΄Οπως έχουμε εξηγήσει αυτές οι εξαιρετικές περιστάσεις εδώ δεν έχουν καταδειχθεί.
Συνεπώς κρίνουμε ότι η αιτήτρια απέτυχε να αποσείσει το βάρος που είχε ως προς την αναγκαιότητα της αίτησης της. Θεωρούμε λοιπόν ότι η αίτηση πρέπει να αποτύχει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της καθ΄ης η αίτηση ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.