ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2015:D776

(2015) 1 ΑΑΔ 2532

23 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ JOINT-STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSKOW" (OPEN JOINT-STOCK

COMPANY), ΑΙΤΗΤΕΣ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 228/2015 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ

ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION KAI/Ή MANDAMUS ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟ-

ΜΗΝΙΑΣ 30.10.2015 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 228/2015,

 

ΚΑΙ

 

ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ JOINT-STOCK

COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN

JOINT-STOCK COMPANY), ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 151/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση μέρους απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου για εγγραφή αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, σύμφωνα με το οποίο διατάχθηκε η χαρτοσήμανση των επίδικων  συμφωνιών ― Απορριπτική κατάληξη ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει επί του εγερθέντος θέματος της χαρτοσήμανσης ― Τυχόν λανθασμένη ερμηνεία του νομοθετήματος εκφεύγει της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Το νοηματικό εύρος του όρου «συζητήσιμη υπόθεση» ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Η Αιτήτρια εισήγαγε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου Γενική Αίτηση, εδραζόμενη στον περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικό) Νόμο, 84/1979, αξιώνοντας διάταγμα για εγγραφή και/ή αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια διαδικασίας διεθνούς εμπορικής διαιτησίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούντο όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εγγραφή της εν λόγω διαιτητικής απόφασης και, συνακόλουθα, εξέδωσε ανάλογο διάταγμα. Διαπίστωσε όμως στα πλαίσια εξέτασης της όλης υπόθεσης ότι οι συμφωνίες δανείων, τεκμήρια 2 και 3, δεν ήταν δεόντως χαρτοσημασμένες.

 

Συνακόλουθα, εξέδωσε διαταγή όπως η Αιτήτρια μεριμνήσει για τη χαρτοσήμανση των συμφωνιών αυτών εντός τριάντα ημερών από της ημερομηνίας έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, δίδοντας, ταυτόχρονα, οδηγίες όπως το διάταγμα για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης μη συνταχθεί εν τω μεταξύ.

 

Η Αιτήτρια αιτήθηκε άδεια με την οποία να της επιτρεπόταν να καταχωρήσει αίτηση διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, με στόχο να ακυρώσει μόνο το μέρος της τελικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο διατασσόταν η χαρτοσήμανση των συμφωνιών ως προϋπόθεση για τη σύνταξη τελικού διατάγματος εγγραφής και εκτέλεσης αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης.

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το Επαρχιακό Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας ότι υπόκειντο σε χαρτοσήμανση οι επίδικες συμφωνίες και τελούσε υπό νομική πλάνη εκδίδοντας διαταγή για επιβολή όρου χαρτοσήμανσης για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, ο οποίος όρος, δεν προνοείται από τη Διεθνή Συνθήκη για Εγγραφή και Εκτέλεση Διαιτητικών Αποφάσεων της Νέας Υόρκης (New York Convention).

 

β)  Η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι επείγουσας φύσης και εντοπίζονταν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούσαν το υπό κρίση διαδικαστικό διάβημα κατάλληλο και πρόσφορο.

 

γ)  Τυχόν επιτυχής διαδικασία έφεσης θα ήταν ατελέσφορη μετά την καταβολή του φόρου χαρτοσήμανσης, αφού δεν θα υπάρχει οποιοδήποτε μέσον ή τρόπος για επιστροφή των χρημάτων που θα καταβληθούν. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Πάγια νομολογία καλύπτει το ζήτημα χορήγησης άδειας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων. Επιγραμματικά, συνιστά βασική αρχή ότι το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας.

 

2.  Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών τελούσε υπό εξέταση κατά πόσο η πλευρά της Αιτήτριας είχε καλύψει την απαραίτητη προϋπόθεση κατάδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, προκειμένου να θέσει το θεμέλιο για επιτυχία του διαβήματός της για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

3.  Αναμφίβολα η απλότητα της όλης διαδικασίας αναγνώρισης και εκτέλεσης των αλλοδαπών εμπορικών διαιτητικών αποφάσεων αντικατοπτρίζει και την ανάγκη σεβασμού των αποφάσεων αυτών που εκδίδονται στην αλλοδαπή. Είναι για το λόγο αυτό που ο ρόλος του Δικαστηρίου και ο δικαστικός έλεγχος των υπό αναφορά διαιτητικών αποφάσεων είναι μάλλον εποπτικός και περιορίζεται στη διαπίστωση και μόνο της συνδρομής των πιο πάνω βασικών χαρακτηριστικών του Άρθρου 1V, χωρίς να υπεισέρχεται στη διάγνωση της ουσίας της υπόθεσης.

 

4.  Ως ανωτέρω ενήργησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση. Υπό αμφισβήτηση τέθηκε η ενέργειά του να διατάξει τη χαρτοσήμανση των επίδικων συμφωνιών δανείου. Αναμφίβολα οι πρόνοιες της Σύμβασης, κατ' ακολουθία του Άρθρου 169 του Συντάγματος, έχουν αυξημένη ισχύ έναντι ημεδαπού νόμου.

 

5.  Δεν εντοπιζόταν όμως οποιαδήποτε σύγκρουση στην προκειμένη περίπτωση. Το Άρθρο III της Σύμβασης προνοεί πως η όλη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών εμπορικών διαιτητικών αποφάσεων γίνεται σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες που ακολουθούνται στη χώρα του δικάζοντα δικαστή. Εκτός βεβαίως εάν για κάποιο σχετικό ζήτημα προνοεί η Σύμβαση, οπόταν ακολουθούνται οι πρόνοιες της Beogradska Banka D.D. (1995) 1 Α.Α.Δ. 737.

 

6.  Με δεδομένο λοιπόν ότι το δίκαιο που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης είναι το ημεδαπό, δεν εντοπίζεται ο,τιδήποτε το μεμπτό στην ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει τη χαρτοσήμανση των δύο συμφωνιών δανείου.

 

7.  Κατ' αρχάς, η διαταγή χαρτοσήμανσης δεν συνιστούσε επιπρόσθετη της Σύμβασης προϋπόθεση για εγγραφή της επίδικης διαιτητικής απόφασης αλλά εφαρμογή του ημεδαπού δικαίου σε σχέση με διαδικαστικό θέμα.

 

8.  Η πλευρά της Αιτήτριας παρουσίασε τις συμφωνίες  ως τεκμήρια και υπό αυτές τις συνθήκες το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά ενεργώντας με βάση τις πρόνοιες του δικαίου μας, περί Χαρτοσήμων Νόμου, εξέτασε κατά πόσο συντρέχει ζήτημα δέουσας χαρτοσήμανσης πριν από την έκδοση της απόφασης.

 

9.  Η χαρτοσήμανση εγγράφου είναι απαραίτητη προτού κατατεθεί ως τεκμήριο σε δικαστική διαδικασία. Είναι άσχετο το κατά πόσο το όποιο τεκμήριο είναι τελικά αναγκαίο προς απόδειξη επίδικου θέματος.

 

10. Η κατάθεση από μόνη της του οποιουδήποτε εγγράφου στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας ενεργοποιεί και το μηχανισμό χαρτοσήμανσής του, εφόσον οι πρόνοιες του περί Χαρτοσήμων Νόμου πληρούνται. Το Δικαστήριο έκρινε, παρά το γεγονός ότι οι υπό αναφορά συμφωνίες συντάχτηκαν στο εξωτερικό, πως αφορούσαν σε ζητήματα που θα εκτελεσθούν στη Δημοκρατία και ως εκ τούτου υπόκειντο σε τέλος χαρτοσήμου, κατ' επίκληση του δικαστικού λόγου της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Muskita Aluminium Ltd (2007) 3 A.A.Δ. 130.

 

11. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει επί του εγερθέντος θέματος της χαρτοσήμανσης. Υπό το πρίσμα αυτό έστω και, για σκοπούς συζήτησης, λανθασμένη ερμηνεία του νομοθετήματος εκφεύγει της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 878,

 

Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

 

Beogradska Banka D.D. (1995) 1 Α.Α.Δ. 737,

Δημοκρατία ν. Muskita Aluminium Ltd (2007) 3 A.A.Δ. 130.

 

Αίτηση.

 

Χρ. Νικολάου και Ε. Χριστοφή (κα), για την Αιτήτρια.

 

Cur. adv. vult.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Πρωτόδικα η Αιτήτρια εισήγαγε γενική αίτηση, εδραζόμενη στον περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικό) Νόμο, Ν. 84/1979 (η Σύμβαση), αξιώνοντας διάταγμα για εγγραφή και/ή αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια διαδικασίας διεθνούς εμπορικής διαιτησίας.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι ικανοποιούντο όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εγγραφή της εν λόγω διαιτητικής απόφασης και, συνακόλουθα, εξέδωσε ανάλογο διάταγμα. Διαπίστωσε όμως στα πλαίσια εξέτασης της όλης υπόθεσης ότι οι συμφωνίες δανείων, τεκμήρια 2 και 3, δεν ήταν δεόντως χαρτοσημασμένες. Προεκτείνοντας, έκρινε συναφώς, ότι αμφότερες οι επίδικες συμφωνίες κατατάσσονται στην κατηγορία των εγγράφων που υπόκεινται σε χαρτοσήμανση, βάσει του Άρθρου 4 του περί Χαρτοσήμων Νόμου, Ν. 19/1963, και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να χαρτοσημανθούν κατά τα προβλεπόμενα στον υπό αναφορά Νόμο. Έτσι, εξέδωσε διαταγή όπως η Αιτήτρια μεριμνήσει για τη χαρτοσήμανση των συμφωνιών αυτών εντός τριάντα ημερών από της ημερομηνίας έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, 30 Οκτωβρίου 2015, δίδοντας, ταυτόχρονα, οδηγίες όπως το διάταγμα για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης μη συνταχθεί εν τω μεταξύ.

 

Γύρω από το πιο πάνω ζήτημα της χαρτοσήμανσης περιστρέφεται και η υπό κρίση αίτηση. Η Αιτήτρια ζητά άδεια με την οποία να της επιτρέπεται να καταχωρήσει αίτηση διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, με στόχο να ακυρώσει μόνο το μέρος της τελικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο διατάσσεται η χαρτοσήμανση των συμφωνιών ως προϋπόθεση για τη σύνταξη τελικού διατάγματος εγγραφής και εκτέλεσης αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης. Εξαιτείται ακόμη αδείας του Δικαστηρίου για μεταφορά του φακέλου της γενικής αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την εξέταση της αίτησης Certiorari για ακύρωση του πιο πάνω μέρους της πρωτόδικης απόφασης και αναστολή της ισχύος της πρωτόδικης απόφασης και κάθε διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας που συνδέεται και/ή σχετίζεται με την εν λόγω απόφαση, εκκρεμούσας της παρούσας αίτησης.

 

Συνοπτικά, οι λόγοι επί των οποίων εδράζεται το υπό κρίση αίτημα κινούνται γύρω από τη θέση ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο θέμα που να δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας ότι υπόκειντο σε χαρτοσήμανση οι επίδικες συμφωνίες και τελούσε υπό νομική πλάνη εκδίδοντας διαταγή για επιβολή όρου χαρτοσήμανσης για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, ο οποίος όρος, δεν προνοείται από τη Διεθνή Συνθήκη για Εγγραφή και Εκτέλεση Διαιτητικών Αποφάσεων της Νέας Υόρκης (New York Convention).

 

Εισηγήθηκαν ακόμη οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι επείγουσας φύσης και ότι εντοπίζονται εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν το υπό κρίση διαδικαστικό διάβημα κατάλληλο και πρόσφορο. Προεκτείνοντας, έθεσαν ότι τυχόν επιτυχής διαδικασία έφεσης θα ήταν ατελέσφορη μετά την καταβολή του φόρου χαρτοσήμανσης, αφού δεν θα υπάρχει οποιοδήποτε μέσον ή τρόπος για επιστροφή των χρημάτων που θα καταβληθούν. Κατά τη θέση τους, ο περί Χαρτοσήμων Νόμος δεν προβλέπει για επιστροφή φόρου ο οποίος ήδη πληρώθηκε, η απόφαση δε του Εφόρου Χαρτοσήμων ως ξεχωριστή διοικητική πράξη θα καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας και η προθεσμία για προσβολή της θα είχε παρέλθει.

 

Πάγια νομολογία καλύπτει το ζήτημα χορήγησης άδειας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων. Επιγραμματικά, συνιστά βασική αρχή ότι το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας. Ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Το νοηματικό εύρος του όρου συζητήσιμη υπόθεση καλύπτεται στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως από το πρακτικό του Δικαστηρίου υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Ακόμη όμως και η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή προς ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής, που φέρει το βάρος, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Προκειμένου, λοιπόν, να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία. Είναι ικανοποιητικό να φαίνεται στην αίτηση και στα γεγονότα που τη στηρίζουν πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Στην υπόθεση Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 τέθηκε το πλαίσιο της έννοιας του όρου εκ πρώτης όψεως υπόθεση ως ακολούθως:

 

«We remain wholly unconvinced that a prima facie case was made for leave to apply for an order of Certiorari. As the expression "prima facie" suggests, a convincing enough case must be made on first view. On second view, formed after hearing the other side, this impression may dissipate. A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V.C., in Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence.»

 

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο η πλευρά της Αιτήτριας έχει καλύψει την απαραίτητη προϋπόθεση κατάδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, προκειμένου να θέσει το θεμέλιο για επιτυχία του διαβήματός της για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, ο βασικός πυλώνας των θέσεων των ευπαιδεύτων συνήγορων της Αιτήτριας κινήθηκε γύρω από τα προαπαιτούμενα της Σύμβασης. Έθεσαν ότι η υπό αναφορά Σύμβαση καθορίζει αυστηρά και περιοριστικά τις τυπικές προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιήσει ο όποιος αιτητής, ότι οι πρόνοιές της είναι επιτακτικές για τα Δικαστήρια και πως η ημεδαπή νομοθεσία δεν μπορεί να προσθέσει οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση. Πρόσθεσαν ακόμη ότι οι επίδικες συμφωνίες δανείου δεν χρειαζόταν να είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την πορεία εξέτασης της αίτησης για εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Ήταν, συνεπώς, η προέκταση των θέσεών τους ότι οι υπό αναφορά συμφωνίες δανείου δεν ήταν απαραίτητο μαρτυρικό υλικό και, ως εκ τούτου, δεν έχρηζαν χαρτοσήμανσης. Ούτως ή άλλως, κατέληξαν, ο περί Χαρτοσήμων Νόμος δεν θα μπορούσε να υπερέχει της Σύμβασης, ούτε και να συγκρούεται με τα διαλαμβανόμενα σε αυτήν.

 

Το Άρθρο 1V της Σύμβασης προβλέπει για τα προαπαιτούμενα αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής εμπορικής διαιτητικής απόφασης. Είναι αρκετή η προσκόμιση, κατά την καταχώρηση της αίτησης, δεόντως κεκυρωμένου πρωτοτύπου της απόφασης ή πιστοποιημένου αντιγράφου αυτής και παρουσίαση επίσης του πρωτότυπου της συμφωνίας υποβολής των διαφορών των μερών σε διαιτησία ή δεόντως πιστοποιημένου αντιγράφου αυτής. Το επόμενο Άρθρο V, προβλέπει για τις περιπτώσεις που είναι δυνατή η απόρριψη διαβήματος αναγνώρισης ή εκτέλεσης τέτοιας διαιτητικής απόφασης. Οι λόγοι που το επιτρέπουν είναι περιορισμένοι και καθορίζονται.

 

Αναμφίβολα η απλότητα της όλης διαδικασίας αναγνώρισης και εκτέλεσης των αλλοδαπών εμπορικών διαιτητικών αποφάσεων αντικατοπτρίζει και την ανάγκη σεβασμού των αποφάσεων αυτών που εκδίδονται στην αλλοδαπή. Είναι για το λόγο αυτό που ο ρόλος του Δικαστηρίου και ο δικαστικός έλεγχος των υπό αναφορά διαιτητικών αποφάσεων είναι μάλλον εποπτικός και περιορίζεται στη διαπίστωση και μόνο της συνδρομής των πιο πάνω βασικών χαρακτηριστικών του Άρθρου 1V, χωρίς να υπεισέρχεται στη διάγνωση της ουσίας της υπόθεσης.

 

Ως ανωτέρω ενήργησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση. Υπό αμφισβήτηση τέθηκε η ενέργειά του να διατάξει τη χαρτοσήμανση των επίδικων συμφωνιών δανείου. Αναμφίβολα οι πρόνοιες της Σύμβασης, κατ΄ ακολουθία του Άρθρου 169 του Συντάγματος, έχουν αυξημένη ισχύ έναντι ημεδαπού νόμου. Δεν εντοπίζεται όμως οποιαδήποτε σύγκρουση στην προκειμένη περίπτωση. Το Άρθρο III της Σύμβασης προνοεί πως η όλη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών εμπορικών διαιτητικών αποφάσεων γίνεται σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες που ακολουθούνται στη χώρα του δικάζοντα δικαστή. Εκτός βεβαίως εάν για κάποιο σχετικό ζήτημα προνοεί η Σύμβαση, οπόταν ακολουθούνται οι πρόνοιες της (Beogradska Banka D.D. (1995) 1 Α.Α.Δ. 737). Με δεδομένο λοιπόν ότι το δίκαιο που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης είναι το ημεδαπό, δεν εντοπίζεται ο,τιδήποτε το μεμπτό στην ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει τη χαρτοσήμανση των δύο συμφωνιών δανείου. Κατ' αρχάς, η διαταγή χαρτοσήμανσης δεν συνιστούσε επιπρόσθετη της Σύμβασης προϋπόθεση για εγγραφή της επίδικης διαιτητικής απόφασης αλλά εφαρμογή του ημεδαπού δικαίου σε σχέση με διαδικαστικό θέμα. Η πλευρά της Αιτήτριας παρουσίασε τις συμφωνίες ως τεκμήρια και υπό αυτές τις συνθήκες το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά ενεργώντας με βάση τις πρόνοιες του δικαίου μας, περί Χαρτοσήμων Νόμου, εξέτασε κατά πόσο συντρέχει ζήτημα δέουσας χαρτοσήμανσης πριν από την έκδοση της απόφασης. Η χαρτοσήμανση εγγράφου είναι απαραίτητη προτού κατατεθεί ως τεκμήριο σε δικαστική διαδικασία. Είναι άσχετο το κατά πόσο το όποιο τεκμήριο είναι τελικά αναγκαίο προς απόδειξη επίδικου θέματος. Η κατάθεση από μόνη της του οποιουδήποτε εγγράφου στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας ενεργοποιεί και το μηχανισμό χαρτοσήμανσής του, εφόσον οι πρόνοιες του περί Χαρτοσήμων Νόμου πληρούνται. Το Δικαστήριο έκρινε, παρά το γεγονός ότι οι υπό αναφορά συμφωνίες συντάχτηκαν στο εξωτερικό, πως αφορούσαν σε ζητήματα που θα εκτελεσθούν στη Δημοκρατία και ως εκ τούτου υπόκειντο σε τέλος χαρτοσήμου, κατ' επίκληση του δικαστικού λόγου της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Muskita Aluminium Ltd (2007) 3 A.A.Δ. 130, 132.

 

Επαναλαμβάνεται ότι η διαδικασία προνομιακού εντάλματος είναι ιδιαίτερης φύσης και εξαιρετικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο αιτούμενος την άδεια επικαλείται κατά προνόμιο τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι δικαιωματικά, όπως κατά κανόνα συμβαίνει με τη συνήθη διαδικασία του ένδικου μέσου της έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει επί του εγερθέντος θέματος της χαρτοσήμανσης. Υπό το πρίσμα αυτό έστω και, για σκοπούς συζήτησης, λανθασμένη ερμηνεία του νομοθετήματος εκφεύγει της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Κατ' ακολουθία των πιο πάνω είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε η πλευρά της Αιτήτριας για να αποδείξει την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν ευσταθούν και, αναπόδραστα, η υπό κρίση αίτηση παραμένει μετέωρη και απορρίπτεται.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο