ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Louis Tourist ν. Ηλία (1992) 1 ΑΑΔ 98
Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217
LOUKOS TRADING CO LTD κ.α. ν. ΡΕΙΝΜΠΟΟΥ ΠΛΗΤΣΙΗΓΚ ΚΑΙ ΝΤΑΙΓΚ ΚΟ. ΛΤΔ (2000) 1 ΑΑΔ 1014
Ρένα Αριστοτέλους Λτδ. και Άλλοι ν. Benfleet Enterprises Ltd και Άλλων (2006) 1 ΑΑΔ 280
Εμπεδοκλής Ευάγγελος και Άλλοι (Αρ. 3) (2009) 1 ΑΑΔ 529
Mammous Yiannis Georgios και άλλοι ν. Mike Willstrop και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 90
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D869
(2015) 1 ΑΑΔ 2916
22 Δεκεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΗΑRTZIOTIS TRADING CO LTD,
Εφεσείoντες - Εναγόμενοι,
ν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτου - Ενάγοντος.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 94/2011)
Δίκαιη δίκη ― Ολιγωρία (Laches) ― Κατάχρηση διαδικασίας ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκαν προδικαστικές ενστάσεις, αναφορικά με ισχυρισμούς περί ολιγωρίας και κατάχρησης διαδικασίας λόγω ύπαρξης προηγούμενων δικαστικών διαβημάτων εκ μέρους τους ενάγοντα.
Δίκαιο επιείκειας ― Ολιγωρία (Laches) ― Η απεμπόληση δικαιώματος μπορεί να τεκμηριωθεί από συμπεριφορά διαδίκου μόνο εφόσον αυτή υποδηλώνει αναμφισβήτητη εγκατάλειψη δικαιώματος ― Εκρίθη στην προκειμένη, ότι η απαίτηση δεν ενέπιπτε στο δίκαιο επιείκειας για να μπορούσε να τύχει εφαρμογή του δόγμα της ολιγωρίας, η οποία εν πάση περιπτώσει, δεν προέκυπτε ότι υπήρχε.
Δίκαιο επιείκειας ― Ολιγωρία (Laches) ― Το γεγονός ότι ένας διάδικος θα μπορούσε να επιδείξει μεγαλύτερη επιμέλεια και ενδιαφέρον από κάποιο άλλο, δεν θεμελιώνει αφ΄εαυτού ολιγωρία ως τέτοια δραστική υπεράσπιση που να ισοδυναμεί με εγκατάλειψη δικαιώματος.
Ο εφεσίβλητος-ενάγων πέτυχε απόφαση στην αξίωση του για τελωνειακούς δασμούς εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων για εμπορεύματα που αυτοί εισήξαν στο ποσό των €21.600,14 πλέον τόκους και έξοδα.
Η ακροαματική διαδικασία διευκολύνθηκε με δήλωση παραδεκτών γεγονότων.
Υπήρξε ομοίως παραδοχή ως προς το χαρακτήρα της επιβολής της συγκεκριμένης φορολογίας με Σημείωμα Απαίτησης ημερομηνίας 21.11.98 ως εκτελεστή διοικητική απόφαση, η νομιμότητα της οποίας ουδέποτε προσβλήθηκε δια προσφυγής.
Πρωτόδικα είχαν τεθεί δύο προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες και αποτέλεσαν ουσιαστικά το λόγο που ακούστηκε μαρτυρία αλλά και ήσαν τα μόνα σημεία τελικής υπερασπιστικής γραμμής.
Σύμφωνα με την πρώτη ένσταση, ο εφεσίβλητος-ενάγων εμποδιζόταν να καταχωρίσει και να συνεχίσει την προκείμενη αγωγή λόγω μεγάλης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης (laches).
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση συνίστατο στην εισήγηση ότι η προκείμενη αγωγή συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Ο ενάγων, όπως αναφερόταν, κατεχώρισε και προώθησε την προκείμενη αγωγή ενώ, κατ' επανάληψη στο παρελθόν, αυτός παρέλειψε να ενδιαφερθεί και να προωθήσει προηγούμενες ταυτόσημες αγωγές του εναντίον των εναγομένων, για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου και ότι συνεπεία τούτου, οι εναγόμενοι εμποδίζονταν πλέον να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους με επάρκεια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε μεταξύ άλλων, ότι το ζήτημα της ολιγωρίας (laches) αυτό μπορεί να εγερθεί ως υπεράσπιση μόνον όπου ο ενάγων επιδιώκει θεραπεία επί τη βάσει του δικαίου της επιείκειας (equitableremeby), κάτι που δεν συνέβαινε στην προκειμένη.
Όπως επεσήμανε, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί πως ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί και σε αγωγή όπου ο ενάγων επιδιώκει θεραπεία επικαλούμενος δικαίωμα που πηγάζει από νόμο, εν προκειμένω, δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση να καταλήγει σήμερα η παροχή της αξιούμενης θεραπείας άδικη για τον εναγόμενο.
Απαραίτητη προϋπόθεση, με βάση την πρωτόδικη κρίση, για να επιτύχει η υπεράσπιση της ολιγωρίας ή καθυστέρησης (laches) είναι να καταδείξει ο εκάστοτε ο εναγόμενος, επικαλούμενος συγκεκριμένα στοιχεία και γεγονότα, πως η επιτυχία της αγωγής θα τον αδικούσε εξ αιτίας και του μεγάλου χρόνου που παρήλθε από τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος έως και την καταχώρισή της. Οι εναγόμενοι δεν παρουσίασαν οιανδήποτε τέτοια μαρτυρία, όπως υπέδειξε.
Αναφορικά με τη ένσταση περί ισχυριζόμενης κατάχρησης διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εντοπιζόταν οιονδήποτε στοιχείο από το οποίο να προέκυπτε δόλια συμπεριφορά του ενάγοντος ή συμπεριφορά του η οποία να έτεινε στην αθέμιτη εξασφάλιση της αξιώσής του.
Οι συνθήκες υπό τις οποίες απερρίφθηκαν δύο αγωγές του Ενάγοντα/εφεσίβλητου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά των εναγομένων, παρείχαν σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ικανοποιητική εξήγηση για την καταχώριση και τη συνέχιση της προκείμενης αγωγής. Το γεγονός, απεφάνθη, ότι χρόνια μετά την επιβολή των επίδικων φόρων και δασμών ο ενάγων συνέχιζε να επιδιώκει την καταβολή τους δεν συνιστούσε αφ' εαυτού μεμπτή συμπεριφορά. Άλλωστε, επρόκειτο για αξίωση η οποία τεκμαιρόταν πλέον νόμιμη.
Επεσήμανε επί του ισχυρισμού για μη παροχή στους εφεσείοντες δυνατότητας για δίκαιη δίκη ή για το ότι η όποια ολιγωρία (εάν υπήρχε) οδήγησε σε αδικία, ότι το θέμα ήταν πραγματικό και ως τέτοιο έπρεπε να αποδειχθεί, κάτι που εδώ οι εφεσείοντες παρέλειψαν να πράξουν.
Με την έφεση αμφισβητήθηκαν τα πιο πάνω πρωτόδικα ευρήματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με συνοπτικό αλλά περιεκτικό και αποτελεσματικό τρόπο απάντησε πλήρως στις προβαλλόμενες ενστάσεις.
2. Όντως, και ενώπιον του Εφετείου, οι προβαλλόμενες θέσεις παρέμειναν ως in abstracto ισχυρισμός για παραβίαση δικαιωμάτων χωρίς απτά στοιχεία και δεδομένα τα οποία, έστω και κατ' ελάχιστον, να είχαν σε πραγματικό επίπεδο οποιανδήποτε βάση, ειδικά αν λαμβανόταν ότι η επιβολή των επίδικων δασμών, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που ποτέ δεν προσβλήθηκε.
3. Αλλά και επί της νομικής αντίκρυσης των δύο πιο πάνω ζητημάτων η πρωτόδικη προσέγγιση ήταν ορθή αφού ορθά συνοψίστηκαν οι αρχές και εφαρμόστηκαν στην κρινόμενη περίπτωση.
4. Με τις δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες δι' αγωγών να επιτύχει είσπραξη μιας διοικητικής απόφασης που δεν έχει αμφισβητηθεί δια προσφυγής, επιδεικνυόταν ακριβώς το ενδιαφέρον του εφεσίβλητου αλλά και το άκαρπο των προσπαθειών του να επιτύχει απόφαση σε πλαίσιο που δεν κατεδείκνυε αδιαφορία ή ολιγωρία.
5. Το γεγονός ότι ένας διάδικος θα μπορούσε να επιδείξει μεγαλύτερη επιμέλεια και ενδιαφέρον από κάποιο άλλο δεν θεμελιώνει αφ' εαυτού ολιγωρία ως τέτοια δραστική υπεράσπιση που να ισοδυναμεί με εγκατάλειψη δικαιώματος.
6. Ακριβώς η προσπάθεια επίδοσης της πρώτης αγωγής κατεδείκνυε μη εγκατάλειψη δικαιώματος και αυτό ενισχυόταν με την έγερση δεύτερης αγωγής έστω και αν λόγω κάποιας διαδικαστικής αβλεψίας απορρίφθηκε ενώ φάνηκε να μην υπήρχε τέτοια πρόθεση.
7. Όπως έχει τεθεί από τη νομολογία, η απεμπόληση δικαιώματος μπορεί να τεκμηριωθεί από συμπεριφορά διαδίκου μόνο εφόσον αυτή υποδηλώνει αναμφισβήτητη εγκατάλειψη δικαιώματος.
8. Αναφορικά με τον προβαλλόμενο λόγο περί κατάχρησης δικαιοδοσίας, η προβαλλόμενη έλλειψη ενδιαφέροντος ως εγκατάλειψη και ή κατάχρηση φαίνονταν ως δύο υπερασπίσεις που αντιμάχονταν, η μία την άλλη, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Ήτοι, πώς μπορεί ένας διάδικος που δείχνει τουλάχιστον τάση εγκατάλειψης δικαιώματος ταυτόχρονα να επιδεικνύει συμπεριφορά καταχρηστική εμμένοντας στο δικαίωμα του.
9. Ανεξάρτητα όμως απ' αυτή την παρατήρηση, εξετάζοντας τη δικανική συμπεριφορά του εφεσίβλητου υπό το πρίσμα αυτής της υπεράσπισης και τον συναφή λόγο έφεσης, προέκυπτε ότι τα πρωτόδικα συμπεράσματα ήταν ορθά.
10. Η εξουσία του Δικαστηρίου για καταστολή καταχρηστικών διαδικασιών συνυπάρχει με το εγγενές καθήκον να περιφρουρήσει τη διαδικασία ειδικά ως προς την πολλαπλότητα διαδικασιών για επίτευξη του ιδίου στόχου.
11. Εν προκειμένω υπήρξαν δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες για εκτέλεση μιας διοικητικής πράξης και απόφασης. Δόθηκαν εξηγήσεις για την έγερση αγωγής, το χρόνο που παρήλθε και τα διαβήματα που έγιναν και στις δυο περιπτώσεις. Επίσης δόθηκαν εξηγήσεις για τον τερματισμό των αγωγών που αφορούσαν εντελώς διαδικαστικούς λόγους, χωρίς να υπάρχει ή να συνάγεται πρόθεση για επίτευξη αλλότριου σκοπού ούτε εκ προθέσεως καθυστέρηση που να δημιουργούσε πίεση στους εφεσείοντες.
12. Ούτε επί της πρώτης αλλά ούτε επί της δεύτερης υπερασπιστικής γραμμής δεν υπήρξε μαρτυρία για βλάβη των εφεσειόντων ή αδυναμία τους να υπερασπιστούν, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Louis Tourist Agency v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98,
Mammous κ.ά. ν. Willstop κ.ά. (2012) 1(Α) A.A.Δ. 90,
Korkut v. Γεωργίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1333,
Εμπεδοκλή (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 529.
Έφεση.
Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8316/2006), ημερομ. 27/1/2011.
Π. Χριστοδουλίδης, για τoυς Εφεσείοντες.
Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-ενάγων πέτυχε απόφαση στην αξίωση του για τελωνειακούς δασμούς εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων για εμπορεύματα που αυτοί εισήξαν στο ποσό των €21.600,14 (ισόποσο ΛΚ.12.642) πλέον τόκους και έξοδα.
Η ακροαματική διαδικασία διευκολύνθηκε με δήλωση των ακόλουθων παραδεκτών γεγονότων:
1. Ο ενάγοντας εγείρει την παρούσα δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 176 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου Ν.82/1967, όπως αυτός τροποποιήθηκε.
2. Η εναγομένη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και διεξάγει εργασίες στη Λευκωσία.
3. Την 7.6.2000 καταχωρίστηκε η αγωγή αρ. 5621/2000 η οποία δεν κατέστη δυνατό να επιδοθεί στους εναγομένους γιατί ο αρμόδιος επιδότης πληροφόρησε το Γενικό Εισαγγελέα ότι ο εναγόμενος ήταν άγνωστος στην τότε δοθείσα διεύθυνση, δηλαδή λεωφόρο Μακαρίου 53 στη Λευκωσία όπου ήταν και το εγγεγραμμένο γραφείο της εναγόμενης εταιρείας.
4. Ο ενάγοντας καταχώρισε την αγωγή 1635/2004 στην οποία οι εναγόμενοι καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης στις 21.5.2004.
5. Ο ενάγοντας καταχώρισε αίτηση για απόφαση στις 14.10.2004 η οποία απεσύρθη για το λόγο ότι ο εναγόμενος πληροφόρησε τον ενάγοντα ότι είχε καταχωρίσει υπεράσπιση την 1.2.2005. Η υπεράσπιση δεν παρελήφθη από τη Νομική Υπηρεσία γι' αυτό ζητήθηκε αντίγραφο από το δικηγόρο των εναγομένων. Η επιστολή στάληκε με τηλεομοιότυπο στις 24.1.2006.
6. Στις 5.12.2006 ο ενάγοντας καταχώρισε αίτηση ορισμού της αγωγής 1635/2004 όταν και πληροφορήθηκε ότι η αγωγή είχε απορριφθεί στις 2.2.2006.
7. Στις 28.12.2006 καταχωρίστηκε η παρούσα.
8. Το αξιούμενο ποσό δεν έχει πληρωθεί.
Υπήρξε ομοίως παραδοχή ως προς το χαρακτήρα της επιβολής της συγκεκριμένης φορολογίας με Σημείωμα Απαίτησης 21.11.1998 ως εκτελεστή διοικητική απόφαση, η νομιμότητα της οποίας ουδέποτε προσβλήθηκε δια προσφυγής.
Πρωτόδικα είχαν τεθεί δύο προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες και αποτέλεσαν ουσιαστικά το λόγο που ακούστηκε μαρτυρία αλλά και ήσαν τα μόνα σημεία τελικής υπερασπιστικής γραμμής:
(1) Ο εφεσίβλητος-ενάγων εμποδίζεται να καταχωρίσει και να συνεχίσει την προκείμενη αγωγή λόγω μεγάλης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης (laches).
(2) Η προκείμενη αγωγή συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Ο ενάγων κατεχώρισε και προώθησε την προκείμενη αγωγή ενώ, κατ' επανάληψη στο παρελθόν, αυτός παρέλειψε να ενδιαφερθεί και να προωθήσει προηγούμενες ταυτόσημες αγωγές του εναντίον των εναγομένων για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου. Επίσης, οι εναγόμενοι εμποδίζονται πλέον να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους με επάρκεια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δίδοντας εκτεταμένη αιτιολογία και για τα δύο θέματα αποφάσισε ως εξής:
Α΄ Eπί του ζητήματος της ολιγωρίας (laches)
«Το ζήτημα της ολιγωρίας ή της καθυστέρησης στην έγερση αγωγής (laches) μπορεί να εγερθεί ως υπεράσπιση μόνον όπου ο ενάγων επιδιώκει θεραπεία επί τη βάσει του δικαίου της επιείκειας (equitableremeby) (Καρπασίτης κ.ά. ν. Σιόκουρου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 472). Όμως, εδώ, το δικαίωμα του ενάγοντος να ζητήσει, μέσω αγωγής, την καταβολή των φόρων και των δασμών που επέβαλε στους εναγομένους διά της εκτελεστής διοικητικής απόφασής του που περιέχεται στο Σημείωμα Απαίτησης ημερ. 26.11.1998, δεν πηγάζει από το δίκαιο της επιείκειας. Το δικαίωμα του ενάγοντος πηγάζει από νομοθετική διάταξη: το Άρθρο 176 (1) και (2) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν.82/1967, ως αυτός τροποποιήθηκε στη συνέχεια). Πρόκειται, συνεπώς, για ένα νόμιμο αγώγιμο δικαίωμα (legal right), σε αντιδιαστολή με τα αγώγιμα δικαιώματα κατά το δίκαιο της επιείκειας (equitable rights). Υπενθυμίζω πως το γεγονός ότι η προκείμενη αγωγή κατεχωρίστηκε δυνάμει του Άρθρου 176 του Ν.82/1967 δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί πως ζήτημα ολιγωρίας ή καθυστέρησης (laches) θα μπορούσε να τεθεί και σε αγωγή όπου ο ενάγων επιδιώκει θεραπεία επικαλούμενος δικαίωμα που πηγάζει από νόμο, εν προκειμένω, δεν συντρέχει η προϋπόθεση να καταλήγει σήμερα η παροχή της αξιούμενης θεραπείας άδικη για τον εναγόμενο. Στην απόφαση Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.ά. ν. Benfleet Enterprises Ltd κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 280, 287 αναφέρεται πως «. η επίκληση της αρχής της επιείκειας για καθυστέρηση (laches) προϋποθέτει, πρώτον, μη εύλογη καθυστέρηση έναρξης της διαδικασίας και δεύτερον, οι συνέπειες που προκάλεσε η καθυστέρηση να καθιστούν την παροχή της αιτούμενης θεραπείας άδικη (βλ. Ι.C.F. Spry, The Principles of Equitable Remedies, 4η έκδοση, σελ. 223)». Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτύχει η υπεράσπιση της ολιγωρίας ή καθυστέρησης (laches) είναι να καταδείξει ο εκάστοτε ο εναγόμενος, επικαλούμενος συγκεκριμένα στοιχεία και γεγονότα, πως η επιτυχία της αγωγής θα τον αδικούσε εξ αιτίας και του μεγάλου χρόνου που παρήλθε από τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος έως και την καταχώρισή της. Οι εναγόμενοι δεν παρουσίασαν οιανδήποτε τέτοια μαρτυρία. Έτσι, οι σχετικές εισηγήσεις τους παρέμειναν γενικόλογες και ατεκμηρίωτες».
Β΄ Επί του ζητήματος της κατάχρησης
«Εξετάζοντας την ενώπιόν μου μαρτυρία δεν εντοπίζω οιονδήποτε στοιχείο από το οποίο να προκύπτει δόλια συμπεριφορά του ενάγοντος ή συμπεριφορά του η οποία να τείνει στην αθέμιτη εξασφάλιση της αξιώσής του. Οι συνθήκες υπό τις οποίες απερρίφθηκαν η αγωγή αρ. 5621/2000 (Ε.Δ. Λευκωσίας) καθώς και η αγωγή αρ. 1635/2004 (Ε.Δ. Λευκωσίας), όπως αυτές εξετέθηκαν από τον Ανδρέα Πολυδώρου (Μ.Ε.1) και δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά των εναγομένων, παρέχουν ικανοποιητική εξήγηση για την καταχώριση και τη συνέχιση της προκείμενης αγωγής (δείτε, για εξ αντιδιαστολής εφαρμογή, την απόφαση Loukos Trading Co Ltd κ.ά. ν. Ρεϊνμποου Πλήτσιιηγκ και Ντάϊγκ Co Λτδ (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014). Το γεγονός ότι χρόνια μετά την επιβολή των επίδικων φόρων και δασμών ο ενάγων συνεχίζει να επιδιώκει την καταβολή τους δεν συνιστά αφ' εαυτού μεμπτή συμπεριφορά. Άλλωστε, πρόκειται για αξίωση η οποία τεκμαίρεται πλέον νόμιμη (εφ' όσον το Σημείωμα Απαίτησης δεν έχει ακυρωθεί) και για αξίωση εν σχέσει με την οποίαν ουδεμία άλλη διαδικασία εκκρεμεί σήμερα (Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Παρρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217).»
Οι εφεσείοντες επανέρχονται επί των δύο αυτών θεμάτων με την παρούσα έφεση, η οποία με τους δύο λόγους που περιέχει, προσβάλλει και τα δύο πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Μάλιστα τα προβαλλόμενα επιχειρήματα είναι περίπου ταυτόσημα μ' αυτά που προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Επίσης στα πλαίσια του δεύτερου λόγου που αφορά την κατάχρηση είναι περαιτέρω ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ή και δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στον ισχυρισμό και τη θέση τους ότι με τον τρόπο που ενήργησε ο εφεσίβλητος «παραβιάστηκε το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου και ότι λόγω της παρέλευσης αυτής δεν ήσαν σε θέση να υπερασπιστούν επαρκώς τη παρούσα αγωγή».
Όπως φαίνεται στα πιο πάνω αποσπάσματα που έχουμε παραθέσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο με συνοπτικό αλλά περιεκτικό και αποτελεσματικό τρόπο απαντά πλήρως τις προβαλλόμενες ενστάσεις και ακριβώς επισημαίνει ότι επί του ισχυρισμού για μη παροχή στους εφεσείοντες δυνατότητας για δίκαιη δίκη ή για το ότι η όποια ολιγωρία (εάν υπήρχε) οδήγησε σε αδικία, ότι το θέμα ήταν πραγματικό και ως τέτοιο έπρεπε να αποδειχθεί, κάτι που εδώ οι εφεσείοντες παρέλειψαν να πράξουν. Εν αντιθέσει παρατήρησε ότι όχι μόνο υπήρχαν τέτοια στοιχεία και προβολή συγκεκριμένων γεγονότων αλλά παντελώς απουσίαζε τέτοια μαρτυρία. Όντως, και ενώπιον μας, οι προβαλλόμενες θέσεις παρέμειναν ως in abstracto ισχυρισμός για παραβίαση δικαιωμάτων χωρίς απτά στοιχεία και δεδομένα τα οποία, έστω και κατ' ελάχιστον, να είχαν σε πραγματικό επίπεδο οποιανδήποτε βάση, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι η επιβολή των επίδικων δασμών, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που ποτέ δεν προσβλήθηκε.
Αλλά και επί της νομικής αντίκρυσης των δύο πιο πάνω ζητημάτων η πρωτόδικη προσέγγιση είναι ορθή αφού ορθά συνοψίζονται οι αρχές και ορθά εφαρμόζονται στην κρινόμενη περίπτωση.
Με τις δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες δι' αγωγών να επιτύχει είσπραξη μιας διοικητικής απόφασης που δεν έχει αμφισβητηθεί δια προσφυγής, επιδεικνύεται ακριβώς το ενδιαφέρον του εφεσίβλητου αλλά και το άκαρπο των προσπαθειών του να επιτύχει απόφαση σε πλαίσιο που δεν δεικνύει αδιαφορία ή ολιγωρία. Το γεγονός ότι ένας διάδικος θα μπορούσε να επιδείξει μεγαλύτερη επιμέλεια και ενδιαφέρον από κάποιο άλλο δεν θεμελιώνει αφ' εαυτού ολιγωρία ως τέτοια δραστική υπεράσπιση που να ισοδυναμεί με εγκατάλειψη δικαιώματος. Ακριβώς η προσπάθεια επίδοσης της πρώτης αγωγής δεικνύει μη εγκατάλειψη δικαιώματος και αυτό ενισχύεται με την έγερση δεύτερης αγωγής έστω και αν λόγω κάποιας διαδικαστικής αβλεψίας απορρίφθηκε ενώ φάνηκε να μην υπάρχει τέτοια πρόθεση. Όπως έχει τεθεί στη Louis Tourist Agency v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98, η απεμπόληση δικαιώματος μπορεί να τεκμηριωθεί από συμπεριφορά διαδίκου μόνο εφόσον αυτή υποδηλώνει αναμφισβήτητη εγκατάλειψη δικαιώματος.
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος έδωσε περισσότερη βαρύτητα στο θέμα της κατάχρησης που προβάλλεται ως ο έτερος λόγος έφεσης.
Εν πρώτοις η προβαλλόμενη έλλειψη ενδιαφέροντος ως εγκατάλειψη και ή κατάχρηση φαίνονται ως δύο υπερασπίσεις που αντιμάχονται, η μία την άλλη, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Πώς μπορεί ένας διάδικος που δείχνει τουλάχιστον τάση εγκατάλειψης δικαιώματος ταυτόχρονα να επιδεικνύει συμπεριφορά καταχρηστική εμμένοντας στο δικαίωμα του.
Ανεξάρτητα όμως απ' αυτή την παρατήρηση μας, εξετάζοντας τη δικανική συμπεριφορά του εφεσίβλητου υπό το πρίσμα αυτής της υπεράσπισης και τον συναφή λόγο έφεσης, δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε απόλυτα με το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η εξουσία του Δικαστηρίου για καταστολή καταχρηστικών διαδικασιών συνυπάρχει με το εγγενές καθήκον να περιφρουρήσει τη διαδικασία ειδικά ως προς την πολλαπλότητα διαδικασιών για επίτευξη του ιδίου στόχου. (βλ. Mammous κ.ά. ν. Willstop κ.ά. (2012) 1(Α) A.A.Δ. σελ.90). Εν προκειμένω υπήρξαν δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες για εκτέλεση μιας διοικητικής πράξης και απόφασης. Δόθηκαν εξηγήσεις για την έγερση αγωγής, το χρόνο που παρήλθε και τα διαβήματα που έγιναν και στις δυο περιπτώσεις. Επίσης δόθηκαν εξηγήσεις για τον τερματισμό των αγωγών που αφορούσαν εντελώς διαδικαστικούς λόγους, χωρίς να υπάρχει ή να συνάγεται πρόθεση για επίτευξη αλλότριου σκοπού ούτε εκ προθέσεως καθυστέρηση που να δημιουργούσε πίεση στους εφεσείοντες. (βλ. Korkut v. Γεωργίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1333 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ευάγγελου Εμπεδοκλή (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 529.)
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.
Εν κατακλείδι να τονίσουμε και το κυριότερο: ούτε επί της πρώτης αλλά ούτε επί της δεύτερης υπερασπιστικής γραμμής δεν υπήρξε μαρτυρία για βλάβη των εφεσειόντων ή αδυναμία τους να υπερασπιστούν, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000 υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.