ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PANAYIOTOU ν. SOLOMOU (1979) 1 CLR 779
Aλπάν (Aδελφοί Tάκη) Λτδ και Άλλοι ν. Θέλμας Tρυφωνίδου (1996) 1 ΑΑΔ 679
Kαλησπέρας Kώστας ν. Δάφνου Δρυάδη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 867
Minerva Finance & Investment Limited ν. Γεώργιου Γεωργιάδη (1998) 1 ΑΑΔ 2173
Cypromix Concetrates Co. Ltd ν. Vitafor N. (2001) 1 ΑΑΔ 676
Μούχτου Φωτεινή Σ. και Άλλη ν. Κατελούς Χείμαρου (2001) 1 ΑΑΔ 1794
Ποντίκη Χρυστάλλα ν. Χρίστου Κωνσταντινίδη (2004) 1 ΑΑΔ 875
Zακχαίου Στέλλα Aνδρέα και Άλλος ν. Θεόδουλου Nικόλα Kαλογήρου (2008) 1 ΑΑΔ 174
Xαρούς Βασιλική Π., σύζυγος Ηλία Καγιά ν. Xρίστου Π. Χαρούς και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 267
Σταύρου Mιχάλης Πέτρου ν. Γιαννάκη Xαραλάμπους (2011) 1 ΑΑΔ 193
A. Panayides Contracting Limited ν. M & M Frangos Engineering & Contracting Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1136
Θεοχαρίδης Νάκης και άλλοι ν. Ιωάννη Ιωάννου και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1311
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.19
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:A683
(2015) 1 ΑΑΔ 2195
15 Οκτωβρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΡΧΙΠΠΕΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΛΤΔ,
2. ΝΑΝΤΙΑ-ΘΑΛΕΙΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΚΑΒΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 278/2010)
Συμβάσεις ― Αποκατάσταση ― Αδικαιολόγητος πλουτισμός ― Αποτελούν εξωσυμβατικές θεραπείες ― Ενώ μια σύμβαση ή συμφωνία βασίζεται στην αμοιβαία συναίνεση των μερών με αντιπαροχή να κινείται από το ένα μέρος προς το άλλο, η αποκατάσταση βασίζεται στον αδικαιολόγητο προσπορισμό οφέλους από πρόσωπο σε βάρος άλλου, στην απουσία σύμβασης ή συμφωνίας ― Σκοπός της θεραπείας δεν είναι η κάλυψη της ζημιάς στον ενάγοντα, αλλά η αποστέρηση του οφέλους ή κέρδους από τον εναγόμενο.
Δίκαιο επιείκειας ― Αδικαιολόγητος πλουτισμός ― Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι η αποκατάσταση συνιστά θεραπεία και όχι βάση αγωγής και ανήκει στο χώρο του δικαίου της επιείκειας ― Απορρέει από οιονεί συμβατική σχέση ― Η βάση της αξίωσης εδράζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή την ύπαρξη εξυπακουόμενης υπόσχεσης.
Συμβάσεις ― Διάρρηξη συμφωνίας ― Αποκαταστατική θεραπεία ― Όπου ο ενάγων έχει ωφελέσει τον εναγόμενο με την καταβολή χρημάτων, η διάρρηξη της συμφωνίας θα επιφέρει τον τερματισμό της, ώστε να είναι δυνατή η αποκαταστατική θεραπεία χωρίς να θεωρείται ότι υπάρχει άλλη επέμβαση στις δοσοληψίες των διαδίκων ― Η βάση της ανάκτησης, είναι ο πλουτισμός του εναγομένου και όχι η απώλεια του ενάγοντα και ο λόγος που ο πλουτισμός θεωρείται άδικος, είναι η πλήρης αποτυχία της αντιπαροχής.
Βάρος απόδειξης σε αστικές υποθέσεις ― Πλαστογραφία ― Το βάρος απόδειξης πλαστογραφίας είναι με το διάδικο εκείνο που εγείρει τέτοιο ζήτημα, αλλά σε αστική δίκη το επίπεδο είναι στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ στην ποινική δίκη το βάρος το έχει κατά κανόνα η κατηγορούσα αρχή που ισχυρίζεται πλαστογραφία, εγγράφου στο επίπεδο της απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επέμβαση στα συμπεράσματα και ευρήματα του Δικαστηρίου γίνεται με τη δέουσα φειδώ, όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή η αξιολόγηση παρουσιάζεται πλημμελής και ανακόλουθη.
Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης σε αγωγή με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου, προς αποκατάσταση (in restitution), και εναντίον των εφεσειόντων, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, ποσό €14.523,11 με νόμιμο τόκο από 21.2.2000, ως η απαίτηση.
Συγκεκριμένα, περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 2000, ο εφεσίβλητος, μόνιμος κάτοικος Γερμανίας, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την εφεσείουσα, πλειοψηφούσα μέτοχο και μοναδική διοικητική σύμβουλο, όπως η ίδια του είχε πει, της εφεσείουσας 1 εταιρείας, (η εταιρεία), και μίλησαν για την προοπτική επένδυσης από αυτό, σε μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.
Υπό το φως, σχετικών παραστάσεων και πληροφοριών, ο εφεσίβλητος έδρασε άμεσα, υποβάλλοντας, πρότασή του για συνεργασία, η οποία συνίστατο σε ανάθεση στους εφεσείοντες να τον εκπροσωπήσουν στην αγορά των εν λόγω μετοχών, αποστέλλοντάς τους, για το σκοπό αυτό, το ποσό των ΛΚ8.621,97, το οποίο κατέληξε σε λογαριασμό της εταιρείας στις 21.2.2000.
Με βάση τα πρωτόδικα ευρήματα, με τη συμπεριφορά που επέδειξαν οι εφεσείοντες εναγόμενοι, οικειοποιήθηκαν χωρίς δικαίωμα και κατακρατούσαν, από τις 21.2.2000, το ποσόν των Λ.Κ.8.621,97.
Από τα ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που ο εφεσίβλητος είχε με την εφεσείουσα, ουσιαστικά, συνομολογήθηκε μια νέα συμφωνία πώλησης μετοχών μεταξύ τους μόνο· η εταιρεία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε αυτή. Με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου μετά από τη σχετική αξιολόγηση της μαρτυρίας, τα οποία ευρήματα ήταν προς όφελος του εφεσίβλητου με την εξ ολοκλήρου αποδοχή της δικής του εκδοχής, το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει τη νομική πτυχή του θέματος στη βάση των αρχών της αποκατάστασης και του άδικου πλουτισμού. Με αναφορά σε σχετική νομολογία δέχθηκε ότι η αρχή της αποκατάστασης και του άδικου πλουτισμού εφαρμόζονται τόσο με βάση το Κοινοδίκαιο, όσο και με βάση το δίκαιο της επιείκειας προς θεραπεία αδικίας σε περίπτωση προσπορισμού οφέλους από κάποιο χωρίς χαριστική αιτία. Συνακόλουθα εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Λανθασμένα εκδόθηκε απόφαση και εναντίον της εφεσείουσας 2 προσωπικώς θεωρώντας την αλληλέγγυα και κεχωρισμένα υπόλογη με την εφεσείουσα 1, κατά παράβαση της καλά καθιερωμένης αρχής περί της ανεξάρτητης νομικής προσωπικότητας μιας εταιρείας σε διαχωρισμό της από την ευθύνη των μετόχων ή διευθυντών της.
β) Ήταν λανθασμένη η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει θεραπεία στον εφεσίβλητο με βάση τις αρχές της αποκατάστασης και του άδικου πλουτισμού, υπό το φως της νομολογίας ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις προσφέρεται η θεραπεία της αποκατάστασης, ιδιαίτερα όπου στην πραγματικότητα υπάρχει διάρρηξη σύμβασης.
γ) Η ορθή θεραπεία θα έπρεπε να βασιζόταν στις αρχές παράβασης σύμβασης και εφόσον καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε προς απόδειξη της ισχυριζόμενης ζημιάς ο εφεσίβλητος δικαιούτο, σε περίπτωση απόρριψης των υπολοίπων λόγων έφεσης, μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις.
δ) Υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και εσφαλμένη αντιμετώπιση του Δικαστηρίου όσον αφορούσε στη γνησιότητα του Τεκμηρίου 13 και το βάρος απόδειξης επ' αυτού.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Ναθαναήλ, Δ. συμφωνησάσης και της Μιχαηλίδου, Δ.:
1. Με αοριστία και γενικότητα προβλήθηκε ότι έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κρίση του περί αναξιοπιστίας της εφεσείουσας 2.
2. Το Τεκμήριο 13 παρουσιάστηκε και κατατέθηκε στο Δικαστήριο κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου στις 18.9.2009. Ο εφεσίβλητος δεν αναγνώρισε με σιγουριά την υπογραφή του στο έγγραφο λέγοντας ότι η υπογραφή ομοιάζει με τη δική του, δεν θυμόταν όμως να υπέγραψε ποτέ τέτοια βεβαίωση και δεν θα μπορούσε να είχε υπογράψει εφόσον οι εφεσείοντες ουδέποτε του έστειλαν τα χρήματα.
3. Τον ισχυρισμό περί καταβολής στον εφεσίβλητο του ισοτίμου ποσού σε γερμανικά μάρκα των ΛΚ8.500, τον πρόβαλαν οι εφεσείοντες με την υπεράσπιση τους και συνεπώς είχαν την υποχρέωση και το βάρος, στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, να τον αποδείξουν.
4. Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε την σ' αυτόν πληρωμή του ποσού, τόσο με την απάντηση του, όσο και με τη δήλωση του, μέρος της κύριας εξέτασης του, που κατατέθηκε δυνάμει του Άρθρου 25 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Επιδειχθέντος δε του Τεκμηρίου 13, ο εφεσίβλητος αρνήθηκε την ύπαρξη του και βεβαίως την επιστροφή του ποσού που κατέβαλε για την αγορά των μετοχών.
5. Εναπόκειτο στους εφεσείοντες να πείσουν το Δικαστήριο περί της ορθότητας του ισχυρισμού τους και όχι στον εφεσίβλητο να αποδείξει το αντίθετο ή την πλαστότητα του εγγράφου. Δεν ήταν εκείνος που πρότεινε ή εισηγήθηκε την ύπαρξη του εγγράφου.
6. Γενικώς οι εφεσείοντες απέτυχαν να θεμελιώσουν το γνήσιο του Τεκμηρίου 13. είτε με απευθείας μαρτυρία από άτομο που είδε τον εφεσίβλητο να υπογράφει, είτε με κάποια άλλη οδό όπως συγκριτική γραφολογία ή από πρόσωπο που γνώριζε την υπογραφή του εφεσίβλητου.
7. Ως προς τους λόγους έφεσης που αφορούσαν στην απόδοση θεραπείας στον εφεσίβλητο με βάση τις αρχές της αποκατάστασης και του άδικου ή αδικαιολόγητου πλουτισμού, η θεραπεία που αναζητήθηκε πρωτοδίκως στο καταληκτικό μέρος του κλητηρίου εντάλματος, αφορούσε σε γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις ύψους 8.500 ΛΚ, μετά τόκου, για παράβαση συμφωνίας και της συμφωνίας του Ιανουαρίου του 2005, ή, για παράβαση ρητού ή εξυπακουόμενου καταπιστεύματος ή ακόμη και για θεωρούμενο ή προκύψαν καταπίστευμα.
8. Ζητήθηκε επίσης το ίδιο ποσό ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ψευδείς, αμελείς και/ή άλλως πως παραστάσεις και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή αμέλεια.
9. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε αναφορικά με τη νομική πτυχή μόνο με τη ζημιά που υπέστη ο εφεσίβλητος δυνάμει των αρχών της αποκατάστασης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
10. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν αποτελεί αυτόνομη αιτία αγωγής, όμως ως έννοια αποτελεί τον πυρήνα της αξίωσης για αποκατάσταση ώστε να θεραπευθεί η αδικία που γίνεται σε ένα πρόσωπο όταν το αντίδικο μέρος προσπορίζεται όφελος χωρίς αντάλλαγμα. Στη βάση αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέκτησαν στις 21.2.2000 αδικαιολόγητα το ποσό των 8.621,97 ΛΚ, το οποίο κατακράτησαν σε συνθήκες που θα καθιστούσαν άδικη την υπέρ τους διατήρηση αυτού του οφέλους.
11. Στην προκείμενη περίπτωση, από τη μαρτυρία προέκυψε αδιαμφισβήτητα η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η οποία καταρτίστηκε εν μέρει προφορικώς και εν μέρει εγγράφως.
12. Αποτελούσε περαιτέρω δεδομένο στα γεγονότα της εκδικασθείσας υπόθεσης ότι παρά την επιδίωξη εκ μέρους του εφεσίβλητου απόδοσης λογαριασμών ως προς τα χρήματα που κατέβαλε στους εφεσείοντες, υπό τύπο απώλειας ευκαιρίας ή κέρδους, η θεραπεία αυτή δεν προωθήθηκε.
13. Επομένως ο εφεσίβλητος δικαιούτο απλά να ανακτήσει το καταβληθέν υπό αυτού ποσό ως αποζημίωση για τη διάρρηξη της συμφωνίας και αυτό αποτελεί μια κλασσική θεραπεία του δικαίου των συμβάσεων. Αυτή, θα ήταν η ορθότερη προσέγγιση από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου ώστε να αντιμετωπισθεί η περίπτωση ως μια καθαρή διάρρηξη συμφωνίας.
14. Όμως και η αποκατάσταση, που είναι στο επίκεντρο των αποζημιώσεων για την παράβαση της συμφωνίας, μπορούσε να δοθεί εφόσον στην ουσία δεν δόθηκε καμία απολύτως αντιπαροχή εκ μέρους των εφεσειόντων.
15. Ως προς τους λόγους έφεσης που αφορούσαν την αλληλέγγυα και κεχωρισμένη απόδοση ευθύνης στην εφεσείουσα 2 προσωπικά, η πρωτόδικη κρίση με βάση τα ευρήματα ήταν ότι η ίδια η εφεσείουσα 2 είχε υποσχεθεί να μεταβιβάσει μετοχές της εταιρείας PSD, που η ίδια κατείχε προσωπικά, ισάριθμες με τις μετοχές που ο εφεσίβλητος θα λάμβανε στη βάση της αρχικής προφορικής συμφωνίας, όπως βεβαίως αυτή επιβεβαιώθηκε μεταγενέστερα με τα σχετικά τεκμήρια.
16. Προκύπτει, ότι παρόλο που δεν έγινε ιδιαίτερη ανάλυση ως προς τούτο από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μπορούσε να αποδοθεί και προσωπική ευθύνη στην εφεσείουσα 2, πέραν της εταιρικής ευθύνης της εφεσείουσας 1.
17. Δεν παραβιάζεται στα δεδομένα της υπόθεσης το εταιρικό πέπλο ή η ανεξάρτητη νομική οντότητα της εφεσείουσας 1, διότι η εφεσείουσα 2 ως πρόσωπο ανέλαβε να μεταβιβάσει μετοχές που η ίδια κατείχε προσωπικά στην εταιρεία PSD. Επομένως, η εφεσείουσα 2 ενήργησε έξω και πέραν της ιδιότητας της ως μετόχου και διοικητικού συμβούλου της εφεσείουσας 1.
Β. Υπό: Γιασεμή, Δ.:
1. Συγκεκριμένα, με βάση το τι είχε συμφωνηθεί, η εφεσείουσα υποσχέθηκε να μεταβιβάσει στον εφεσίβλητο ίδιο αριθμό και είδος μετοχών με αυτές που του είχε πωλήσει, μαζί με την εταιρεία, προηγουμένως, στη βάση της αρχικής συμφωνίας.
2. Το αντάλλαγμα από μέρους του εφεσίβλητου για τη νέα αυτή συμφωνία συνίστατο στη ρητή υπόσχεσή του να μη λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον των εφεσειόντων, σε σχέση με την αδιαμφισβήτητη, προφανώς, διάρρηξη από αυτούς της πρώτης συμφωνίας.
3. Όπως έχει νομολογηθεί, η υπόσχεση συμβαλλόμενου να αποστεί από τη λήψη δικαστικών μέτρων για την καλή τη πίστει διεκδίκηση δικαιώματος, συνιστά αντάλλαγμα». Όσον αφορά στο τίμημα πώλησης, αυτό είχε, ήδη, καταβληθεί στο πλαίσιο της αρχικής συμφωνίας και βρισκόταν σε λογαριασμό της εταιρείας.
4. Περαιτέρω, στη βάση των ίδιων πιο πάνω γεγονότων, διαπιστώνεται ότι η συναφθείσα νέα συμφωνία, ουσιαστικά, κατάργησε την αρχική, απαλλάσσοντας, συγχρόνως, πλήρως και ανεπιφύλακτα, τους εφεσείοντες από οποιαδήποτε ευθύνη, την οποία αυτοί, τυχόν, να είχαν έναντι του εφεσίβλητου, δυνάμει αυτής.
5. Η πιο πάνω διαπίστωση αποτελεί προϊόν ερμηνείας των γεγονότων, από την οποία συνάγεται η πρόθεση, συναφώς, των συμβαλλομένων μερών.
6. Συνάγεται, ειδικά, η απαλλαγή της εταιρείας από την αρχική συμφωνία.
7. Η αθέτηση, από την εφεσείουσα, της υπόσχεσής της, όπως αναφέρεται πιο πάνω, συνιστούσε υπαναχώρηση, από μέρους της, από τη νέα συμφωνία, γεγονός το οποίο ο εφεσίβλητος έκανε αποδεκτό, όταν, με την επιστολή του ημερομηνίας 20.12.2005 προς τους εφεσείοντες, προέβη στον τερματισμό της και ζήτησε την επιστροφή του ποσού των ΛΚ8.500,00.
8. Με αυτό ως δεδομένο, ο εφεσίβλητος δικαιούτο σε αποζημιώσεις, οι οποίες θα τον τοποθετούσαν στη θέση στην οποία θα βρισκόταν, αν η συμφωνία εκπληρωνόταν. Δεν προώθησε, όμως, τέτοια θεραπεία και το θέμα, σχετικά, δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως.
9. Ο εφεσίβλητος, με την απαίτησή του, επιδίωξε την επιστροφή του ποσού των ΛΚ8.500,00, το οποίο είχε καταβάλει στους εφεσείοντες, στο πλαίσιο της αρχικής συμφωνίας.
10. Η απαλλαγή (release), όμως, της εταιρείας από αυτή, κοινή συναινέσει και υπό τον όρο που έχει προαναφερθεί, την έχει, ουσιαστικά, αποδεσμεύσει από οποιαδήποτε ευθύνη, την οποία η ίδια είχε με βάση τη συμφωνία εκείνη και, δη, να καταβάλει στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις για την ουσιώδη παραβίασή της ή/και να τον αποκαταστήσει στο ποσό του τιμήματος το οποίο αυτός είχε καταβάλει προηγουμένως στους εφεσείοντες.
11. Με τη συνομολόγηση της νέας συμφωνίας, υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται ανωτέρω, το πιο πάνω ποσό αποτελούσε, πλέον, το τίμημα για τη νέα συμφωνία πώλησης, προερχόμενο, ασφαλώς, από τον εφεσίβλητο, η δε εφεσείουσα ήταν το συμβαλλόμενο μέρος, προς το οποίο θεωρείτο ότι αυτό είχε καταβληθεί.
12. Τα ανωτέρω σε σχέση με το τίμημα πώλησης δεν αναφέρθηκαν ρητώς μεταξύ των συμβληθέντων μερών, αλλά, προφανώς, εξυπακούονται, ως μέρος της νέας συμφωνίας.
13. Υπό αυτές τις περιστάσεις, αναμφίβολα, υπήρξε πλήρης αποτυχία του ανταλλάγματος όσον αφορούσε στην πιο πάνω συμφωνία. Αν δε, επιτραπεί στην εφεσείουσα να κρατήσει το εν λόγω τίμημα πώλησης, η ίδια θα ωφεληθεί αδίκως σε βάρος του εφεσίβλητου.
14. Όταν μια συμφωνία τερματίζεται από το αναίτιο μέρος, χωρίς το ίδιο να αποκομίζει οποιοδήποτε όφελος από αυτήν, και, συγχρόνως, διαπιστώνεται η ύπαρξη πλήρους αποτυχίας του χρηματικού ανταλλάγματος, το οποίο καταβάλλεται στο πλαίσιό της από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος, τότε το υπαίτιο μέρος, υπό την κατοχή και/ή τον έλεγχο του οποίου βρίσκεται το χρηματικό αντάλλαγμα, υποχρεούται να το επιστρέψει, προς αποκατάσταση του αναίτιου μέρους.
15. Στην πιο πάνω θέση είχε, οπωσδήποτε, βρεθεί, σε σχέση με τον εφεσίβλητο, η εφεσείουσα όχι, όμως, και η εταιρεία, για τους λόγους που αναφέρθησαν.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σταύρου ν. Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 193,
P. & Chr. Seafood Express Ltd κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A661A.A.Δ. 1945,
Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλα κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552,
Re Wrightson [1908] 1 Ch 799,
Χαρούς ν. Χαρούς (2010) 1 Α.Α.Δ. 267,
Cypromix Concetrates Co Ltd v. Vitafor N.V. (2001) 1 Α.Α.Δ. 676,
Davine v. Wilson [1855] 10 Moo P.C.C. 502,
Εwing [1983] Q.B. 1039,
Attorney-General v. Blake Jonathan Cape Ltd (Third Party) [1998] 1 All E.R. 833,
Occidental Worldwide Investment Corp v. Skibs A/S Avanti (The Siboen and the Sibotre [1976] 1 Lloyd´s Rep. 293),
Orakpo v. Manson Investments Ltd [1978] AC 95,
Minerva Finance and Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173,
Κίτσης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077,
Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1311,
Alpan (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679,
A. Panayides Contracting Ltd v. M. & M. Frangos Engineering and Contracting Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1136,
Ποντίκη ν. Κωνσταντινίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 875,
Μούχτου κ.ά. ν. Χείμαρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1794,
Panayiotou v. Solomou (1979) 1 C.L.R. 779,
Deanplan Ltd v Mahmoud [1992] 3 All ER 945,
Morris v. Wentworth-Stanley [1999] 2 W.L.R. 470,
Καλησπέρας ν. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 867,
Ζακχαίου κ.ά. ν. Καλογήρου (2008) 1 Α.Α.Δ. 174,
Fibrosa v. Fairbairn etc., Ltd. [1942] 2 All E.R. 122.
Έφεση.
Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 188/2006), ημερομ. 2/8/2010.
Μ. Γιωρκάτζη (κα), για τους Εφεσείοντες.
Αλ. Κληρίδης για Χρ. Κληρίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση είναι ομόφωνη εν μέρει. Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ. Ο Δικαστής Γιασεμή θα δώσει διϊστάμενη απόφαση ως προς το μέρος που διαφωνεί.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, Έλληνας υπήκοος που διαμένει και εργάζεται στη Γερμανία, εκδήλωσε τον Φεβρουάριο του 2000 ενδιαφέρον να επενδύσει σε κινητές αξίες στη Δημοκρατία. Προς τούτο απέστειλε το ποσό των 8.500 Λ.Κ. στις 15.2.2000 προς την εφεσείουσα εταιρεία 1, με σκοπό την αγορά μετοχών της δημόσιας Κυπριακής εταιρείας PSD Investments Ltd, (εφεξής «η PSD»).
Η εφεσείουσα εταιρεία 1, καθώς και η εφεσείουσα 2, κύρια μέτοχος και μοναδική διοικητική σύμβουλος της, παρουσιάσθηκαν στον εφεσίβλητο ως έμπειροι επαγγελματίες σύμβουλοι επενδύσεων σε κινητές αξίες, μεριμνώντας ώστε οι αγοραπωλησίες κινητών αξιών εξ ονόματος και για λογαριασμό του εφεσίβλητου να διεκπεραιώνονταν από τη χρηματιστηριακή εταιρεία CLR Securities and Financial Services Ltd, (εφεξής «η CLR»). Η αγορά 21.750 μετοχών στην PSD θεωρήθηκε ασφαλής και κερδοφόρα επένδυση, την αγορά των οποίων οι εφεσείοντες θα εξασφάλιζαν σε χαμηλή και συμφέρουσα τιμή πριν ακόμη αρχίσει η διαπραγμάτευση των μετοχών αυτών στο Χ.Α.Κ.
Τον Ιανουάριο του 2005, ο εφεσίβλητος ανακάλυψε ότι οι εφεσείοντες δεν αγόρασαν επ' ονόματι του οποιεσδήποτε μετοχές στην PSD και προς αποφυγή ενδεχόμενων δικαστικών μέτρων, η εφεσείουσα 2 συνήψε με τον εφεσίβλητο νέα συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας θα μεταβίβαζε αμέσως επ' ονόματι του εφεσίβλητου ισάριθμες μετοχές στην PSD, τις οποίες η ίδια κατείχε. Και πάλι όμως οι εφεσείοντες παρέλειψαν να εκπληρώσουν αυτές τις υποχρεώσεις με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος μετά από επιστολές των δικηγόρων του, να τερματίσει τις συμφωνίες αγοράς μετοχών και να εγείρει αγωγή αξιώνοντας την απόδοση σ' αυτόν του ποσού των 8.500 Λ.Κ. εντόκως, αλλά και την απόδοση λογαριασμών σε σχέση με τη διαχείριση του εν λόγου ποσού από τους εφεσείοντες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ακούσει μαρτυρία από τον ίδιο τον εφεσίβλητο, καθώς και από τον Θανάση Λιακατή, φίλο του εφεσίβλητου, ο οποίος ταξίδεψε από την Ελλάδα στην Κύπρο ειδικά για να δώσει τη μαρτυρία του και ο οποίος ήταν εκείνος που συνομιλώντας με τον εφεσίβλητο τα Χριστούγεννα του έτους 2004, όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε την Αθήνα, προϊδέασε τον εφεσίβλητο ότι πιθανόν η πράξη την οποία έκαμε να μην ήταν σε στέρεη βάση εφόσον δεν υπήρχε ουσιαστική απόδειξη για την αγορά και τη μεταβίβαση επ' ονόματι του εφεσίβλητου των εν λόγω μετοχών. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του Λιακατή, τόσο διότι ως μάρτυρες το εντυπωσίασαν ευνοϊκά για τη φιλαλήθεια τους, αλλά και διότι η θέση του εφεσίβλητου υποστηριζόταν από διάφορα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια.
Η βασική θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι είχε βρει το τηλέφωνο της εφεσείουσας 2, μέσω κάποιου Βούλγαρη, ο οποίος συνεργαζόταν με την εφεσείουσα 1. Είχε ως αποτέλεσμα τηλεφωνικές επικοινωνίες με την εφεσείουσα 2, η οποία τον έπεισε για την εμπειρία και τις ικανότητες της στα επενδυτικά θέματα και ότι με το πόσο των 8.500 Λ.Κ. θα μπορούσε να εξασφαλίσει στον εφεσίβλητο τις 21.570 μετοχές της PSD, μέσω της CLR. Περαιτέρω, η εφεσείουσα 2 του ανέφερε ότι θα είχε μαζί με την εφεσείουσα 1, καθήκον αφοσίωσης και εμπιστευτικότητας και ότι η αμοιβή τους θα προερχόταν από την εταιρεία CLR. Αντιλαμβανόμενος πιθανό πρόβλημα μετά και από τη συνομιλία που είχε με τον Λιακατή, ο εφεσίβλητος επικοινώνησε με την εφεσείουσα 2, η οποία του υποσχέθηκε να μεταβιβάσει σ' αυτόν ισάριθμες μετοχές εφόσον απευθυνθείς ο εφεσίβλητος στην CLR, πληροφορήθηκε ότι με βάση το Μητρώο Μετόχων της PSD, ουδέποτε κατέστη μέτοχος. Ήταν στη συνέχεια δύσκολη η επικοινωνία με την εφεσείουσα 2 η οποία δεν απαντούσε στις κλήσεις του, όταν δε απάντησε ήταν εξαγριωμένη καθιστώντας σαφές ότι δεν πρόκειτο να προχωρήσει με τα συμφωνηθέντα. Εφόσον λοιπόν οι εφεσείοντες υπαναχώρησαν από τις υποσχέσεις τους, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τερματίσει τις συμφωνίες και να αξιώσει την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αντίθετη θέση της εφεσείουσας 2, η οποία κρίθηκε να βρίθει από ασάφειες, να είχε εγγενείς αδυναμίες και κενά σε μια προσπάθεια της να αποφύγει τις ευθύνες της, καταφεύγοντας στο ψεύδος. Κατά τη μαρτυρία της, είχε ενημερωθεί τον Φεβρουάριο του 2000 από τον Βούλγαρη, ο οποίος ως ένας εκ των διευθυντών μιας Γερμανικής εταιρείας ANIGMA η οποία μαζί με μια Ελληνική εταιρεία ονόματι ΠΑΣΙΩΝ με διευθυντή κάποιο Κωστόπουλο, διαβίβαζαν προς τους εφεσείοντες ενδιαφέρον για απόκτηση κινητών αξιών στην Κύπρο, την επιθυμία του εφεσίβλητου να αποκτήσει τις μετοχές έναντι του ποσού των 8.621,97 Λ.Κ., ποσό το οποίο πράγματι μεταφέρθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της εφεσείουσας 1. Δεν κατέστη όμως δυνατή η εξασφάλιση των μετοχών στην PSD με ιδιωτική τοποθέτηση και έτσι η εφεσείουσα 1 διαβεβαίωσε γραπτώς τον εφεσίβλητο ότι θα μεταβιβάζονταν επ' ονόματι του από το δικό της χαρτοφυλάκιο οι ανάλογες μετοχές.
Στη συνέχεια όμως ο Βούλγαρης την ενημέρωσε προφορικώς ότι ο εφεσίβλητος δεν επιθυμούσε πλέον να αγοράσει τις μετοχές. Με αυτό το δεδομένο επικοινώνησε με τον Κωστόπουλο και συμφωνήθηκε μεταξύ της ιδίας, του Βούλγαρη και του Κωστόπουλου, τις 27.570 μετοχές στην εταιρεία PSD να τις λάβει ο Κωστόπουλος και να καταβάλει αυτός στον εφεσίβλητο μέσω του Βούλγαρη το ποσό των 29.330 γερμανικών μάρκων ως το ισόποσο του τιμήματος που ο εφεσίβλητος κατέβαλε στην εφεσείουσα 1. Στις 15.6.2000, ο εφεσίβλητος επιβεβαίωσε γραπτώς τη λήψη αυτών των χρημάτων στην παρουσία του Βούλγαρη, ο οποίος και απέστειλε αυτή τη βεβαίωση, η οποία πρωτοδίκως αποτέλεσε το Τεκμήριο 13, με τηλεομοιότυπο στους εφεσείοντες. Η εφεσείουσα 2 ισχυρίστηκε στη μαρτυρία της ότι ουδέποτε είχε η ίδια ή η εφεσείουσα εταιρεία απευθείας επικοινωνία με τον εφεσίβλητο με σκοπό την επένδυση από αυτόν σε μετοχές και ουδέποτε συνεπώς προέβη σε οποιεσδήποτε παραστάσεις. Η ίδια μίλησε με τον εφεσίβλητο για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2005, όταν ο εφεσίβλητος της τηλεφώνησε για την τύχη των μετοχών του οπότε και του εξήγησε πώς είχαν τα πράγματα χωρίς ποτέ να του υποσχεθεί ότι θα του μεταβίβαζε μετοχές δικές της που κατείχε στην εταιρεία PSD.
Με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου μετά από τη σχετική αξιολόγηση της μαρτυρίας, τα οποία ευρήματα ήταν προς όφελος του εφεσίβλητου με την εξ ολοκλήρου αποδοχή της δικής του εκδοχής, το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει τη νομική πτυχή του θέματος στη βάση των αρχών της αποκατάστασης και του άδικου πλουτισμού. Με αναφορά σε σχετική νομολογία δέχθηκε ότι η αρχή της αποκατάστασης και του άδικου πλουτισμού εφαρμόζονται τόσο με βάση το Κοινοδίκαιο, όσο και με βάση το δίκαιο της επιείκειας προς θεραπεία αδικίας σε περίπτωση προσπορισμού οφέλους από κάποιο χωρίς χαριστική αιτία. Εξέδωσε λοιπόν απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων αλληλέγγυα και κεχωρισμένα στο ποσό των €14.523,11 ως ισόποσο των 8.500 ΛΚ με μόνιμο επιτόκιο επί του ποσού από 21.2.2000. Επιδίκασε βεβαίως και τα έξοδα της αγωγής προς όφελος του εφεσίβλητου.
Η πρωτόδικη κρίση βάλλεται με επτά λόγους έφεσης οι οποίοι αναπτύχθηκαν σε διάφορες ενότητες, τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, όσο και ενώπιον του Εφετείου. Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων αποτέλεσε ο τρίτος λόγος έφεσης ότι λανθασμένα εκδόθηκε απόφαση και εναντίον της εφεσείουσας 2 προσωπικώς θεωρώντας την αλληλέγγυα και κεχωρισμένα υπόλογη με την εφεσείουσα 1, κατά παράβαση της καλά καθιερωμένης αρχής περί της ανεξάρτητης νομικής προσωπικότητας μιας εταιρείας σε διαχωρισμό της από την ευθύνη των μετόχων ή διευθυντών της. Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορούν τη λανθασμένη θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει θεραπεία στον εφεσίβλητο με βάση τις αρχές της αποκατάστασης και του άδικου πλουτισμού υπό το φως της νομολογίας ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις προσφέρεται η θεραπεία της αποκατάστασης, ιδιαίτερα όπου στην πραγματικότητα υπάρχει διάρρηξη σύμβασης. Το ίδιο στην ουσία πραγματεύεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ότι, δηλαδή, η ορθή θεραπεία θα έπρεπε να βασιζόταν στις αρχές παράβασης σύμβασης και εφόσον καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε προς απόδειξη της ισχυριζόμενης ζημιάς ο εφεσίβλητος δικαιούται, σε περίπτωση απόρριψης των υπολοίπων λόγων έφεσης, μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις. Οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 7, αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και το λανθασμένο της πρωτόδικης κρίσης με ιδιαίτερη έμφαση στην εσφαλμένη αντιμετώπιση του Δικαστηρίου όσον αφορά τη γνησιότητα του Τεκμηρίου 13 και το βάρος απόδειξης επ' αυτού.
Η αντίθετη άποψη επί όλων των λόγων έφεσης και ακολουθώντας την ίδια σειρά που αναπτύχθηκαν στο περίγραμμα του εφεσίβλητου και κατά την ενώπιον του Εφετείου συζήτηση της υπόθεσης, ήταν ότι το Δικαστήριο ορθά έκρινε επί όλων των πτυχών της ενώπιον του διαφοράς, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της νομικής κατάταξης της υπόθεσης.
Προέχει βέβαια η εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι κατ' εξοχήν κριτής της ενώπιον του μαρτυρίας είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είναι στην ευχερή θέση να παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αντιπαράθεσης και να αντλήσει τα δικά του συμπεράσματα ως προς την ορθή εκδοχή επί των γεγονότων με βάση την κοινή ανθρώπινη εμπειρία και λογική, (δέστε Σταύρου ν. Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 193 και P. & Chr. Seafood Express Ltd κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A661A.A.Δ. 1945). Επέμβαση στα συμπεράσματα και ευρήματα του Δικαστηρίου γίνεται με τη δέουσα φειδώ, όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή η αξιολόγηση παρουσιάζεται πλημμελής και ανακόλουθη, (Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλα κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552).
Δεν έχει στην ουσία εδώ αναφερθεί οποιοδήποτε συγκεκριμένο λανθασμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ούτε το Εφετείο έχει παραπεμφθεί σε πτυχές της μαρτυρίας μέσα από τα πρακτικά της δίκης ώστε να αιτιολογηθούν αυτοί οι λόγοι έφεσης. Με αοριστία και γενικότητα είναι που προβλήθηκε ότι έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κρίση του περί αναξιοπιστίας της εφεσείουσας 2. Η εστίαση της προσοχής των δικηγόρων των εφεσειόντων σ' αυτούς τους λόγους έφεσης αφορά τελικώς μόνο την κατ' ισχυρισμόν λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με το Τεκμήριο 13, με το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας του εγγράφου αυτού να ήταν, κατά το Δικαστήριο στους ώμους των εφεσειόντων, ενώ θα έπρεπε αυτό το βάρος να το είχε ο εφεσίβλητος, ο οποίος και ισχυρίστηκε πλαστότητα του εγγράφου.
Το Τεκμήριο 13 παρουσιάστηκε και κατατέθηκε στο Δικαστήριο κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου στις 18.9.2009. Ο εφεσίβλητος δεν αναγνώρισε με σιγουριά την υπογραφή του στο έγγραφο λέγοντας ότι η υπογραφή ομοιάζει με τη δική του, δεν θυμόταν όμως να υπέγραψε ποτέ τέτοια βεβαίωση και δεν θα μπορούσε να είχε υπογράψει εφόσον οι εφεσείοντες ουδέποτε του έστειλαν τα χρήματα. Η έκθεση υπεράσπισης κατέγραφε στην παράγραφο 8(ζ) και (η), τον ισχυρισμό ότι κατόπιν επιθυμίας του εφεσίβλητου, η εφεσείουσα 1 εταιρεία φρόντισε να επιστρέψει σε αυτόν το ποσό των 19.330 γερμανικών μάρκων, τη λήψη των οποίων, προς πλήρη ικανοποίηση του, επιβεβαίωσε στις 15.6.2000 γραπτώς ο εφεσίβλητος. Ταυτόχρονα με την απάντηση στην υπεράσπιση, η οποία αρνείτο γενικώς τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, οι συνήγοροι του εφεσίβλητου ζήτησαν εγγράφως περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες δυνάμει της Δ.19 θ.7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών επί των ισχυρισμών των παραγράφων 8(ζ) και (η). Οι δικηγόροι των εφεσειόντων απάντησαν στις 4.5.2006 ως προς την παράγραφο 8(ζ), ότι τα 29.330 γερμανικά μάρκα καταβλήθηκαν σε μετρητά στη Γερμανία στις 15.6.2000 και ως προς την παράγραφο 8(η), ότι ο εφεσίβλητος επιβεβαίωσε τη λήψη του ποσού αυτού με έγγραφη βεβαίωση του ίδιας ημερομηνίας, δηλαδή, στις 15.6.2000. Οι περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες καταχωρήθηκαν δεόντως στο φάκελο της υπόθεσης και αποτέλεσαν έτσι μέρος των δικογραφημένων ισχυρισμών. Περαιτέρω, οι συνήγοροι του εφεσίβλητου ζήτησαν με επιστολή τους ημερ. 22.5.2006, (Τεκμήριο 9), την επιθεώρηση και την παραλαβή αντιγράφου της εν λόγω βεβαίωσης. Οι συνήγοροι των εφεσειόντων απέστειλαν στους αντίδικους συνηγόρους με επιστολή τους ημερ. 31.5.2006, (Τεκμήριο 10), αντίγραφο της βεβαίωσης, η οποία, όπως ήδη ανεφέρθη, κατετέθη υπό μορφή αποσταλθέντος αντιγράφου τηλεομοιότυπου, στις 30.1.2002, ως Τεκμήριο 13.
Η νομολογία σε σχέση με την απόδειξη δικογραφημένων ισχυρισμών έχει παγιωθεί. Ο διάδικος ο οποίος εγείρει κάποιο ισχυρισμό προβάλλοντας την ορθότητα του, οφείλει να αποδείξει τα λεχθέντα ώστε ο απλός ισχυρισμός, («allegation of fact»), να μετατραπεί μέσα από την προσαγωγή κατάλληλης και πειστικής μαρτυρίας σε γεγονός («fact»). Αυτό επιβάλλει άλλωστε και η Δ.19 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ότι κάθε δικόγραφο πρέπει να περιλαμβάνει μόνο δηλώσεις σε συνοπτική μορφή εκείνων των ουσιωδών γεγονότων επί των οποίων ο διάδικος στηρίζει την απαίτηση ή υπεράσπιση του. Απαγορεύεται η παράθεση μαρτυρίας, ακριβώς διότι η μαρτυρία έπεται των δικογραφημένων ισχυρισμών και προσάγεται στη δίκη προς απόδειξη τους. Όπως αναφέρεται και στον Odgers´ Principles of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 90, κάθε διάδικος «.. must plead all facts on which he intends to rely, otherwise he cannot strictly give any evidence of them at the trial.». Και όπως επιγραμματικά τέθηκε στη Re Wrightson [1908] 1 Ch 799:
«The plaintiff is not entitled to relief except in regard to that which is alleged in the pleadings and proved at the trial.»
Τον ισχυρισμό περί καταβολής στον εφεσίβλητο του ισοτίμου ποσού σε γερμανικά μάρκα των ΛΚ8.500, τον πρόβαλαν οι εφεσείοντες με την υπεράσπιση τους και συνεπώς είχαν την υποχρέωση και το βάρος, στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, να τον αποδείξουν. Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε την σ' αυτόν πληρωμή του ποσού, τόσο με την απάντηση του, όσο και με τη δήλωση του, μέρος της κύριας εξέτασης του, που κατατέθηκε δυνάμει του Άρθρου 25 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Επιδειχθέντος δε του Τεκμηρίου 13, ο εφεσίβλητος αρνήθηκε την ύπαρξη του και βεβαίως την επιστροφή του ποσού που κατέβαλε για την αγορά των μετοχών.
Εναπόκειτο επομένως στους εφεσείοντες να πείσουν το Δικαστήριο περί της ορθότητας του ισχυρισμού τους και όχι στον εφεσίβλητο να αποδείξει το αντίθετο ή την πλαστότητα του εγγράφου. Δεν ήταν εκείνος που πρότεινε ή εισηγήθηκε την ύπαρξη του εγγράφου. Θα μπορούσαν οι εφεσείοντες να απεδείκνυαν την υπογραφή ως ανήκουσα στον εφεσίβλητο με μια από τις γνωστές μεθοδολογίες. Να παρουσίαζαν, για παράδειγμα, τον Βασίλειο Βούλγαρη, ο οποίος επί του Τεκμηρίου 13 παρουσιαζόταν ως ο μάρτυρας της βεβαίωσης για την πληρωμή του ποσού στον εφεσίβλητο. Το τεκμήριο καταλήγει με την πρόταση: «Το παρών γεγονός έγινε παρουσία μαρτύρων και το επικύρωσαν με την υπογραφή τους.» (διατηρείται η ορθογραφία). Ένας μάρτυρας υπήρχε, όμως, ο Βούλγαρης, και αυτός δεν παρουσιάστηκε για κατάθεση στο Δικαστήριο ώστε να τύχει αντεξέτασης. Η μαρτυρία του Βούλγαρη θα ήταν ένας τρόπος προσπάθειας απόδειξης της γνησιότητας της υπογραφής του εφεσίβλητου εφόσον κατά το Τεκμήριο 13, ήταν παρών στην υπογραφή του. Αντ' αυτού, ο εφεσίβλητος κατά την κύρια εξέταση του (σελ. 9 των πρακτικών), κατέθεσε ότι όταν του έστειλαν τη βεβαίωση από την Κύπρο στη Γερμανία, επισκέφθηκε τον Βούλγαρη στο γραφείο του, ο οποίος και ρητά αρνήθηκε ότι του έδωσε χρήματα αναφέροντας το γεγονός και στην ίδια την εφεσείουσα 2 σε τηλεφωνική εποικοινωνία. Να σημειωθεί ότι αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε ευθέως κατά την αντεξέταση.
Η υπόθεση Χαρούς ν. Χαρούς (2010) 1 Α.Α.Δ. 267, την οποία επικαλούνται οι εφεσείοντες ως προς το βάρος απόδειξης επί του υπό συζήτηση θέματος, όχι μόνο δεν τους βοηθά, αλλά αντίθετα είναι εναντίον τους. Και αυτό διότι στην υπόθεση ήταν η ενάγουσα που είχε προβάλει στο δικόγραφο της τον ισχυρισμό ότι συγκεκριμένο πληρεξούσιο ήταν πλαστογραφημένο. Ορθά διαφοροποιήθηκε από το εκεί Εφετείο, η υπόθεση Cypromix Concetrates Co Ltd v. Vitafor N.V. (2001) 1 Α.Α.Δ. 676, την οποία και μνημόνευσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου κρίθηκε ότι ήταν οι εναγόμενοι που όφειλαν να αποδείξουν «.. πως τα έγγραφα που οι ίδιοι είχαν επικαλεστεί και προσήγαγαν είχαν εκτελεστεί δεόντως, πως δηλαδή, κατά το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, προέρχονταν από τους ενάγοντες». Πόσο μάλλον εδώ που η εκδοχή των εφεσειόντων ήταν πως το Τεκμήριο 13 ήταν έγγραφο το οποίο στην ουσία οι ίδιοι κατήρτισαν με επιμαρτύρηση ατόμου που ήταν συνεργάτης τους.
Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Davine v. Wilson [1855] 10 Moo P.C.C. 502, το βάρος απόδειξης πλαστογραφίας είναι με το διάδικο εκείνο που εγείρει τέτοιο ζήτημα, αλλά σε αστική δίκη το επίπεδο είναι στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ στην ποινική δίκη το βάρος το έχει κατά κανόνα η κατηγορούσα αρχή που ισχυρίζεται πλαστογραφία εγγράφου στο επίπεδο της απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Γενικώς οι εφεσείοντες εδώ απέτυχαν να θεμελιώσουν το γνήσιο του Τεκμηρίου 13 είτε με απευθείας μαρτυρία από άτομο που είδε τον εφεσίβλητο να υπογράφει, εν προκειμένω τον Βούλγαρη, είτε με κάποια άλλη οδό όπως συγκριτική γραφολογία ή από πρόσωπο που γνώριζε την υπογραφή του εφεσίβλητου, (δέστε γενικά για το θέμα το σύγγραμμα του Τ. Ηλιάδη: «Το Δίκαιο της Απόδειξης» σελ. 77-78 και το σύγγραμμα του Cross and Tapper on Evidence 10η έκδ. σελ. 710-712). Σχετικές για την συγκριτική υπογραφή, το βάρος και το επίπεδο απόδειξης είναι και η απόφαση Ewing [1983] Q.B. 1039 και τα αναφερόμενα στο σύγγραμμα του Murphy on Evidence 8η έκδ., σελ. 668-669).
Ως προς τους λόγους έφεσης που αφορούν την απόδοση θεραπείας στον εφεσίβλητο με βάση τις αρχές της αποκατάστασης και του άδικου ή αδικαιολόγητου πλουτισμού, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο εφεσίβλητος, ως ενάγων, είχε καταχωρήσει ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο για τη φύση της υπόθεσης ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Σε αυτό καταλογίζονταν στους εφεσείοντες, ως εναγομένους, λεπτομέρειες ψευδών παραστάσεων, λεπτομέρειες παράβασης καθήκοντος επιμέλειας, παράβαση ρητών διαβεβαιώσεων, καθώς και παράβαση ρητών ή εξυπακουομένων όρων συμφωνίας, όπως αναλυτικότερα καταγράφεται στην παράγραφο 8. Η θεραπεία που αναζητήθηκε πρωτοδίκως στο καταληκτικό μέρος του κλητηρίου εντάλματος, αφορούσε σε γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις ύψους 8.500 ΛΚ, μετά τόκου, για παράβαση συμφωνίας και της συμφωνίας του Ιανουαρίου του 2005, ή, για παράβαση ρητού ή εξυπακουόμενου καταπιστεύματος ή ακόμη και για θεωρούμενο ή προκύψαν καταπίστευμα. Με άλλα λόγια και με χρήση της αγγλικής ορολογίας, έγινε αναφορά σε «express or implied trust», καθώς και σε «resulting or constructive trust». Ζητήθηκε επίσης το ίδιο ποσό ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ψευδείς, αμελείς και/ή άλλως πως παραστάσεις και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή αμέλεια.
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε αναφορικά με τη νομική πτυχή μόνο με τη ζημιά που υπέστη ο εφεσίβλητος δυνάμει των αρχών της αποκατάστασης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν αποτελεί αυτόνομη αιτία αγωγής, όμως ως έννοια αποτελεί τον πυρήνα της αξίωσης για αποκατάσταση ώστε να θεραπευθεί η αδικία που γίνεται σε ένα πρόσωπο όταν το αντίδικο μέρος προσπορίζεται όφελος χωρίς αντάλλαγμα. Στη βάση αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέκτησαν στις 21.2.2000 αδικαιολόγητα το ποσό των 8.621,97 ΛΚ, το οποίο κατακράτησαν σε συνθήκες που θα καθιστούσαν άδικη την υπέρ τους διατήρηση αυτού του οφέλους.
Η πιο πάνω ενασχόληση του Δικαστηρίου με τις αρχές της αποκατάστασης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού έδωσε το έναυσμα για τους πρώτους δύο λόγους έφεσης εφόσον αυτές οι θεραπείες δίνονται κατ' εξαίρεση, (Attorney-General v. Blake Jonathan Cape Ltd (Third Party) [1998] 1 All E.R. 833) και στην απουσία σύμβασης ή διάρρηξης αυτής, (Occidental Worldwide Investment Corp v. Skibs A/S Avanti (The Siboen and the Sibotre [1976] 1 Lloyd´s Rep. 293). Περαιτέρω, ο λόγος αυτός συμπλέκεται και με τον τρίτο λόγο έφεσης για την παραβίαση της αρχής της ανεξάρτητης νομικής προσωπικότητας μιας εταιρείας, εφόσον, κατά την εισήγηση, η μαρτυρία έδειξε ότι η εφεσείουσα 2, δεν ήταν το πρόσωπο που προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος από την επίδικη πράξη και επομένως δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί η αρχή της αποκατάστασης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Οι αρχές της αποκατάστασης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού εξηγούνται με ενάργεια στο σύγγραμμα του Π.Γ. Πολυβίου: «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Τόμος 3, σελ. 799-810 όπου αναπτύσσεται η όλη σχετική νομολογία στο θέμα. Όπως εύστοχα συζητείται στο σχετικό κεφάλαιο, οι θεραπείες του αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment») και αποκατάστασης («restitution»), είναι στην ουσία εξωσυμβατικές. Ενώ, δηλαδή, μια σύμβαση ή συμφωνία βασίζεται στην αμοιβαία συναίνεση των μερών με αντιπαροχή να κινείται από το ένα μέρος προς το άλλο, η αποκατάσταση βασίζεται στον αδικαιολόγητο προσπορισμό οφέλους από πρόσωπο σε βάρος άλλου στην απουσία σύμβασης ή συμφωνίας. Σκοπός της θεραπείας δεν είναι η κάλυψη της ζημιά στον ενάγοντα, αλλά στην αποστέρηση του οφέλους ή κέρδους από τον εναγόμενο.
Γενικά, όμως, δεν έχει ακόμη αναγνωρισθεί στο Αγγλικό δίκαιο μια γενική και ενοποιημένη κατηγορία βασισμένη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, (Orakpo v. Manson Investments Ltd [1978] AC 95). Αυτή η μη αναγνώριση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αυτόνομης αιτίας αγωγής έχει απασχολήσει και το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Minerva Finance and Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173 και Κίτσης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077. Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι η αποκατάσταση συνιστά θεραπεία και όχι βάση αγωγής και ανήκει χωρίς άλλο στο χώρο του δικαίου της επιείκειας. Γίνεται πλέον λόγος για restitutional claim, η φιλοσοφία και λειτουργία του οποίου απορρέει από οιονεί συμβατική σχέση που στοχεύει στην απόδοση ποσού στον ενάγοντα του οφέλους που απεκόμισε ο εναγόμενος λόγω λανθασμένης ή έκνομης πράξης. Κατά τον F.H. Lawson: "Remedies of English Law" σελ. 173, η βάση της αξίωσης εδράζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή την ύπαρξη εξυπακουόμενης υπόσχεσης. Η θεραπεία της αποκατάστασης («restitution»), έχει αναφερθεί και εξηγηθεί στην Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1311, σελ. 1328-1330.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τη μαρτυρία προέκυψε αδιαμφισβήτητα η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η οποία καταρτίστηκε εν μέρει προφορικώς και εν μέρει εγγράφως. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος είχε επικοινωνήσει προσωπικά με την εφεσείουσα 2 επιδεικνύοντας το ενδιαφέρον του για την απόκτηση μετοχών και στη βάση των παραστάσεων που έγιναν συμφώνησαν στην εκ μέρους του αγορά των μετοχών στη PSD, έναντι του ποσού των 8.500 ΛΚ. Στη βάση αυτής της προφορικής συμφωνίας και τις παραστάσεις που έγιναν, ο εφεσίβλητος απέστειλε τα χρήματα στο λογαριασμό της εφεσείουσας 1 και τούτο επιβεβαιώθηκε με το Τεκμήριο 14, το οποίο αφορά τη μεταφορά του ποσού από τράπεζα της Γερμανίας και κατ' εντολή του εφεσίβλητου προς το λογαριασμό της εφεσείουσας 1.
Περαιτέρω, το Τεκμήριο 15 αφορούσε την εντολή που έδωσε ενυπογράφως ο εφεσίβλητος προς την εφεσείουσα 1 με ημερομηνία έκδοσης 4.4.2000, εξουσιοδοτώντας την εφεσείουσα 1 να αγοράσει 21.570 μετοχές στην PSD έναντι του συνολικού ποσού των 29.330 γερμανικών μάρκων. Τα Τεκμήρια 1 και 2 επίσης επιβεβαιώνουν τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία εφόσον αυτά αποτελούνται από επιστολές της εφεσείουσας 1, με την υπογραφή της εφεσείουσας 2, προς τον εφεσίβλητο στη Γερμανία με τις οποίες επιβεβαιώθηκαν οι οδηγίες του τελευταίου για την αγορά μετοχών και ότι οι σχετικές μετοχές στην PSD θα μεταβιβάζονταν από το χαρτοφυλάκιο της εφεσείουσας 1.
Στη βάση της επελθούσας συμφωνίας που επιβεβαιώθηκε μετά και το 2005, ακολούθησε η υπαναχώρηση των εφεσειόντων ούτως ώστε ο εφεσίβλητος να δικαιούτο σε αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας. Είναι γνωστό ότι το σύνηθες μέτρο της αποζημίωσης για διάρρηξη συμβολαίου συναρτάται με το ποσό που θα χρειαζόταν για να τεθεί το αναίτιο μέρος στη θέση που θα ήταν αν η συμφωνία εκτελείτο κανονικά, (Alpan (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679 και A. Panayides Contracting Ltd v. M. & M. Frangos Engineering and Contracting Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1136). Σε περίπτωση μη εφαρμογής της συμφωνίας εξ υπαιτιότητας ενός των μερών, το αναίτιο μέρος δικαιούται στο δίκαιο των αποζημιώσεων να ακυρώσει τη σύμβαση ώστε να μην είναι ο ίδιος υπόλογος για οποιαδήποτε δική του υποχρέωση, να ανακτήσει οποιοδήποτε ποσό κατέβαλε και να αναζητήσει αποζημιώσεις για απώλεια κέρδους ή οποιαδήποτε απώλεια έχει υποστεί λόγω της παράβασης της συμφωνίας, (δέστε Ποντίκη ν. Κωνσταντινίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 875 και Πολυβίου: «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» σελ. 744, κ.ε.).
Αποτελεί περαιτέρω δεδομένο στα γεγονότα της εκδικασθείσας υπόθεσης ότι παρά την επιδίωξη εκ μέρους του εφεσίβλητου απόδοσης λογαριασμών ως προς τα χρήματα που κατέβαλε στους εφεσείοντες, υπό τύπο βεβαίως απώλειας ευκαιρίας ή κέρδους, η θεραπεία αυτή δεν προωθήθηκε. Επομένως ο εφεσίβλητος δικαιούτο απλά να ανακτήσει το καταβληθέν υπό αυτού ποσό ως αποζημίωση για τη διάρρηξη της συμφωνίας και αυτό αποτελεί μια κλασσική θεραπεία του δικαίου των συμβάσεων. Αυτή, θα ήταν η ορθότερη προσέγγιση από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου ώστε να αντιμετωπισθεί η περίπτωση ως μια καθαρή διάρρηξη συμφωνίας. Όμως και η αποκατάσταση, που είναι στο επίκεντρο των αποζημιώσεων για την παράβαση της συμφωνίας, μπορούσε να δοθεί εφόσον στην ουσία δεν δόθηκε καμία απολύτως αντιπαροχή εκ μέρους των εφεσειόντων. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Koffan and Macdonald: "The Law of Contract" 6η έκδ. σελ. 577-578, παρ. 21.25, κατά κανόνα στην περίπτωση όπου ο ενάγων έχει ωφελέσει τον εναγόμενο με την καταβολή χρημάτων, η διάρρηξη της συμφωνίας θα επιφέρει τον τερματισμό της ώστε να είναι δυνατή η αποκαταστατική θεραπεία χωρίς να θεωρείται ότι υπάρχει άλλη επέμβαση στις δοσοληψίες των διαδίκων. Η βάση της ανάκτησης είναι ο πλουτισμός του εναγομένου και όχι η απώλεια του ενάγοντα και ο λόγος που ο πλουτισμός θεωρείται άδικος, είναι η πλήρης αποτυχία της αντιπαροχής.
Ως προς τους λόγους έφεσης που αφορούν την αλληλέγγυα και κεχωρισμένη απόδοση ευθύνης στην εφεσείουσα 2 προσωπικά, η πρωτόδικη κρίση με βάση τα ευρήματα ήταν ότι η ίδια η εφεσείουσα 2 είχε υποσχεθεί να μεταβιβάσει μετοχές της εταιρείας PSD, που η ίδια κατείχε προσωπικά, ισάριθμες με τις μετοχές που ο εφεσίβλητος θα λάμβανε στη βάση της αρχικής προφορικής συμφωνίας, όπως βεβαίως αυτή επιβεβαιώθηκε μεταγενέστερα με τα τεκμήρια που έχουν αναφερθεί. Το Δικαστήριο προέβη επίσης σε εύρημα ότι οι εφεσείοντες, αλλά και η εφεσείουσα 2 προσωπικά, έλαβαν αντάλλαγμα για αυτή την προσωπική υπόσχεση της εφεσείουσας 2 και αυτό το αντάλλαγμα είχε την έννοια ότι ο εφεσίβλητος θα απέφευγε να λάβει δικαστικά μέτρα. Αυτή η θέση είχε ρητά δικογραφηθεί στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στην παρ. 11, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην υποχρέωση που ανέλαβε προσωπικά η εφεσείουσα 2 τον Ιανουάριο 2005, αφού προηγουμένως είχε αποκαλυφθεί, αλλά και επιβεβαιωθεί με επιστολή της CLR ημερ. 13.1.2005, Τεκμήριο 3, ότι ουδέποτε ο εφεσίβλητος κατέστη μέτοχος στην PSD, (παρ. 10 του κλητηρίου εντάλματος). Οι δικογραφημένοι αυτοί ισχυρισμοί υποστηρίχθηκαν ενόρκως από τον εφεσίβλητο με τη δήλωση του στο Δικαστήριο και κατά την αντεξέταση του (σελ. 16 και 18 των πρακτικών), και έγιναν πιστευτοί από το Δικαστήριο.
Προκύπτει, επομένως, παρόλο που δεν έγινε ιδιαίτερη ανάλυση ως προς τούτο από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι μπορούσε να αποδοθεί και προσωπική ευθύνη στην εφεσείουσα 2, πέραν της εταιρικής ευθύνης της εφεσείουσας 1. Δεν παραβιάζεται στα δεδομένα της υπόθεσης το εταιρικό πέπλο ή η ανεξάρτητη νομική οντότητα της εφεσείουσας 1, διότι η εφεσείουσα 2 ως πρόσωπο ανέλαβε να μεταβιβάσει μετοχές που η ίδια κατείχε προσωπικά στην εταιρεία PSD. Επομένως, η εφεσείουσα 2 ενήργησε έξω και πέραν της ιδιότητας της ως μετόχου και διοικητικού συμβούλου της εφεσείουσας 1.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογισθούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Την παρούσα έφεση καταχώρισαν οι εναγόμενοι στην αγωγή αρ. 188/2006, επιδιώκοντας την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, την οποία εξέδωσε εναντίον τους και υπέρ του ενάγοντος, εφεσίβλητου, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Με την εν λόγω απόφαση, επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου, προς αποκατάσταση (in restitution), και εναντίον των εφεσειόντων, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, ποσό €14.523,11, ίσο προς ΛΚ8.500,00, με νόμιμο τόκο από 21.2.2000, ως η απαίτηση.
Για την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, προβλήθηκε αριθμός λόγων, με τους οποίους προσβάλλεται, σχεδόν, κάθε πτυχή της. Με τους τρεις τελευταίους λόγους έφεσης, προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το εκδικάσαν Δικαστήριο και η ορθότητα των ευρημάτων του. Ως προς το χειρισμό των λόγων αυτών που γίνεται στην απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία, βασικά, αφήνει ανέπαφα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων, δεν υπάρχει διαφωνία. Υπάρχει, όμως, διαφωνία ως προς την απόδοση της προαναφερθείσας θεραπείας εναντίον και των δύο εφεσειόντων.
Η εξέταση που ακολουθεί και έχει στο επίκεντρό της τους πρώτους τέσσερις λόγους έφεσης, με τους οποίους αμφισβητείται, από διάφορες νομικές απόψεις, η ορθότητα της απόφασης εναντίον των εφεσειόντων και, ειδικά, εναντίον της εφεσείουσας 2, (η εφεσείουσα), θα προχωρήσει στη βάση των πιο πάνω γεγονότων. Για να είναι δε τα θέματα που εξετάζονται, στη συνέχεια, κατανοητά, θεωρείται απαραίτητο να γίνει αναφορά στα εν λόγω γεγονότα, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο. Συγκεκριμένα, περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 2000, ο εφεσίβλητος, ο οποίος είναι Έλληνας, μόνιμος κάτοικος Γερμανίας, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την εφεσείουσα, πλειοψηφούσα μέτοχο και μοναδική διοικητική σύμβουλο, όπως η ίδια του είχε πει, της εφεσείουσας 1 εταιρείας, (η εταιρεία), και μίλησαν για την προοπτική επένδυσης από αυτό σε μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, Χ.Α.Κ. Στο στάδιο εκείνο, η εφεσείουσα προέβη σε κάποιες παραστάσεις ως προς την αρτιότητα της επαγγελματικής ικανότητας της ιδίας και, κατ' επέκταση, της εταιρείας στο συγκεκριμένο τομέα και, ακολούθως, προχώρησε στην κοινή, όπως έγινε αποδεκτό, πρόσκλησή τους προς τον εφεσίβλητο για συνεργασία, η οποία, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, είχε ως εξής:-
«Εάν ... τους κατέβαλλε το ποσόν των Λ.Κ.8.500, αυτοί θα εξασφάλιζαν, εξ ονόματος και για λογαριασμό του, 21.570 μετοχές της εταιρείας PSD μέσω της χρηματιστηριακής εταιρείας CLR. Οι μετοχές αυτές θα εξασφαλίζονταν σε συμφέρουσα τιμή και πριν ξεκινήσει η διαπραγμάτευσή τους στο Χ.Α.Κ. ... θα ελάμβαναν τη σχετική αμοιβή τους από την εταιρεία CLR.»
Στη συνέχεια, αφού διαπιστώνεται από το Δικαστήριο ότι η εφεσείουσα είχε προβεί και σε περαιτέρω παραστάσεις προς τον εφεσίβλητο σε σχέση με θέματα αφοσίωσης και εχεμύθειας, καταγράφονται στην απόφαση, ως μέρος των τελικών ευρημάτων του επί των γεγονότων, και τα ακόλουθα:-
«Αφού πείσθηκε για την αλήθεια των παραστάσεων αυτών, ο ενάγων απέστειλε, σε λογαριασμό των εναγομένων αρ. 1, το ποσόν των Λ.Κ.8.621,97. Το ποσόν αυτό κατέληξε στον λογαριασμό των εναγομένων αρ. 1 στις 21.2.2000. Με επιστολή των εναγομένων αρ. 1, υπογεγραμμένη από την εναγομένη αρ. 2, ημερ. 2.6.2000 (τεκμήριο 2) ο ενάγων πληροφορήθηκε ότι θα μετεβιβάζοντο, από το χαρτοφυλάκιο των εναγομένων αρ. 1 και επ' ονόματί του, 21.570 μετοχές της εταιρείας PSD.»
Όπως συμβαίνει, πολλές φορές, σε σχέση με συναλλαγές οι οποίες γίνονται προφορικά και περνούν από διάφορα στάδια μέχρι να καταλήξουν σε ό,τι μπορεί, τελικώς, να διαπιστωθεί ως δεσμευτική συμφωνία, έτσι συνέβηκε και στην υπό εξέταση υπόθεση. Προκύπτει από τα παρατεθέντα, ανωτέρω, γεγονότα ότι, μετά από τις παραστάσεις που είχαν γίνει από την εφεσείουσα, αυτή, ενεργώντας για την εταιρεία, αλλά, όπως διαπιστώθηκε, και υπό την προσωπική της ιδιότητα, ουσιαστικά, κάλεσε τον εφεσίβλητο να τους αναθέσει, υπό την ιδιότητα των αντιπροσώπων του, την αγορά, για λογαριασμό του, συγκεκριμένου πακέτου μετοχών έναντι ποσού ΛΚ8.500,00, το οποίο θα έπρεπε να τους αποσταλεί, προκειμένου αυτοί να προέβαιναν στην πραγματοποίησή της. Όπως δε τον πληροφόρησε, συναφώς, θα μεριμνούσαν ώστε η εν λόγω αγορά να πραγματοποιείτο μέσω συγκεκριμένου χρηματιστηριακού γραφείου.
Υπό το φως, λοιπόν, των πιο πάνω παραστάσεων και πληροφοριών, ο εφεσίβλητος έδρασε άμεσα, υποβάλλοντας, ουσιαστικά, την πρότασή του για συνεργασία, η οποία συνίστατο σε ανάθεση στους εφεσείοντες να τον εκπροσωπήσουν στην αγορά των εν λόγω μετοχών, αποστέλλοντάς τους, για το σκοπό αυτό, το ποσό των ΛΚ8.621,97, το οποίο κατέληξε σε λογαριασμό της εταιρείας στις 21.2.2000. Η απάντηση των εφεσειόντων στην πιο πάνω πρόταση, η οποία ήρθε σχετικά καθυστερημένα, στις 2.6.2000, ήταν ότι, τελικώς, θα του πωλούσαν οι ίδιοι το εν λόγω πακέτο μετοχών, από το χαρτοφυλάκιο που διατηρούσε η εταιρεία. Η αποδοχή της αλλαγής του προμηθευτή των μετοχών έγινε, προφανώς, σιωπηρώς και, έτσι, συμπληρώθηκε, στην ουσία, μια συμφωνία πώλησης, με βάση την οποία οι εφεσείοντες πώλησαν στον εφεσίβλητο μετοχές, τις οποίες κατείχε η εταιρεία. Ό,τι παρέμεινε να γίνει, προς υλοποίηση της πιο πάνω συμφωνίας, ήταν να εγγραφεί ο εφεσίβλητος ως ο δικαιούχος των εν λόγω μετοχών στο μητρώο μετόχων της εμπλεκόμενης εταιρείας. Με βάση δε τα συμφωνηθέντα, προφανώς, ήταν και αυτό υποχρέωση των εφεσειόντων.
Στη συνέχεια, σύμφωνα και πάλι με τα ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, περί το τέλος του 2004, ο εφεσίβλητος θέλησε να ενημερωθεί από τους εφεσείοντες για την προαναφερθείσα επένδυσή του. Προσπάθησε, επανειλημμένα, να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με την εφεσείουσα. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, όπως παρατίθενται στην απόφαση, ήταν τα ακόλουθα:-
« Όταν το πέτυχε, αυτή του ανέφερε πως, εξ αιτίας δικού της λάθους, δεν έγινε η μεταβίβαση επ' ονόματί του των μετοχών της εταιρείας PSD. Ο ίδιος αντέδρασε έντονα και τότε η εναγομένη αρ. 2 υπεσχέθηκε να του μεταβιβάσει μετοχές της εταιρείας PSD, τις οποίες κατείχε η ίδια προσωπικώς, ισάριθμες με τις μετοχές που αφορούσε η αρχική, μεταξύ τους, συνεννόηση. Ως αντάλλαγμα, ο ίδιος δεν θα ελάμβανε δικαστικά μέτρα εναντίον των εναγομένων. Τις ημέρες εκείνες ο ενάγων επεκοινώνησε και με την εταιρεία CLR η οποία, διά της επιστολής ημερ. 13.1.2005 (τεκμήριο 3), τον πληροφόρησε πως, σύμφωνα με το μητρώο μετόχων της εταιρείας PSD, ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε μέτοχός της. Οι ημέρες περνούσαν χωρίς η εναγομένη αρ. 2 να εκπληρώσει όσα ανέλαβε. Στο τελευταίο τηλεφώνημα του ενάγοντος προς την εναγομένη αρ. 2 αυτή απήντησε εξαγριωμένη και υπαναχώρησε από τις δεσμεύσεις και υποσχέσεις της. Με αυτή τους τη συμπεριφορά οι εναγόμενοι οικειοποιήθηκαν χωρίς δικαίωμα και κατακρατούν, από τις 21.2.2000, το ποσόν των Λ.Κ.8.621,97.»
Από τα τελευταία πιο πάνω ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι, κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που ο εφεσίβλητος είχε με την εφεσείουσα, ουσιαστικά, συνομολογήθηκε μια νέα συμφωνία πώλησης μετοχών μεταξύ τους μόνο· η εταιρεία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε αυτή. Συγκεκριμένα, με βάση το τι είχε συμφωνηθεί, η εφεσείουσα υποσχέθηκε να μεταβιβάσει στον εφεσίβλητο ίδιο αριθμό και είδος μετοχών με αυτές που του είχε πωλήσει, μαζί με την εταιρεία, προηγουμένως, στη βάση της αρχικής συμφωνίας. Το αντάλλαγμα από μέρους του εφεσίβλητου για τη νέα αυτή συμφωνία συνίστατο στη ρητή υπόσχεσή του να μη λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον των εφεσειόντων, σε σχέση με την αδιαμφισβήτητη, προφανώς, διάρρηξη από αυτούς της πρώτης συμφωνίας. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Μούχτου κ.ά. ν. Χείμαρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1794, στις σελίδες 1800 έως 1801: «... η υπόσχεση συμβαλλόμενου να αποστεί από τη λήψη δικαστικών μέτρων για την καλή τη πίστει διεκδίκηση δικαιώματος, συνιστά αντάλλαγμα». Υποστήριξη για την πιο πάνω αναφορά παρείχε η υπόθεση Panayiotou v. Solomou (1979) 1 C.L.R. 779. Όσον αφορά το τίμημα πώλησης, αυτό είχε, ήδη, καταβληθεί στο πλαίσιο της αρχικής συμφωνίας και βρισκόταν σε λογαριασμό της εταιρείας.
Περαιτέρω, στη βάση των ίδιων πιο πάνω γεγονότων, διαπιστώνεται ότι η συναφθείσα νέα συμφωνία, ουσιαστικά, κατάργησε την αρχική, απαλλάσσοντας, συγχρόνως, πλήρως και ανεπιφύλακτα, τους εφεσείοντες από οποιαδήποτε ευθύνη, την οποία αυτοί, τυχόν, να είχαν έναντι του εφεσίβλητου, δυνάμει αυτής. Η πιο πάνω διαπίστωση αποτελεί προϊόν ερμηνείας των γεγονότων, από την οποία συνάγεται η πρόθεση, συναφώς, των συμβαλλομένων μερών, (βλ. Deanplan Ltd v Mahmoud [1992] 3 All ER 945 και Morris v. Wentworth-Stanley [1999] 2 W.L.R. 470). Η ταξινόμηση, ανωτέρω, των γεγονότων και η διαπίστωση, συνακόλουθα, του νομικού αποτελέσματός τους κρίθηκε αναγκαία, δεδομένων των εξελίξεων οι οποίες σημειώθηκαν σταδιακά στις σχέσεις των συμβαλλομένων μερών στην υπό συζήτηση υπόθεση. Από αυτά δε, συνάγεται, ειδικά, η απαλλαγή της εταιρείας από την αρχική συμφωνία.
Η συζήτηση που ακολουθεί αποτελεί απάντηση στις επικρίσεις, οι οποίες διατυπώνονται με τρεις από τους λόγους έφεσης, οι οποίοι προσβάλλουν το βασικό εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα έχει προσωπική ευθύνη έναντι του εφεσίβλητου. Η αθέτηση, λοιπόν, από την εφεσείουσα, της υπόσχεσής της, όπως αναφέρεται πιο πάνω, συνιστούσε υπαναχώρηση, από μέρους της, από τη νέα συμφωνία, γεγονός το οποίο ο εφεσίβλητος έκανε αποδεκτό, όταν, με την επιστολή του ημερομηνίας 20.12.2005 προς τους εφεσείοντες, προέβη στον τερματισμό της και ζήτησε την επιστροφή του ποσού των ΛΚ8.500,00. Με αυτό ως δεδομένο, ο εφεσίβλητος δικαιούτο σε αποζημιώσεις, οι οποίες θα τον τοποθετούσαν στη θέση στην οποία θα βρισκόταν, αν η συμφωνία εκπληρωνόταν. Δεν προώθησε, όμως, τέτοια θεραπεία και το θέμα, σχετικά, δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως.
Ο εφεσίβλητος, με την απαίτησή του, επιδίωξε την επιστροφή του ποσού των ΛΚ8.500,00, το οποίο είχε καταβάλει στους εφεσείοντες, στο πλαίσιο της αρχικής συμφωνίας. Η απαλλαγή (release), όμως, της εταιρείας από αυτή, κοινή συναινέσει και υπό τον όρο που έχει προαναφερθεί, την έχει, ουσιαστικά, αποδεσμεύσει από οποιαδήποτε ευθύνη, την οποία η ίδια είχε με βάση τη συμφωνία εκείνη και, δη, να καταβάλει στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις για την ουσιώδη παραβίασή της ή/και να τον αποκαταστήσει στο ποσό του τιμήματος το οποίο αυτός είχε καταβάλει προηγουμένως στους εφεσείοντες. Με τη συνομολόγηση της νέας συμφωνίας, υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται ανωτέρω, το πιο πάνω ποσό αποτελούσε, πλέον, το τίμημα για τη νέα συμφωνία πώλησης, προερχόμενο, ασφαλώς, από τον εφεσίβλητο, η δε εφεσείουσα ήταν το συμβαλλόμενο μέρος, προς το οποίο θεωρείτο ότι αυτό είχε καταβληθεί.
Τα ανωτέρω σε σχέση με το τίμημα πώλησης δεν αναφέρθηκαν ρητώς μεταξύ των συμβληθέντων μερών, αλλά, προφανώς, εξυπακούονται, ως μέρος της νέας συμφωνίας. Δεν έχει, άλλωστε, σημασία το γεγονός ότι το προαναφερθέν τίμημα πώλησης είχε κατατεθεί, στο πλαίσιο της αρχικής συμφωνίας, σε λογαριασμό της εταιρείας, αφού αυτό βρισκόταν, συγχρόνως, και υπό τον έλεγχο της εφεσείουσας, ειδικά, λόγω του αρχικού δικαιώματός της σε αυτό αλλά και λόγω του αποκλειστικού ελέγχου που η ίδια ασκούσε στην εταιρεία, ως η μοναδική διευθύντριά της. Επομένως, αν το υπό αναφορά τίμημα πώλησης πρέπει να επιστραφεί στον εφεσίβλητο, υπόλογη για την επιστροφή του είναι, πλέον, η εφεσείουσα και δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση το γεγονός ότι αυτό ήταν και εξακολουθεί, ίσως, να βρίσκεται ακόμα υπό την άμεση κατοχή της εταιρείας. Το θέμα αφορά τους εφεσείοντες μεταξύ τους. Υπό το φως, πάντως, της συζήτησης η οποία έχει προηγηθεί, η εταιρεία, ως εκ της απαλλαγής της από την αρχική συμφωνία, δεν μπορεί να είναι και δεν είναι υπόλογη προς τον εφεσίβλητο για επιστροφή του τιμήματος πώλησης.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η εφεσείουσα υποχρεούται να επιστρέψει στον εφεσίβλητο το ποσό του τιμήματος πώλησης, ανερχόμενο σε ΛΚ8.500,00, το οποίο θεωρείται ότι η ίδια κατέχει σε σχέση με την εν λόγω νέα συμφωνία. Υπενθυμίζεται ότι η υπό αναφορά συμφωνία έχει, τελικώς, τερματισθεί με υπαιτιότητα της εφεσείουσας, χωρίς το αναίτιο μέρος, ο εφεσίβλητος, να αποκομίσει από αυτή οποιοδήποτε όφελος. Υπό αυτές τις περιστάσεις, αναμφίβολα, υπήρξε πλήρης αποτυχία του ανταλλάγματος όσον αφορά την πιο πάνω συμφωνία. Αν δε επιτραπεί στην εφεσείουσα να κρατήσει το εν λόγω τίμημα πώλησης, η ίδια θα ωφεληθεί αδίκως σε βάρος του εφεσίβλητου.
Ο νόμος είναι ξεκάθαρος όσον αφορά τέτοια περιστατικά, που αναφέρονται πιο πάνω και, οπωσδήποτε, συντρέχουν στην παρούσα υπόθεση. Όταν μια συμφωνία τερματίζεται από το αναίτιο μέρος, χωρίς το ίδιο να αποκομίζει οποιοδήποτε όφελος από αυτήν, και, συγχρόνως, διαπιστώνεται η ύπαρξη πλήρους αποτυχίας του χρηματικού ανταλλάγματος, το οποίο καταβάλλεται στο πλαίσιό της από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος, τότε το υπαίτιο μέρος, υπό την κατοχή και/ή τον έλεγχο του οποίου βρίσκεται το χρηματικό αντάλλαγμα, υποχρεούται να το επιστρέψει, προς αποκατάσταση του αναίτιου μέρους, (βλ. Καλησπέρας ν. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 867, σελίδα 879, Ζακχαίου κ.ά. ν. Καλογήρου (2008) 1 Α.Α.Δ. 174 και Fibrosa v. Fairbairn etc., Ltd. [1942] 2 All E.R. 122). Στην πιο πάνω θέση έχει, οπωσδήποτε, βρεθεί, σε σχέση με τον εφεσίβλητο, η εφεσείουσα όχι, όμως, και η εταιρεία, για τους λόγους που έχουν, προηγουμένως, αναφερθεί.
Επομένως, η έφεση απορρίπτεται ως προς την εφεσείουσα, θα μπορούσε, όμως, να επιτύγχανε σε σχέση με την εταιρεία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα κατά πλειοψηφία.