ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A34
(2016) 1 ΑΑΔ 156
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε8/2014)
25 Ιανουαρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
NATALIA TSIKLAURI,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα-Αιτήτρια,
ν.
1. ARTUR ISAKOV,
2. ANDAMANA ETERPRISES LIMITED (HE 93074),
3. POTEX LIMITED (HE 122773),
4. YOSU INTERNATIONAL COMPANY,
5. ΜΑΡΙΟΥ ΚΟΝΤΕΜΕΝΙΩΤΗ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων-Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Ε. Κουδουνάρη (κα), για την Εφεσείουσα.
Μ. Βορκάς, για τους Εφεσίβλητους.
Χρ. Πυρκώτου (κα), για Ε. Νεοκλέους, για την Cyprus Popular Bank, και για Π. Πολυβίου, για την Τράπεζα Κύπρου.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, επιδιώκεται η ανατροπή ενδιάμεσης απόφασης στην αγωγή αρ. 2732/2013, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία κρίθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει καθ' ύλην δικαιοδοσία να επιληφθεί της πιο πάνω αγωγής, καθ' ότι, ως εκ της φύσεώς της, δικαιοδοσία προς τούτο έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο.
Για την ακρίβεια, στο πλαίσιο της εκκαλούμενης απόφασης, έχει κριθεί ότι η αιτία, η οποία προβάλλεται με την εν λόγω αγωγή, αφορά σε θέματα περιουσιακών σχέσεων μεταξύ πρώην συζύγων. Κατά συνέπεια, το εκδικάσαν Δικαστήριο παρέπεμψε την αγωγή στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ασκώντας τη σχετική εξουσία, που παρέχεται προς τούτο από το άρθρο 64Α του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960), αφού ακύρωσε τα προσωρινά διατάγματα που είχαν εκδοθεί, προηγουμένως, στο πλαίσιο αυτής. Υπάρχει λόγος έφεσης και για την εν λόγω πτυχή της εκκαλούμενης απόφασης.
Το πιο πάνω ζήτημα προέκυψε στο πλαίσιο αναθεώρησης ενός των προαναφερθέντων προσωρινών διαταγμάτων, το οποίο είχε, αρχικά, εκδοθεί μονομερώς, όταν ηγέρθη με την ειδοποίηση ένστασης, η οποία καταχωρίστηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων, εναγομένων στην αγωγή. Ο Πρόεδρος, ο οποίος επιλήφθηκε της υπόθεσης, περιορίστηκε στην εξέταση μόνο του υπό αναφορά ζητήματος, καταλήγοντας στην απόφαση που έχει προαναφερθεί. Για το σκοπό αυτό, εξέτασε τη φύση της αιτίας αγωγής, κυρίως, με αναφορά στο περιεχόμενο της έκθεσης απαιτήσεως, η οποία είχε, στο μεταξύ, καταχωριστεί. Επειδή δε η εξέταση διενεργήθηκε στο πλαίσιο ενδιάμεσης διαδικασίας, τα ίδια γεγονότα αναζητήθηκαν και στις σχετικές ένορκες δηλώσεις, οι οποίες είχαν γίνει εκ μέρους της εφεσείουσας, ενάγουσας στην αγωγή, βασικά, προς επιβεβαίωση της ταύτισης του περιεχομένου των δύο πηγών. Προφανώς, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει, πράγματι, ταύτιση, όσον αφορά τα ουσιώδη γεγονότα που παρατίθενται σε αυτές.
Η έκθεση απαιτήσεως, στην οποία επικεντρώθηκε η εξέταση του Προέδρου, καταχωρίστηκε σε σύντομο χρόνο μετά την έκδοση του υπό αναθεώρηση διατάγματος. Η αναφορά δε στο περιεχόμενό της, προς διαπίστωση της απαίτησης, αφού έτσι είναι δυνατό να διαπιστωθεί κατά πόσο το εκδικάζον δικαστήριο έχει κατά νόμο δικαιοδοσία να επιληφθεί της ενώπιόν του αγωγής, είναι, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, απολύτως αναγκαία, (βλ. Sevegep Ltd. v. United Sea Transport (1989) 1 A.A.Δ. (Ε) 729, σελίδα 732). Σύμφωνα, λοιπόν, με ό,τι προκύπτει από αυτήν, η εφεσείουσα, ενάγουσα στην εν λόγω αγωγή, διατείνεται ότι είναι η δικαιούχος (beneficiary) των μετοχών των εφεσιβλήτων 2 και 3 εταιρειών, εναγομένων 2 και 3, αντίστοιχα, οι οποίες μετοχές κατέληξαν να κατέχονται στη βάση καταπιστεύματος, κάποιας μορφής, από την εφεσείουσα 4 εταιρεία, εναγόμενη 4. Προηγουμένως, αυτές κατέχονταν από διάφορα γνωστά πρόσωπα, ως nominees.
Η εφεσείουσα βασίζει το εν λόγω δικαίωμά της στον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητες 2 και 3 συστάθηκαν για λογαριασμό της και, ουσιαστικά, της ανήκουν, αφού τα χρήματα για τις επενδύσεις στις οποίες αυτές προέβησαν σε ακίνητα και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, που βρίσκονται, κυρίως, στη Γερμανία, αποτελούν μέρος της περιουσίας της, την οποία η ίδια έχει δημιουργήσει, μέσω διαφόρων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, τις οποίες ανέπτυξε επιτυχώς στη Ρωσία. Αυτά δε, κατά τον περαιτέρω ισχυρισμό της, συνέβησαν σε χρόνο κατά τον οποίο υφίστατο ακόμα ο γάμος της μετά του εναγομένου 1 στην αγωγή. Να σημειωθεί πως η έφεση στρέφεται και εναντίον του· είναι ο εφεσίβλητος αρ. 1. Μετά τη ρήξη, όμως, που επήλθε στο γάμο τους, ο εν λόγω εφεσίβλητος, κατ' ισχυρισμό, μετερχόμενος δόλια μέσα, μεταβίβασε τις μετοχές των εφεσιβλήτων 2 και 3 στην εφεσίβλητη 4 εταιρεία, την οποία ελέγχει πλήρως, κατέχοντας το 100% του μετοχικού της κεφαλαίου, και οικειοποιήθηκε σημαντικά περιουσιακά στοιχεία των πρώτων δύο εταιρειών. Τα ανωτέρω, όπως είναι, επίσης, ο ισχυρισμός της εφεσείουσας, συνέβησαν εν αγνοία της, με αποτέλεσμα αυτή να έχει απολέσει τα ίχνη των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Γι' αυτό δε, η αγωγή χαρακτηρίζεται και ως tracing action, με κυρίαρχο, βέβαια, στοιχείο σε αυτήν το καταπίστευμα, που έχει, κατ' ισχυρισμό, δημιουργηθεί και υφίσταται προς όφελός της.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο, αφού εξέτασε το θέμα της καθ' ύλην δικαιοδοσίας, με αναφορά στις σχετικές πρόνοιες των νόμων που καθορίζουν τη φύση και το εύρος της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου και στη σχετική επί του συγκεκριμένου θέματος νομολογία, κατέληξε ότι εξουσία να επιληφθεί της επίδικης διαφοράς έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο. Να σημειωθεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δε συνέδεσε το συμπέρασμά του, ανωτέρω, με το νομικό πλαίσιο, εντός του οποίου εκδόθηκε, αρχικά, το υπό αναφορά διάταγμα και που ήταν, προφανώς, το άρθρο 32 του Ν. 14/1960. Ως αποτέλεσμα, δεν εξέτασε το εγειρόμενο θέμα, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του εν λόγω άρθρου και, δη, αυτών που τίθενται στην επιφύλαξή του για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως το υπό αναφορά. Εντούτοις, στη βάση του συμπεράσματος ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει καθ' ύλην δικαιοδοσία, προχώρησε στην ακύρωση των, πιο πάνω, αναφερθέντων προσωρινών διαταγμάτων και στην παραπομπή της αγωγής στο Οικογενειακό Δικαστήριο, δυνάμει της εξουσίας που προβλέπει το άρθρο 64Α του Ν. 14/1960.
Το άρθρο 64Α του Ν. 14/1960, με τις πρόνοιές του, ουσιαστικά, αποσκοπεί στη διάσωση αγωγής, η οποία καταχωρείται σε δικαιοδοτικά αναρμόδιο δικαστήριο, με τη μεταφορά της, δυνάμει σχετικής διαταγής, στο καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο, όπως ορίζεται σε αυτό. Προφανώς, η εν λόγω εξουσία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όπου υπάρχουν πρόνοιες για παραγραφή μιας αγωγής, σε περίπτωση που αυτή δεν καταχωρείται εγκαίρως στο αρμόδιο δικαστήριο. Δε θεραπεύει, όμως, την άνευ νόμιμης εξουσίας ανάληψη δικαιοδοσίας, γεγονός το οποίο, κατά το νόμο, καθιστά κάθε ουσιαστικό μέτρο που λαμβάνεται υπό αναρμόδιου δικαστηρίου άκυρο εξ υπαρχής. Τέτοιο μέτρο, στην ουσία, εκδίδεται ή επικυρώνεται, αναλόγως της περίπτωσης, άνευ νομίμου εξουσίας, (βλ. Philippou v. Philippou (1986) 1 C.L.R. 689, σελίδα 698).
Σύμφωνα με το άρθρο 11(2)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/1990), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, θέματα «περιουσιακών σχέσεων των συζύγων», όπως αυτές καθορίζονται, περαιτέρω, από συγγενή νομοθεσία, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και δεν απαιτείται, για την άσκησή της, οι σύζυγοι να έχουν τη διαμονή τους στην Κύπρο. ΄Οπως δε προβλέπεται στο άρθρο 2(2) του εν λόγω Νόμου:-
«'περιουσιακές σχέσεις' σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1999.»
Τα πιο πάνω θέματα, λοιπόν, ρυθμίζονται διεξοδικά από τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991 (Ν. 232/1991), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, και συγκεκριμένα, από το Μέρος ΙΙΙ αυτού, υπό τον γενικό τίτλο «Συμμετοχή σε Περιουσία». Ειδικά, με το άρθρο 14(1), το οποίο παρατίθεται πιο κάτω, κατοχυρώνεται το δικαίωμα ενός των συζύγων να προβάλει αξίωση για συμμετοχή στην περιουσία του άλλου συζύγου:-
«14. - (1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.»
Οπωσδήποτε, η εν λόγω πρόνοια δεν προβλέπει δικαίωμα ενός των συζύγων να προβάλει αξίωση για συμμετοχή στην περιουσία του άλλου συζύγου, άνευ ετέρου. Αυτός πρέπει να έχει συμβάλει στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Η προβολή δε της αξίωσης για συμβολή στην περιουσία του άλλου συζύγου εγείρεται, όπως αναφέρεται, με αγωγή, για απόδοση του μέρους της αύξησης που προέρχεται από τη δική του συμβολή. Πρόκειται για το συνήθη τύπο αγωγής, που εγείρεται όταν ο γάμος παύσει να υφίσταται, ή όταν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση.
Με την πάροδο των χρόνων, από της εγκαθίδρυσης του Οικογενειακού Δικαστηρίου το 1990, έχει αναπτυχθεί σχετική νομολογία, η οποία πραγματεύεται τις διάφορες πτυχές αξίωσης ενός συζύγου για συμμετοχή στην περιουσία του άλλου συζύγου, υπό διάφορες περιστάσεις. Ιδιαίτερα, απασχόλησε κατά πόσο συγκεκριμένη περιουσία, η οποία φαίνεται να ανήκει σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, στην πραγματικότητα, αποτελεί μέρος της περιουσίας του συζύγου, κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή και η σχετική αξίωση, (βλ. Ανδρέου ν. Κυριάκου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 896, Φιλίππου ν. Φιλίππου, (2003) 1 Α.Α.Δ. 1343 και Αποστόλου κ.ά. ν. Ιωάννου κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 604). Ο εκδικάσας Δικαστής έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην πτυχή αυτή, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα απόφασή του.
Η παρούσα περίπτωση, όμως, προδήλως, δεν αφορά σε θέματα περιουσιακών σχέσεων μεταξύ συζύγων, αφού η αιτία, την οποία η εφεσείουσα προβάλλει με την αγωγή της, δεν περιλαμβάνει αξίωση για συμμετοχή σε περιουσία του πρώην συζύγου της, εφεσίβλητου 1. Για την ακρίβεια, δε διαπιστώνεται να υπάρχει, ούτε κατά το ελάχιστο, ομοιότητα της αξίωσης της εφεσείουσας στην υπό αναφορά αγωγή της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την αξίωση που προνοείται στο άρθρο 14(1) του Ν. 232/1991. Αντιθέτως, η εφεσείουσα, με την αξίωση της, όπως αυτή διαπιστώνεται από την έκθεση απαιτήσεως, επιδιώκει να της επιστραφεί η περιουσία, η οποία, κατ' ισχυρισμό, της ανήκει αποκλειστικά και την οποία ο πρώην σύζυγός της έχει οικειοποιηθεί, κατά τον τρόπο που έχει προαναφερθεί.
Επομένως, η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται λανθασμένη και πρέπει να ακυρωθεί στην ολότητά της. Αυτό σημαίνει πως και η αγωγή πρέπει να επαναφερθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπου είχε, αρχικά, καταχωριστεί, όπως, επίσης, πρέπει να επανέλθουν σε ισχύ και τα διατάγματα με ημερομηνίες 29.4.2013 και 20.9.2013, αντίστοιχα, τα οποία είχαν, με την πρωτόδικη απόφαση, ακυρωθεί, προκειμένου να προχωρήσει περαιτέρω η διαδικασία αναθεώρησής τους, εκτός και εάν αυτά έχουν, στο μεταξύ, άλλως πως, διευθετηθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Αυτά να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ