ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IN RE HJICOSTAS (1984) 1 CLR 513
Δημήτρη Xαράλαμπος Aχιλ. και Άλλος ν. Paul Beven και Άλλης (1999) 1 ΑΑΔ 663
Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ. ν. Κώστα Γεωργίου (2003) 1 ΑΑΔ 980
Μικρού Αντωνία και Άλλοι ν. Meridian Hotels Ltd (Aeneas Hotel) (2003) 1 ΑΑΔ 1320
Spinneys Cyprus Ltd ν. Χριστάκη Χρίστου και Άλλων (2004) 1 ΑΑΔ 1833
Αντέννα Λτδ ν. Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου (2010) 1 ΑΑΔ 392
Faber Hoist Chemicals Ltd ν. Κωνσταντίνου Καλημέρα (2015) 1 ΑΑΔ 359, ECLI:CY:AD:2015:A126
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:A829
(2015) 1 ΑΑΔ 2782
16 Δεκεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
CTC/ARI AIRPORTS LTD,
Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση,
ν.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΛΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 24/2011)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία κρίθηκε παράνομη η απόλυση της εφεσίβλητης ― Απορρίφθηκε ως αβάσιμη επί τω ότι, αφορούσε σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία προέκυψαν από το έργο της αξιολόγησης ― Δεν μπορούσαν να ελεχθούν τα ευρήματα αυτά από το Εφετείο, έστω και αν παρουσιάζονταν από τους εφεσείοντες ως αυτόνομα νομικά συμπεράσματα και αμιγείς νομικές θέσεις.
Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Έφεση ― Είναι παραδεκτή μόνο για λόγο που αφορά νομικό σημείο ― Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν στρέφεται κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα.
Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, αφού άκουσε την αίτηση που είχε καταχωρήσει η εφεσίβλητη εναντίον των εφεσειόντων, ισχυριζόμενη παράνομη απόλυση της και διεκδικώντας συναφείς αποζημιώσεις, κατέληξε στο εύρημα και στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της εργοδότησης της εφεσίβλητης ήταν παράνομος. Πρόσθετα επιδίκασε σε αυτή οφειλόμενους μισθούς και αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου ως τροποποιήθηκε Νόμου 8/1967. Ακόμα στη βάση ότι, εφόσον η εφεσίβλητη εργάστηκε στην υπηρεσία του εργοδότη για 10 συναπτά έτη, έκρινε ότι ήταν εύλογο και δίκαιο να της επιδικαστεί υπό μορφή δίκαιης αποζημίωσης που αντιστοιχούσε σε απολαβές 23 εβδομάδων. Περαιτέρω έκρινε ότι η εφεσίβλητη εδικαιούτο πληρωμή αντί προειδοποίησης που αντιστοιχούσε με απολαβές 8 εβδομάδων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο επιστολής σύμφωνα με την οποία οι κυπριακές αερογραμμές που εργοδοτούσαν την εφεσίβλητη αποφάσισαν ότι μέχρι την πλήρη εξιχνίαση ποινικής υπόθεσης που αφορούσε καταγγελία για υπεξαίρεση χρημάτων από το ταμείο των καταστημάτων αδασμολόγητων ειδών όπως αυτή τεθεί σε διαθεσιμότητα με απολαβές μισού μηνιαίου μισθού, σημείωσε ότι δεν υπήρχε αναφορά στην εν λόγω επιστολή για ενδεχόμενη πειθαρχική διαδικασία που ήθελε ακολουθήσει της καταγγελίας. Στη βάση αυτού, έκρινε ότι υπήρξε διαβεβαίωση των εργοδοτών της για επιστροφή στην εργασία της αμέσως μετά την απαλλαγή της από την ποινική υπόθεση. Ως επιβεβαιωτικό δε στοιχείο εξέλαβε το γεγονός ότι μετά την απαλλαγή οι κυπριακές αερογραμμές της κατέβαλαν όλα τα ημερομίσθια που είχαν αποκοπεί ως εκ της διαθεσιμότητας της.
Στη συνέχεια διατυπώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ερώτημα για τον περαιτέρω χειρισμό του θέματος από τον νέο εργοδότη, δηλαδή τους εφεσείοντες, που ανέλαβαν μετά τα πιο πάνω γεγονότα. Και ειδικά αν είχαν το δικαίωμα να ενεργήσουν έξω από τα πιο πάνω πλαίσια.
Στις 4.10.2007 η εφεσίβλητη αθωώθηκε και απαλλάχθηκε της ποινικής κατηγορίας. Μετά την απαλλαγή της, στις 29.10.2007, οι εφεσείοντες αποφάσισαν να την παραπέμψουν ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου επικαλούμενοι ζήτημα παραβίασης των διαδικασιών είσπραξης και διαχείρισης χρημάτων απ' αυτή, με τελικό αποτέλεσμα στις 14.12.2007 να τερματίσουν την απασχόληση της αναφερόμενοι σε «ενέργειες της κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στις 16.3.2006 δηλαδή σε χρόνο που απασχολείτο ακόμη στην υπηρεσία των Κυπριακών Αερογραμμών».
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι με βάση τη νομολογία στο δίκαιο της Κύπρου δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εμποδίζει τον εργοδότη σε περίπτωση υποψίας για διάπραξη σοβαρού παραπτώματος να συζητήσει το θέμα μαζί του ανεξάρτητα αν για το ίδιο γεγονός εκκρεμεί εναντίον του τελευταίου και ποινική δίωξη.
Συνακόλουθα, επεσήμανε, εφόσον υπήρξε ισχυρισμός εκ μέρους των εφεσειόντων ότι απέβλεπαν στη διερεύνηση ενδεχόμενης αντιεργασιακής συμπεριφοράς από μέρους της ως η επιστολή τους ως προς το σοβαρό ζήτημα, όπως το αποκάλεσαν, παραβίασης των διαδικασιών είσπραξης και διαχείρισης χρημάτων (το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν διαπιστώθηκε να συντρέχει πρωτοδίκως), όφειλαν να προχωρήσουν αμέσως στη διερεύνηση του θέματος και δεν υπήρχε λόγος να αναμένεται το αποτέλεσμα της ποινικής υπόθεσης αφού αυτό που θα έπρεπε να εξεταστεί δεν ήταν η διερεύνηση της ποινικής υπόθεσης αλλά η εργασιακή συμπεριφορά της αιτήτριας. Όφειλε έκρινε ο εργοδότης, να προχωρήσει αμέσως ώστε και η εφεσίβλητη να γνωρίζει το συντομότερο δυνατό το αποτέλεσμα.
Αφού δε, γίνεται περαιτέρω αναφορά σε νομολογία που αφορά στη σημασία της παρόδου του χρόνου από την επίδειξη απρεπούς συμπεριφοράς μέχρι την απόλυση ενός εργοδοτούμενου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τις 16.3.2006 μέχρι και την απόλυση της αιτήτριας στις 14.12.007 ήταν αρκετά μεγάλο για να απωλέσουν οι εφεσείοντες το δικαίωμα τους να απολύσουν την εφεσίβλητη.
Σε συνάρτηση με τα γεγονότα επί της ουσίας της υπόθεσης, η πρωτόδικη κρίση και εκτίμηση υπήρξε ότι οι εργοδότες παρέλειψαν να ακολουθήσουν μια σωστή και λογική διαδικασία, μέσα στα πλαίσια της οποίας η εφεσίβλητη θα ήταν σε θέση να λάβει γνώση όλων των στοιχείων επί των οποίων οι ίδιοι θεμελίωσαν τους λόγους της διαθεσιμότητας και εκ των υστέρων της απόλυσης της.
Επίσης κρίθηκε ότι η απόλυση της στηρίχθηκε σε μαρτυρία και επί γεγονότων τα οποία δεν γνωστοποιήθηκαν προηγουμένως στην ίδια για να μπορέσει να δώσει τη δική της εξήγηση, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης.
Σύμφωνα με την τελική κατάληξη, οι εφεσείοντες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν οποιαδήποτε απρεπή συμπεριφορά από μέρους της που να δικαιολογούσε στη βάση του Άρθρου 5 του Νόμου την απόλυση της. Συνεπώς επρόκειτο για παράνομο τερματισμό απασχόλησης.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την εισήγηση των εφεσειόντων πως το διάστημα το οποίο είχε περάσει από τη διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι και τη διερεύνηση του, ήταν εύλογο ενόψει της ποινικής διαδικασίας η οποία είχε αρχίσει εναντίον της εφεσίβλητης.
β) Ερμήνευσε και εφάρμοσε αυστηρά τη διαδικασία διερεύνησης ενός πειθαρχικού παραπτώματος από τον εργοδότη και ως εκ τούτου κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα.
γ) Παρέλειψε να λάβει υπόψη το τεκμήριο αλλά και τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων που αφορούσε στις ερωτήσεις που έγιναν στην εφεσίβλητη κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του αδικήματος, στις οποίες ερωτήσεις συμπεριλαμβάνονταν και η αποκάλυψη των γεγονότων του αδικήματος σε αυτή ώστε να μπορέσει η ίδια να τοποθετηθεί επ' αυτού και ως εκ τούτου κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα. Ενώ, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η εφεσίβλητη απέφυγε να απαντήσει στις ερωτήσεις.
δ) Το Δικαστήριο δεν έκρινε και/ή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός πως το σύνολο των μαρτυριών των μαρτύρων των εφεσειόντων, έμειναν αναντίλεκτες εφόσον δεν υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση τους διαφορετική εκδοχή από την πλευρά της εφεσίβλητης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, αναθεώρηση απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι παραδεκτή μόνο για το λόγο που συνεπάγεται νομικό σημείο.
2. Προέκυπτε καθαρά από την πρωτόδικη απόφαση ότι το Δικαστήριο δεν διατύπωσε το συμπέρασμα του για το μη εύλογο του χρόνου που πέρασε από την ποινική διαδικασία στην πειθαρχική και στη συνακόλουθη απόλυση της εφεσίβλητης, μόνο από την ίδια την παρέλευση του χρονικού διαστήματος αυτού καθ' εαυτού, αλλά το συσχέτισε με ενέργειες και/ή παραλείψεις κυρίως των προκατόχων των εφεσειόντων, ως εργοδοτών αυτής με λεγόμενα ή παραστάσεις στις οποίες προέβησαν σ' αυτήν.
3. Η διατύπωση του ευρήματος του Δικαστηρίου για τη δέσμευση των εργοδοτών της να περιμένουν την ποινική δίκη και να μη ακολουθήσουν άλλη πειθαρχική διαδικασία ήταν απότοκο της αξιολόγησης.
4. Το συμπέρασμα δε για το μη εύλογο του χρόνου, συναρτάται με τα περιστατικά της υπόθεσης τα οποία κρίθηκαν κατόπιν αξιολόγησης, αφού ακριβώς θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι δεν είχαν θέσει καν θέμα ακόλουθης πειθαρχικής διαδικασίας για να είχε σημασία ο χρόνος που η διαδικασία αυτή θα λάμβανε χώρα.
5. Οπότε, δεν μπορούσαν να ελεχθούν τα ευρήματα αυτά από το Εφετείο, έστω και αν παρουσιάζονταν από τους εφεσείοντες ως αυτόνομα νομικά συμπεράσματα και αμιγείς νομικές θέσεις.
6. Το ίδιο ίσχυε αναλογικά και για τους υπόλοιπους λόγους έφεσης οι οποίοι βασικά είλκυαν την ισχύ τους από τον πρώτο λόγο έφεσης.
7. Ήταν δε φανερό ότι, εφόσον απουσίαζε το βασικό τους επιχείρημα που πήγαζε από τον πρώτο λόγο, οι υπόλοιποι λόγοι δεν είχαν αυτοδυναμία και δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανατροπή των πρωτόδικων ευρημάτων.
8. Η θέση των εφεσειόντων, ως διατυπωνόταν στο περίγραμμα, ότι «το γεγονός πως η εφεσίβλητη δεν απάντησε στις ερωτήσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου «είναι ένα γεγονός που έπρεπε να προβληματίσει περισσότερο το πρωτόδικο Δικαστήριο και να μη είχε καταλήξει υπέρ της εφεσίβλητης και πάλι ευθέως παρέπεμπε στο έργο της αξιολόγησης. Όπως και για τον λόγο έφεσης ότι «το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων ως όφειλε και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα».
9. Επρόκειτο για πεδίο όπου ως εκ του νόμου και της νομολογίας, δεν χωρούσε επέμβαση του Εφετείου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1(B) Α.Α.Δ. 1478,
Αντέννα Λτδ ν. Κωνσταντίνου (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 392,
Faber Hoist Chemicals Ltd v. Καλημέρα (|2015) 1 Α.Α.Δ. 359,
Μικρού κ.ά. ν. Meridien Hotels Ltd (Aeneas Hotel) (2003) 1 A.A.Δ. 1320,
Δημήτρη κ.ά. ν. Beven κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 663.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λάρνακας (Χατζητζιοβάνης, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 106/2008), ημερομ. 8/12/2010.
Στ. Χριστοφόρου, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χριστοφίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λάρνακας, αφού άκουσε την αίτηση που είχε καταχωρήσει η εφεσίβλητη εναντίον των εφεσειόντων, ισχυριζόμενη παράνομη απόλυση της και διεκδικώντας συναφείς αποζημιώσεις, κατέληξε στο εύρημα και στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της εργοδότησης της εφεσίβλητης ήταν παράνομος. Πρόσθετα επιδίκασε σε αυτή οφειλόμενους μισθούς €21.624,87 και αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου ως τροποποιήθηκε Νόμου (N.8/1967). Ακόμα στη βάση ότι, εφόσον η εφεσίβλητη εργάστηκε στην υπηρεσία του εργοδότη για 10 συναπτά έτη και λάμβανε για σκοπούς του Νόμου €401,81 εβδομαδιαίως και έχοντας υπόψη τις συνθήκες τερματισμού σε συνάρτηση με τους παράγοντες της παραγράφου 4 του Πρώτου Πίνακα, έκρινε ότι ήταν εύλογο και δίκαιο να της επιδικαστεί υπό μορφή δίκαιης αποζημίωσης €9.241,63 που αντιστοιχεί με τις απολαβές 23 εβδομάδων. Περαιτέρω έκρινε ότι η εφεσίβλητη δικαιούται πληρωμή αντί προειδοποίησης που αντιστοιχεί με απολαβές 8 εβδομάδων, ήτοι ποσό €3.214,48.
Η εφεσίβλητη είχε προσληφθεί στην εταιρεία Κυπριακών Αερογραμμών (Αδασμολόγητα Είδη) Λτδ στις 23.6.1997 ως Βοηθός Καταστήματος στο Αεροδρόμιο Λάρνακας. Οι εφεσείοντες ανέλαβαν τις δραστηριότητες των καταστημάτων στο αεροδρόμιο Λάρνακας από την εταιρεία των Κυπριακών Αερογραμμών την 1.7.2006. Στις 16.3.2006 και πριν την αλλαγή του εργοδότη της ως άνω, η εφεσίβλητη τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι την εξιχνίαση της καταγγελίας που έγινε στο ΤΑΕ Λάρνακας σε σχέση με ισχυρισμό για υπεξαίρεση χρημάτων από το ταμείο των καταστημάτων αδασμολογήτων ειδών αεροδρομίου Λάρνακας. Η εν λόγω ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε και στις 4.10.2007 με απόφαση του Δικαστηρίου η εφεσίβλητη αθωώθηκε και απαλλάγηκε από τις εναντίον της κατηγορίες και στις 29.10.2007 ζήτησε με επιστολή της προς τους εφεσείοντες επάνοδο στην εργασία και τα καθήκοντα της. Στις 16.11.2007 οι εφεσείοντες κάλεσαν την εφεσίβλητη σε πειθαρχική διαδικασία και ακολούθησε η διερεύνηση της υπόθεσης με αποτέλεσμα στις 14.12.2007 να της γνωστοποιηθεί ο τερματισμός της απασχόλησης της.
Πρώτιστα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπάρχει συνέχεια από τους εφεσείοντες, της εργοδότησης από τις Κυπριακές Αερογραμμές που ήταν οι προηγούμενοι εργοδότες της εφεσίβλητης με τη μεταβίβαση μέρους των εργασιών τους (που αφορούσε τη διαχείριση των αδασμολογήτων του αερολιμένος Λάρνακος), στους εφεσείοντες.
Περαιτέρω εκρίθη ότι ο νέος φορέας της επιχείρησης, δηλαδή, οι εφεσείοντες, είχαν δικαίωμα και υποχρέωση να διατηρήσουν αμετάβλητους τους όρους εργασίας της εφεσίβλητης, ως διαμορφώθηκαν από τους πρώτους εργοδότες της.
Από τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, το δικαίωμα των Κυπριακών Αερογραμμών να τη θέσουν σε διαθεσιμότητα, ήταν δεδομένο. Η διαθεσιμότητα αυτή ενεργοποιήθηκε με την επιστολή των Κυπριακών Αερογραμμών, τεκμ.6, την οποία υπογράφει ο κ. Κουκκουλής ως Γενικός Διευθυντής των Κυπριακών Αερογραμμών.
Η αμφισβήτηση της εφεσίβλητης αφορά το δικαίωμα των εφεσειόντων ως τους νέους εργοδότες της, να την παραπέμψουν σε πειθαρχική διαδικασία αμέσως μετά την απαλλαγή της από την ποινική κατηγορία με τον ισχυρισμό ότι μια τέτοια ενέργεια ήταν αντίθετη με τους λόγους που επικαλέστηκαν οι Κυπριακές Αερογραμμές με την ως άνω επιστολή τους, τεκμ.6 για να δικαιολογήσουν την απόφαση της διαθεσιμότητας της. Υπήρξε ισχυρισμός της στη δίκη ότι είχε λάβει διαβεβαιώσεις των εργοδοτών της ότι, μετά την απαλλαγή της από την εξεταζόμενη εναντίον της υπόθεση, θα επέστρεφε στην εργασία της. Να σημειωθεί ότι υπήρξε αντίθετη θέση από την πλευρά των εφεσιβλήτων, μέσω του μάρτυρα Κουκκουλή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής ότι οι κυπριακές αερογραμμές αποφάσισαν ότι μέχρι την πλήρη εξιχνίαση της ποινικής υπόθεσης σχετικά με καταγγελία για υπεξαίρεση χρημάτων από το ταμείο των καταστημάτων αδασμολόγητων ειδών να τεθεί σε διαθεσιμότητα με απολαβές μισού μηνιαίου μισθού, σημειώνει ότι δεν υπάρχει αναφορά στην εν λόγω επιστολή για ενδεχόμενη πειθαρχική διαδικασία που ήθελε ακολουθήσει της καταγγελίας. Στη βάση αυτού έκρινε ότι υπήρξε διαβεβαίωση των εργοδοτών της για επιστροφή στην εργασία της αμέσως μετά την απαλλαγή της από την ποινική υπόθεση. Ως επιβεβαιωτικό δε στοιχείο εξέλαβε το γεγονός ότι μετά την απαλλαγή οι κυπριακές αερογραμμές της κατέβαλαν όλα τα ημερομίσθια που είχαν αποκοπεί ως εκ της διαθεσιμότητας της.
Στη συνέχεια διατυπώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ερώτημα για τον περαιτέρω χειρισμό του θέματος από το νέο εργοδότη, δηλαδή τους εφεσείοντες, που ανέλαβαν μετά τα πιο πάνω γεγονότα. Και ειδικά αν είχαν το δικαίωμα να ενεργήσουν έξω από τα πιο πάνω πλαίσια.
Στις 4.10.2007 η εφεσίβλητη αθωώνεται και απαλλάσσεται της ποινικής κατηγορίας (βλ. τεκμ. 16). Μετά την απαλλαγή της, στις 29.10.2007, οι εφεσείοντες αποφάσισαν να την παραπέμψουν ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου επικαλούμενοι ζήτημα παραβίασης των διαδικασιών είσπραξης και διαχείρισης χρημάτων απ' αυτή, με τελικό αποτέλεσμα στις 14.12.2007 να τερματίσουν την απασχόληση της για «ενέργειες της κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στις 16.3.2006 δηλαδή σε χρόνο που απασχολείτο ακόμη στην υπηρεσία των Κυπριακών Αερογραμμών».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τη διεργασία της σκέψης του, αν ο τερματισμός ήταν νόμιμος ή όχι, ανέφερε τα εξής:
«Να σημειώσουμε ότι, με βάση τη νομολογία, η εκ μέρους του εργοδότη επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων, όπως η διαθεσιμότητα, "επιτρέπεται" μόνον έφ' όσον η πειθαρχική εξουσία ασκείται κατά νομοθετική ή συμβατική εξουσιοδότηση. Συμβατική εξουσιοδότηση υπάρχει όταν μια τέτοια εξουσία προβλέπεται σε κανονισμό της επιχείρησης του οποίου τους όρους έχει αποδεχθεί ο εργοδότου μένος ή σε ατομική σύμβαση εργασία που συνάπτεται μεταξύ αυτού και του εργοδότη. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο εργοδότης περιορίζεται στην άσκηση των δικαιωμάτων που νου παρέχει ο Νόμος.
Ταυτόχρονα, όπως αποφασίσαμε πιο πάνω, η κάθε ενέργεια του νέου φορέα της επιχείρησης θα πρέπει να συνάδει με το πνεύμα των προστατευτικών διατάξεων του Ν.104(Ι)/2000 και της Οδηγίας.
Επομένως, ως νέος φορέας της επιχείρησης, η CTC είχε κάθε δικαίωμα αλλά και κάθε υποχρέωση να διατηρήσει αμετάβλητους τους όρους εργασίας της Αιτήτριας που απέρρεαν από τη σύμβαση εργασίας ή τη συμβατική σχέση που υφίστατο κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Από τη στιγμή που δεν τέθηκε ενώπιον μας οποιαδή¬ποτε μαρτυρία που να προσδιορίζει το συμβατικό πλαίσιο λήψης πειθαρχικών μέτρων εκ μέρους των Κυπριακών Αερογραμμών, συμπερασματικά καταλήγουμε ότι το μοναδικό δικαίωμα που παρεχόταν στις Κυπριακές Αερογραμμές ήταν να θέσουν την Αιτήτρια σε διαθεσιμότητα μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης εξαρτώντας την παραμονή ή απόλυση της από το αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας η CTC τα συγκεκριμένα μέτρα εναντίον της Αιτήτριας, κινήθηκε εκτός του πλαισίου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της προκατόχου της και κατά παράβαση των όρων της εργασιακής σχέσης που υφίστατο με την Αιτήτρια κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, καταστρατηγώντας έτσι και τις προστατευτικές διατάξεις του Ν.104(Ι)/2000 και της Οδηγίας που ήθελαν επιβάλει στον νέο φορέα της επιχείρησης την υποχρέωση να τους τηρήσει αμετάβλητους. Οι οποιοιδήποτε επομένως κανονισμοί του δημοσίου, που επικαλέστηκε η CTC, όχι μόνο δεν γνωστοποιήθηκαν στην Αιτήτρια για να τοποθετηθεί επί του περιεχομένου τους, αλλά ούτε και μπορούν να εφαρμοστούν κατά παρέκκλιση των προστατευτικών διατάξεων».
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι με βάση τη νομολογία στο δίκαιο της Κύπρου δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εμποδίζει τον εργοδότη σε περίπτωση υποψίας για διάπραξη σοβαρού παραπτώματος να συζητήσει το θέμα μαζί του ανεξάρτητα αν για το ίδιο γεγονός εκκρεμεί εναντίον του τελευταίου και ποινική δίωξη. Στη βάση ιδιαίτερα της Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1(B) Α.Α.Δ. 1478 η μόνη υποχρέωση που είχε ο εργοδότης και δη κατά τον ουσιώδη χρόνο οι κυπριακές αερογραμμές έναντι της εφεσίβλητης ήταν «να διερευνήσει την υπόθεση μέσα σε εύλογο χρόνο ακολουθώντας μια λογική διαδικασία και, πριν καταλήξει σε απόφαση απόλυσης της, να της δώσει την ευκαιρία να προβάλει τη δική της θέση». (βλ. σελ.24 της εκκαλούμενης απόφασης).
Εφόσον λοιπόν, συνεχίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρξε ισχυρισμός εκ μέρους των εφεσειόντων ότι απέβλεπαν στη διερεύνηση ενδεχόμενης αντιεργασιακής συμπεριφοράς από μέρους της ως η επιστολή τους ημερ. 16.11.2007, (τεκμ.2) ως προς το σοβαρό ζήτημα, όπως το αποκάλεσαν, παραβίασης των διαδικασιών είσπραξης και διαχείρισης χρημάτων (το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν διαπιστώθηκε να συντρέχει πρωτοδίκως), όφειλαν να προχωρήσουν αμέσως στη διερεύνηση του θέματος και δεν υπήρχε λόγος να αναμένεται το αποτέλεσμα της ποινικής υπόθεσης αφού αυτό που θα έπρεπε να εξεταστεί δεν ήταν η διερεύνηση της ποινικής υπόθεσης αλλά η εργασιακή συμπεριφορά της αιτήτριας. Όφειλε λοιπόν ο εργοδότης αμέσως να προχωρήσει ώστε και η εφεσίβλητη να γνωρίζει το συντομότερο δυνατό το αποτέλεσμα. Σημειώνει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο τα ακόλουθα:
«Από τη στιγμή όμως που ο Εργοδότης, όπως έχομε καταλήξει πιο πάνω, συνέδεσε την παραμονή ή απόλυση της Αιτήτριας με το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης, τα οποιαδήποτε ληφθέντα περαιτέρω μέτρα θα παρέτειναν την αβεβαιότητα ως προς τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης γιο μεγάλο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο η Αιτήτρια θα κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να χάσει την εργασία της».
Αφού δε, γίνεται περαιτέρω αναφορά σε νομολογία που αφορά τη σημασία της παρόδου του χρόνου από την επίδειξη απρεπούς συμπεριφοράς μέχρι την απόλυση ενός εργοδοτούμενου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τις 16.3.2006 μέχρι και την απόλυση της αιτήτριας στις 14.12.007 ήταν αρκετά μεγάλο για να απωλέσουν οι εφεσείοντες το δικαίωμα τους να απολύσουν την εφεσίβλητη.
Σε συνάρτηση με τα γεγονότα επί της ουσίας της υπόθεσης, η πρωτόδικη κρίση και εκτίμηση υπήρξε ότι οι εργοδότες παρέλειψαν να ακολουθήσουν μια σωστή και λογική διαδικασία μέσα στα πλαίσια της οποίας η εφεσίβλητη θα ήταν σε θέση να λάβει γνώση όλων των στοιχείων επί των οποίων οι ίδιοι θεμελίωσαν τους λόγους της διαθεσιμότητας και εκ των υστέρων της απόλυσης της.
Επίσης κρίθηκε ότι η απόλυση της στηρίχθηκε σε μαρτυρία και επί γεγονότων τα οποία δεν γνωστοποιήθηκαν προηγουμένως στην ίδια για να μπορέσει να δώσει τη δική της εξήγηση, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης.
Επισημαίνονται τα ακόλουθα:
«Επί της ουσίας της υπόθεσης διαπιστώνουμε ότι στις 18.3.2006 οι Κυπριακές Αερογραμμές προχώρησαν σε διαδικασία κλεισίματος και καταμέτρησης του ταμείου της Αιτήτριας στην απουσία της, αφού προηγουμένως μερίμνησαν όπως τη μεταφέρουν σε άλλο χώρο. Αυθημερόν την έθεσαν σε διαθεσιμότητα για τον λόγο που αναφέρεται στην επιστολή (Τεκμήριο 6), χωρίς ωστόσο να ενημερωθεί επί των όσων είχαν προκύψει ώστε και η ίδια να είναι σε θέση αν δώσει τη δική της εξήγηση. Ενώ ο κ. Λουκά στη μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι ο κ. Αλεξάνδρου ανέφερε ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής, ότι υποβλήθηκαν ερωτήσεις στην Αιτήτρια επί των γεγονότων και αυτή αρνήθηκε ότι προέβη σε αντικανονικές ενέργειες, εν τούτοις καταθέτοντας ο ίδιος ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υποστήριξε μια τέτοια εκδοχή, αλλά ούτε και τέθηκαν ενώπιον μας πρακτικά της πειθαρχικής διαδικασίας που θα επιβεβαίωναν κάτι τέτοιο. Από τις ερωτήσεις που δέχθηκε ή Αιτήτρια, και την παρουσία της ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, διαφαίνεται ότι δεν της εδόθη η ευκαιρία να απαντήσει στα όσα οι δύο άλλοι μάρτυρες προέβαλαν ενώπιον του συμβουλίου, όπως για παράδειγμα τη μη έκδοση αποδείξεων από την Αιτήτρια σε πελάτες, τη μη σωστή τοποθέτηση των λεφτών στα συρτάρια του ταμείου της, τη μη σάρωση ίων προϊόντων κ.ά. Από το ερωτηματολόγιο προς την Αιτήτρια (Τεκμήριο 3) προκύπτει ότι το μόνο που της υπεβλήθη ήταν, ότι κατά την καταμέτρηση του ταμείου της και τη συμφιλίωση ταυ σε σχέση με το σύστημα, προέκυψε περίσσευμα ΛΚ221,35-, ποσό που οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι δεν συνάδει ούτε με n μαρτυρία που οι Εργοδότες έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Εν ολίγοις ζητείτο από την Αιτήτρια να δώσει εξηγήσεις για ποσό με το οποίο ούτε και οι ίδιοι συμφωνούσαν.»
Εν πάση περιπτώσει, ενόψει των δεδομένων που το Δικαστήριο θεώρησε ότι υφίστανται, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν οποιαδήποτε απρεπή συμπεριφορά από μέρους της που να δικαιολογούσε στη βάση του Άρθρου 5 του Νόμου την απόλυση της. Συνεπώς πρόκειται για παράνομο τερματισμό απασχόλησης.
Διατυπώνονται τέσσερις λόγοι έφεσης. Οι ακόλουθοι:
Το Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την εισήγηση των εφεσείοντων πως το διάστημα το οποίο είχε περάσει από τη διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι και τη διερεύνηση του ήταν εύλογο ενόψει της ποινικής διαδικασίας η οποία είχε αρχίσει εναντίον της εφεσίβλητης. (πρώτος λόγος έφεσης). Συναφής είναι και ο δεύτερος λόγος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε αυστηρά τη διαδικασία διερεύνησης ενός πειθαρχικού παραπτώματος από τον εργοδότη και ως εκ τούτου κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το τεκμήριο αλλά και τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων που αφορούσε τις ερωτήσεις που έγιναν στην εφεσίβλητη κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του αδικήματος, στις οποίες ερωτήσεις συμπεριλαμβάνονταν και η αποκάλυψη των γεγονότων του αδικήματος σε αυτή ώστε αυτή να μπορέσει να τοποθετηθεί επ' αυτού και ως εκ τούτου κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα. Ενώ, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός πως η εφεσίβλητη απόφυγε να απαντήσει στις ερωτήσεις. (τρίτος λόγος έφεσης).
Το Δικαστήριο δεν έκρινε και/ή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός πως το σύνολο των μαρτυριών των μαρτύρων των εφεσειόντων έμειναν αναντίλεκτες εφόσον δεν υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση τους διαφορετική εκδοχή από την πλευρά της εφεσίβλητης. (τέταρτος λόγος έφεσης).
Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, αναθεώρηση απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι παραδεκτή μόνο για το λόγο που συνεπάγεται νομικό σημείο. (βλ.Άρθ.12(11Α) των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 ως έχει τροποποιηθεί).
Στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Κωνσταντίνου (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 392 αναφέρθηκε:
«Όπως είχε επεξηγηθεί και στην παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, λόγος έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν στρέφεται κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης και όπου η αιτιολογία η οποία παρέχεται προς υποστήριξη λόγου έφεσης, απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες. Αυτή η αρχή επαναβεβαιώθηκε και στην Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ v. Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 980, στην οποία τονίστηκε ότι είναι πάγια καθιερωμένο από τη νομολογία, αλλά και τον οικείο νόμο, ότι δεν είναι επιτρεπτή έφεση για ανατροπή των γεγονότων και των επ' αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. (Βλ. επίσης Spinneys Cyprus Ltd v. Χρ. Χρίστου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1833).»
(βλ. επίσης Faber Hoist Chemicals Ltd v. Καλημέρα (2015) 1 Α.Α.Δ. 359, ECLI:CY:AD:2015:A126 και Μικρού κ.ά. ν. Meridien Hotels Ltd (Aeneas Hotel) (2003) 1 A.A.Δ. 1320.)
Προκύπτει καθαρά από την πρωτόδικη απόφαση ότι το Δικαστήριο δεν διατύπωσε το συμπέρασμα του για το μη εύλογο του χρόνου που πέρασε από την ποινική διαδικασία στην πειθαρχική και στη συνακόλουθη απόλυση της εφεσίβλητης, μόνο από την ίδια την παρέλευση του χρονικού διαστήματος αυτού καθ' εαυτού, αλλά το συσχέτισε με ενέργειες και/ή παραλείψεις κυρίως των προκατόχων των εφεσειόντων, ως εργοδοτών αυτής με λεγόμενα ή παραστάσεις στις οποίες προέβησαν σ' αυτήν.
Στα πλαίσια αυτά είναι που το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε τη συμβατική υποχρέωση των εφεσειόντων και των προκατόχων αυτών, αφού αξιολόγησε τη δοθείσα μαρτυρία, καταλήγοντας ότι τόσο οι Κυπριακές Αερογραμμές όσο και οι εφεσείοντες με τις πράξεις τους και/ή με τη συμπεριφορά τους έδειξαν ότι η συνέχιση ή μη της εργοδότησης της εφεσίβλητης θα εξαρτιόταν από το αποτέλεσμα της ποινικής υπόθεσης που εκκρεμούσε εναντίον της και ότι - το κυριότερο - δεν θα ακολουθούσε πειθαρχική υπόθεση. Μεταξύ των δύο εκδοχών της εφεσίβλητης-αιτήτριας και των μαρτύρων της άλλης πλευράς επιλέγεται η εκδοχή της αιτήτριας. Επισημαίνεται μάλιστα η σημασία της επιστολής - τεκμ.6 επ' αυτού (βλ. πιο πάνω).
Η διατύπωση του ευρήματος του Δικαστηρίου για τη δέσμευση των εργοδοτών της να περιμένουν την ποινική δίκη και να μη ακολουθήσουν άλλη πειθαρχική διαδικασία είναι απότοκο της αξιολόγησης. Το συμπέρασμα δε για το μη εύλογο του χρόνου συναρτάται με τα περιστατικά της υπόθεσης τα οποία κρίθηκαν κατόπιν αξιολόγησης, αφού ακριβώς θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι δεν είχαν θέσει καν θέμα ακόλουθης πειθαρχικής διαδικασίας για να είχε σημασία ο χρόνος που η διαδικασία αυτή θα λάμβανε χώρα. Οπότε, κατά την κρίση μας, δεν μπορούν να ελεγχθούν τα ευρήματα αυτά από το Εφετείο, έστω και αν παρουσιάζονται από τους εφεσείοντες ως αυτόνομα νομικά συμπεράσματα και αμιγείς νομικές θέσεις.
Σαφώς και δεν είναι έτσι. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, επικαλούμενος την υπόθεση Δημήτρη κ.ά. ν. Beven κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 663 «σε κάθε περίπτωση το τι είναι εύλογος χρόνος είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από το σύνολο των περιστατικών». Θα προσθέταμε όμως ότι οι περιστάσεις αφορούν το έργο της αξιολόγησης το οποίο οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται να προσβάλουν.
Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τους υπόλοιπους λόγους έφεσης οι οποίοι βασικά έλκουν την ισχύ τους από τον πρώτο λόγο έφεσης. Είναι δε φανερό ότι, εφόσον εκλείπει το βασικό τους επιχείρημα που πηγάζει από τον πρώτο λόγο, οι υπόλοιποι λόγοι δεν έχουν αυτοδυναμία και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ανατροπή των πρωτόδικων ευρημάτων. Να πούμε μόνο ότι η θέση των εφεσειόντων, ως διατυπώνεται στο περίγραμμα, ότι «το γεγονός πως η εφεσίβλητη δεν απάντησε στις ερωτήσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου «είναι ένα γεγονός που έπρεπε να προβληματίσει περισσότερο το πρωτόδικο Δικαστήριο και να μη είχε καταλήξει υπέρ της εφεσίβλητης (επί του 2ου και 3ου λόγου) και πάλι ευθέως παραπέμπει στο έργο της αξιολόγησης. Όπως και για τον 4ο λόγο ότι «το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων ως όφειλε και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα».
Πρόκειται για πεδίο που ως εκ του νόμου και της νομολογίας δεν χωρεί επέμβαση μας.
Η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη. Έξοδα εκ €2.000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.