ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:D551

(2015) 1 ΑΑΔ 1807

3 Αυγούστου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΗΑΒΙΒ POUR ALI FASEL

 

Αιτητή,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 92/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Απαγορευμένοι Μετανάστες ― Κράτηση για σκοπούς απέλασης ― Απορριπτική κατάληξη σε αίτηση για έκδοση διατάγματος για απελευθέρωση αιτητή ο οποίος κρατείτο για σκοπούς απέλασης ― Οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΕ του Κεφ. 105, εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, και επομένως και της εσωτερικής νομοθεσίας, τους αλλοδαπούς εκείνους που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο.

 

Δυνάμει καταδίκης του από Ποινικό Δικαστήριο, για πλαστοπροσωπία και παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία, ο αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το Άρθρο 6(1)(δ) και (λ) του Κεφ.105. Επίσης δυνάμει του Άρθρου 14 του Κεφ.105, διατάχθηκε η απέλαση του από τη Δημοκρατία και η παραμονή του εκτός της επικράτειας της χώρας για περίοδο 5 ετών. Λόγω της διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής και παρεμπόδισης της διαδικασίας απέλασης, διατάχθηκε επίσης η κράτηση του δυνάμει του Άρθρου 18ΠΣΤ(1).

 

Σύμφωνα με τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, στην παρούσα αίτηση για Habeas Corpus, ο αιτητής καταχώρησε μεταγενέστερα της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, αίτηση για άσυλο ως πολιτικός πρόσφυγας στις 19.2.2015. Στις 18.3.2015 η αίτηση απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Ο αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 3.4.2015, η οποία επίσης απερρίφθη. Εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης, καταχώρησε προσφυγή.

 

Η νομιμότητα της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν είχε αμφισβητηθεί με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε και οποιαδήποτε αίτηση για αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στο πλαίσιο προσφυγής στο διοικητικό δίκαιο.

 

Η δε αναστολή της απέλασης επετεύχθη λόγω της ύπαρξης της αίτησης ασύλου. Εκείνο που παρέμενε για εξέταση και απόφαση με βάση την παρούσα αίτηση Habeas Corpus, ήταν η νομιμότητα της κράτησης από άποψη διάρκειας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ανεξάρτητα από τη μη καταχώρηση οποιασδήποτε προσφυγής εναντίον της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα διατάγματα ως είχαν εκδοθεί παρουσιάζονταν ως νομίμως εκδοθέντα υπό το φως της καταδίκης του αιτητή από ποινικό Δικαστήριο σε δίμηνη φυλάκιση.

 

2.  Τα διατάγματα εκδόθηκαν ως παρεπόμενα μέτρα της καταδίκης που αφορούσε πλαστοπροσωπία και παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων περιοχών. Στη βάση της καταδίκης δε αυτής, ο αιτητής κρίθηκε από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές ως ανεπιθύμητος και ταυτόχρονα απαγορευμένος μετανάστης. Λόγω δε κινδύνου διαφυγής, κρίθηκε απαραίτητο να παραμείνει υπό κράτηση.

 

3.  Η ποινή φυλάκισης δεν αμφισβητήθηκε με έφεση, ενώ δεν ήταν σαφές από τα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πόσο ο αιτητής είχε παραδεχτεί τις κατηγορίες ή καταδικάστηκε μετά από ακρόαση. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε αναφερθεί να είχε γίνει έφεση εναντίον της δίμηνης φυλάκισης, την οποία και εξέτισε.

 

4.  Οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΕ του Κεφ. 105, εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, και επομένως και της εσωτερικής νομοθεσίας, τους αλλοδαπούς εκείνους που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο.

 

5.  Αυτό προνοεί ρητά το εδάφιο 2(β) του Άρθρου 18ΟΕ, το οποίο και εφαρμόζεται στην περίπτωση του αιτητή. Ο αιτητής δεν δικαιούτο να επικαλείται οποιανδήποτε από τις διατάξεις της Οδηγίας, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο Κυπριακό Δίκαιο.

 

6.  Η επίκληση στο τεκμήριο 3 του Άρθρου 18ΠΣΤ(1) για τον κίνδυνο διαφυγής, δεν μπορούσε να αλλοιώνει την εν πάση περιπτώσει μη εφαρμογή της Οδηγίας στο πρόσωπο του αιτητή. Σκοπός της Οδηγίας δεν είναι να νομιμοποιεί αλλοδαπούς που καταδικάζονται από ποινικό Δικαστήριο της Δημοκρατίας στο να παραμείνουν εδώ, μέσα στο πλαίσιο πάντοτε του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας να δέχεται ή να μη δέχεται αλλοδαπούς στο έδαφος της. Και να παρατείνει ή να μην παρατείνει τη διαμονή τους, εφόσον αρχικά ήταν βέβαια νόμιμοι.

 

7.  Ακόμη και αν η Οδηγία ήθελε τύχει εφαρμογής στην περίπτωση του αιτητή, το Δικαστήριο έχει υποδείξει από την πρώτη εμφάνιση της υπόθεσης ότι δεν έχει συμπληρωθεί το εξάμηνο κράτησης, με αναφορά πάντοτε από την ημερομηνία κράτησης του, 4.2.2015 μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για Habeas Corpus στις 10.7.2015.

 

8.  Η περίοδος των 6 μηνών που καθορίζεται ρητά στο Άρθρο 18ΠΣΤ(7) της Οδηγίας, τέθηκε στη σοφία του ευρωπαίου νομοθέτη, ως η ελάχιστη εκείνη περίοδος που χρειάζεται για να επιτευχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης, ιδιαίτερα όταν αφορά αλλοδαπούς που κατά κανόνα βρίσκονται στη Δημοκρατία, εισερχόμενοι μέσω των κατεχομένων περιοχών και, όπως στην περίπτωση του αιτητή, χωρίς διαβατήριο και επιπρόσθετα με ψευδές και πλαστό ταξιδιωτικό έγγραφο.

 

9.  Με δεδομένο όπως αναφέρθηκε ότι δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για παράνομη κράτηση που να δικαιολογεί την έκδοση Habeas Corpus πριν τη λήξη τουλάχιστον του εξαμήνου.

 

10. Στην περίπτωση του αιτητή η μη συμπλήρωση του εξαμήνου της κράτησης του και η μη αμφισβήτηση ταυτόχρονα της νομιμότητας των εκδοθέντων διαταγμάτων, δεν θα μπορούσαν να ελεγχθούν με Habeas Corpus, εφόσον θεωρείται νομοθετικά η αρχική περίοδος των έξι μηνών ως η κατ' ανώτατο όριο νόμιμη περίοδος κράτησης.

 

11. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει η απομάκρυνση να γίνεται το συντομότερο δυνατόν. Αλλά στην περίπτωση του αιτητή, δεν είχαν τεθεί δεδομένα ότι η κράτηση κατέστη παράνομη.

 

12. Όσον αφορούσε στην ανά δίμηνο αυτεπάγγελτη εξέταση της νομιμότητας της κράτησης πέραν του ότι κατά την πρώτη θέση του Δικαστηρίου, η Οδηγία δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του αιτητή λόγω της ποινικής καταδίκης του, προέκυπτε επίσης και το αποτέλεσμα ότι ο αιτητής προδήλως δεν επιθυμεί την απομάκρυνση του από τη Δημοκρατία, εξ ου και δεν υπέβαλε, όπως θα δικαιούτο, δυνάμει της παραγρ.(β) του Άρθρου 18ΠΣΤ(4), αίτηση στον Υπουργό για εξέταση της κράτησης του σε εύλογο χρόνο.

 

13. Όπως ορθά υπέδειξε η πλευρά της Καθ' ης η Αίτηση και είναι δεδομένο από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, ο Αιτητής δεν κατέχει ταξιδιωτικό έγγραφο, αντίθετα κατείχε πλαστό ταξιδιωτικό έγγραφο.

 

14. Επομένως με την καταδίκη του σε πλαστοπροσωπία παρουσιασθείς ως άλλο πρόσωπο για να εξέλθει της Δημοκρατίας, διαφαίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος θα υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της διαφυγής με τη χρήση παρανόμων μέσων και άρα της μη νόμιμης απέλασης, που είναι και ο σκοπός της κράτησης.

 

15. Είναι γεγονός ότι θα έπρεπε να καταδεικνύονται μέσα από την ένσταση οι προσπάθειες που έγιναν για την απομάκρυνση του αιτητή στο μεταξύ ο οποίος, όπως αναφέρθηκε εκ των υστέρων, δεν συνεργάζεται.

 

16. Όμως με δεδομένη τη νομιμότητα της έκδοσης των διαταγμάτων, την ανυπαρξία ταξιδιωτικών εγγράφων και τη μη πάροδο του εξαμήνου, το ζήτημα δεν αποκτούσε ιδιαίτερη βαρύτητα.

 

17. Το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ πρέπει να εναρμονίζεται και να διαβάζεται και με τα ευρωπαϊκά δεδομένα που τυγχάνουν εφαρμογής με βάση την Οδηγία, αλλά και το κυριαρχικό δικαίωμα ενός κράτους να ελέγχει την παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος του, ιδιαίτερα όταν αυτά έχουν καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα πλαστοπροσωπίας.

 

18. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι το εν λόγω Άρθρο 5 αφορά στον έλεγχο της αυθαίρετης κράτησης χωρίς, δηλαδή, νόμιμη διαταγή και αναθεώρηση από αρμόδιο Δικαστήριο.

 

19. Ακόμη το Άρθρο 5(1)(f) προνοεί για εξαιρέσεις όταν η περίπτωση εμπίπτει στο δικαίωμα του κράτους να κρατεί υπό περιορισμό άτομο εναντίον του οποίου έχουν εκδοθεί διατάγματα με σκοπό την απέλαση ή την έκδοση του.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Shah (Αρ. 1) (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1427,

 

Mohammed (2012) 1(B) Α.Α.Δ. 1078,

 

Reza (2011) 1(B) Α.Α.Δ. 1500,

 

Malisawa ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 Α.Α.Δ. 848, ECLI:CY:AD:2015:D271,

 

Mustfa ν. Δημοκρατίας (2012) 1(Β) A.A.Δ. 1623,

 

Bochorishvili (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 806,

 

Shuying v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2725,

 

Kumah (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2461,

 

Fonjungo (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 861,

 

Todorovic (2014) 1 Α.Α.Δ. 304, ECLI:CY:AD:2014:D98.

 

Αίτηση.

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.

 

Κ. Σταυρινός - Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Η μεταφράστρια Σοφία Πίττα ορκίζεται να μεταφράζει πιστά και με ακρίβεια από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και αντίστροφα.

 

Η μεταφράστρια F. Sharareh Adeli ορκίζεται να μεταφράζει πιστά και με ακρίβεια από τα Αγγλικά στα Περσικά και αντίστροφα.

 

Ex tempore

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν τεθεί με την αίτηση και την ένσταση τα εξής δεδομένα τα οποία και δεν αμφισβητούνται. Ο αιτητής εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και ως συνέπεια αυτού του γεγονότος κατηγορήθηκε αφενός για παράνομη είσοδο και αφετέρου για πλαστοπροσωπία αφού προμηθεύτηκε με ψευδές διαβατήριο, Σουηδικής, κατ' επίφαση προέλευσης, όπως ο ίδιος το παραδέχεται στην ένορκη δήλωση του, παράγραφος 11, καταδικάστηκε δε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε 2 μήνες φυλάκιση, όπως απορρέει από το τεκμ.2 στην ένσταση. Μετά την έκτιση της ποινικής καταδίκης στις 4.2.2015, μεταφέρθηκε στη Μενόγεια για σκοπούς κράτησης με βάση διατάγματα κράτησης και απέλασης που είχαν εκδοθεί στις 3.2.2015,  τεκμ.3 στην ένσταση, και τα οποία παραδόθηκαν στον αιτητή στις 4.2.2015, αλλά αυτός αρνήθηκε να τα υπογράψει. Τα σχετικά διατάγματα που εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή έχουν ως εξής:

 

Δυνάμει της καταδίκης του από το Ποινικό Δικαστήριο, ο αιτητής θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το Άρθρο 6(1)(δ) και (λ) του Κεφ.105. Επίσης δυνάμει του Άρθρου 14 του Κεφ.105, διατάχθηκε η απέλαση του από τη Δημοκρατία και η παραμονή του εκτός της επικράτειας της χώρας για περίοδο 5 ετών. Λόγω της διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής και παρεμπόδισης της διαδικασίας απέλασης διατάχθηκε επίσης η κράτηση του δυνάμει του Άρθρου 18ΠΣΤ(1).

 

Σύμφωνα με τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα στην παρούσα αίτηση για Habeas Corpus, ο αιτητής καταχώρησε μεταγενέστερα της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, αίτηση για άσυλο ως πολιτικός πρόσφυγας στις 19.2.2015. Στις 18.3.2015 η αίτηση απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Ο αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 3.4.2015, η οποία επίσης απερρίφθη στις 10.6.2015. Ως αποτέλεσμα της απόρριψης της διοικητικής προσφυγής, ο αιτητής κατέθεσε στις 3.7.2015 την υπ' αριθμό προσφυγή 836/15 εναντίον της απορριπτικής απόφασης. Παρατηρείται ότι δεν έχει αμφισβητηθεί με οποιοδήποτε τρόπο η νομιμότητα της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Δεν έχει καταχωρηθεί δηλαδή τέτοια προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε και οποιαδήποτε αίτηση για αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στο πλαίσιο προσφυγής στο διοικητικό δίκαιο. Αυτό το αναγνώρισε και η συνήγορος του αιτητή στην προηγούμενη εμφάνιση της, στις 17.7.2015, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, όταν δήλωσε ότι η προσφυγή που καταχωρήθηκε ήταν επί του αιτήματος ασύλου και δεν θα μπορούσε να επιδιώξει σε εκείνο το πλαίσιο, προσωρινό αίτημα αναστολής. Η αναστολή βέβαια της απέλασης επετεύχθη λόγω της ύπαρξης της αίτησης ασύλου. Και εκείνο που παραμένει για εξέταση και απόφαση με βάση την παρούσα αίτηση Habeas Corpus, είναι η νομιμότητα της κράτησης από άποψη διάρκειας.

Το Δικαστήριο έχει ακούσει με προσοχή τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων και έχει υπόψη του τη νομολογία που έχει αναφερθεί από αυτούς εκατέρωθεν και έχει επίσης υπόψη του τα δεδομένα όπως απορρέουν από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα γεγονότα, τα οποία εν πολλοίς έχουν ήδη αναφερθεί ως αντικειμενικώς αναδυόμενα και χωρίς να αμφισβητούνται. Το Δικαστήριο κρίνει ότι ο αιτητής δεν έχει δίκαιο στις θέσεις που πρόβαλε και ούτε μπορεί να επιτύχει στην αίτηση του για τους εξής λόγους:

 

Ανεξάρτητα από τη μη καταχώρηση οποιασδήποτε προσφυγής εναντίον της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα διατάγματα ως έχουν εκδοθεί παρουσιάζονται ως νομίμως εκδοθέντα υπό το φως της καταδίκης του αιτητή από ποινικό Δικαστήριο σε δίμηνη φυλάκιση. Τα διατάγματα εκδόθηκαν ως παρεπόμενα μέτρα της καταδίκης που υπενθυμίζεται αφορά πλαστοπροσωπία και παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων περιοχών. Στη βάση της καταδίκης δε αυτής, ο αιτητής κρίθηκε από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές ως ανεπιθύμητος και ταυτόχρονα απαγορευμένος μετανάστης. Ταυτόχρονα, λόγω κινδύνου διαφυγής, κρίθηκε απαραίτητο να παραμείνει υπό κράτηση. Τα διατάγματα δεν αμφισβητούνται, εκδόθηκαν όπως λέχθηκε στις 3.2.2015, θεωρούνται δε ως επιδοθέντα νομίμως στον αιτητή, παρά το γεγονός ότι αυτός αρνήθηκε να τα παραλάβει και να τα υπογράψει εφόσον έγινε ουσιαστική προσπάθεια επίδοσης τους στις 4.2.2015. Αν χρειάζονται σχετικές αποφάσεις, είναι οι: Shah (Αρ. 1) (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1427, Mohammed (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1078 και Reza (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1500.

 

Σημειώνεται περαιτέρω ότι η ποινή φυλάκισης δεν αμφισβητήθηκε με έφεση, πρέπει δε να λεχθεί ότι δεν είναι σαφές από τα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πόσο ο αιτητής είχε παραδεχτεί τις κατηγορίες ή καταδικάστηκε μετά από ακρόαση. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχει αναφερθεί να έχει γίνει έφεση εναντίον της δίμηνης φυλάκισης, την οποία και εξέτισε.

 

Όπως υπέδειξε ο κ. Σταυρινός στην επιχειρηματολογία του, το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι το Άρθρο 18ΟΕ. του Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε με την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, καθορίζει ρητά το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας.  Οι πρόνοιες του εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, και επομένως και της εσωτερικής νομοθεσίας, τους αλλοδαπούς εκείνους που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο. Αυτό προνοεί ρητά το εδάφιο 2(β) του Άρθρου 18ΟΕ, το οποίο και εφαρμόζεται στην περίπτωση του αιτητή. Εφαρμόζεται όμως και το εδάφιο 2(α) του ιδίου άρθρου, το οποίο προνοεί ότι το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εξαιρείται για όσους συλλαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη, μεταξύ άλλων, χερσαία διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Δημοκρατίας και στους οποίους στη συνέχεια δεν έχει χορηγηθεί άδεια ή δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. Άρα, παρά το γεγονός ότι ο αιτητής εισήλθε παρανόμως στη Δημοκρατία και κατ' εφαρμογή της πρόνοιας που μόλις αναφέρθηκε, η διοίκηση θα μπορούσε να αποφασίσει τη νόμιμη πλέον παραμονή του, αυτό δεν έγινε στην περίπτωση του, αλλά αντιθέτως κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε, ως αποτέλεσμα δε της καταδίκης έχει ήδη κηρυχθεί ως ανεπιθύμητος μετανάστης.

 

Επομένως, φρονεί το Δικαστήριο ότι ο αιτητής δεν δικαιούται να επικαλείται οποιανδήποτε από τις διατάξεις της Οδηγίας, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο Κυπριακό Δίκαιο. Η ίδια η Οδηγία είναι σαφής με τις παραγράφους 5 και 6 του προοιμίου της, ποιους ήθελε να καλύψει. Ήθελε να καλύψει τα άτομα εκείνα που είναι αλλοδαποί τρίτης χώρας, όχι βέβαια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι παράνομα διαμένοντες ώστε να επιτυγχάνεται εντός ευλόγου χρόνου η ταχεία, όσο το δυνατό, απομάκρυνση τους από την επικράτεια της Δημοκρατίας. Μάλιστα με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του προοιμίου της Οδηγίας, θεωρείται ότι ένας αιτητής ασύλου δεν θα μπορεί να θεωρείται, ούτε πρέπει να θεωρείται, ως παρανόμως διαμένων μέχρι και την έκδοση της απόφασης. Αυτό έχει ήδη γίνει στην περίπτωση του αιτητή, ο οποίος υπενθυμίζεται ότι υπέβαλε την αίτηση για άσυλο μετά την ποινική καταδίκη του. Άρα μέχρι την απόρριψη και της διοικητικής προσφυγής, ο αιτητής δεν υπόκειτο σε διαδικασία απέλασης λόγω παράνομης παραμονής.

 

Φρονεί το Δικαστήριο ότι ο κ. Σταυρινός ορθώς εισηγείται, ότι η επίκληση στο τεκμήριο 3 του Άρθρου 18ΠΣΤ(1) για τον κίνδυνο διαφυγής, δεν μπορεί να αλλοιώνει την εν πάση περιπτώσει μη εφαρμογή της Οδηγίας στο πρόσωπο του αιτητή. Επαναλαμβάνεται ότι σκοπός της Οδηγίας δεν είναι να νομιμοποιεί αλλοδαπούς που καταδικάζονται από ποινικό Δικαστήριο της Δημοκρατίας στο να παραμείνουν εδώ, μέσα στο πλαίσιο πάντοτε του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας να δέχεται ή να μη δέχεται αλλοδαπούς στο έδαφος της. Και να παρατείνει ή να μην παρατείνει τη διαμονή τους, εφόσον αρχικά ήταν βέβαια νόμιμοι.

Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να λεχθεί ότι ακόμη και αν η Οδηγία ήθελε τύχει εφαρμογής στην περίπτωση του αιτητή, το Δικαστήριο έχει υποδείξει από την πρώτη εμφάνιση της υπόθεσης ότι δεν έχει συμπληρωθεί το εξάμηνο κράτησης, με αναφορά πάντοτε από την ημερομηνία κράτησης του, 4.2.2015 μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για Habeas Corpus στις 10.7.2015. Η περίοδος των 6 μηνών που καθορίζεται ρητά στο Άρθρο 18ΠΣΤ(7) της Οδηγίας, τέθηκε στη σοφία του ευρωπαίου νομοθέτη, ως η ελάχιστη εκείνη περίοδος που χρειάζεται για να επιτευχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης, ιδιαίτερα όταν αφορά αλλοδαπούς που κατά κανόνα βρίσκονται στη Δημοκρατία, εισερχόμενοι μέσω των κατεχομένων περιοχών και, όπως στην περίπτωση του αιτητή, χωρίς διαβατήριο και επιπρόσθετα με ψευδές και πλαστό ταξιδιωτικό έγγραφο. Με δεδομένο όπως αναφέρθηκε ήδη, ότι δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για παράνομη κράτηση που να δικαιολογεί την έκδοση Habeas Corpus πριν τη λήξη τουλάχιστον του εξαμήνου. Κατά κανόνα από τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί και τις αιτήσεις που καταχωρούνται στο Ανώτατο Δικαστήριο, είναι η παράταση της κράτησης των 6 μηνών που δυνατόν να δικαιολογεί την απελευθέρωση, όταν η παράταση δεν γίνεται νομίμως από τις αρμόδιες αρχές ή δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που να δικαιολογούν το χρόνο που έχει διαρρεύσει. Σ' αυτό το σημείο, το Δικαστήριο θα πρέπει να εκφράσει τη διαφορετική του άποψη με όλο το σεβασμό από τις απόψεις που έχουν εκφραστεί από αδελφούς Δικαστές στις υποθέσεις, Αναφορικά με την Αίτηση του Santos Koho Malisawa ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 Α.Α.Δ. 848, ECLI:CY:AD:2015:D271 και Mustfa ν. Δημοκρατίας (2012) 1(Β) A.A.Δ.1623.

 

Εάν χωρίς αποχρώντα λόγο είναι δυνατό να γίνει αίτηση Habeas Corpus και πριν την εκπνοή του εξαμήνου, τότε καταστρατηγείται η πρόνοια, αλλά και η φιλοσοφία της Οδηγίας, η οποία όπως έχει επεξηγηθεί σε αποφάσεις και αυτού του Δικαστηρίου, όπως την Bochorishvili (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 806, η Οδηγία και η ενσωμάτωση της στο Κυπριακό Δίκαιο, προνοεί για δυο ελέγχους και δια προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 όσον αφορά τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και δια διατάγματος Habeas Corpus όσον αφορά τη διάρκεια κράτησης. Μεταφερόμενη η Οδηγία στο υφιστάμενο δικαιϊκό σύστημα, ο νομοθέτης προνόησε ρητώς με το Άρθρο 18ΠΣΤ(3)(α), ότι το αρχικό διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146, ενώ με το Άρθρο 18ΠΣΤ(5)(α), παρέχεται δικαίωμα αίτησης έκδοσης εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος αναφορικά με τη διάρκεια της κράτησης, (δέστε και Shuying v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2725).

 

Στην περίπτωση του αιτητή η μη συμπλήρωση του εξαμήνου της κράτησης του και η μη αμφισβήτηση ταυτόχρονα της νομιμότητας των εκδοθέντων διαταγμάτων, δεν θα μπορούσαν να ελεγχθούν με Habeas Corpus, εφόσον θεωρείται νομοθετικά η αρχική περίοδος των έξι μηνών ως η κατ' ανώτατο όριο νόμιμη περίοδος κράτησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει η απομάκρυνση να γίνεται το συντομότερο δυνατόν. Αλλά στην περίπτωση του αιτητή, δεν έχουν τεθεί δεδομένα ότι η κράτηση κατέστη παράνομη. 

 

Όσον αφορά την ανά δίμηνο αυτεπάγγελτη εξέταση της νομιμότητας της κράτησης πέραν του ότι κατά την πρώτη θέση του Δικαστηρίου, η Οδηγία δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του αιτητή λόγω της ποινικής καταδίκης του, παρατηρείται και το εξής. Ο αιτητής προδήλως δεν επιθυμεί την απομάκρυνση του από τη Δημοκρατία, εξ ου και δεν υπέβαλε, όπως θα δικαιούτο, δυνάμει της παραγρ.(β) του Άρθρου 18ΠΣΤ(4), αίτηση στον Υπουργό για εξέταση της κράτησης του σε εύλογο χρόνο. Είναι αντινομικό κατά το Δικαστήριο να επιδιώκει ο αιτητής τη μη απέλαση του και αυτό το έχει υποστηρίξει και με την προσφυγή που έχει καταχωρήσει και ταυτόχρονα να επιδιώκει να αφεθεί ελεύθερος από την κράτηση, η οποία σκοπό έχει μόνο να βοηθήσει τη διαδικασία απομάκρυνσης του, δηλαδή, την απέλαση του. Η κράτηση συνδέεται με τον επιδιωκόμενο σκοπό της Οδηγίας που είναι να απομακρύνει τον παράνομο αλλοδαπό από τη Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό (δέστε Kumah (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2461). Αυτή η κράτηση συνδέεται βεβαίως και με τον κίνδυνο διαφυγής.

 

Αυτός ο κίνδυνος διαφυγής ενυπάρχει εγγενώς από την ίδια τη φύση της υπόθεσης. Ο αιτητής, όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Σταυρινός και είναι δεδομένο από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, δεν κατέχει ταξιδιωτικό έγγραφο, αντίθετα κατείχε πλαστό ταξιδιωτικό έγγραφο. Επομένως με την καταδίκη του σε πλαστοπροσωπία παρουσιασθείς ως άλλο πρόσωπο για να εξέλθει της Δημοκρατίας, διαφαίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος θα υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της διαφυγής με τη χρήση παρανόμων μέσων και άρα της μη νόμιμης απέλασης, που είναι και ο σκοπός της κράτησης. Είναι γεγονός ότι θα έπρεπε να καταδεικνύονται μέσα από την ένσταση οι προσπάθειες που έγιναν για την απομάκρυνση του αιτητή στο μεταξύ ο οποίος, όπως εκ των υστέρων δήλωσε ο κ. Σταυρινός, δεν συνεργάζεται. Όμως με δεδομένη τη νομιμότητα της έκδοσης των διαταγμάτων, την ανυπαρξία ταξιδιωτικών εγγράφων και τη μη πάροδο του εξαμήνου, το ζήτημα δεν αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.

 

Η θέση της κας Χαραλαμπίδου είναι ότι με αποφάσεις του ΕΔΑΔ, φαίνεται να παραβιάζεται το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εφόσον θα έπρεπε να ελεγχθούν οι ενέργειες που έχουν γίνει προς απέλαση του αιτητή. Η απάντηση είναι ότι η Δημοκρατία κρατεί ένα άτομο το οποίο δεν έχει διαβατήριο, του οποίου η κράτηση νομίμως υφίσταται με βάση τα εκδοθέντα διατάγματα, ενώ δεν έχει ακόμη περάσει το εξάμηνο. Ακόμη και αν ήθελε τύχει εφαρμογής η Οδηγία, η πάροδος του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος δεν είναι περίοδος που να θεωρείται ότι έχει υπερβεί οποιονδήποτε λογικό χρονικό διάστημα για την απομάκρυνση του αιτητή πίσω στη χώρα του, εκκρεμούσης μάλιστα της προσφυγής την οποία έχει καταχωρήσει εναντίον της απόρριψης της αίτησης ασύλου. Με άλλα λόγια, το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης πρέπει να εναρμονίζεται και να διαβάζεται και με τα ευρωπαϊκά δεδομένα που τυγχάνουν εφαρμογής με βάση την Οδηγία, αλλά και το κυριαρχικό δικαίωμα ενός κράτους να ελέγχει την παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος του, ιδιαίτερα όταν αυτά έχουν καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα πλαστοπροσωπίας. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι το εν λόγω Άρθρο 5 αφορά στον έλεγχο της αυθαίρετης κράτησης χωρίς, δηλαδή, νόμιμη διαταγή και αναθεώρηση από αρμόδιο Δικαστήριο. Ακόμη το Άρθρο 5(1)(f) προνοεί για εξαιρέσεις όταν η περίπτωση εμπίπτει στο δικαίωμα του κράτους να κρατεί υπό περιορισμό άτομο εναντίον του οποίου έχουν εκδοθεί διατάγματα με σκοπό την απέλαση ή την έκδοση του. (δέστε σχετικά Jacobs, White & Ovey: The European Convention on Human Rights 5η έκδ. σελ. 209 κ.ε. και ιδιαίτερα τις σελ. 233-235).

 

Άλλες αποφάσεις που έχει αναφέρει η κα. Χαραλαμπίδου όπως τις Fonjungo (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 861, Bochorishvili (πιο πάνω) και Todorovic (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:D98Α.Α.Δ. 304, ήταν υποθέσεις που είχαν περάσει την εξάμηνη κράτηση, και κρίθηκαν πάνω σε εντελώς διαφορετικά δεδομένα.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Τα έξοδα των μεταφραστών να καλυφθούν από τη Δημοκρατία.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο