ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ.4) (1993) 1 ΑΑΔ 961
Aναφορικά με την αίτηση του Σταύρoυ Μεστάνα (2000) 1 ΑΑΔ 1469
Επί τοις Αφορώσι την αίτηση της HellengerTrading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΗΛΑΒΑΚΗ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 7/2019, 25/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:D22
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 48/21, 6/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D127
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΤΣΑ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 157/2018, 17/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:D541
ECLI:CY:AD:2015:A510
(2015) 1 ΑΑΔ 1705
10 Ιουλίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30.2 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΑ
ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964),
ΑΡΘΡΟ 6(1) ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΣΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 53 ΘΕΣΜΟΙ 1-14 (Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΙ ΣΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 59 ΘΕΣΜΟΙ 3-8 ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΑΓΓΛΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ), ΣΤΙΣ
ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ, ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ, ΣΤΙΣ ΣΥΜΦΥΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΣΤΙΣ 29/1/2015 ΝΑ ΑΠΟΡΡΙΨΕΙ ΑΙΤΗΜΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 1097, 7338,
7397, 7233, 7587 ΚΑΙ 7306/12 ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΟΤΙ ΕΙΧΕ
ΚΑΤΑΓΓΕΛΘΕΙ ΣΤΙΣ 9/12/2014 ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΚΗΓΟΡΟ
ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΗΣ/ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ
ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ AMSTESO ELECTRIC
LTD (ΑΡ. 2) ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή
PROHIBITION ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 64/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδοθείσας σε πρώτο βαθμό, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari και Prohibition, για ακύρωση απορριπτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε αίτημα για εξαίρεση του, υποβληθέν στο πλαίσιο ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης ― Επικύρωση πρωτοβάθμιας κατάληξης περί διαθέσιμου εναλλακτικού ένδικου μέσου και απουσίας εξαιρετικών περιστάσεων.
Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari και Prohibition.
Σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία αφορούσαν στην παρούσα, στις 5.12.2014, στα πλαίσια εκδίκασης αίτησης στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση 1135/2011, έλαβε χώρα λεκτικό επεισόδιο μεταξύ του δικηγόρου των Αιτητών και Δικαστού, με αποτέλεσμα ο πρώτος να υποβάλει στις 9.12.2014 καταγγελία στο Ανώτατο Δικαστήριο για τη συμπεριφορά της Δικαστού. Για το συγκεκριμένο παράπονο δεν έχει λάβει οποιαδήποτε ενημέρωση κατά πόσο ολοκληρώθηκε η έρευνα ή όχι.
Στα πλαίσια της Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης 30201/14, στην οποία κατήγοροι ήταν οι νυν Αιτητές, ο δικηγόρος τους υπέβαλε προφορικό αίτημα για εξαίρεση της πιο πάνω Δικαστού. Η Δικαστής, στις 23.12.2014 εξέδωσε απόφαση, με την οποία αποδέχθηκε το αίτημα και εξαιρέθηκε από την εκδίκαση της υπόθεσης. Καθοριστικός παράγοντας φαίνεται, από ότι αναφέρεται στην απόφαση, να ήταν «το πρόσφατο της επιστολής-καταγγελίας ως επίσης και η μη ολοκλήρωση εκείνης της διαδικασίας.».
Στις 12.1.2015 υποβλήθηκαν παρόμοια αιτήματα και στις άλλες έξι ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, στις οποίες κατήγοροι ήταν οι νυν Αιτητές. Η έντιμη Δικαστής, αφού άκουσε το δικηγόρο των Αιτητών, στις 29.1.2015 απέρριψε και τα έξι αιτήματα που υποβλήθηκαν για εξαίρεσή της.
Οι Αιτητές χαρακτηρίζουν τη μη αποδοχή των αιτημάτων τους για εξαίρεση της Δικαστού, ως παράνομη, καθότι παραβιάζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το αντίστοιχο Άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Παράλληλα, προέβαλαν ότι παραβιάζονται οι αρχές φυσικής δικαιοσύνης. Τέλος, εισηγήθηκαν ότι είναι άκρως αντιφατικό εκ μέρους της συγκεκριμένης Δικαστού να κρίνει ότι ήταν πρέπον να εξαιρεθεί από την πρώτη υπόθεση, όχι όμως από τις άλλες έξι υποθέσεις.
Προεβλήθη ότι επρόκειτο περί έκδηλης παρανομίας και το Δικαστήριο θα πρέπει να παραχωρήσει την αιτούμενη άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari και Prohibition.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στη βάση του ότι δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες ότι υπάρχει το ένδικο μέσο της έφεσης, προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας για καταχώρηση αίτησης Certiorari. Κατέληξε, ότι δεν υπήρχε ο,τιδήποτε που, σύμφωνα με τη νομολογία, θα μπορούσε να συνιστούσε εξαιρετική περίσταση.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα παράπονα των εφεσειόντων σχετίζονταν περισσότερο με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ο οποίος δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα.
Η αίτηση για άδεια απερρίφθη με τη διαπίστωση ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου και την απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.
Η πιο πάνω κατάληξη αμφισβητήθηκε με την έφεση, η επιχειρηματολογία της οποίας επικεντρώθηκε στην ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Προβλήθηκε περαιτέρω, από τον δικηγόρο των εφεσειόντων ότι πρόκειται για ποινική υπόθεση όπου δεν προβλέπεται έφεση σε ενδιάμεση απόφαση. Aν θα έπρεπε, σύμφωνα με την εισήγηση, το θέμα της εξαίρεσης της δικαστού να ελεγχθεί στην έφεση που θα ασκηθεί μετά το πέρας της δίκης, σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορουμένου, τότε το εγειρόμενο ζήτημα θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Σε περίπτωση δε αθωωτικής απόφασης και επιτυχίας της έφεσης επί του ζητήματος της εξαίρεσης της δικαστού, θα σημαίνει επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος θα υποβληθεί σε δεύτερη ποινική διαδικασία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, δεν αρκεί σε υποθέσεις αιτήσεων προνομιακών ενταλμάτων να καταδεικνύεται συζητήσιμο ζήτημα.
2. Εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, η επίκληση της εξαιρετικής δικαιοδοσίας για έκδοση προνομιακού εντάλματος, που χαρακτηρίστηκε ως το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου, πρέπει να δικαιολογείται από την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
3. Στην υπόθεση Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 γίνεται αναφορά τόσο στην Αγγλική όσο και την Κυπριακή νομολογία επί του εγειρόμενου θέματος της σύγκρισης των δύο διαθέσιμων θεραπειών.
4. Στην προκείμενη περίπτωση, η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη αποτελεσματική, επωφελής ή βολική, για το λόγο ότι αυτή θα πρέπει να ασκηθεί στο τέλος της διαδικασίας της υπόθεσης.
5. Πέραν τούτου, ο χρόνος εκδίκασης δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, καθότι, ακόμα και σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης, το ζήτημα της μη εξαίρεσης της δικαστού μπορεί να εξεταστεί κατ' έφεση.
6. Βεβαίως, το ζήτημα που θα εξεταστεί στην έφεση ανάγεται στο κατά πόσο όντως υπήρξε προκατάληψη εκ μέρους της δικαστού κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Το γεγονός ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης επί του ζητήματος αυτού, η υπόθεση θα οδηγηθεί σε επανεκδίκαση, δεν προέκυπτε ότι αποτελεί εξαιρετική περίσταση.
7. Άλλωστε, ζητήματα παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, που παρατηρούνται κατά την διάρκεια μίας δίκης, συχνά αποτελούν λόγους έφεσης στο τέλος της διαδικασίας, έστω και αν απολήγουν σε επανεκδίκαση υποθέσεων.
8. Και σε αυτή τη περίπτωση το ένδικο μέσο της έφεσης, αποτελεί αποτελεσματική και πρόσφορη θεραπεία για τους αιτητές.
9. Συνακόλουθα, ορθά απορρίφθηκε η αίτηση με αναφορά σε άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο και στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.
10. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης παρήλκε η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης, οι οποίοι άπτονταν επιπρόσθετων θεμάτων που εξέτασε το Δικαστήριο, η έκβαση των οποίων δεν μπορούσε να επηρεάσει το πιο πάνω συμπέρασμα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
R. v. Epping and Harlow General Comrs [1983] 3 ALL E.R. 257,
R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717,
Μιχαήλ ν. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,
Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 24/2015), ημερομ. 12/2/2015.
Π. Μιχαήλ, για τους Εφεσείοντες.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή απόφασης αδελφού μας Δικαστή, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων για άδεια παραχώρησης εντάλματος Certiorari και Prohibition.
Τα γεγονότα της υπόθεσης παρατίθενται με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση και έχουν ως ακολούθως:
«...στις 5.12.2014, στα πλαίσια εκδίκασης αίτησης στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση 1135/2011, έλαβε χώρα λεκτικό επεισόδιο μεταξύ του δικηγόρου των Αιτητών και της Δικαστού Νάγιας Οικονόμου, με αποτέλεσμα ο πρώτος να υποβάλει στις 9.12.2014 καταγγελία στο Ανώτατο Δικαστήριο για τη συμπεριφορά της Δικαστού. Για το συγκεκριμένο παράπονο δεν έχει λάβει οποιαδήποτε ενημέρωση κατά πόσο ολοκληρώθηκε η έρευνα ή όχι.
Στα πλαίσια της Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης 30201/14, στην οποία κατήγοροι ήταν οι νυν Αιτητές, ο δικηγόρος τους κ. Πέτρος Μιχαήλ υπέβαλε προφορικό αίτημα για εξαίρεση της πιο πάνω Δικαστού. Η Δικαστής, στις 23.12.2014 εξέδωσε απόφαση, με την οποία αποδέχθηκε το αίτημα και εξαιρέθηκε από την εκδίκαση της υπόθεσης. Καθοριστικός παράγοντας φαίνεται, από ότι αναφέρεται στην απόφαση, να ήταν «το πρόσφατο της επιστολής-καταγγελίας ως επίσης και η μη ολοκλήρωση εκείνης της διαδικασίας.».
Στις 12.1.2015 υποβλήθηκαν παρόμοια αιτήματα και στις άλλες έξι ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, στις οποίες κατήγοροι ήταν οι νυν Αιτητές. Η έντιμη Δικαστής, αφού άκουσε το δικηγόρο των Αιτητών, στις 29.1.2015 απέρριψε και τα έξι αιτήματα που υποβλήθηκαν για εξαίρεσή της. Οι Αιτητές θεωρούν τη μη αποδοχή των αιτημάτων τους για εξαίρεση της Δικαστού, ως παράνομη, καθότι παραβιάζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το αντίστοιχο Άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Παράλληλα, θεωρούν ότι παραβιάζονται οι αρχές φυσικής δικαιοσύνης. Τέλος, θεωρούν ότι είναι άκρως αντιφατικό εκ μέρους της συγκεκριμένης Δικαστού να θεωρήσει ότι ήταν πρέπον να εξαιρεθεί από την πρώτη υπόθεση, όχι όμως από τις άλλες έξι υποθέσεις. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Αιτητών θεωρεί ότι πρόκειται περί έκδηλης παρανομίας και το Δικαστήριο θα πρέπει να παραχωρήσει την αιτούμενη άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari και Prohibition.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση του ότι δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες ότι υπάρχει το ένδικο μέσο της έφεσης, προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας για καταχώρηση αίτησης Certiorari. Κατέληξε, ότι δεν υπήρχε ο,τιδήποτε που, σύμφωνα με τη νομολογία, θα μπορούσε να συνιστά εξαιρετική περίσταση.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα παράπονα των εφεσειόντων σχετίζονται περισσότερο με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ο οποίος δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα. Αναφορικά δε με τη θέση που υποστήριξαν οι εφεσείοντες πρωτόδικα ότι η δικαστής, ενώ εξαιρέθηκε σε μία υπόθεση, στη συνέχεια αντιφατικά άλλαξε άποψη και αποφάσισε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι δε θα εξαιρείτο από τις άλλες έξι υποθέσεις, ο αδελφός μας Δικαστής έκρινε ότι και αυτό εντάσσεται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, το λανθασμένο της οποίας μπορεί να ελεγχθεί με έφεση. Έκρινε, επίσης, ότι δεν ευσταθούσε ούτε το άλλο επιχείρημα των εφεσειόντων, ότι δηλαδή η δικαστής θα έπρεπε να εξαιρεθεί επειδή ο συνήγορος των εφεσειόντων θα έδιδε μαρτυρία στην υπόθεση.
Η αίτηση για άδεια απερρίφθη με τη διαπίστωση ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου και την απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.
Με έξι λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες θεωρούν ως λανθασμένα τα ακόλουθα ευρήματα του Δικαστηρίου:
(α) «Ο κ. Μιχαήλ εκ μέρους των Αιτητών εισηγήθηκε ότι η έφεση θα πάρει χρόνο με αποτέλεσμα εάν τελικά επιτύχει, να έχει ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία στο κατώτερο δικαστήριο με συνέπειες στην υπόθεση των Αιτητών και αυτό κατά την γνώμη του αποτελεί εξαιρετική περίσταση». (πρώτος λόγος έφεσης)
(β) «Πέραν των πιο πάνω, τα παράπονα των Αιτητών σχετίζονται περισσότερο με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, ο οποίος όπως έχω εξηγήσει, δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα». (δεύτερος λόγος έφεσης)
(γ) «Ο δικηγόρος των Αιτητών υποστήριξε επίσης ότι η δικαστής ενώ εξαιρέθηκε σε μια υπόθεση, στη συνέχεια αντιφατικά άλλαξε άποψη και αποφάσισε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι δεν θα εξαιρείτο από τις άλλες έξι υποθέσεις. Όμως και αυτό εντάσσεται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, το λανθασμένο της οποίας μπορεί να ελεγχθεί με έφεση». (τρίτος λόγος έφεσης)
(δ) «Ούτε το άλλο επιχείρημα του κ. Μιχαήλ ευσταθεί, ότι η δικαστής θα έπρεπε να εξαιρεθεί επειδή ο ίδιος θα έδιδε μαρτυρία στην υπόθεση». (τέταρτος λόγος έφεσης)
(ε) «Θεωρώ εντελώς αχρείαστο να σχολιάσω μια τέτοια άστοχη εισήγηση, η οποία δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία που υπάρχει επί του θέματος της προκατάληψης. Κατ' αρχάς δεν συμφωνώ ότι ο αντικειμενικός παρατηρητής θα μπορούσε να σχηματίσει την εντύπωση ότι υπάρχει υπό τις περιστάσεις, πραγματική πιθανότητα προκατάληψης. Όπως έχει νομολογηθεί, εικασίες ή καχυποψίες δεν είναι αρκετές για να εδραιώσουν προκατάληψη και είναι λυπηρό που ο κ. Μιχαήλ πιστεύει διαφορετικά». (πέμπτος λόγος έφεσης)
(στ) «Με τη διαπίστωση ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου και την απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, η αιτούμενη άδεια δεν μπορεί να παραχωρηθεί.» (έκτος λόγος έφεσης)
Αναπτύσσοντας τον πρώτο λόγο έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι το υπό στοιχείο (α) πιο πάνω απόσπασμα αποτελεί «ημιτελή και αλλοιωμένη» αναφορά του ισχυρισμού του στην πρωτόδικη διαδικασία. Αυτό που υποστήριξαν οι εφεσείοντες, εισηγήθηκε, τόσο στην Έκθεση που συνόδευε την αίτηση όσο και κατά την ακρόαση της αίτησης, είναι ότι το ένδικο μέσο της έφεσης δεν είναι, στην παρούσα περίπτωση αποτελεσματικό, ούτε ευχερές, έχοντας υπόψη ότι πρόκειται για ποινική υπόθεση όπου δεν προβλέπεται έφεση σε ενδιάμεση απόφαση. Aν θα έπρεπε λοιπόν, σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Μιχαήλ, το θέμα της εξαίρεσης της δικαστού να ελεγχθεί στην έφεση που θα ασκηθεί μετά το πέρας της δίκης, σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορουμένου, τότε το εγειρόμενο ζήτημα θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Σε περίπτωση δε αθωωτικής απόφασης και επιτυχίας της έφεσης επί του ζητήματος της εξαίρεσης της δικαστού, θα σημαίνει επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος θα υποβληθεί σε δεύτερη ποινική διαδικασία.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία, δεν αρκεί σε υποθέσεις αιτήσεων προνομιακών ενταλμάτων να καταδεικνύεται συζητήσιμο ζήτημα. Εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, η επίκληση της εξαιρετικής δικαιοδοσίας για έκδοση προνομιακού εντάλματος, που χαρακτηρίστηκε ως το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου, πρέπει να δικαιολογείται από την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων (βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, R. v. Epping and Harlow General Comrs [1983] 3 ALL E.R. 257 R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Μιχαήλ κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 247, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552).
Στην υπόθεση Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 γίνεται αναφορά τόσο στην Αγγλική όσο και την Κυπριακή νομολογία επί του εγειρόμενου θέματος της σύγκρισης των δύο διαθέσιμων θεραπειών. Παραθέτουμε απόσπασμα από τη σελίδα 1477 της απόφασης:
«Εκείνο που ενώνει τις δυο δικαιοδοσίες, την αγγλική και την κυπριακή, είναι οι αρχές που διέπουν το θέμα. Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ' ανάγκη αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες. Όπως λέχθηκε στην R. v. Secretary of State (ανωτέρω) στη σελίδα 724, για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες προβλέφθηκε έφεση. Στους δε Halsbury's Laws of England 4η έκδοση Τόμος 1(ι) σελ. 94 § 61, προσδιορίζεται ως υπερκείμενο κριτήριο το κατά πόσο η εναλλακτική θεραπεία δεν είναι τόσο βολική, επωφελής και αποτελεσματική.
Οι υποθέσεις Hillingdon και Μerseyside αφορούσαν σε διοικητικούς χειρισμούς και η έφεση που προβλεπόταν ήταν "ιεραρχική", και στις δυο περιπτώσεις σε Υπουργό. Οι συγκριτικές αναφορές που έγιναν είναι συναρτημένες προς τις ιδιατερότητες του εκεί συστήματος (βλ. και R. v. Birmingham City Council Ex. p. Ferrero Ltd [1993] 1 All E.R. 530) και είναι νομίζουμε σαφές πως ο προβληματισμός ο δικός μας αναφορικά με το θέμα πρέπει να διέρχεται μέσα από τις δικές μας θεσμικές ρυθμίσεις. Παράδειγμα παρέχει η Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 4) (1993) 1 A.A.Δ. 961. Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο των θεσμών μας, δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία ανάλογη προς την prohibition, που εγκύρως είχαν διεκδικήσει οι αιτητές, κρίθηκε ως εξαιρετική περίσταση που δικαιολογούσε ανάληψη δικαιοδοσίας σε σχέση με το αίτημα για certiorari, αφού τα δυο ήταν συναφή.»
Στην προκείμενη περίπτωση, η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη αποτελεσματική, επωφελής ή βολική, για το λόγο ότι αυτή θα πρέπει να ασκηθεί στο τέλος της διαδικασίας της υπόθεσης. Πέραν τούτου, ο χρόνος εκδίκασης δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, καθότι, ακόμα και σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης, το ζήτημα της μη εξαίρεσης της δικαστού μπορεί να εξεταστεί κατ' έφεση. Βεβαίως, το ζήτημα που θα εξεταστεί στην έφεση ανάγεται στο κατά πόσο όντως υπήρξε προκατάληψη εκ μέρους της δικαστού κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Το γεγονός ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης επί του ζητήματος αυτού, η υπόθεση θα οδηγηθεί σε επανεκδίκαση, δε θεωρούμε ότι αποτελεί εξαιρετική περίσταση. Άλλωστε, ζητήματα παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, που παρατηρούνται κατά την διάρκεια μίας δίκης, συχνά αποτελούν λόγους έφεσης στο τέλος της διαδικασίας, έστω και αν απολήγουν σε επανεκδίκαση υποθέσεων. Και σε αυτή τη περίπτωση κρίνουμε ότι το ένδικο μέσο της έφεσης, αποτελεί αποτελεσματική και πρόσφορη θεραπεία για τους αιτητές.
Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι ορθά απορρίφθηκε η αίτηση με αναφορά σε άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο και στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης, οι οποίοι άπτονται επιπρόσθετων θεμάτων που εξέτασε το Δικαστήριο, η έκβαση των οποίων δεν μπορεί να επηρεάσει το πιο πάνω συμπέρασμά μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.