ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A42
(2016) 1 ΑΑΔ 202
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2010)
27 Ιανουαρίου, 2016.
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείοντα/Ενάγοντα στην Αγωγή 836/2005
Εναγόμενου στην Αγωγή 1236/2005,
Τριτοδιάδικου στις Αγωγές 835/2005 & 837/2005.
- ΚΑΙ -
1. ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας στην Αγωγή 1236/2005,
2. ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου 1 στις Αγωγές
1236/2005, 835/2005, 836/2005 & 837/2005,
3. TSIAKKASTEL OFFICE LINE LIMITED,
Eφεσίβλητου/Εναγόμενου 2 στις Αγωγές
1236/2005, 835/2005, 836/2005 & 837/2005,
4. ΔΗΜΗΤΡΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου 4 στην Αγωγή
1236/2005/Ενάγοντα στην Αγωγή 837/2005,
5. ΠΟΛΥΜΝΙΑΣ ΑΛΛΩΣ ΠΟΛΙΝΑΣ ΑΛΛΩΣ ΠΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας στην Αγωγή 835/2005.
---------------------------
Aντώνης Γλυκής με Μ. Αρίστου για Ανδρέα Νεοκλέους & Σία, για τον Εφεσείοντα.
Ουδεμία εμφάνιση για Εφεσίβλητους 1 και 4.
Στέλλα Ερωτοκρίτου (κα), για Εφεσίβλητους 2 & 3.
--------------------
Δικαστήριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ:- Η έφεση αφορά σε ατύχημα που επισυνέβη στις 23.3.2003, στο παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού, παρά το χωριό Τόχνη. Αποτέλεσε κοινό τόπο πρωτόδικα ότι το όχημα ΗΜΥ045, ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων 3, το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 2, εξήλθε από χωματόδρομο, που οδηγούσε στο χωριό Τόχνη, και εισήλθε στο παλαιό δρόμο Λεμεσού - Λευκωσίας. Την ίδια ώρα, το όχημα ΕΥΜ957, ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου 4, το οποίο οδηγείτο από τον εφεσείοντα και στο οποίο επέβαιναν οι εφεσίβλητες 1 και 5, κινείτο στο δρόμο Λεμεσού - Λευκωσίας, με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Δεν επήλθε σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων. Το όχημα ΕΥΜ957 όμως, κινήθηκε στο δεξιό παγκέττο, σύμφωνα με την πορεία του και ανατράπηκε, ενώ το όχημα ΗΜΥ045 σταμάτησε και στάθμευσε εκτός του δρόμου.
Σε σχέση με το ατύχημα, ηγέρθηκαν αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας από τον εφεσείοντα και τους εφεσίβλητους 1, 4 και 5. Δεδομένου ότι τα μέρη συμφώνησαν το ύψος των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων σε όλες τις αγωγές, συμφωνήθηκε όπως το μόνο απομένον επίδικο θέμα, της ευθύνης, εκδικαστεί στην αγωγή 1236/2005, η οποία είχε εγερθεί από την εφεσίβλητη 1 εναντίον των δύο οδηγών και των ιδιοκτητών των εμπλεκόμενων οχημάτων, και όπως οι άλλες τρεις αγωγές ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της.
Κατά την εφεσίβλητη 1, υπαίτιοι για το ατύχημα ήταν τόσο ο εφεσείων όσον ο εφεσίβλητος 2, καταλογίζοντας και στους δύο αμέλεια. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε περαιτέρω λεπτομέρειες. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 καταχώρησαν υπεράσπιση αρνούμενοι οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα, ισχυριζόμενοι παράλληλα ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αποκλειστική και ή συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντα, ο οποίος, οδηγούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, δεν ήλεγχε το όχημα του και παρέλειψε να ελαττώσει ταχύτητα ή να φρενάρει έγκαιρα ή καθόλου. Οι δε εφεσείων και εφεσίβλητος 4, με τα δικά τους δικόγραφα επέρριπταν την ευθύνη για το ατύχημα στον εφεσίβλητο 2, ισχυριζόμενοι ότι αυτός εξήλθε απότομα και απροειδοποίητα από το χωματόδρομο και εισήλθε στον κύριο δρόμο με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του εφεσείοντα.
Σύμφωνα με την αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο μαρτυρία και ευρήματα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων οδηγούσε το όχημα του στο παλαιό δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας, (στον οποίο θα αναφερόμαστε ως «ο κύριος δρόμος»). Ο δρόμος αυτός ήταν πλάτους 6.50 μέτρων, ασφαλτοστρωμένος, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας, οι οποίες διαχωρίζονταν μεταξύ τους με άσπρη διακεκομμένη γραμμή η οποία συνεχιζόταν μέχρι και στο ύψος του χωματόδρομου. Λίγα μέτρα πιο κάτω, όμως, ως ήταν η πορεία του οχήματος που οδηγούσε ο εφεσείων, και πιο πίσω, η γραμμή ήταν συνεχόμενη. Η μία λωρίδα κατευθυνόταν προς Λεμεσό και η άλλη προς Λευκωσία. Ο χωματόδρομος ήταν καταγεγραμμένος στα κτηματολογικά σχέδια ως δημόσιο μονοπάτι και χρησιμοποιείτο από διάφορα οχήματα για σειρά ετών. Παρά το χωριό Τόχνη, ο κύριος δρόμος σχηματίζει «ανοικτή» δεξιά στροφή και αμέσως μετά «κλειστή» αριστερή στροφή. Οι στροφές αυτές και η άγρια βλάστηση που υπήρχε πριν από το άνοιγμα του χωματόδρομου, περιόριζαν σημαντικά την οπτική επαφή μεταξύ των δύο οδηγών. Το ανώτατο όριο ταχύτητας στον κύριο δρόμο ήταν 80χλμ/ω. Περίπου 100-200 μέτρα όμως, πριν από το σημείο όπου έγινε το ατύχημα, υπήρχε προειδοποιητική πινακίδα για την επικινδυνότητα του συγκεκριμένου σημείου του δρόμου, η οποία καλούσε τους οδηγούς να ελαττώσουν ταχύτητα. Όταν ο εφεσίβλητος 2 βρισκόταν στο άνοιγμα του χωματόδρομου, με πρόθεση να στρίψει δεξιά, η ορατότητα του προς τα δεξιά - δηλαδή προς την κατεύθυνση από την οποία πορευόταν το όχημα του εφεσείοντα - περιοριζόταν στα 87-90 μέτρα και το όχημα του εφεσείοντα δεν ήταν ορατό. Την ίδια ορατότητα είχε και ο εφεσείων σε σχέση με το σημείο που βρισκόταν το όχημα του εφεσίβλητου 2. Ο εφεσείων, όταν ο εφεσίβλητος 2 βρισκόταν στο άνοιγμα του χωματόδρομου, οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα, τουλάχιστον 110χλμ/ω με αποτέλεσμα να ευρίσκεται 50 μέτρα πριν από το πεδίο της ορατότητας του και 137 μέτρα από το όχημα του εφεσίβλητου, ενώ μεταξύ των δύο οδηγών δεν υπήρχε οπτική επαφή. Προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο, ο εφεσίβλητος 2 βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στον κύριο δρόμο και ξεκίνησε να εισέρχεται σε αυτόν σιγά - σιγά, κοιτάζοντας συνέχεια δεξιά. Αντιλήφθηκε το όχημα του εφεσείοντα όταν ο ίδιος είχε ήδη εισέλθει στον κύριο δρόμο και ο εφεσείων είχε διανύσει κάποια απόσταση προς το μέρος του. Αντιλαμβανόμενος το όχημα του εφεσείοντα, κινήθηκε προς τα δεξιά αποφεύγοντας έτσι τη σύγκρουση. Κινήθηκε και ο εφεσείων δεξιά σε σχέση με την πορεία του, δεν εφάρμοσε τα φρένα του και το όχημα του παρέκκλινε της πορείας του και κινήθηκε ανεξέλεγκτα. Το όχημα του εφεσείοντα ανατράπηκε μία φορά και στη συνέχεια πλαγιολίσθησε και ανατράπηκε εκ νέου πριν καταλήξει στην τελική του θέση. Η απόσταση μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ανατροπής ήταν 104 μέτρα.
Με βάση τα ευρήματα του, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η ευθύνη για το ατύχημα βάρυνε εξ ολοκλήρου τον εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη ετυμηγορία προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης οι οποίοι στρέφονται κατά της απόδοσης αποκλειστικής ευθύνης στον εφεσείοντα και μη απόδοσης συντρέχουσας αμέλειας στον εφεσίβλητο 2 (1ος λόγος), της απόρριψης της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Γιώργου Τζιηρκαλλή (2ος λόγος) και της αποδοχής της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Ο΄Μαχόνυ (3ος λόγος).
Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως στο συγκεκριμένο σημείο υπήρχε περιορισμένη ορατότητα, ο εφεσίβλητος 2 δεν θα έπρεπε να εισέλθει στον κύριο δρόμο οδηγώντας το όχημα του σιγά - σιγά. Σε συμφωνία με την αντίθετη επί του θέματος θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των εφεσιβλήτων 2 και 3, θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να απασχολήσει το Εφετείο αφού απουσιάζει οποιοσδήποτε ισχυρισμός στο δικόγραφο του εφεσείοντα ο οποίος θα μπορούσε να παρέχει έρεισμα για την προώθηση τέτοιας θέσης, όπως απεφάνθη και το πρωτόδικο δικαστήριο, μη επιτρέποντας την ακόλουθη ερώτηση κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου 2:
«Ε: Συμφωνείς όμως μαζί μου ότι αν δεν έμπαινες σιγά αλλά έμπαινες με μία πιο μεγάλη ταχύτητα το αυτοκίνητο που ερχόταν από δεξιά σου πιθανόν να το απόφευγες.»
Παρατήρησε σχετικά το πρωτόδικο δικαστήριο ότι στις λεπτομέρειες αμέλειας όλων των δικογράφων των υποθέσεων που συνεκδικάζονταν «δεν αναφέρεται πουθενά ότι η ταχύτητα του [εφεσίβλητου 2] ήταν την ώρα που εισήλθε χαμηλή με αποτέλεσμα να ανακοπεί η πορεία του οχήματος που ερχόταν από απέναντι». Εφόσον η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με την έφεση, κρίνουμε ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα στο Εφετείο να εξετάσει την υπό αναφορά θέση του εφεσείοντα.
Λανθασμένη, επίσης, θεωρεί ο εφεσείων την αναφορά και εφαρμογή από το πρωτόδικο δικαστήριο στα γεγονότα της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, «των γεγονότων» της υπόθεσης Χριστίνα Ζίκκου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 18, αφού τα γεγονότα της τελευταίας, υποστηρίζει, ήταν εντελώς διαφορετικά. Ούτε αυτή η θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Κατ' αρχάς, δεν επρόκειτο για εφαρμογή γεγονότων αλλά για διαπίστωση προσομοίωσης γεγονότων, δεδομένου ότι η εφεσείουσα στην Ζίκκου ενεπλάκη σε δυστύχημα με μοτοποδήλατο μετά που εισήλθε από πάροδο σε κύριο δρόμο σιγά-σιγά και με πολλή προσοχή γιατί η ορατότητα της προς τα δεξιά, που προτίθετο να στρίψει, φρασσόταν από τοίχο και δέντρα. Αντιλαμβανόμενη το μοτοποδήλατο, μόλις έφτασε σε σημείο του δρόμου που διεύρυνε την ορατότητα της προς τα δεξιά, να ακολουθεί ελικοειδή πορεία, ζικ ζακ και να ελαύνει προς την κατεύθυνση της με μεγάλη ταχύτητα, σταμάτησε το όχημα της αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου ελεύθερο. Το ουσιώδες, για την παρούσα, σημείο της Ζίκκου εντοπίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου το οποίο ακύρωσε την καταδίκη της εκεί εφεσείουσας για αμέλεια, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Εισήλθε στο δρόμο με ταχύτητα συνάδουσα προς τους περιορισμούς της ορατότητας της, παρέχουσα στον εαυτό της τη δυνατότητα να σταματήσει, αν αυτό επέβαλλε η κίνηση τρίτων στο δρόμο. Πήρε κάθε μέτρο προς προστασία άλλων διακινούμενων στο δρόμο έναντι προβλεπτών κινδύνων».
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος 2, εισήλθε στον κύριο δρόμο με ιδιαίτερη προσοχή, έχοντας το βλέμμα του στραμμένο συνέχεια προς τα δεξιά και με ταχύτητα τέτοια που, αντιλαμβανόμενος το όχημα του εφεσείοντα και τον κίνδυνο, μπόρεσε να πάρει έγκαιρα και αποτελεσματικά μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης με το τελευταίο. Η οδική συμπεριφορά του εφεσίβλητου 2, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν ήταν αντίθετη με αυτή ενός σώφρονα και λογικού οδηγού. Δεν μας διαφεύγει, βέβαια, η εισήγηση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος 2, αν εξερχόταν από την εντελώς αριστερή πλευρά του χωματόδρομου, θα αποκτούσε τουλάχιστον 10 πρόσθετα μέτρα ορατότητας, ούτε η θέση του ότι η συμμετοχή του εφεσίβλητου 2 στο ατύχημα έγκειται στη μη εφαρμογή των φρένων, όταν για πρώτη φορά αντιλήφθηκε το όχημα του εφεσείοντα. Με την έφεση δεν αμφισβητείται η αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2 ο οποίος υπέδειξε ότι αμέσως πριν εισέλθει στον κύριο δρόμο από το χωματόδρομο με σκοπό να στρίψει δεξιά, βρισκόταν «περισσότερο προς τα αριστερά στη μέση», αφήνοντας χώρο για τυχόν άλλο αυτοκίνητο το οποίο θα έστριβε αριστερά. Φτάνοντας δε στη μέση του κυρίου δρόμου και αντιλαμβανόμενος το όχημα του εφεσείοντα, «έκοψε το τιμόνι του στη λωρίδα του», διαφορετικά, αν έμενε «εκεί» θα συγκρούονταν τα δύο οχήματα και ο ίδιος δεν θα επιζούσε του δυστυχήματος. Χρειάζεται εδώ να υπενθυμιστεί ότι οι πράξεις του οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο δεν κρίνονται μικροσκοπικά αλλά υπό το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που προκάλεσε ο άλλος οδηγός. Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι η αντίδραση και το μέτρο που έλαβε ο εφεσίβλητος 2 ήταν, υπό τις περιστάσεις, εσφαλμένο. Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι το σημείο του χωματόδρομου από το οποίο εισήλθε ο εφεσίβλητος 2 στον κύριο δρόμο συνέτεινε με οποιοδήποτε τρόπο στην πρόκληση του ατυχήματος.
Όπως προκύπτει από την αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης, το παράπονο του εφεσείοντα εστιάζεται ουσιαστικά στη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα κου Τζιηρκαλλή, η οποία βασιζόταν σε αναπαράσταση του ατυχήματος στην οποία προέβη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, το ατύχημα δεν θα αποφευγόταν, ακόμη και αν το όχημα του εφεσείοντα κινείτο μόνο με ταχύτητα 80 χλμ/ω, γιατί ο χρόνος που θα χρειαζόταν ο εφεσείων να σταματήσει το όχημα του από τη στιγμή που αντιλήφθηκε το όχημα του εφεσίβλητου 2 να εξέρχεται από το χωματόδρομο, ήταν περισσότερος από το χρόνο που χρειαζόταν το όχημα του εφεσίβλητου 2 να διανύσει την απόσταση των 6 μέτρων από την άκρια του δρόμου.
Ο εν λόγω μάρτυρας επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος μετά από πέντε περίπου χρόνια κατόπιν εντολής ασφαλιστικής εταιρείας να προβεί σε αναπαράσταση του ατυχήματος, και ετοίμασε έκθεση την οποία κατάθεσε στο δικαστήριο. Η αναπαράσταση έγινε με δεδομένο ότι ο εφεσείων οδηγούσε με ταχύτητα 80χλμ/ω, καθότι αυτή ήταν η μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα στο συγκεκριμένο δρόμο, γεγονός που επιβεβαίωσε και αντεξεταζόμενος προσθέτοντας πως δεν ήταν η θέση του «ότι ήταν το μάξιμουμ που πήγε το αυτοκίνητο». Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι ο μάρτυρας καίτοι γνώριζε τα πραγματικά δεδομένα, σε σχέση με την ταχύτητα του εφεσείοντα κατά τον επίδικο χρόνο και την ύπαρξη προειδοποιητικής πινακίδας για την επικινδυνότητα του δρόμου η οποία, κατά το μάρτυρα, καλούσε τους οδηγούς να ελαττώσουν ταχύτητα, δεν τα έλαβε υπόψη και στηρίχθηκε σε ένα υποθετικό σενάριο. Σημειώνουμε συναφώς και την αποδοχή του, αντεξεταζόμενος, ότι έκανε «το σενάριο» του παίρνοντας ως δεδομένο ότι ο εφεσείων είδε τον εφεσίβλητο 2 ευθύς εξ αρχής, μόλις εισήλθε στον κύριο δρόμο και αν τον είδε όταν αυτός βρισκόταν στο κέντρο του δρόμου, τότε «το σενάριο» του άλλαζε. Συνεπώς θεωρούμε ότι δικαιολογημένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, κρίνοντας ότι η έκθεση του βασίστηκε σε μια πολύ πρόχειρη έρευνα. Μη έχουσα οποιαδήποτε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, στη βάση των οποίων καλείτο το πρωτόδικο δικαστήριο να αποφασίσει, είναι άτοπη και η κρίση του μάρτυρα ότι το ατύχημα δεν θα αποφευγόταν ακόμα και αν ο εφεσείων οδηγούσε με ταχύτητα 80χλμ/ω. Δεν υπάρχει χώρος για παρέμβαση.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την ορατότητα των δύο οδηγών, όταν ο εφεσίβλητος 2 βρισκόταν στο άνοιγμα του χωματόδρομο, τη δυνατότητα του εφεσείοντα να δει το όχημα του εφεσίβλητου 2, ενώ αυτό βρισκόταν στη πιο πάνω θέση, και το χρόνο που χρειάσθηκε το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2 να εισέλθει εντός του κυρίου δρόμου και να φτάσει στη διαχωριστική γραμμή στη μέση του δρόμου, βασίστηκαν στη σχετική μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Θ. Ο'Μαχόνυ, την οποία αποδέχτηκε μετά από αξιολόγηση. Η εσφαλμένη, κατά τον εφεσείοντα, αποδοχή της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα ως προς την ορατότητα οδηγού που βρισκόταν στο άνοιγμα του χωματόδρομου, στηρίζεται, κυρίως, στην αναφορά του ότι για να την υπολογίσει, είχε σταθεί στο σημείο του χωματόδρομου, από το οποίο «πίστευε» πως εξέρχονταν τα διάφορα οχήματα. Παρατηρούμε, κατ' αρχάς, ότι ως προς το θέμα της ορατότητας οδηγών που βρίσκονταν στο χωματόδρομο με πρόθεση να στρίψουν προς τα δεξιά, δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά μεταξύ της μαρτυρίας του κου Ο'Μαχόνυ και του κου Τζιηρκαλλή, οι οποίοι την προσδιόρισαν ο μεν πρώτος στα 87 μέτρα, ο δε δεύτερος στα 90 μέτρα. Περαιτέρω, το σημείο του χωματόδρομου, στο οποίο στάθηκε ο μάρτυρας Ο' Μαχόνυ για να μετρήσει την ορατότητα, λίγο πιο κάτω από τη μέση του ανοίγματος του χωματόδρομου προς τα αριστερά, συγκλίνει ουσιαστικά με την περιγραφή που έδωσε ο εφεσίβλητος 2 ως προς τη θέση στην οποία βρισκόταν αμέσως πριν εισέλθει στον κύριο δρόμο «περισσότερο προς τα αριστερά στη μέση». Το γεγονός ότι ο κ. Ο΄Μαχόνυ δεν μπόρεσε να υποδείξει και δεν εμφαίνονται στις φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως τεκμήρια στο δικαστήριο το αριστερό μέρος του ανοίγματος του χωματόδρομου όπου, κατά το μάρτυρα, υπήρχαν ανωμαλίες στο έδαφος και υψομετρικές διαφορές που το καθιστούσαν μη χρησιμοποιήσιμο, ουδόλως αντανακλά αρνητικά στην αξιοπιστία του, υπό το φως μάλιστα της εξήγησης που έδωσε, ότι δεν είχε μαζί του τις φωτογραφίες που αφορούσαν στην αριστερά πλευρά του χωματόδρομου, οι οποίες ευρίσκονταν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Κρίνουμε αβάσιμη την εισήγηση του εφεσείοντα.
Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο χρόνος που χρειαζόταν το όχημα του εφεσίβλητου 2 να φθάσει στη διαχωριστική γραμμή στον κύριο δρόμο ήταν 1.65 δευτερόλεπτα, αφού ο χρόνος αυτός, κατά τον κ. Ο'Μαχόνυ, ήταν ο μέσος όρος πολλών προσπαθειών του. Περαιτέρω, η απόσταση αυτή θα μπορούσε, σύμφωνα με τον μάρτυρα, να καλυφθεί σε λιγότερο χρόνο εάν το όχημα του εφεσίβλητου 2 κινείτο διαγώνια, σημειώνοντας σχετικά ο εφεσείων ότι ο μάρτυρας δεν γνώριζε την πορεία που ακολούθησε το όχημα του εφεσίβλητου 2 μετά την έξοδο του από το χωματόδρομο. Η θέση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Κατ' αρχάς, θα πρέπει να υποδείξουμε ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, τέθηκε στο μάρτυρα από το συνήγορο του εφεσείοντα ως γεγονός πως το όχημα του εφεσίβλητου 2 κινήθηκε διαγώνια, ενώ η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα αναφορικά με το χρόνο που χρειαζόταν το όχημα του εφεσίβλητου 2 να φτάσει στη μέση του κυρίου δρόμου, κινούμενο διαγώνια, δεν αποδίδεται ορθά από τον εφεσείοντα. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά:
«Ε. Να το κάμουμε διαγώνια όπως πήγε το αυτοκίνητο της υπόθεσης μας, πόσο αλλάζει ο χρόνος, αλλάζει η απόσταση;
Α. Φυσικά αλλάζει. Χρειάζονται 4.4 δευτερόλεπτα. Η απόσταση που χρησιμοποίησα είναι περίπου 14μ. με βάση το σχέδιο κλίμακας.»
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Ο χρόνος που χρειάστηκε να φτάσει το όχημα του εφεσίβλητου 2 από το σημείο που ήταν σταματημένο στο άνοιγμα του χωματόδρομου μέχρι τη μέση του κυρίου δρόμου ήταν, κατά τον εφεσίβλητο 2, 2-3 δευτερόλεπτα και σύμφωνα με τον κ. Ο' Μαχόνυ, 1.65 δευτερόλεπτα κατά μέσο όρο, κατόπιν υπολογισμών και μετρήσεων. Εκτιμούμε, ως θέμα κοινής λογικής, ότι ο χρόνος που χρειάστηκε ήταν απειροελάχιστος. Θέματα έχοντα σχέση με την οδική συμπεριφορά, με τις δυνατότητες και τις ενδεχόμενες αντιδράσεις οδηγών, αντικρίζονται με βάση τη γενική αντίληψη του δικαστηρίου ως προς τα πράγματα, υπό το φως πάντοτε της λογικής και δεν χρειάζεται σε σχέση με τέτοια θέματα, οποιαδήποτε εμπειρογνωμοσύνη εκτός όπου παρουσιάζεται κάποια επιστημονική ή τεχνική πτυχή (βλ. Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120). Ούτε προσεγγίζονται μικροσκοπικά αυτά τα ζητήματα. Θεωρούμε, εν προκειμένω, ότι ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την παραπάνω μαρτυρία του κ. Ο΄Μαχόνυ, όπως εισηγείται ο εφεσείων, αυτό δεν οδηγεί σε ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, δεδομένου ότι τα υπόλοιπα γεγονότα της υπόθεσης δείχνουν ότι γενεσιουργός και μόνη αιτία του ατυχήματος ήταν ο αλόγιστος τρόπος που οδηγούσε ο εφεσείων. Οι ενέργειες του εφεσίβλητου 2 ουδόλως συνέβαλαν στην πρόκληση του ατυχήματος.
Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων 2 και 3 και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου