ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A11
(2016) 1 ΑΑΔ 17
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 380/2010)
12 Ιανουαρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΤΡΟΥΛΛΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ,
Εφεσείουσα,
ν.
CYPRUS INVESTMENTS & SECURITIES CORPORATION LTD,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.
Ι. Μαλέκκου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είναι χρηματιστηριακή εταιρεία, μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ). Καταχώρησαν αγωγή εναντίον της Εφεσείουσας ισχυριζόμενοι ότι μεταξύ Αυγούστου 1999 και Ιουλίου 2000 και κατόπιν εντολών της Εφεσείουσας διενήργησαν για λογαριασμό της αγορές και πωλήσεις διαφόρων μετοχών, προβαίνοντας σε ανάλογες χρεοπιστώσεις σε λογαριασμό που διατηρούσε. Στις 3.7.2000 ο εν λόγω λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο, παρά τις οχλήσεις για πληρωμή του, η Εφεσείουσα παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να πληρώσει. Η Εφεσείουσα, στην Εκθεση Υπεράσπισής της, αρνείτο ότι εξουσιοδότησε ή έδωσε εντολή προς τους Εφεσίβλητους για διενέργεια των ισχυριζόμενων αγορών και πωλήσεων μετοχών ή ότι διατηρούσε τον ισχυριζόμενο λογαριασμό ή ότι προέβη σε οποιαδήποτε αγορά μετοχών μέσω των Εφεσιβλήτων ή, ότι, εν πάση περιπτώσει, όφειλε οποιοδήποτε ποσό σε αυτούς.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία οι Εφεσίβλητοι, προς απόδειξη της υπόθεσής τους, κάλεσαν συνολικά πέντε μάρτυρες. Η Εφεσείουσα στηρίχθηκε στη δική της μαρτυρία και στη μαρτυρία ενός ακόμη μάρτυρα, ειδικού γραφολόγου. Παρεμβάλλεται ότι η μαρτυρία του τελευταίου αυτού μάρτυρα προσφέρθηκε προκειμένου να τεκμηριωθεί ισχυρισμός της πλευράς της Εφεσείουσας ότι πληρεξούσιο έγγραφο, το τεκμήριο 1, με το οποίο η Εφεσείουσα εξουσιοδοτούσε τους Εφεσίβλητους να υπογράφουν κάθε αναγκαίο έγγραφο για τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων αξιών, δεν έφερε την υπογραφή της. Το ζήτημα αυτό, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε σημείο έντονης τριβής πρωτόδικα, δεν απασχολεί πλέον εφόσον παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ότι όντως το τεκμήριο 1 υπεγράφη από την Εφεσείουσα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη σχετική μαρτυρία που παρουσίασε η πλευρά των Εφεσιβλήτων, έκανε δεκτή την εκδοχή τους - ότι δηλαδή πράγματι υπήρξε συνεργασία μεταξύ των διαδίκων, με τη διενέργεια αγοραπωλησιών μετοχών για λογαριασμό και κατ΄ εντολή της ενάγουσας και πως, ως αποτέλεσμα, παρέμενε χρεωστικό υπόλοιπο - και εξέδωσε προς όφελος τους απόφαση για το ποσό των €36.427,30 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Η Εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Κοινή συνισταμένη και των τεσσάρων, τελικά, λόγων έφεσης αποτελεί η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, καταλήγοντας σε λανθασμένα ευρήματα μη εύλογα επιτρεπτά και παραβλέποντας τη βασική δικογραφημένη θέση των Εφεσιβλήτων ότι οι επίδικες αγοραπωλησίες μετοχών έγιναν κατόπιν εντολών της Εφεσείουσας. Υπό τις συνθήκες αυτές το σύνολο των λόγων έφεσης, ακριβώς λόγω της συνάφειάς τους, θα εξετασθεί ως μία ενότητα.
Στο αρχικό αυτό στάδιο, είναι επιβεβλημένο να καταγραφεί ότι συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός, ως κοινή πλέον συνισταμένη των θέσεων των δύο πλευρών, ότι η Εφεσείουσα για κάποιο χρονικό διάστημα, την περίοδο μεταξύ 24.8.1999 και 14.2.2000, με εντολές που έδιδε μέσω του συζύγου της και κάποιου ανεψιού της, προέβηκε στη διενέργεια πράξεων αγοραπωλησίας μετοχών σε συνεργασία με τους Εφεσίβλητους. Είναι επίσης παραδεκτό ότι κατά την περίοδο αυτή αποκόμισε κάποιο κέρδος, απόρροια των προαναφερθεισών συναλλαγών. Η όλη αμφισβήτηση εστιάζεται στη θέση που προβάλλει η Εφεσείουσα ότι μετά τις 14.2.2000 και μέχρι τις 3.7.2000 ουδέποτε έδωσε άλλες εντολές, ούτε και εξουσιοδότησε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να ενεργεί εκ μέρους της προς το σκοπό αυτό.
Τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσείουσας ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επίδικες χρηματιστηριακές συναλλαγές έγιναν από τον σύζυγο ή από εκπροσώπους της Εφεσείουσας, είναι αντίθετη με τις δικογραφημένες θέσεις των Εφεσιβλήτων. Στηρίχθηκε στην αναφορά της παραγράφου 3 της Εκθεσης Απαίτησης ότι οι εν λόγω συναλλαγές έγιναν «κατόπιν εντολών» της Εφεσείουσας.
Δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε βάση στην πιο πάνω προσέγγιση. Όπως ξεκάθαρα εντοπίζεται στην Εκθεση Απαίτησης, η αξίωση αφορούσε υπόλοιπο λογαριασμού. Ο τρόπος παροχής εντολών, είτε προσωπικά είτε δι΄ αντιπροσώπου, συνιστούσε στοιχείο μαρτυρίας προς απόδειξη του γενικότερου ισχυρισμού των Εφεσιβλήτων ότι οι πράξεις έλαβαν χώραν προς όφελος της Εφεσείουσας και κατόπιν δικών της εντολών. Ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε περαιτέρω δικογράφηση και εναπόκειτο στην Εφεσείουσα να ζητήσει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες σε σχέση με τον τρόπο παροχής των εντολών, εφόσον τελικά δεν θα παραδεχόταν το γεγονός αυτό.
Όπως ήδη λέχθηκε, το κρίσιμο ερώτημα που αιωρείται είναι αν όντως δόθηκαν οι εντολές οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση εκτέλεσης των επίδικων χρηματιστηριακών πράξεων, είτε από την Εφεσείουσα απευθείας στους Εφεσίβλητους είτε διαβιβάστηκαν σε αυτούς μέσω τρίτων προσώπων, δηλαδή του συζύγου της ή του ανεψιού της.
Η βάση της αξίωσης των Εφεσιβλήτων ήταν ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού και όχι παραδεδεγμένος λογαριασμός (account stated). Υπό τις συνθήκες αυτές απαιτείτο η προσκόμιση θετικής μαρτυρίας, ικανής να τεκμηριώσει ότι όλες οι εγγραφές του επίδικου λογαριασμού αντιστοιχούσαν σε ανάλογες πράξεις. Το βάρος έφερε η πλευρά των Εφεσιβλήτων, η οποία και προέβαλλε ισχυρισμό θετικής πράξης (Phipson on Evidence, 16η έκδοση, σελ. 127-128, Χαράλαμπος Κρασάρης ν. Cyprus Investments & Securities Corporation Ltd, ΠΕ 95/2010, ημερ. 10.7.2015), ECLI:CY:AD:2015:A515.
Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία που πρόσφερε η πλευρά των Εφεσιβλήτων ως προς το ζήτημα της παροχής εντολών για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων, απορρίπτοντας την αντίθετη εκδοχή της Εφεσείουσας. Το πραγματικό υπόβαθρο των πρωτόδικων ευρημάτων δεν αποτέλεσε η απόρριψη της εκδοχής της Εφεσείουσας, αλλά η αξιόπιστη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων και τα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς απόδειξη της διενέργειας της κάθε πράξης και όλων των εγγραφών του επίδικου λογαριασμού.
Εχει νομολογιακά αναγνωρισθεί ότι το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί πρωταρχικό έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει για να μεταβάλει την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ανάλογα συμπεράσματα επί των γεγονότων. Ευχέρεια παρέμβασης του Εφετείου παρέχεται στην περίπτωση και μόνο όπου καταφαίνονται ως εξ αντικειμένου ανυπόστατα τα πρωτόδικα ευρήματα, όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων, να ικανοποιήσει κατ΄ έφεση ότι αυτά είναι εσφαλμένα. Εισήγηση η οποία θα πρέπει και να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα. (Πίτσιλλου ν. Ευγενίου (1989) 1 ΑΑΔ 691, Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1(Α) ΑΑΔ 150).
Με καθοδήγηση τις πιο πάνω αρχές αντικρύσαμε την ενώπιόν μας υπόθεση. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, η οποία είχε τη μορφή παροχής εντολών για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Υπενθυμίζουμε ότι η Εφεσείουσα αρνείτο αρχικά την ύπαρξη οποιασδήποτε τέτοιας σχέσης. Στην Εκθεση Υπεράσπισής της δικογραφούσε, ουσιαστικά, γενική άρνηση. Στην προσπάθειά της να αποστασιοποιηθεί από ο,τιδήποτε ενδεχομένως θα την επηρέαζε, αμφισβήτησε έντονα κατά την πρωτόδικη διαδικασία, την υπογραφή της επί του τεκμηρίου 1, το οποίο ναι μεν δεν αποδείκνυε την παροχή εντολών, φανέρωνε όμως την ύπαρξη σχέσης μεταξύ των μερών. Τελικά, όπως ήδη προαναφέραμε, η Εφεσείουσα δεν αμφισβητεί πλέον τη γνησιότητα της υπογραφής της επί του εν λόγω εγγράφου. Περαιτέρω, κατά την εξέταση και αντεξέταση της στην πρωτόδικη διαδικασία παραδέχθηκε την αγοραπωλησία μετοχών μέσω του συζύγου και κάποιου ανεψιού της, τους οποίους εξουσιοδότησε σχετικά. Υπό τις συνθήκες αυτές περιορίστηκε, τελικά, στον ισχυρισμό ότι οι παραδεκτές συναλλαγές έγιναν μόνο για την περίοδο μεταξύ 24.8.1999 και 11.2.2000. Με αυτά ως δεδομένα, και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι επίδικες συναλλαγές της Εφεσείουσας, όπως καταγράφονται στα τεκμήρια 2 και 12 και οι οποίες έλαβαν χώραν από τις 11.2.2000 μέχρι τις 3.7.2000, έγιναν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που έγιναν και οι προηγούμενες, τις οποίες αποδέχεται η Εφεσείουσα, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταξύ των μερών συνεργασία δεν είχε διακοπεί και πως και οι χρηματιστηριακές συναλλαγές της προαναφερθείσας περιόδου διενεργήθηκαν κατ΄ εντολή και για λογαριασμό της Εφεσείουσας από εκπροσώπους της. Υπήρχαν, υπό τις πιο πάνω συνθήκες, επαρκή στοιχεία που έδειχναν ότι οι πράξεις έλαβαν χώραν με εντολή της Εφεσείουσας από εξουσιοδοτημένα από αυτή πρόσωπα.
Προσθέτουμε, καταληκτικά, ότι μέσα από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τους Εφεσίβλητους και έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχαν αποδειχθεί θετικά και χρονολογικά οι επίδικες συναλλαγές, ο αριθμός των χρηματιστηριακών πράξεων που αφορούσε την επίδικη περίοδο και το εναπομείναν χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού (τεκμήρια 2, 3, 10, 11, 12 και 14).
Ενόψει των πιο πάνω η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεσή τους είναι κατά την κρίση μας ορθή και οι προβληθέντες λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, εναντίον της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΣΦ.