ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D837
(2015) 1 ΑΑΔ 2851
17 Δεκεμβρίου, 2015
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3
ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ MILTIADES NEOPHYTOU CIVIL ENGINEERING CONTRACTORS & DEVELOPERS
LTD (ΑΡ. 2) ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ
ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION,
KAI
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ
ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΣΤΙΣ 30/9/2015 ΣΤΑ
ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 4666/2015.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 141/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς από Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο αγωγής ― Απορριπτική κατάληξη ― Δεν προέκυπτε αντινομία μεταξύ του επίδικου διατάγματος και άλλου προηγηθέντος διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε μονομερώς στο πλαίσιο άλλης αγωγής ― Απουσία προϋποθέσεων για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων και ύπαρξη διαθέσιμου εναλλακτικού μέσου.
Κατόπιν παραχώρησης σχετικής άδειας, καταχωρήθηκε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς από Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο αγωγής. Κρίθηκε, ότι εκ πρώτης όψεως, υφίστατο αντινομία μεταξύ του επίδικου διατάγματος και άλλου προηγηθέντος διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε μονομερώς στο πλαίσιο άλλης αγωγής.
Προωθήθηκαν ως λόγοι ακύρωσης, ύπαρξη προφανούς νομικού σφάλματος και προφανής υπέρβαση/έλλειψη δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο καθότι με την έκδοση διατάγματος ημερ 30.9.2015, στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 4666/2015, περιορίστηκε και αλλοιώθηκε ουσιωδώς το εκδοθέν διάταγμα ημερ. 3.4.2015, το οποίο κατέστη απόλυτο στις 27.5.2015, λόγω πρόδηλης παράβασης των σχετικών δικονομικών διατάξεων και της νομολογίας, η οποία δεν επιτρέπει την έκδοση αντικρουόμενων διαταγμάτων ισόβαθμων Δικαστηρίων.
Προβλήθηκε περαιτέρω εισήγηση περί καταφανούς παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και υπέρβαση της δικαιοδοσίας.
Η έκδοση του νέου αντιφατικού διατάγματος, όπως προώθησαν οι αιτητές, το οποίο ενσυνείδητα εξασφαλίστηκε από τους καθ' ων, έθετε τους αιτητές ενώπιον διλήμματος και αντιμέτωπους με τυχόν συνέπειες παρακοής του, ζήτημα που επιβεβαιωνόταν και από σχετική επιστολή των δικηγόρων της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία διατύπωσε μεταξύ άλλων τους προβληματισμούς της, ως προς την ύπαρξη των δύο διαταγμάτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από σύγκριση των επίδικων διαταγμάτων, 3.4.2015 και 30.9.2015, στο στάδιο της παραχώρησης άδειας, διαπιστώθηκε εκ πρώτης όψεως ότι αναδύονταν συγκρουσιακές πρόνοιες και αντιφατικότητα.
2. Στο μεν διάταγμα 3.4.2015, το οποίο σημειώνεται ότι εκδόθηκε μονομερώς, απαγορευόταν στους αιτητές από του να καταθέσουν ή να απαιτήσουν την εξαργύρωση και/ή τη ρευστοποίηση και/ή να εξαργυρώσουν και/ή να ρευστοποιήσουν και/ή να εισπράξουν το ποσό των €2.092.689 και/ή οποιοδήποτε μέρος αυτού από σχετική εγγυητική επιστολή και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Ενώ στις 27.5.2015 εκ συμφώνου, με το ίδιο διατακτικό, το διάταγμα κατέστη απόλυτο. Σχετική δε δήλωση αποδέσμευσης (της εγγυητικής) έγινε κανόνας του Δικαστηρίου.
3. Στο δε διάταγμα, ημερ. 30.9.2015, διατάχθηκε η κατάθεση του προϊόντος της εγγυητικής επιστολής προκαταβολής, σε κοινό τοκοφόρο καταθετικό λογαριασμό όψεως, στο όνομα των εναγόντων-αιτητών και των εναγομένων με από κοινού δικαίωμα υπογραφής, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή περαιτέρω διαταγής του Δικαστηρίου.
4. Προέκυπτε, από τη ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση των καθ' ων για την έκδοση του δευτέρου διατάγματος, ότι οι καθ' ων η αίτηση, στόχευαν στην ακύρωση του πρώτου διατάγματος αλλά και του κανόνα του Δικαστηρίου ημερ. 27.5.2015 «διά τους λόγους ότι το ποσό της εγγυητικής δεν έχει χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό για τον οποίο δόθηκε αλλά υπάρχουν υποψίες ότι χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει την αμοιβή των εναγομένων για ιδιωτικές εργασίες που έκαναν για τον αρχιτέκτονα του έργου.»
5. Η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί. Δεν είχαν καταδειχθεί οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο παραχώρησε την άδεια, θεωρώντας ότι το δεύτερο διάταγμα αναιρούσε υφιστάμενο διάταγμα από άλλο ισόβαθμο Δικαστήριο κατά τρόπο που ισοδυναμούσε με ενέργεια υπερβατική της δικαιοδοσίας του.
6. Το νέο διάταγμα φαινόταν, ως εκ των ανωτέρω, να παρακολουθεί την ημερομηνία λήξης του πρώτου διατάγματος εφόσον ουσιαστικά η ισχύς του πρώτου διατάγματος συναρτάτο με την ημερομηνία λήξης της εγγυητικής επιστολής.
7. Νοουμένου ότι οι καθ' ων, απεκάλυψαν πλήρως τόσο την ύπαρξη της αγωγής όσο και του προηγούμενου διατάγματος το εκδόσαν το δεύτερο διάταγμα Δικαστήριο, είχε ενώπιον του όλα τα γεγονότα και εξήσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ως έκρινε πρέπον.
8. Υπό τις περιστάσεις οι αιτητές δεν είχαν ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της νομολογίας ώστε να παρέχονταν οι αιτούμενες θεραπείες.
9. Οι αιτητές άλλωστε είχαν στη διάθεση τους άλλο ένδικο μέσο: καταχώριση ένστασης στην αίτηση που αφορούσε στο δεύτερο συντηρητικό διάταγμα στα πλαίσια της αγωγής στην οποία εκδόθηκε και/ή έφεσης.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Richie κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 639,
CVCIGP II Ukraine Investment Ltd κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 10,
Ιωάννου ν. Μανώλη κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1423.
Αίτηση.
Χρ. Φρακάλας με Λ. Παπακωνσταντίνου (κα) για Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Ειρ. Τουμάζου (κα) για Ν. Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στη συνέχεια της έκδοσης άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, για ακύρωση προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 30.9.2015, στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 4666/2015, καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση. Κρίθηκε, ότι εκ πρώτης όψεως υφίστατο αντινομία μεταξύ του διατάγματος ημερ. 30.9.2015 ως ανωτέρω και του διατάγματος ημερ. 3.4.2015, το οποίο εκδόθηκε μονομερώς στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 1469/2015.
Προωθούνται ως λόγοι ακύρωσης:
(α) ύπαρξη προφανούς νομικού σφάλματος και προφανής υπέρβαση/έλλειψη δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας καθότι με την έκδοση διατάγματος ημερ 30.9.2015, στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 4666/2015, περιορίστηκε και αλλοιώθηκε ουσιωδώς το εκδοθέν διάταγμα ημερ. 3.4.2015, το οποίο κατέστη απόλυτο στις 27.5.2015, λόγω πρόδηλης παράβασης των σχετικών δικονομικών διατάξεων και της νομολογίας, η οποία δεν επιτρέπει την έκδοση αντικρουόμενων διαταγμάτων ισόβαθμων Δικαστηρίων
(β) καταφανής παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και υπέρβαση της δικαιοδοσίας.
Η έκδοση του νέου αντιφατικού διατάγματος, όπως προωθούν οι αιτητές, το οποίο ενσυνείδητα εξασφαλίστηκε από τους καθ' ων, θέτει τους αιτητές ενώπιον διλήμματος και αντιμέτωπους με τυχόν συνέπειες παρακοής του, ζήτημα που επιβεβαιώνεται και από σχετική επιστολή των δικηγόρων της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία διατύπωσε μεταξύ άλλων τους προβληματισμούς της, ως προς την ύπαρξη των δύο διαταγμάτων. Τέλος, ότι η απόφαση που εκδόθηκε εκ συμφώνου (δήλωση που κατέστη Κανόνας του Δικαστηρίου για αποδέσμευση της εγγυητικής της ίδιας ημερομηνίας) στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 1469/2015, μπορεί να παραμεριστεί μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των δύο μερών.
Οι καθ' ων υποστηρίζουν το σύννομο των ενεργειών τους: Το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος ενήργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του. Δεν υπήρξε παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, όλα τα αναγκαία στοιχεία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου που εξήσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Θεωρούν δε ότι το δεύτερο διάταγμα δεν έρχεται σε αντίφαση ή καταστρατηγεί τις πρόνοιες του πρώτου διατάγματος. Εν κατακλείδι, υποστηρίζουν, ότι δεν προκαλεί οποιοδήποτε δίλημμα η έκδοση του διατάγματος ημερ. 30.9.2015 ούτε στους ίδιους τους αιτητές, ούτε και σε τρίτα πρόσωπα, Τράπεζα Κύπρου, εφόσον το διάταγμα αναφέρεται σε περίοδο μετά τη φυσική λήξη της ισχύος του διατάγματος ημερ. 3.4.2015 και συμπληρώνει και/ή αναφέρεται σε περίοδο που ακολουθεί.
Θεωρούν οι καθ' ων η αίτηση, ότι οι αιτητές ενήργησαν κακόπιστα, παραπλανώντας το Δικαστήριο να αποδεχθεί ότι το διάταγμα ημερ. 3.4.2015 βρίσκεται ακόμα σε ισχύ, ενώ αυτό έληξε και έπαυσε να ισχύει την 30.9.2015, ημέρα κατά την οποία έληγε και η επίδικη εγγυητική επιστολή της Τράπεζας Κύπρου, με αποτέλεσμα να έχει απωλέσει το αντικείμενο του.
Το μόνο ένδικο μέσο το οποίο οι ίδιοι είχαν στη διάθεση τους ήταν η καταχώριση της αγωγής υπ' αρ. 4666/2015, με ταυτόχρονη καταχώριση αίτησης για έκδοση του δεύτερου επιδίκου συντηρητικού διατάγματος το οποίο καλώς εξεδόθη μονομερώς, εν όψει του επείγοντος του ζητήματος. Στο τέλος της ημέρας οι αιτητές δεν θεμελίωσαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να προσφέρεται ως μόνη και αποτελεσματική θεραπεία η έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari και Prohibition: παρέχεται στους αιτητές η δυνατότητα ακρόασης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε το δεύτερο διάταγμα, αλλά και η άσκηση έφεσης ως μέσο ελέγχου και παροχής αποτελεσματικής θεραπείας κατά τρόπο που η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να μην δικαιολογείται.
Από σύγκριση των επίδικων διαταγμάτων, 3.4.2015 και 30.9.2015, στο στάδιο της παραχώρησης άδειας, διαπιστώθηκε εκ πρώτης όψεως ότι αναδύονται συγκρουσιακές πρόνοιες και αντιφατικότητα Richie κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 639 και CVCIGP II Ukraine Investment Ltd κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 10. Στο μεν διάταγμα 3.4.2015, το οποίο σημειώνεται ότι εκδόθηκε μονομερώς, απαγορευόταν στους αιτητές «.από του να καταθέσουν ή να απαιτήσουν την εξαργύρωση και/ή τη ρευστοποίηση και/ή να εξαργυρώσουν και/ή να ρευστοποιήσουν και/ή να εισπράξουν το ποσό των €2.092.689 (δύο εκατομμυρίων ενενήντα δύο χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ) και/ή οποιοδήποτε μέρος αυτού από την εγγυητική επιστολή προκαταβολής της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (Bank of Cyprus Public Company Ltd) με αριθμό 00193-02-0172230 ημερομηνίας 25.2.2015, . μέχρι 20.6.2015 και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.» Ενώ στις 27.5.2015 εκ συμφώνου, με το ίδιο διατακτικό, το διάταγμα κατέστη απόλυτο, η δε δήλωση αποδέσμευσης (της εγγυητικής) έγινε κανόνας του Δικαστηρίου.
Στο δε διάταγμα, ημερ. 30.9.2015, διατάχθηκε η κατάθεση του προϊόντος της εγγυητικής επιστολής προκαταβολής, σε κοινό τοκοφόρο καταθετικό λογαριασμό όψεως, στο όνομα των εναγόντων-αιτητών και των εναγομένων με από κοινού δικαίωμα υπογραφής, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή περαιτέρω διαταγής του Δικαστηρίου.
Προκύπτει, από την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση των καθ' ων για την έκδοση του δευτέρου διατάγματος και ιδιαιτέρως από τις παραγράφους 26 και 27, ότι οι καθ' ων η αίτηση, στόχευαν στην ακύρωση του πρώτου διατάγματος αλλά και του κανόνα του Δικαστηρίου ημερ. 27.5.2015 «.δια τους λόγους ότι το ποσό της εγγυητικής δεν έχει χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό για τον οποίο δόθηκε αλλά υπάρχουν υποψίες ότι χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει την αμοιβή των εναγομένων για ιδιωτικές εργασίες που έκαναν για τον αρχιτέκτονα του έργου.»
Κατά τη μελέτη για τη συγγραφή της απόφασης, διαπιστώθηκε ότι τόσο στην αίτηση όσο και στην ένσταση επισυναπτόταν το συντεταγμένο διάταγμα, χωρίς όμως να επισυναφθεί ιδιαιτέρως εκ μέρους του αιτητή, ως είχε υποχρέωση το κεκυρωμένο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 27.5.2015, όπου καταγράφονταν οι δηλώσεις των μερών και κατέστησαν κανόνας του Δικαστηρίου. Ως αποτέλεσμα τούτου η υπόθεση επανανοίχθηκε και οι συνήγοροι των διαδίκων κατέθεσαν από κοινού κατόπιν διευκρινίσεων που ζήτησε το Δικαστήριο, αυτούσιο το πρακτικό το οποίο αναφέρει τα ακόλουθα:
«Τουμάζου: Δεχόμαστε όπως το διάταγμα γίνει απόλυτο μέχρι 30.9.2015. Δηλώνω επίσης ότι εντός μιας εβδομάδας οι πελάτες μου θα προωθήσουν δήλωση αποδέσμευσης της εγγυητικής προς την Τράπεζα για να αποδεσμευτεί αυτή. Η δήλωση μου γίνεται Κανόνας Δικαστηρίου.
Παπακωνσταντίνου: Συμφωνώ με όλα τα πιο πάνω. Ζητούμε τα έξοδα μας, τα οποία να καταβληθούν στο τέλος.
Δικαστήριο: Το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 3.4.2015 γίνεται εκ συμφώνου απόλυτο. Η δήλωση αποδέσμευσης γίνεται κανόνας Δικαστηρίου. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον του καθ' ου η αίτηση. Θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Θα καταβληθούν στο τέλος της διαδικασίας.»
Υπό το φως των ανωτέρω θεωρώ ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Δεν έχουν καταδειχθεί οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο παραχώρησε την άδεια, θεωρώντας ότι το δεύτερο διάταγμα αναιρούσε υφιστάμενο διάταγμα από άλλο ισόβαθμο Δικαστήριο κατά τρόπο που ισοδυναμούσε με ενέργεια υπερβατική της δικαιοδοσίας του, γεγονός που επέτρεπε τη χορήγηση άδειας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ή για το λόγο ότι υπήρχαν αντιφάσεις στις πρόνοιες των δύο διαταγμάτων με ενδεχόμενο τη δημιουργία διλημματος ως προς το ποιο διάταγμα θα έπρεπε να εφαρμοστεί με αποτέλεσμα να δημιουργείται δίλημμα στους διαδίκους σε ποιο από τα δύο διατάγματα να υπακούσουν (Richie κ.ά. και CVCIGP II Ukraine Investment Ltd κ.ά. (ανωτέρω)).
Το πλήρες πρακτικό και η δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου η οποία κατέστη και Κανόνας του Δικαστηρίου ρητά προνοεί ημερομηνία λήξης του διατάγματος: «Δεχόμαστε όπως το διάταγμα γίνει απόλυτο μέχρι 30.9.2015.» Εξ ου και οι καθ' ων θα προωθούσαν δήλωση αποδέσμευσης της εγγυητικής προς την Τράπεζα για να αποδεσμευτεί.
Ενδεχομένως το πρόβλημα που δημιουργείται εκ πρώτης όψεως είναι η διαταγή του Δικαστηρίου η οποία δεν αναγράφει, εκ παραδρομής φαίνεται, την ημερομηνία λήξης του διατάγματος, ως ρητώς δηλώθηκε ενώπιον του και κατέστη κανόνας του Δικαστηρίου.
Τούτων δοθέντων, οι ενέργειες των καθ' ων να καταχωρίσουν την αγωγή υπ' αρ. 4666/2015 και να αποταθούν μονομερώς για εξασφάλιση προσωρινού διατάγματος φαίνεται να ορίζει την τύχη της αίτησης. Το νέο διάταγμα φαίνεται, ως εκ των ανωτέρω, να παρακολουθεί την ημερομηνία λήξης του πρώτου διατάγματος εφόσον ουσιαστικά η ισχύς του πρώτου διατάγματος συναρτάτο με την ημερομηνία λήξης της εγγυητικής επιστολής. Νοουμένου ότι οι καθ' ων, απεκάλυψαν πλήρως τόσο την ύπαρξη της αγωγής όσο και του προηγούμενου διατάγματος το εκδόσαν το δεύτερο διάταγμα Δικαστήριο, είχε ενώπιον του όλα τα γεγονότα και εξήσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ως έκρινε πρέπον. Υπό τις περιστάσεις οι αιτητές δεν έχουν ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της νομολογίας ώστε να παρασχεθούν οι αιτούμενες θεραπείες (Ιωάννου ν. Μανώλη κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1423).
Οι αιτητές άλλωστε έχουν στη διάθεση τους άλλο ένδικο μέσο: καταχώριση ένστασης στην αίτηση που αφορά το δεύτερο συντηρητικό διάταγμα στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 4666/2015 και/ή έφεσης.
Υπό το φως των ανωτέρω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.