ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Xριστοδούλου Φαίδωνας ν. Xρίστου Mεταξάκη (1997) 1 ΑΑΔ 1002
Edrinotio Ltd και άλλοι (2012) 1 ΑΑΔ 1900
Συμιλλίδης Aναστάσιος ν. Aστυνομίας (Aρ. 1) (1997) 2 ΑΑΔ 160
Αγαθοκλέους Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 7
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευστάθιου Θεοδώρου (2002) 2 ΑΑΔ 9
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1960 - Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960
Ν. 23(I)/2001 - Ο περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμος του 2001
Ν. 66(I)/1997 - Ο περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμος του 1997
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
PETER KRAEMER HOLDINGS LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 153/2016, 30/1/2018, ECLI:CY:AD:2018:A48
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση 348/2015, 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216
ECLI:CY:AD:2015:D477
(2015) 1 ΑΑΔ 1461
3 Ιουλίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΩΝ:
1. ΕDRINOTIO LTD,
2. KEYGE INVESTMENTS LTD,
3. STYMIE TRADING LTD,
4. ROBYNN HOLDINGS LTD,
5. RHAMES INVESTMENTS LTD,
6. MAREMIO INVESTMENTS LTD,
7. KEFOLEMA LTD,
8. XSTRATA INVESTMENTS LTD,
9. WAGONER HOLDINGS LTD,
10. WOLSELEY HOLDINGS LTD,
11. LARA BUSINESS LTD,
12. AHANIC INVESTMENTS LTD,
13. LITISA INVESTMENTS LTD,
14. POVERO HOLDINGS LTD,
15. PIOSTER INVESTMENTS LTD,
16. PURPLIO LTD,
17. RIGHT PATH LTD,
18. AFRIETEC LTD,
19. CALCULASIO HOLDINGS LTD,
20. CHROIA HOLDING LTD,
21. CHRONOPEMIC INVESTMENTS LTD,
22. CONTROVERSIC INVESTMENTS LTD,
23. CRAZIENO HOLDINGS LTD,
24. ERTASIO HOLDINGS LTD,
25. EUGENIN LTD,
26. FRAGMENTO LTD,
27. FRUCTANIC INVESTMENTS LTD,
28. FYLARGIRO LTD,
29. HISTERIO LTD,
30. KAKTIKA HOLDINGS LTD,
31. KALIDASA INVESTMENTS LTD,
32. KOULTIS HOLDINGS LTD,
33. KRITHARIC HOLDINGS LTD,
34. MAMICO LTD,
35. MREYTON INVESTMENTS LTD,
36. PADOMIC INVESTMENTS LTD,
37. PAMPALAION LTD,
38. PAPRYROS INVESTMENTS LTD,
39. PERTAMIO HOLDINGS LTD,
40. PINKEDIA LTD,
41. POINSETTER INVESTMENTS LTD,
42. POIONTEC LTD,
43. SHREDIA INVESTMENTS LTD,
44. SOSTREFO INVESTMENTS LTD,
45. STALEY HOLDINGS LTD,
46. TINIOTIC INVESTMENTS LTD,
47. VESTIARIO HOLDINGS LTD,
48. XALAZI INVESTMENTS LTD,
49. BROVEMIC LTD,
50. ELIANISA HOLDINGS LTD,
51. LEAVINESIO HOLDINGS LTD,
52. BITONIC LTD,
53. DRIMACO LTD,
54. EXBIGI LTD,
55. VANISHA INVESTMENTS LTD,
56. KMAG HOLDING LTD,
57. JUSTGATE HOLDINGS LTD,
58. REALNATION HOLDINGS LTD,
59. XROMATIOJO LTD,
Εφεσείοντες - Aιτητές,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
ΗΜΕΡ. 10.04.2012 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΑΥΤΟΥ
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Ε.Δ. ΣΕ ΑΙΤΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
(ΑΡ. ΑΙΤ. 44/2012) ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 363/2012)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Επιτρεπτική κατάληξη σε έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτημα για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς το σκοπό ακύρωσης διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 και 2010, Ν.188(Ι)/2007 και Ν.58(Ι)/2010 ― Απόφαση Εφετείου κατά πλειοψηφία ― Παράλειψη αποκάλυψης στοιχείων κατά την έκδοση, τα οποία ήταν ουσιαστικής μορφής, με δεδομένη τη φύση των αιτουμένων διαταγμάτων.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 και 2010, Ν.188(Ι)/2007 και Ν.58(Ι)/2010 ― Καθήκον αποκάλυψης ― Η έκδοση διατάγματος αυτής της μορφής, δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 46(2) προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Το τι θα πρέπει να τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη, εξαρτάται πρωτίστως από το νομικό πλαίσιο από το οποίο διέπεται το αίτημα και κατά δεύτερο λόγο, από τη φύση της υπόθεσης.
Λέξεις και Φράσεις ― «Εύλογη υποψία» στο Άρθρο 46 των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 και 2010, Ν. 188(Ι)/2007 και Ν. 58(Ι)/2010.
Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης, επί της Πολιτικής Αίτησης 60/2012, με την οποία απερρίφθη αίτημα για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς το σκοπό ακύρωσης διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 και 2010, Ν. 188(Ι)/2007 και Ν. 58(Ι)/2010.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση αίτησης, η Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ), μετά από αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας για νομική συνδρομή, υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, ώστε οι Τράπεζες Kύπρου, Marfin Popular Bank, Eurobank EFG και Alpha Bank, να αποκαλύψουν διάφορα στοιχεία που αφορούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς των 59 Αιτητριών-Εταιρειών.
Το Επαρχιακό δικαστήριο, αφού ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου Ν. 188(Ι)/2007, εξέδωσε στις 10.4.2012 το αιτούμενο διάταγμα, με το οποίο διατάσσονταν οι Διευθυντές των τεσσάρων πιο πάνω Τραπεζών όπως, σε σχέση με τις Αιτήτριες, παραδώσουν τα πιο πάνω στοιχεία.
Οι Αιτήτριες είναι 59 κυπριακές εταιρείες, οι οποίες ισχυρίζονται ότι επηρεάζονται άμεσα από το εκδοθέν διάταγμα. Μετά από άδεια που εξασφάλισαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, καταχώρησαν αίτηση, με την οποία αιτήθηκαν την έκδοση εντάλματος Certiorari για:- (α) να ακυρωθεί το πιο πάνω διάταγμα αποκάλυψης και (β) να ανασταλεί κάθε περαιτέρω διαδικασία για την αποστολή εγγράφων ή άλλων στοιχείων στις ρωσικές αρχές, καθότι επηρεάζονται άμεσα τα συμφέροντά τους.
Το ιστορικό από τη σκοπιά των Αιτητριών, διέφερε ουσιωδώς από αυτό που πρόβαλαν οι Καθ' ων η αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Οι Αιτήτριες για να εξασφαλίσουν τις θεραπείες που ζητούσαν, ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοτικού πλαισίου του δικαστηρίου και νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό. Πιο συγκεκριμένα προέβαλαν ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα θα έπρεπε να ακυρωθεί καθότι:-
(1) Παραβίασε το Άρθρο 17 του Συντάγματος και/ή 15 και/ή το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και/ή το Άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997.
(2) Παραβίασε το Άρθρο 30 του Συντάγματος και/ή το Άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
(3) Παραβίασε το Άρθρο 15 του Συντάγματος και/ή το Άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου και βασίστηκε σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου.
(4) Εκδόθηκε από το δικαστήριο καθ' υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου που παρέχεται από τα Άρθρα 45 και/ή 46 του Νόμου Ν. 188(Ι)/2007 και /ή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό.
(5) Υπήρξε δόλος εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση στην αρχική διαδικασία και/ή ψευδορκία του ενόρκως δηλούντα, παραπλάνηση του Δικαστηρίου και παράλειψη αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων στο Δικαστήριο.
(6) Υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου των Άρθρων 9 και 15 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν. 23(Ι)/2001) και των Άρθρων 15, 3, 4 και 5 του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2000 (Ν. 2(ΙΙΙ)/2000).
(7) Το αίτημα της ΜΟΚΑΣ για διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών, υπερέβη τα όρια του αιτήματος συνδρομής της ρωσικής ομοσπονδίας για εξασφάλιση μαρτυρίας.
(8) Μη παρουσίαση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο όλης της γραπτής μαρτυρίας η οποία βρισκόταν στην κατοχή της ΜΟΚΑΣ.
(9) Υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου του Άρθρου 72 του Νόμου N. 188(Ι)/2007 και/ή της Δ.39 θ. 20 και 21 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Τέλος, ο δικηγόρος των Αιτητριών εισηγήθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του εντάλματος Certiorari, αφού δεν υπάρχει άλλο διαθέσιμο ένδικο μέτρο και εν πάση περιπτώσει συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Από την άλλη, οι Καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτήτριες δεν έχουν δικαίωμα (locus standi) να προσβάλουν το εν λόγω διάταγμα αποκάλυψης.
Ως προς την ουσία, υποστήριξαν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ορθά και νόμιμα εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα αποκάλυψης κατ' εφαρμογή των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου Ν. 188(Ι)/2007 και διαφώνησαν με τους νομικούς ισχυρισμούς των Αιτητριών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας την αίτηση σε πρώτο βαθμό, αφού απέρριψε, για τους λόγους που ανέπτυξε, την προδικαστική ένσταση ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα (locus standi) να προσβάλουν το διάταγμα αποκάλυψης, προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της ενώπιόν του αίτησης. Αποφάσισε, αναλύοντας σχετικά τα Άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος, το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 29 του Νόμου Ν. 66(Ι)/1997, ότι όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στο επίδικο διάταγμα ημερομηνίας 10/4/2012, πλην μίας κατηγορίας, αφορούσαν σε συνήθη τραπεζικά έγγραφα και όχι σε αλληλογραφία ή επικοινωνία μεταξύ τράπεζας και των πελατών της. Προχωρώντας, έκρινε ότι το υπό αναφορά διάταγμα αποκάλυψης, ως ενιαίο κείμενο, δεν αφορά στην αποκάλυψη προστατευόμενης από τα Άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος επικοινωνίας. Έκρινε, επίσης, ότι στην προκειμένη περίπτωση, και δεδομένου ότι το διάταγμα αποκάλυψης αφορούσε σε τραπεζικά έγγραφα και όχι σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης, δεν μπορούσε να τεθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Απέρριψε, επίσης, τη θέση των συνηγόρων των Εφεσειόντων ότι εντοπιζόταν παραβίαση του τραπεζικού απόρρητου, κατ΄ακολουθία του Άρθρου 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, Ν. 66(Ι)/1997. Τέλος, παρέχοντας επαρκή αιτιολογία, απέρριψε σειρά εισηγήσεων της πλευράς των Εφεσειόντων, οι οποίες περιστρέφονταν γύρω από κατ΄ισχυρισμόν παραβιάσεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος, υπέρβασης του δικαιοδοτικού πλαισίου των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου και παραβίασης της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων.
Αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της έφεσης απετέλεσε ο δωδέκατος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο, το Ανώτατο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε σε πρώτο βαθμό, ότι τα τραπεζικά έγγραφα που καλύπτει το επίδικο διάταγμα προσδιορίζονταν με αρκετή σαφήνεια, και ότι δεν υπάρχει απόλυτη υποχρέωση των αρχών σε υποθέσεις αυτής της μορφής να επισυνάπτουν ολόκληρη την αλληλογραφία και το σύνολο των εγγράφων, όπως αυτά αποστέλλονται από τη ξένη χώρα.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό: Λιάτσου Δ., συμφωνούντων και των Νικολάτου, Π. και Ναθαναήλ, Δ.:
1. Ως θέμα λογικής προτεραιότητας ήταν ορθό να εξετασθεί στο στάδιο αυτό ο 12ος λόγος έφεσης, το παράπονο δηλαδή των Εφεσειόντων ότι αποκρύβησαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο ουσιώδη στοιχεία τα οποία έπλητταν στη ρίζα τους τους ισχυρισμούς της ΜΟΚΑΣ και τα οποία ήταν απαραίτητα προκειμένου το Επαρχιακό Δικαστήριο να καταλήξει ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης που αφορά στην ύπαρξη εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος, όπως αυτή τίθεται από το Άρθρο 46(2)(α) του Νόμου.
2. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης της πρωτοβάθμιας κρίσης εντοπίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης:
«Κατά πόσον υπήρξε δόλια απόκρυψη ή η αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων στο Επαρχιακό Δικαστήριο:
Οι Αιτήτριες παραπονούνται ότι αποκρύβησαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο δύο σημαντικά και ουσιώδη στοιχεία:- (α) ότι η παραπονούμενη Τράπεζα Μόσχας είχε ξεκινήσει σωρεία αστικών διαδικασιών με τις οποίες διατύπωνε απαιτήσεις βασιζόμενες σε αστικά χρέη και οφειλές εναντίον των Αιτητριών. Κατά τις Αιτήτριες, δεν είναι δυνατό για τα ίδια αστικά δάνεια να προωθείται παράλληλα από τη ΜΟΚΑΣ ο ψευδής ισχυρισμός περί εσόδων από παρανομίες ή παράνομα δάνεια και (β) ότι η ΜΟΚΑΣ έλαβε επιστολή ημερ. 28.3.2012 από το δικηγόρο των Αιτητριών Δρ. Χρ. Κληρίδη στην οποία αναφερόταν ότι το θέμα ήταν πολιτικό, αλλά δεν την αποκάλυψε στο δικαστήριο.
Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης. Έχοντας υπόψη τη φύση του αρχικού αιτήματος, την έκταση των όσων αποκαλύφθηκαν, καθώς και το σκοπό του διατάγματος που επιζητείτο, που δεν ήταν άλλος από την παροχή νομικής συνδρομής για υποβοήθηση των ποινικών ερευνών των ρωσικών αρχών, για αδικήματα υπεξαίρεσης χρημάτων και συγκάλυψης εσόδων, δεν θεωρώ ότι τα δύο αυτά στοιχεία ήταν ουσιώδη ως προς την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δυνάμει του Νόμου Ν. 188(Ι)/2007 και ότι η μη αποκάλυψη τους, οφειλόταν σε εσκεμμένη ενέργεια με στόχο να παραπλανήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.»
3. Δεν υπήρχε συμφωνία με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως, ορθά εντοπίζεται, στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση «Το τι θα πρέπει να τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη, εξαρτάται πρωτίστως από το νομικό πλαίσιο από το οποίο διέπεται το αίτημα και κατά δεύτερο λόγο, από τη φύση της υπόθεσης». Ουσιαστικά γεγονότα είναι αυτά τα οποία είναι σημαντικό να γνωρίζει το Δικαστήριο κατά το στάδιο της ενασχόλησής του με οποιοδήποτε ενώπιον του αίτημα, ιδίως όταν τέτοιο αίτημα υποβάλλεται μονομερώς.
4. Σε τελική δε ανάλυση το κατά πόσο ένα στοιχείο είναι ουσιαστικής μορφής επαφίεται στο ίδιο το Δικαστήριο να το αποφασίσει και δεν συναρτάται με τον καθορισμό του ως τέτοιο από τον αιτητή ή τον συνήγορό του. Το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται σε κάθε περίπτωση στο πλαίσιο της αντιδικίας των μερών και υπό το φως πάντοτε της φύσης της αιτούμενης θεραπείας.
5. Είναι απαραίτητη η αναφορά στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι κάλυψαν το καθήκον τους για αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Όπως ήδη λέχθηκε η φύση της υπόθεσης σε συνάρτηση με τα επιζητούμενα διατάγματα συνιστούσαν την ουσιαστική οριοθέτηση του εύρους της αποκάλυψης που είχαν υποχρέωση να προβούν οι Εφεσίβλητοι.
6. Πυρήνας των θέσεων των Εφεσιβλήτων στην προσπάθειά τους για στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης πληροφοριών ήταν οι αναφορές περί σύστασης εγκληματικής ομάδας από δύο πρώην αξιωματούχους της Τράπεζας της Μόσχας προς το σκοπό υπεξαίρεσης μεγάλων χρηματικών ποσών από την εν λόγω Τράπεζα με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης.
7. Υπό αυτές τις συνθήκες προέβαλαν οι Εφεσίβλητοι ότι τα δύο πιο πάνω πρόσωπα παραβιάζοντας το καταστατικό της Τράπεζας και τις οδηγίες σε σχέση με τη διαδικασία χορήγησης δανείων και εκμεταλλευόμενοι την υπηρεσιακή τους θέση οργάνωσαν τη μεταφορά κεφαλαίων ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τους αντίστοιχους λογαριασμούς της Τράπεζας προς διάφορους λογαριασμούς εταιρειών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους και οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο, ήτοι τις Εφεσείουσες Εταιρείες.
8. Με αυτούς τους ισχυρισμούς ως δεδομένους το όλο πλαίσιο των γεγονότων που κάλυπτε τη φύση των υπό αναφορά δανείων, τον τρόπο λήψης και τη νομική διάσταση των συμφωνιών που κάλυπτε τις προαναφερθείσες μεταφορές των κεφαλαίων αυτών ήταν απόλυτα σχετικό και ουσιαστικό προκειμένου να διαφωτίσει το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης.
9. Εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχετο και το ζήτημα της παράλειψης των Εφεσιβλήτων να θέσουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά το στάδιο της μονομερούς παρουσίας τους τη θέση των Εφεσειόντων ως προς το όλο θέμα, όπως αυτή τους μεταφέρθηκε προηγουμένως μέσω της επιστολής του συνηγόρου τους ημερομηνίας 28.3.2012.
10. Η επιστολή αυτή κοινοποιήθηκε στην υπεύθυνη της ΜΟΚΑΣ λίγες μέρες πριν την καταχώρηση της επίδικης αίτησης και της έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης. Συνοδευόταν από όγκο εγγράφων τα οποία αφορούσαν την όλη υπόθεση, για την οποία και προβάλλετο ο ισχυρισμός ότι καλυπτόταν από καθαρά πολιτικά κίνητρα και πως για πολιτικούς λόγους και πολιτικές εξελίξεις που αφορούσαν τη Ρωσική Ομοσπονδία επιδιώκετο η ποινική δίωξη των πρώην αξιωματούχων της Τράπεζας της Ρωσίας.
11. Στην πιο πάνω επιστολή γινόταν επίσης αναφορά στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού αστικών υποθέσεων σχετικών με την απαίτηση της Τράπεζας της Μόσχας για εξόφληση των επίδικων δανείων.
12. Η έκδοση διατάγματος αυτής της μορφής, ήτοι διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών κατ' ακολουθία των προαναφερθέντων Άρθρων 45 και 46 του Νόμου, δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 46(2) προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος.
13. Ως πρώτη προϋπόθεση καταγράφεται η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του Άρθρου 46, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία.
14. Εύλογη αιτία που συνδέεται, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) του εν λόγω εδαφίου, με την αντιστάθμιση του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας αλλά, κατ' ακολουθία της υποπαραγράφου (ii), και των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
15. Προς κάλυψη των πιο πάνω προϋποθέσεων και προκειμένου να ήταν σε θέση το Επαρχιακό Δικαστήριο να ασκήσει την εκ του Νόμου εξουσία του για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, οι Εφεσίβλητοι είχαν βασικό καθήκον να θέσουν ενώπιόν του τις θέσεις των Εφεσειόντων και τα πιο πάνω στοιχεία που τέθηκαν υπόψη τους μέσω της επιστολής ημερομηνίας 28.3.2012. Στοιχεία τα οποία ήταν ουσιαστικής μορφής με δεδομένη τη φύση των αιτουμένων διαταγμάτων.
16. Η παράλειψη των Εφεσιβλήτων να το πράξουν στέρησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο τη δυνατότητα σφαιρικής εκτίμησης της υπόθεσης και εξέτασής της κάτω από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 46 του Νόμου.
Β. Υπό Γιασεμή Δ., συμφωνησάσης και της Παναγή Δ.:
1. Υπό το φως της κατάληξης της απόφασης της πλειοψηφίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αποδοχή του πιο πάνω λόγου έφεσης και τη συνακόλουθη ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης, δεν απαιτείτο η εξέταση των υπολοίπων λόγων.
2. Ως αποτέλεσμα της εξέτασης που ακολουθεί σε σχέση με τον προαναφερθέντα λόγο έφεσης, η παρούσα κρίση καταλήγει να είναι σύμφωνη με την πρωτόδικη απόφαση, τοποθετούμενη, έτσι, στη μειοψηφία.
3. Στο επίκεντρό της, βρίσκεται, καταρχάς, η θέση που έχει διαμορφωθεί ως προς την επάρκεια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, σε συνάρτηση, κατά την περαιτέρω ανάπτυξή της, και με την εφαρμογή των προνοιών των Άρθρων 45 και 46 του Ν. 188(Ι)/2007, ειδικά, υπό το πρίσμα της επιδίωξης του Μέρους V αυτού αλλά και, γενικά, του εν λόγω Νόμου.
4. Αναμφίβολα, οι διαπιστώσεις, που έγιναν πρωτοδίκως ήταν ορθές και παραπέμπουν, ακριβώς, μεταξύ άλλων, στις σχετικές πρόνοιες του Ν. 188(Ι)/2007, που δεν είναι άλλες από αυτές στα Άρθρα 45 και 46, τα οποία ο Δικαστής παρέθεσε προηγουμένως, διαπιστώνοντας ότι, με βάση την τεθείσα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μαρτυρία, αυτές ικανοποιήθηκαν.
5. Εκρίθη ότι οι μη αποκαλυφθέντες ισχυρισμοί, οι οποίοι περιέχονταν στην επιστολή 28.3.2012 και στα συνοδεύοντα αυτήν έγγραφα, δεν ήταν αναγκαίοι για την κρίση του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα αποκάλυψης, δεδομένης της φύσεως του αιτήματος και του σκοπού που αυτό ήθελε να εξυπηρετήσει. Στο πλαίσιο αυτό, απέρριψε και την εισήγηση για εσκεμμένη παράλειψη αποκάλυψης των εν λόγω ισχυρισμών, ως απόρροια της προηγούμενης διαπίστωσής του.
6. Ο υπό εξέταση, όμως, λόγος έφεσης δεν προβαίνει στην πιο πάνω διασύνδεση μεταξύ πραγματικού και νομικού πλαισίου. Απλώς, εισηγείται ότι η μη αποκάλυψη, στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης, όλων των γεγονότων, γνωστών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στη ΜΟ.Κ.Α.Σ., συνιστά παραβίαση της αρχής η οποία προβλέπει για τέτοια αποκάλυψη.
7. Η εισήγηση, όμως, αυτή, με τη γενικότητα που έχει διατυπωθεί και την αποστασιοποίησή της από τις πρόνοιες των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου, στις οποίες δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, ουσιαστικά, θέτει την εξέταση της εν λόγω αρχής εκτός του ορθού νομικού πλαισίου, καθιστώντας, έτσι, και το σχετικό λόγο έφεσης ατελή.
8. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει έγκυρος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Δ.35, κ. 4, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
9. Η νομολογία, στην οποία γίνεται αναφορά προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης, (Harvardskiy Prumyslovy Hold. A.S. v. Daventree Resour. Ltd κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 801), καταδεικνύει, ακριβώς, τη διαπίστωση αυτή.
10. Η εν λόγω υπόθεση, όπως και οι υποθέσεις στις οποίες αυτή παραπέμπει, σχετικά, αφορούσαν στην έκδοση, μονομερώς, παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, διαφόρων ειδών, όπου το εκδώσαν δικαστήριο είχε να εξετάσει αν, σε αυτές, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ή τα κριτήρια, αναλόγως της περίπτωσης, του παρέχοντος την εξουσία για έκδοσή τους νόμου. Η δε πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, από μέρους των αιτητών, συνέβαλλε, ακριβώς, στην άσκηση, από το εκδώσαν δικαστήριο, της διακριτικής του εξουσίας, που, επίσης, προέβλεπε ο εξουσιοδοτών νόμος.
11. Επομένως, χωρίς τη διασύνδεση της εν λόγω αρχής με τη συγκεκριμένη εξουσία, για την ενάσκηση της οποίας είναι αναγκαία η παράθεση μαρτυρίας, που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι οι πρόνοιες των Άρθρων 45 και 46, όλως ιδιαίτερα οι προϋποθέσεις του εδαφίου (2) του τελευταίου άρθρου, διαπιστώνεται ότι ο υπό εξέταση λόγος έφεσης είναι, όντως, ατελής.
12. Αν, βέβαια, το θέμα το οποίο εγείρεται με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης ετίθετο στην ορθή του νομική διάσταση, η σημασία της μη αποκαλυφθείσας μαρτυρίας θα έπρεπε, ακριβώς, να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προνοιών των Άρθρων 45(1)(2)(3) και 46(1)(2).
13. Όσον αφορά, καταρχάς, το Άρθρο 45(1), η καθιέρωση με αυτό της εξουσίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, αναμφίβολα, παρέσχε ένα σημαντικό, όσο και αναγκαίο, εργαλείο για τη διευκόλυνση και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας διεξαγόμενων ανακρίσεων, σε σχέση με τη διάπραξη αδικημάτων χρηματοοικονομικής φύσεως, στην πάταξη των οποίων αποβλέπει ο Ν. 188(Ι)/2007, και τη διακρίβωση εσόδων, γενικά.
14. Η συνδρομή ενός τέτοιου διατάγματος στην ανακριτική διαδικασία θεωρείται τόσο σημαντική, ώστε η έκδοσή του να επιτρέπεται, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες άλλων νομοθεσιών, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), ενώ, συγχρόνως, με το εδάφιο (3), επιβάλλεται συνεχής υποχρέωση το πρόσωπο προς το οποίο το διάταγμα απευθύνεται να γνωστοποιεί αμέσως στον ανακριτή οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις, ήδη, παρασχεθείσες πληροφορίες.
15. Βέβαια, η εν λόγω εξουσία δεν ασκείται εν λευκώ. Το εκδίδον δικαστήριο, προκειμένου να εκδώσει ένα διάταγμα αποκάλυψης, πρέπει να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 46(2) και αυτό, στη βάση κάποιας μαρτυρίας, η οποία τίθεται ενώπιόν του. Ο βαθμός δε, στον οποίο πρέπει να ικανοποιηθεί, προφανώς, δεν είναι ο ίδιος για όλες τις προϋποθέσεις.
16. Αξιοσημείωτο, όμως, είναι, ειδικά, το κριτήριο που προβλέπεται σε σχέση με τις απαιτήσεις των παραγράφων (α) και (β), δηλαδή η ανάγκη για ύπαρξη εύλογης υποψίας. Ο όρος «υποψία», ορώμενος στο πλαίσιο των προνοιών του Άρθρου 45(1), ανωτέρω, δε φαίνεται να προϋποθέτει την ανάγκη ύπαρξης οποιουδήποτε βαθμού βεβαιότητας, με βάση τη σχετική μαρτυρία.
17. Στο πρώιμο στάδιο της έναρξης ή, ακόμα, και της διεξαγωγής της ανάκρισης, είναι αρκετό η σκέψη να μπορεί να κινηθεί στη σφαίρα της υπόνοιας, ακριβώς, ελλείψει οποιασδήποτε αποδεικτικής μαρτυρίας.
18. Μαρτυρία, για να είναι ικανοποιητική και να δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, πέραν του ότι πρέπει να είναι σχετική, το περιεχόμενό της πρέπει να ικανοποιεί την κρίση του αντικειμενικού κριτή, που, εν προκειμένω, είναι ο εκδίδων δικαστής, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη, υπό το φως της.
19. Δεν απαιτείται οτιδήποτε πέραν τούτου και το διάταγμα αποκάλυψης εκδίδεται, εφόσον διαπιστώνεται ότι συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του Άρθρου 46(2). Υπό το πρίσμα, της ανάλυσης που έχει προηγηθεί, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 45, δεν εφαρμόζεται η αρχή της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), καθώς, επίσης, σε άλλες περιπτώσεις όπου διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μονομερώς, υπόκειται σε αναθεώρηση, στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσής του ή κατόπιν αιτήσεως του επηρεαζομένου προσώπου.
20. Ενισχυτικά της άποψης, η οποία έχει, ως άνω, διαμορφωθεί, είναι και τα εξής: Όταν εκδίδεται ένα διάταγμα για αποκάλυψη πληροφοριών, η χρησιμότητά του και η έκβαση της ανάκρισης, σε σχέση με την οποία αυτό έχει εκδοθεί, είναι αβέβαιες.
21. Για να είναι, όμως, η ανάκριση αποτελεσματική, πρέπει να τηρείται άκρα μυστικότητα όσον αφορά τις περιστάσεις και την έκδοση του διατάγματος και ουδείς ενημερώνεται γι' αυτό, εκτός, βέβαια, από το δικαστήριο.
22. Έπειτα, κατά κανόνα, ένα διερευνώμενο πρόσωπο δεν έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει, με τη λήψη δικαστικών μέτρων, τη σε βάρος του διεξαγόμενη ανάκριση. Εν προκειμένω, η κατάσταση αυτή διασφαλίζεται, καταρχάς, από το Άρθρο 46(3)(δ).
23. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 48, αποτελεί αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι πέντε χρόνια, η αποκάλυψη ότι έχουν διαβιβαστεί στη ΜΟ.Κ.Α.Σ. πληροφορίες σε σχέση με διερευνώμενα αδικήματα που προβλέπει ο Νόμος.
24. Συνεπεία των πιο πάνω ρυθμίσεων, διάταγμα αποκάλυψης, το οποίο εκδίδεται μονομερώς, δε φαίνεται να υπόκειται σε αναθεώρηση, παρόλο ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 72(1), «Κατά την έκδοση οποιωνδήποτε διαταγμάτων, δυνάμει του παρόντος Νόμου, στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ...», αφού, ρητώς, εξαιρούνται οι διατάξεις του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
25. Κατά συνέπεια, με δεδομένες και τις διατάξεις του Άρθρου 46(3)(δ), ανωτέρω, δεν παρέχεται δυνατότητα για έλεγχό του, δυνάμει των προνοιών της Δ.48, κ. 8(4) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
26. Τέλος, με μια μεταγενέστερη της έκδοσης του υπό εξέταση διατάγματος αποκάλυψης τροποποίηση του Ν. 188(Ι)/2007, εισήχθη στο Άρθρο 72 αυτού το εδάφιο (2)[8], όπου προβλέπεται ρητά ότι το διάταγμα αποκάλυψης που εκδίδεται με βάση τα Άρθρα 45 και 46 δεν υπόκειται σε έφεση, επιβεβαιώνοντας, έτσι, τις πιο πάνω θέσεις.
27. Επομένως, δε θα ήταν, ίσως, άτοπη και η παρατήρηση ότι, στην πραγματικότητα, οι εφεσείουσες εταιρείες δεν είχαν locus standi στην ανάληψη της υπό κρίση πρωτόδικης διαδικασίας.
28. Μια τελευταία παρατήρηση είναι πως οι πληροφορίες, οι οποίες, τυχόν, προκύπτουν από την εκτέλεση διατάγματος αποκάλυψης, έχουν, ασφαλώς, περιορισμένη χρησιμότητα και, μόνο αν παραστεί ανάγκη, μπορούν να προσφερθούν ως μαρτυρία στο πλαίσιο ποινικής ή πολιτικής δίκης και, βεβαίως, με την έγκριση, πάντοτε, του εκδικάζοντος δικαστηρίου
Η έφεση επέτυχε με έξοδα κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Edrinotio Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1900,
Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1002,
Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112,
Harvardskiy Prumyslovy Hold. A.S. v. Daventree Resour. Ltd κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 801,
Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.),
Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,
Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 7,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Πολιτική Αίτηση Αρ. 60/2012), ημερομ. 8/8/2012.
Χρ. Κληρίδης με Αλ. Κληρίδη, για τους Εφεσείοντες.
E. Ρωσσίδου-Παπακυριακού (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Σ. Γιορδαμλής, για τη Marfin Popular Bank.
Α. Νικολάου (κα), για την Eurobank.
Ν. Κουρσάρης, για την Τράπεζα Κύπρου.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος. Με αυτή συμφωνούν οι Νικολάτος, Π. και Ναθαναήλ, Δ. Ο Γιασεμής, Δ., θα δώσει τη δική του απόφαση, με την οποία συμφωνεί η Παναγή, Δ..
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ενώπιον μας Πολιτική Έφεση στρέφεται κατά πρωτόδικης απόφασης αδελφού Δικαστή, ημερομηνίας 8/8/2012, επί της Πολιτικής Αίτησης 60/2012, με την οποία απερρίφθη αίτημα για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς το σκοπό ακύρωσης διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, ημερομηνίας 10/4/2012, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 και 2010, Ν.188(Ι)/2007 και Ν.58(Ι)/2010 (θα αναφέρονται στη συνέχεια ως «ο Νόμος»).
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση αίτησης χωρίς ειδοποίηση εκ μέρους της Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «ΜΟΚΑΣ»), και οι προσεγγίσεις των εμπλεκομένων μερών, καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στην εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση. Έχουν ως ακολούθως:
«Η Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ), μετά από αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας για νομική συνδρομή, υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, ώστε οι Τράπεζες Kύπρου, Marfin Popular Bank, Eurobank EFG και Alpha Bank, να αποκαλύψουν διάφορα στοιχεία που αφορούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς των 59 Αιτητριών-Εταιρειών. Η ΜΟΚΑΣ στήριξε το αίτημα της στο εξής ιστορικό, το οποίο καταγράφεται στις παραγράφους 3-6 της ένορκης δήλωσης που επισυνάπτεται στην αίτησή της για εξασφάλιση του διατάγματος αποκάλυψης:-
«3. Σύμφωνα με το επίσημο αίτημα, το Τμήμα Ερευνών του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας διερευνά ποινική υπόθεση εναντίον πρώην αξιωματούχων της Δημόσιας Ανώνυμης Εταιρείας «Τράπεζα της Μόσχας» (στο εξής η ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας»), των Borodin Andrey Fridrikhovich (Η/Γ: 24/05/1967), Akulinin Dmitry καθώς και εταιρειών που έχουν συσταθεί στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, για αδικήματα απάτης, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η παρούσα ποινική υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη από τις 22/2/2012.
4. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, κατά την χρονική περίοδο 2008-2011, ο Borodin Andrey Fridrikhovich ως πρόεδρος της ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» και ο Akulinin Dmitry ως πρώτος αντιπρόεδρος της εν λόγω τράπεζας, συνέστησαν εγκληματική ομάδα με άγνωστα πρόσωπα και υπεξαίρεσαν πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό, που ανήκε στην ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης.
5. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι οι Borodin Andrey Fridrikhovich και Akulinin Dmitry, έχουν παραβιάσει το καταστατικό της ΔΑΕ «Τράπεζα τη Μόσχας» και την οδηγία που εγκρίθηκε με διάταγμα της πιο πάνω τράπεζας την 21η Απριλίου του 2000, «Περί της διαδικασίας χορήγησης δανείων νομικών προσώπων από την Τράπεζα της Μόσχας». Τα πιο πάνω πρόσωπα, καθώς και άγνωστοι συνεργοί τους, με ιδιοτελή κίνητρα, εκμεταλλευόμενοι την υπηρεσιακή τους θέση, με το πρόσχημα της συμμόρφωσης με τους όρους που προβλέπονται από τις συμφωνίες και τα δάνεια, έκαναν κατάχρηση της εμπιστοσύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των μετόχων και άλλων προσώπων και οργάνωσαν τη μεταφορά κεφαλαίων ύψους τουλάχιστον 7,8 δισεκατομμυρίων ρουβλιών (περίπου €201,582,970) από τους αντίστοιχους λογαριασμούς της ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας», προς διάφορους λογαριασμούς εταιρειών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο τους και είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο και δεν πραγματοποιούν οποιαδήποτε οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα. Πρόκειται για τις εταιρείες ...... (αναφέρονται τα ονόματα διάφορων εταιρειών)
6. Στο αίτημα αναφέρεται ότι με σκοπό την απόκρυψη των εγκληματικών τους προθέσεων και δημιουργώντας την εντύπωση της συμμόρφωσης με τις ήδη συναφθείσες συμφωνίες για δάνεια, μεταξύ της ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» και αλλοδαπών νομικών προσώπων, οι Borodin Andrey Fridrikhovich και Akulinin Dmitry, καθώς αι οι άγνωστοι συνεργάτες τους, οργάνωσαν τη μεταφορά ποσού περίπου 1,1 δισεκατομμυρίου ρουβλιών (περίπου €28,429,104), για την αποπληρωμή του χρέους, ενώ υπεξαίρεσαν το υπόλοιπο χρηματικό ποσό, ύψους τουλάχιστον 6,7 δισεκατομμυρίων ρουβλιών (περίπου €173,155,903), για ίδιον όφελος. Σύμφωνα με τις έρευνες των Ρωσικών Αρχών, η οικονομική ζημιά η οποία προκλήθηκε στη ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας», ανέρχεται τουλάχιστον σε 6,7 δισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου €173,155,903). Στις 2/3/2012, η ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» αναγνωρίστηκε ως πολιτικός ενάγων.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007, εξέδωσε στις 10.4.2012 το αιτούμενο διάταγμα, με το οποίο διατάσσονταν οι Διευθυντές των τεσσάρων πιο πάνω Τραπεζών όπως, σε σχέση με τις Αιτήτριες, παραδώσουν τα πιο κάτω στοιχεία:-
«- Έγγραφα ανοίγματος και τήρησης των τραπεζικών λογαριασμών συμπεριλαμβανομένων και εγγράφων που να αποδεικνύουν τους πραγματικούς δικαιούχους, τους διευθυντές, ποιοι ενεργούν ή ενεργούσαν ως εξουσιοδοτημένοι υπογράφοντες των λογαριασμών, ποιοι άνοιξαν στην τράπεζα τους λογαριασμούς των εταιρειών καθώς και πιστοποιητικά ίδρυσης τους.
- Καταστάσεις κίνησης όλων των τραπεζικών λογαριασμών τους οποίους οι πιο πάνω εταιρείες τηρούν/τηρούσαν.
- Δικαιολογητικά για όλες τις χρεώσεις και πιστώσεις που παρουσιάζονται στους εν λόγω λογαριασμούς.
- Οποιαδήποτε άλλα συναφή έγγραφα τα οποία έχουν σχέση με τους εν λόγω λογαριασμούς.
- Τα έγγραφα πρέπει να καλύπτουν την περίοδο από την ημερομηνία ανοίγματος των λογαριασμών μέχρι σήμερα.»
Οι Αιτήτριες είναι 59 κυπριακές εταιρείες, οι οποίες ισχυρίζονται ότι επηρεάζονται άμεσα από το εκδοθέν διάταγμα. Μετά από άδεια που εξασφάλισαν από το Δικαστήριο, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητούν την έκδοση εντάλματος Certiorari για:- (α) να ακυρωθεί το πιο πάνω διάταγμα αποκάλυψης και (β) να ανασταλεί κάθε περαιτέρω διαδικασία για την αποστολή εγγράφων ή άλλων στοιχείων στις ρωσικές αρχές, καθότι επηρεάζονται άμεσα τα συμφέροντά τους.
Το ιστορικό από τη σκοπιά των Αιτητριών, διαφέρει ουσιωδώς από αυτό που πρόβαλαν οι Καθ' ων η αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 της Έκθεσης που συνοδεύει την παρούσα αίτηση:-
«Οι Αιτήτριες συστάθηκαν και λειτουργούσαν με οδηγίες της Τράπεζας της Μόσχας την περίοδο 2007 - 2011. Κατά ή περί τον Απρίλη του 2011 για «καθαρά» πολιτικούς λόγους το «Κρεμλίνο» Ρωσίας μετακίνησε τον τότε Δήμαρχο της Μόσχας κον. Λουσκόφ και σαν αποτέλεσμα τους πρώην Πρόεδρο (A. Borodin) και Αντιπρόεδρο (D. Akulinin) Τραπέζης της Μόσχας ενόψει του ότι τον έλεγχο της Τράπεζας είχε ο Δήμαρχος Μόσχας. H VTB αγόρασε μετοχές της Τραπέζης της Μόσχας και με «ευλογίες» «Κρεμλίνου» ανέλαβε τον έλεγχο και διοίκηση της Τράπεζας. Οι πρώην Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος είναι αιτητές Πολιτικού Ασύλου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με πάγια Νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων λόγω της κατάστασης που επικρατεί στην Ρωσία δεν εκδίδονται αιτητές πολιτικού ασύλου στη χώρα αυτή. Στην προσπάθεια της η Ρωσική Κυβέρνηση να εξασφαλίσει μαρτυρία για δήθεν διάπραξη αδικημάτων από τα δύο πιο πάνω στελέχη σε συνεργασία με την Τράπεζα Μόσχας καταχώρησε 7 Αιτήσεις για Εκκαθάριση των κατωτέρω Αιτητριών:
....(αναφέρονται τα ονόματα των Αιτητριών αρ. 8, 22, 23, 26, 32, 38 και 50)...................
Οι Αιτήσεις εκκρεμούν. Βασίζονται στα επίδικα Δάνεια. Επίσης για τα υπόλοιπα απέστειλε «Statutory Notices» για να προχωρήσει σε εκκαθάριση ενώπιον των υπολοίπων Αιτητριών Εταιρειών.
Παράλληλα προώθησε την πιο κάτω αγωγή για αποκάλυψη:
OJSC Bank of Moscow Vs 1. Marfin Popular Bank Public Co Ltd κ.ά. Αρ. Αγ. 1832/2012. Σε εκείνη εκκρεμεί εκδίκαση Αίτησης Παραμερισμού Διατάγματος Αποκάλυψης κατά της Τράπεζας (Λαϊκής) για δύο εκ των Αιτητριών ήτοι Litisa Investments (Αιτήτρια Αρ. 13) και Sostrefo Investments Ltd (Αιτήτρια Αρ. 44).
Ενώ προωθούσαν τις πιο πάνω διαδικασίες προφανώς η Ρωσική Κυβέρνηση απετάθην στην κυπριακή μετά από «παράπονο» της Τράπεζας της Μόσχας για την εξασφάλιση Μαρτυρίας με τον ψευδή «ισχυρισμό» περί ξεπλύματος. Καμία μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε ή υπάρχει επί του θέματος. Μετά το «πραξικόπημα» Απριλίου 2011 με την απομάκρυνση του Δημάρχου της Μόσχας και του Προέδρου και Αντιπροέδρου της Τράπεζας Μόσχας οι Αιτήτριες Εταιρείες ζήτησαν από την Τράπεζα της Μόσχας να μεταβιβάσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αγοράστηκαν με τα επίδικα Δάνεια στην Τράπεζα της Μόσχας. Η τελευταία καθυστερεί να δώσει απάντηση με «στόχο» να «εξασφαλίσει» «μαρτυρία» κατά των πρώην διευθυντών της. Στο πλαίσιο αυτό ψευδώς και κακοβούλως ενεπλάκησαν οι Αιτήτριες Εταιρείες και εξεδόθη το Επίδικο Διάταγμα Αποκάλυψης ημερ. κατά ή περί 10/04/2012 που επηρεάζει τις Αιτήτριες τις οποίες και δυσφημίζει ως δήθεν εμπλεκόμενες ψευδώς και κακοβούλως σε «ξέπλυμα». Καμία εύλογη υποψία, μπορούσε να υπάρχει αλλά κατασκευάστηκε μέσα από αοριστολογίες και γενικόλογες υποθέσεις.»
Οι Αιτήτριες για να εξασφαλίσουν τις θεραπείες που ζητούν, ισχυρίζονται ότι υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοτικού πλαισίου του δικαστηρίου και νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό. Πιο συγκεκριμένα προβάλλουν ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι:-
(1) Παραβίασε το Άρθρο 17 του Συντάγματος και/ή 15 και/ή το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και/ή το Άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997.
(2) Παραβίασε το Άρθρο 30 του Συντάγματος και/ή το Άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6,
(3) Παραβίασε το Άρθρο 15 του Συντάγματος και/ή το Άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου και βασίστηκε σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου.
(4) Εκδόθηκε από το δικαστήριο καθ' υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου που παρέχεται από τα Άρθρα 45 και/ή 46 του Νόμου 188(Ι)/2007 και /ή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό.
(5) Υπήρξε δόλος εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση στην αρχική διαδικασία και/ή ψευδορκία του ενόρκως δηλούντα, παραπλάνηση του Δικαστηρίου και παράλειψη αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων στο Δικαστήριο.
(6) Υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου των Άρθρων 9 και 15 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν. 23(Ι)/2001) και των Άρθρων 15, 3, 4 και 5 του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2000 (Ν. 2(ΙΙΙ)/2000).
(7) Το αίτημα της ΜΟΚΑΣ για διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών, υπερέβη τα όρια του αιτήματος συνδρομής της ρωσικής ομοσπονδίας για εξασφάλιση μαρτυρίας.
(8) Μη παρουσίαση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο όλης της γραπτής μαρτυρίας η οποία βρισκόταν στην κατοχή της ΜΟΚΑΣ.
(9) Υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου του Άρθρου 72 του Νόμου 188(Ι)/2007 και/ή της Δ.39 θ. 20 και 21 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Τέλος, ο δικηγόρος των Αιτητριών εισηγείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του εντάλματος Certiorari, αφού δεν υπάρχει άλλο διαθέσιμο ένδικο μέτρο και εν πάση περιπτώσει συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Από την άλλη, οι Καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτήτριες δεν έχουν δικαίωμα (locus standi) να προσβάλουν το εν λόγω διάταγμα αποκάλυψης.
Ως προς την ουσία, υποστηρίζουν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ορθά και νόμιμα εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα αποκάλυψης κατ' εφαρμογή των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007 και αντικρούουν ένα προς ένα τους νομικούς ισχυρισμούς των Αιτητριών.»
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού απέρριψε, για τους λόγους που ανέπτυξε, την προδικαστική ένσταση ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα (locus standi) να προσβάλουν το διάταγμα αποκάλυψης, προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της ενώπιόν του αίτησης. Αποφάσισε, αναλύοντας σχετικά τα Άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος, το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 29 του Νόμου 66(Ι)/1997, ότι όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στο επίδικο διάταγμα ημερομηνίας 10/4/2012, πλην μίας κατηγορίας, αφορούσαν σε συνήθη τραπεζικά έγγραφα και όχι σε αλληλογραφία ή επικοινωνία μεταξύ τράπεζας και των πελατών της. Προχωρώντας, έκρινε ότι το υπό αναφορά διάταγμα αποκάλυψης, ως ενιαίο κείμενο, δεν αφορά στην αποκάλυψη προστατευόμενης από τα Άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος επικοινωνίας. Έκρινε, επίσης, ότι στην προκειμένη περίπτωση, και δεδομένου ότι το διάταγμα αποκάλυψης αφορούσε σε τραπεζικά έγγραφα και όχι σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης, δεν μπορούσε να τεθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Απέρριψε, επίσης, τη θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εφεσειόντων ότι εντοπίζεται παραβίαση του τραπεζικού απόρρητου, κατ' ακολουθία του Άρθρου 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, Ν. 66(Ι)/1997. Τέλος, παρέχοντας επαρκή αιτιολογία, απέρριψε σειρά εισηγήσεων της πλευράς των Εφεσειόντων, οι οποίες περιστρέφονταν γύρω από κατ' ισχυρισμόν παραβιάσεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος, υπέρβασης του δικαιοδοτικού πλαισίου των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου και παραβίασης της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων. Είναι αχρείαστη στο παρόν στάδιο περαιτέρω καταγραφή της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κατά την ανάπτυξη των ενώπιόν μας λόγων έφεσης, και στο βαθμό που αυτό θα κριθεί απαραίτητο, θα παραθέσουμε εκτενώς τις ανάλογες προσεγγίσεις του.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με δεκατέσσερις λόγους έφεσης. Αναλυτικότερα:
Οι δύο πρώτοι λόγοι συμπλέκονται. Τίθεται εκ μέρους των Εφεσειόντων ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στο επίδικο διάταγμα υπάρχουν κατηγορίες εγγράφων, ήτοι συνήθη τραπεζικά έγγραφα αλλά και έγγραφα προστατευόμενα ως αλληλογραφία, από μόνο του έπρεπε να οδηγήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος. Προστίθεται, περαιτέρω, ότι, εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα πως δεν υπήρχε τελικά πρόσβαση σε επικοινωνίες αλλά σε συνήθη τραπεζικά έγγραφα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι ορθά έκρινε ότι τα έγγραφα των οποίων ζητείτο η αποκάλυψη συνιστούσαν «πληροφορία» εντός της έννοιας του Άρθρου 44 του Νόμου, εσφαλμένα παρέκαμψε το Νόμο και το Άρθρο 17 του Συντάγματος, διατυπώνοντας την άποψη ότι τα αναφερόμενα στο σχετικό διάταγμα έγγραφα δεν συνιστούσαν αλληλογραφία ή επικοινωνία μεταξύ τράπεζας και των πελατών της.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι εσφαλμένα και/ή αντισυνταγματικά και/ή κατά παράβαση της Αρχής Διάκρισης των Εξουσιών, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξαίρεσε από μόνο του «συνήθη τραπεζικά έγγραφα» από το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 17 του Συντάγματος, αφού πουθενά ο συνταγματικός νομοθέτης δεν έχει εξαιρέσει επικοινωνίες με τραπεζικούς οργανισμούς ή «συνήθη τραπεζικά έγγραφα» από την εφαρμογή του πιο πάνω Άρθρου. Πρόσθετα, μέσω του πέμπτου λόγου έφεσης προβάλλεται ότι υπήρχε μαρτυρικό υλικό με το οποίο καταδεικνύετο ότι το διάταγμα αφορούσε, όπως ήταν διατυπωμένο, ούτως ή άλλως, επικοινωνία μεταξύ των Εφεσειόντων και της Τράπεζας.
Ο έκτος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακύρωσε το διάταγμα από τη στιγμή που διαπίστωσε ότι συγκεκριμένο μέρος του, η προτελευταία παράγραφος, είναι γενική και δεν εξαιρεί την αποκάλυψη εγγράφων που ενδεχομένως να εμπίπτουν στους όρους «αλληλογραφία» ή «επικοινωνία».
Ο έβδομος λόγος έφεσης αναφέρεται σε συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήτοι σε αναφορά υπό μορφή obiter, γύρω από τη σχέση της ΜΟΚΑΣ με τον Γενικό Εισαγγελέα. Ήταν η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ερμηνεύοντας το Άρθρο 54 του Νόμου, ότι η ΜΟΚΑΣ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεξάρτητη αρχή ή ξεχωριστή οντότητα. Θέτει η πλευρά των Εφεσειόντων ότι η ΜΟΚΑΣ είναι ανεξάρτητη αρχή, ξεχωριστή οντότητα, με ιδιότυπο νομικό καθεστώς.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα, και παρερμηνεύοντας τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι τα τραπεζικά έγγραφα δεν εμπίπτουν σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης ώστε να τίθεται θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος.
Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά κατ' ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο του Άρθρου 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, Ν.66(Ι)/1997. Συμπλέκεται με τον εντέκατο λόγο έφεσης, ο οποίος επίσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι αιτούμενες θεραπείες δεν ήταν προνομοιούχες. Τίθεται, συναφώς, ότι η ΜΟΚΑΣ δεν ήταν εξουσιοδοτημένη από κανένα νόμο να ζητήσει άρση του τραπεζικού απορρήτου, ούτε και επικαλέστηκε το υπό αναφορά άρθρο στην νομική βάση της αίτησής της για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος.
Με τον δέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος. Εισηγείται η πλευρά των Εφεσειόντων ότι η έκδοση μονομερώς του επίδικου διατάγματος, χωρίς τούτο να καταστεί επιστρεπτέο, και χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία σε οποιοδήποτε στάδιο να ακουστούν και να παρουσιάσουν τις θέσεις και επιχειρήματά τους, συνιστά σαφή και ξεκάθαρο επηρεασμό των δικαιωμάτων τους.
Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης προσβάλλονται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που καλύπτουν θέματα δόλου και/ή μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Πιο αναλυτικά, τίθεται ότι στοιχεία τα οποία αντέκρουαν θεμελιωδώς τους ισχυρισμούς της ΜΟΚΑΣ δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την έκδοση μονομερώς του προσβαλλόμενου διατάγματος και λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα έγγραφα αυτά δεν ήταν απαραίτητο να τεθούν.
Εισηγούνται οι Εφεσείοντες, μέσω του δέκατου τρίτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στα συμπεράσματά του ως προς το κατά πόσο τηρήθηκαν οι πρόνοιες του περί της Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου, Ν.23(Ι)/2001 και/ή κατά πόσο εφαρμοζόταν ο σχετικός κυρωτικός Νόμος περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα, Ν.2(ΙΙΙ)/2000. Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι ο μεν πρώτος Νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής σε σχέση με αιτήματα ρωσικών αρχών, ο δε κυρωτικός δεν καλύπτει υποθέσεις όπως η υπό κρίση.
Με τον δέκατο τέταρτο, και τελευταίο, λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τα τραπεζικά έγγραφα που καλύπτει το επίδικο διάταγμα προσδιορίζονται με αρκετή σαφήνεια, και ότι δεν υπάρχει απόλυτη υποχρέωση των αρχών σε υποθέσεις αυτής της μορφής να επισυνάπτουν ολόκληρη την αλληλογραφία και το σύνολο των εγγράφων, όπως αυτά αποστέλλονται από τη ξένη χώρα.
Τα ουσιαστικά για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης Άρθρα του Νόμου 45 και 46 έχουν ως εξής:
«45.(1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του Άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού.»
«46.(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος.
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη.
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών.
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει από την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
(3) ........................»
Για τους σκοπούς του Νόμου η έννοια των όρων «πληροφορία» και «προνομιούχα πληροφορία» καθορίζεται από το Άρθρο 44 και έχει ως ακολούθως:
«44. Για σκοπούς του παρόντος Μέρους-
«πληροφορία» σημαίνει κάθε μορφής προφορική ή έγγραφη επικοινωνία και περιλαμβάνει πληροφορίες καταχωρισμένες σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.
«προνομιούχα πληροφορία» σημαίνει-
(α) Επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη για σκοπούς παροχής νομικής συμβουλής ή για την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών σχετικά με οποιαδήποτε νομική διαδικασία είτε αυτή άρχισε είτε όχι, η αποκάλυψη της οποίας σε οποιαδήποτε νομική διαδικασία προστατεύεται από το προνόμιο της εμπιστευτικότητας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία:
Νοείται ότι επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη με σκοπό τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος δε συνιστά προνομιούχα πληροφορία.
(β) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία η οποία δε γίνεται αποδεκτή ενώπιον δικαστηρίου για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.»
Ως θέμα λογικής προτεραιότητας κρίνεται ορθό να εξετασθεί στο στάδιο αυτό ο 12ος λόγος έφεσης, το παράπονο δηλαδή των Εφεσειόντων ότι αποκρύφτηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο ουσιώδη στοιχεία τα οποία έπλητταν στη ρίζα τους τους ισχυρισμούς της ΜΟΚΑΣ και τα οποία ήταν απαραίτητα προκειμένου το Επαρχιακό Δικαστήριο να καταλήξει ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης που αφορά την ύπαρξη εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος, όπως αυτή τίθεται από το Άρθρο 46(2)(α) του Νόμου. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του αδελφού πρωτόδικου Δικαστή εντοπίζεται στις σελίδες 29 και 30 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης:
«Κατά πόσον υπήρξε δόλια απόκρυψη ή η αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων στο Επαρχιακό Δικαστήριο
Οι Αιτήτριες παραπονούνται ότι αποκρύφτηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο δύο σημαντικά και ουσιώδη στοιχεία:- (α) ότι η παραπονούμενη Τράπεζα Μόσχας είχε ξεκινήσει σωρεία αστικών διαδικασιών με τις οποίες διατύπωνε απαιτήσεις βασιζόμενες σε αστικά χρέη και οφειλές εναντίον των Αιτητριών. Κατά τις Αιτήτριες, δεν είναι δυνατό για τα ίδια αστικά δάνεια να προωθείται παράλληλα από τη ΜΟΚΑΣ ο ψευδής ισχυρισμός περί εσόδων από παρανομίες ή παράνομα δάνεια και (β) ότι η ΜΟΚΑΣ έλαβε επιστολή ημερ. 28.3.2012 από το δικηγόρο των Αιτητριών Δρ. Χρ. Κληρίδη στην οποία αναφερόταν ότι το θέμα ήταν πολιτικό, αλλά δεν την αποκάλυψε στο δικαστήριο.
Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης. Έχοντας υπόψη τη φύση του αρχικού αιτήματος, την έκταση των όσων αποκαλύφθηκαν, καθώς και το σκοπό του διατάγματος που επιζητείτο, που δεν ήταν άλλος από την παροχή νομικής συνδρομής για υποβοήθηση των ποινικών ερευνών των ρωσικών αρχών, για αδικήματα υπεξαίρεσης χρημάτων και συγκάλυψης εσόδων, δεν θεωρώ ότι τα δύο αυτά στοιχεία ήταν ουσιώδη ως προς την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/2007 και ότι η μη αποκάλυψη τους, οφειλόταν σε εσκεμμένη ενέργεια με στόχο να παραπλανήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.»
Με όλο το σεβασμό δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως, ορθά εντοπίζεται, στη σελίδα 34 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης «Το τι θα πρέπει να τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη, εξαρτάται πρωτίστως από το νομικό πλαίσιο από το οποίο διέπεται το αίτημα και κατά δεύτερο λόγο, από τη φύση της υπόθεσης». Ουσιαστικά γεγονότα είναι αυτά τα οποία είναι σημαντικό να γνωρίζει το Δικαστήριο κατά το στάδιο της ενασχόλησής του με οποιοδήποτε ενώπιον του αίτημα, ιδίως όταν τέτοιο αίτημα υποβάλλεται μονομερώς. Σε τελική δε ανάλυση το κατά πόσο ένα στοιχείο είναι ουσιαστικής μορφής επαφίεται στο ίδιο το Δικαστήριο να το αποφασίσει και δεν συναρτάται με τον καθορισμό του ως τέτοιο από τον αιτητή ή τον συνήγορό του. Το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται σε κάθε περίπτωση στο πλαίσιο της αντιδικίας των μερών και υπό το φως πάντοτε της φύσης της αιτούμενης θεραπείας.
Είναι απαραίτητη η αναφορά στα περιστατικά της ενώπιον μας υπόθεσης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι κάλυψαν το καθήκον τους για αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Όπως ήδη λέχθηκε η φύση της υπόθεσης σε συνάρτηση με τα επιζητούμενα διατάγματα συνιστούσαν την ουσιαστική οριοθέτηση του εύρους της αποκάλυψης που είχαν υποχρέωση να προβούν οι Εφεσίβλητοι.
Πυρήνας των θέσεων των Εφεσιβλήτων στην προσπάθειά τους για στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης πληροφοριών ήταν οι αναφορές περί σύστασης εγκληματικής ομάδας από δύο πρώην αξιωματούχους της Τράπεζας της Μόσχας προς το σκοπό υπεξαίρεσης μεγάλων χρηματικών ποσών από την εν λόγω Τράπεζα με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης. Υπό αυτές τις συνθήκες προέβαλαν οι Εφεσίβλητοι ότι τα δύο πιο πάνω πρόσωπα παραβιάζοντας το καταστατικό της Τράπεζας και τις οδηγίες σε σχέση με τη διαδικασία χορήγησης δανείων και εκμεταλλευόμενοι την υπηρεσιακή τους θέση οργάνωσαν τη μεταφορά κεφαλαίων ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τους αντίστοιχους λογαριασμούς της Τράπεζας προς διάφορους λογαριασμούς εταιρειών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους και οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο, ήτοι τις Εφεσείουσες Εταιρείες. Με αυτούς τους ισχυρισμούς ως δεδομένους το όλο πλαίσιο των γεγονότων που κάλυπτε τη φύση των υπό αναφορά δανείων, τον τρόπο λήψης και τη νομική διάσταση των συμφωνιών που κάλυπτε τις προαναφερθείσες μεταφορές των κεφαλαίων αυτών ήταν απόλυτα σχετικό και ουσιαστικό προκειμένου να διαφωτίσει το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης. Εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχεται και το ζήτημα της παράλειψης των Εφεσιβλήτων να θέσουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά το στάδιο της μονομερούς παρουσίας τους τη θέση των Εφεσειόντων ως προς το όλο θέμα, όπως αυτή τους μεταφέρθηκε προηγουμένως μέσω της επιστολής του συνηγόρου τους ημερομηνίας 28.3.2012. Η επιστολή αυτή κοινοποιήθηκε στην υπεύθυνη της ΜΟΚΑΣ λίγες μέρες πριν την καταχώρηση της επίδικης αίτησης και της έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης. Συνοδευόταν από όγκο εγγράφων τα οποία αφορούσαν την όλη υπόθεση, για την οποία και προβάλλετο ο ισχυρισμός ότι καλυπτόταν από καθαρά πολιτικά κίνητρα και πως για πολιτικούς λόγους και πολιτικές εξελίξεις που αφορούσαν τη Ρωσική Ομοσπονδία επιδιώκετο η ποινική δίωξη των πρώην αξιωματούχων της Τράπεζας της Ρωσίας. Στην πιο πάνω επιστολή γινόταν επίσης αναφορά στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού αστικών υποθέσεων σχετικών με την απαίτηση της Τράπεζας της Μόσχας για εξόφληση των επίδικων δανείων.
Η έκδοση διατάγματος αυτής της μορφής, ήτοι διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών κατ' ακολουθία των προαναφερθέντων Άρθρων 45 και 46 του Νόμου, δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 46(2) προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος. Ως πρώτη προϋπόθεση καταγράφεται η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του Άρθρου 46, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία. Εύλογη αιτία που συνδέεται, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) του εν λόγω εδαφίου, με την αντιστάθμιση του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας αλλά, κατ' ακολουθία της υποπαραγράφου (ii), και των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
Προς κάλυψη των πιο πάνω προϋποθέσεων και προκειμένου να ήταν σε θέση το Επαρχιακό Δικαστήριο να ασκήσει την εκ του Νόμου εξουσία του για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, οι Εφεσίβλητοι είχαν βασικό καθήκον να θέσουν ενώπιόν του τις θέσεις των Εφεσειόντων και τα πιο πάνω στοιχεία που τέθηκαν υπόψη τους μέσω της επιστολής ημερομηνίας 28.3.2012. Στοιχεία τα οποία ήταν ουσιαστικής μορφής με δεδομένη τη φύση των αιτουμένων διαταγμάτων. Η παράλειψη των Εφεσιβλήτων να το πράξουν στέρησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο τη δυνατότητα σφαιρικής εκτίμησης της υπόθεσης και εξέτασής της κάτω από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 46 του Νόμου.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εκτροπής ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και, συνακόλουθα, τα εκδοθέντα διατάγματα ακυρώνονται. Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσειόντων τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:
Εισαγωγή
Με έναν από τους λόγους που προβάλλονται στην παρούσα έφεση, το δωδέκατο, τίθεται, ουσιαστικά, ως θέμα ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο έσφαλε, όταν έκρινε ως μη ουσιώδη για κατάθεση συγκεκριμένη έγγραφη μαρτυρία, εφαρμόζοντας λανθασμένα, ως προς τούτο, την αρχή η οποία επιβάλλει την πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, σε αίτηση που υποβάλλεται χωρίς ειδοποίηση. Η αναφορά είναι σε σχέση με τέτοια αίτηση, η οποία υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και οδήγησε στην έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, (Ν. 188(Ι)/2007), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Την αίτηση είχε υποβάλει η ΜΟ.Κ.Α.Σ.* και το θέμα εγείρεται σε σχέση με την επίδραση, που πιθανολογείται ότι θα είχε η μη αποκαλυφθείσα στη συγκεκριμένη περίπτωση μαρτυρία στην άσκηση, από το εκδώσαν Δικαστήριο, της προαναφερθείσας εξουσίας.
Με την έφεση, προβάλλονται δεκατέσσερις, συνολικά, λόγοι, συμπεριλαμβανομένου του προαναφερθέντος. Με τον κάθε έναν από αυτούς, ξεχωριστά, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, εκδοθείσας στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, με την οποία κρίθηκε ότι δε συνέτρεχε λόγος για την ακύρωση του υπό αναφορά διατάγματος αποκάλυψης, (βλ. Edrinotio Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1900). Βέβαια, υπό το φως της κατάληξης της απόφασης της πλειοψηφίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αποδοχή του πιο πάνω λόγου έφεσης και τη συνακόλουθη ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης, δεν απαιτείται, πλέον, να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι. Περαιτέρω, να διευκρινιστεί ότι, ως αποτέλεσμα της εξέτασης που ακολουθεί σε σχέση με τον προαναφερθέντα λόγο έφεσης, η παρούσα κρίση καταλήγει να είναι σύμφωνη με την πρωτόδικη απόφαση, τοποθετούμενη, έτσι, στη μειοψηφία. Στο επίκεντρό της, βρίσκεται, κατ' αρχάς, η θέση που έχει διαμορφωθεί ως προς την επάρκεια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, σε συνάρτηση, κατά την περαιτέρω ανάπτυξή της, και με την εφαρμογή των προνοιών των Άρθρων 45 και 46 του Ν. 188(Ι)/2007, ειδικά, υπό το πρίσμα της επιδίωξης του Μέρους V* αυτού αλλά και, γενικά, του εν λόγω Νόμου.
Γεγονότα
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, η ΜΟ.Κ.Α.Σ. υπέβαλε την προαναφερθείσα αίτηση, δυνάμει των σχετικών προνοιών των Ν. 2(ΙΙΙ)/2000** και Ν. 23(Ι)/2001***, στο πλαίσιο ικανοποίησης επίσημου αιτήματος για παροχή νομικής αρωγής, το οποίο είχε διαβιβαστεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως από το Τμήμα Ερευνών του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η επιδίωξη της αίτησης ήταν η αποκάλυψη όλων των λεπτομερειών σε σχέση με τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους οι εφεσείουσες εταιρείες πιθανολογείται ότι διατηρούσαν σε συγκεκριμένες τράπεζες στην Κύπρο.
Οι πληροφορίες που είχαν δοθεί, σχετικά, έλεγαν ότι το εν λόγω Τμήμα διερευνούσε αδικήματα απάτης και υπεξαίρεσης χρημάτων, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα της προαναφερθείσας χώρας, τα οποία είχαν διαπραχθεί από τους πρώην Πρόεδρο και Πρώτο Αντιπρόεδρο της Τράπεζας της Μόσχας, με τη συνδρομή και εταιρειών, που έχουν συσταθεί και εδρεύουν στην Κύπρο. Στο πλαίσιο δε διάπραξης των εν λόγω αδικημάτων, τα δύο αυτά πρόσωπα φέρεται να υπεξαίρεσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, περιουσία της εν λόγω τράπεζας, τα οποία διακινήθηκαν μέσω λογαριασμών που οι εν λόγω εταιρείες διατηρούσαν σε τέσσερις τράπεζες, οι οποίες διεξήγαν τις εργασίες τους στην Κύπρο.
Πέραν των πιο πάνω γενικών πληροφοριών, στην ένορκη δήλωση, η οποία υποστήριζε την αίτηση, διευκρινιζόταν ότι, κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 2008 και 2011, οι προαναφερθέντες αξιωματούχοι, καταχρώμενοι τη θέση εμπιστοσύνης που κατείχαν στην Τράπεζα της Μόσχας και με τη βοήθεια τρίτων, αγνώστων προσώπων, παρέβηκαν τους κανονισμούς λειτουργίας της εν λόγω τράπεζας, παρέχοντας μεγάλα δάνεια σε εταιρείες, οι οποίες έχουν την έδρα τους στην Κύπρο και έχουν συσταθεί, κατά την ίδια πιο πάνω περίοδο, με οδηγίες της. Στο πλαίσιο, δήθεν, συμμόρφωσης με τις σχετικές συμφωνίες δανείων, αυτοί μετέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά από λογαριασμούς της Τράπεζας της Μόσχας σε λογαριασμούς των εν λόγω εταιρειών, οι οποίες, όπως επισημαίνεται, βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους και δε φαίνεται να διεξάγουν οποιεσδήποτε εργασίες οικονομικής φύσεως. Σύμφωνα με τα έγγραφα που επισυνάπτονται στο επίσημο αίτημα, τα χρηματικά ποσά που είχαν μεταφερθεί στο λογαριασμό της κάθε εταιρείας ανέρχονται σε €201.582.970,00, από τα οποία οι εν λόγω αξιωματούχοι φέρεται να υπεξαίρεσαν, προς ζημιά της τράπεζας, το συνολικό ποσό των €173.155.903,00.
Το διάταγμα αποκάλυψης εκδόθηκε, μονομερώς, από αρμόδια Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δυνάμει του Άρθρου 45(1), την ίδια ημέρα που είχε καταχωριστεί η αίτηση, στις 10.4.2012, αφού αυτή ικανοποιήθηκε, από την ενώπιόν της μαρτυρία, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 46(2). Ανάλογη διαπίστωση έγινε και πρωτόδικα, στο πλαίσιο της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος certiorari. Προσβάλλεται δε αυτή με ξεχωριστό λόγο έφεσης, ο οποίος, όπως και οι υπόλοιποι, δε θα εξεταστεί, για το λόγο που έχει, ήδη, αναφερθεί. Εν πάση περιπτώσει, όμως, σύμφωνα με σχετική εισήγηση των εφεσειουσών εταιρειών, η εν λόγω μαρτυρία δεν ήταν η μόνη, την οποία η ΜΟ.Κ.Α.Σ. είχε στη διάθεσή της, όταν καταχωρείτο η μονομερής αίτηση. Αναφέρεται δε, σχετικά, πως, στις 28.3.2012, ο δικηγόρος τους, δρ. Χρίστος Κληρίδης, απηύθυνε επιστολή στην προϊσταμένη της ΜΟ.Κ.Α.Σ., κ. Εύα Παπακυριακού, με την οποία την πληροφορούσε τα εξής:-
«Αγαπητή κυρία Παπακυριακού,
Θέμα: Τράπεζα της Μόσχας
Ενεργώ για διάφορες εταιρείες στην Κύπρο διαχειριστές των οποίων είναι οι πελάτες μας Oneworld Ltd από τα μεγαλύτερα γραφεία στην Κύπρο.
Επειδή πρόσφατα έχουν δει το φως της δημοσιότητας διάφορα κακόβουλα και ψευδή δημοσιεύματα σας αποστέλλω αντίγραφο Ένστασης που καταχωρήσαμε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε σχέση με την απαίτηση της Τράπεζας της Μόσχας για εξόφληση δανείου το οποίο είχε χορηγήσει η πρώην διεύθυνση της Τράπεζας της Μόσχας σε κυπριακή εταιρεία. Ανάλογες απαιτήσεις εκκρεμούν για άλλες περίπου 50 κυπριακές εταιρείες και όλες οι υποθέσεις ασφαλώς αν δεν συμβιβαστούν θα εκδικαστούν στην Κύπρο.
Όπως θα προσέξετε από το συνημμένο υπό μορφή παραρτημάτων υλικό είναι προφανές ότι διά πολιτικούς καθαρά λόγους σε κάποιο στάδιο πέρσι μετακινήθηκε η διεύθυνση της τράπεζας της Μόσχας με εμπλοκή του Κρεμλίνου. Το θέμα σχετίζεται άμεσα με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ρωσία και την επανεκλογή του προέδρου Μπούτιν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η νέα διεύθυνση της Τράπεζας της Μόσχας προχώρησε με διάφορα μέτρα και επιδιώκει την δίωξη αυτής η οποία βρίσκεται αυτήν την στιγμή στο Λονδίνο.
Οι πελάτες μας, όπως έχω πει και πιο πάνω, μια από τις πιο αξιόλογες εταιρείες διαχειριστών οικονομικών συμφερόντων με τεράστια εισοδήματα στην Κύπρο ενεπλάκη δυστυχώς σε όλους αυτούς τους 'βυζαντινισμούς'. Είναι η προσπάθεια μας τώρα, κάτι το οποίο έχουμε ήδη προτείνει στην Τράπεζα Μόσχας, ότι τα ακίνητα που αποκτήθηκαν με ποσά της Τράπεζας της Μόσχας να επιστραφούν με μορφή μετοχών των εταιρειών στις οποίες είναι εγγεγραμμένα τα στοιχεία αυτά με μεταβίβαση των μετοχών στην Τράπεζα της Μόσχας.
Είμαστε στην διάθεση σας για οτιδήποτε ήθελε προκύψει.
Επιδίωξα να μιλήσω μαζί σας τηλεφωνικά χθες και άφησα σχετικό μήνυμα για να σας ενημέρωνα ότι θα σας απέστελλα το υλικό. Επειδή δεν κατέστη δυνατόν να επικοινωνήσουμε σας το στέλλω και για οτιδήποτε περαιτέρω μπορούμε να μιλήσουμε και τηλεφωνικά.
Συναδελφικά,
Δρ. Χρίστος Κληρίδης
Δικηγόρος»
Η πιο πάνω επιστολή συνοδευόταν από διάφορα έγγραφα, τα οποία, όπως αναφέρεται σε αυτήν, είχαν χρησιμοποιηθεί σε πολιτικής φύσεως διαδικασία, που βρισκόταν σε εξέλιξη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, μεταξύ της Τράπεζας της Μόσχας και συγκεκριμένης εταιρείας, η οποία, προφανώς, συγκαταλέγεται μεταξύ των εφεσειουσών εταιρειών. Όπως δε διευκρινίζεται, περαιτέρω, η εν λόγω διαδικασία αφορά σε αγωγή για ανάκτηση χρέους δυνάμει δανείου και ότι ανάλογες αγωγές καταχώρισε η εν λόγω τράπεζα εναντίον και άλλων εφεσειουσών εταιρειών. Τέλος, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ΜΟ.Κ.Α.Σ., στο πλαίσιο της προαναφερθείσας αίτησης για αποκάλυψη, δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου την προαναφερθείσα επιστολή και τα επισυναπτόμενα σε αυτήν έγγραφα.
Το διάταγμα αποκάλυψης
Το εκδοθέν διάταγμα αποκάλυψης απευθυνόταν σε τέσσερις τράπεζες, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στην Κύπρο και, σε γενικές γραμμές, τις διέτασσε να αποκαλύψουν τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους οι προαναφερθείσες εταιρείες τυχόν να διατηρούσαν σε αυτές, τους πραγματικούς δικαιούχους αυτών, καθώς, επίσης, ό,τι άλλο είχαν στην κατοχή τους σε σχέση με τη λειτουργία των εν λόγω λογαριασμών. Βασικά, ό,τι ζητείτο να αποκαλυφθεί ήταν έγγραφα, στα οποία αναμενόταν να περιλαμβάνονταν οι πληροφορίες που ενδιέφεραν τους αιτητές, στο πλαίσιο του αιτήματος για παροχή νομικής αρωγής. Όπως αναφέρεται στο διάταγμα, η αποκάλυψη θα έπρεπε να διενεργηθεί με την παράδοση των προαναφερθεισών πληροφοριών στην αρμόδια ανακριτή της ΜΟ.Κ.Α.Σ., εντός του καθορισθέντος χρόνου των επτά ημερών. Το εν λόγω διάταγμα δεν απαιτείτο να καταστεί επιστρεπτέο και, έτσι, δεν ορίστηκε οποιαδήποτε ημερομηνία προς το σκοπό αυτό.
Ο υπό εξέταση λόγος έφεσης
Σε κάποιο στάδιο, κατά την πορεία της υλοποίησης, προφανώς, του πιο πάνω διατάγματος αποκάλυψης, παρενέβησαν οι εφεσείουσες εταιρείες, με τη διαδικασία που αναφέρεται προηγουμένως, η οποία κατέληξε στην παρούσα έφεση. Η αιτιολογία, η οποία αναπτύσσεται σε σχέση με τον υπό εξέταση λόγο, βασικά, εισηγείται ότι η μη αποκάλυψη από τη ΜΟ.Κ.Α.Σ., στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μονομερούς αίτησης, των πληροφοριών που αναφέρονται στην προαναφερθείσα επιστολή του δικηγόρου των εφεσειουσών εταιρειών, της 28.3.2012, στέρησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο τη δυνατότητα αυτό να διαπιστώσει ότι η διερευνώμενη ποινική υπόθεση για απάτη και υπεξαίρεση χρημάτων, στην πραγματικότητα, αφορά σε αστικά χρέη και ότι είναι πολιτικά τα κίνητρα που οδήγησαν στο χαρακτηρισμό της ως ποινικής. Στην ανάλογη θέση, η οποία είχε διατυπωθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειουσών εταιρειών κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η οποία οδήγησε στην εκκαλούμενη απόφαση, δόθηκε, από τον ευπαίδευτο Δικαστή, η απάντηση ότι:-
«Έχοντας υπόψη τη φύση του αρχικού αιτήματος, την έκταση των όσων αποκαλύφθηκαν, καθώς και το σκοπό του διατάγματος που επιζητείτο, που δεν ήταν άλλος από την παροχή νομικής συνδρομής για υποβοήθηση των ποινικών ερευνών των ρωσικών αρχών, για αδικήματα υπεξαίρεσης χρημάτων και συγκάλυψης εσόδων, δεν θεωρώ ότι τα δύο αυτά στοιχεία ήταν ουσιώδη ως προς την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/2007 και ότι η μη αποκάλυψη τους, οφειλόταν σε εσκεμμένη ενέργεια με στόχο να παραπλανήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.»*
Αναμφίβολα, οι διαπιστώσεις, ανωτέρω, είναι ορθές και παραπέμπουν, ακριβώς, μεταξύ άλλων, στις σχετικές πρόνοιες του Ν. 188(Ι)/2007, που δεν είναι άλλες από αυτές στα Άρθρα 45 και 46, τα οποία ο ευπαίδευτος Δικαστής παρέθεσε προηγουμένως, διαπιστώνοντας ότι, με βάση την τεθείσα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μαρτυρία, αυτές ικανοποιήθηκαν. Έκρινε ότι οι μη αποκαλυφθέντες ισχυρισμοί, οι οποίοι περιέχονταν στην επιστολή 28.3.2012 και στα συνοδεύοντα αυτήν έγγραφα, δεν ήταν αναγκαίοι για την κρίση του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα αποκάλυψης, δεδομένης της φύσεως του αιτήματος και του σκοπού που αυτό ήθελε να εξυπηρετήσει. Στο πλαίσιο αυτό, απέρριψε και την εισήγηση για εσκεμμένη παράλειψη αποκάλυψης των εν λόγω ισχυρισμών, ως απόρροια της προηγούμενης διαπίστωσής του.
Ο υπό εξέταση, όμως, λόγος έφεσης δεν προβαίνει στην πιο πάνω διασύνδεση μεταξύ πραγματικού και νομικού πλαισίου. Απλώς, εισηγείται ότι η μη αποκάλυψη, στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης, όλων των γεγονότων, γνωστών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στη ΜΟ.Κ.Α.Σ., συνιστά παραβίαση της αρχής η οποία προβλέπει για τέτοια αποκάλυψη. Η εισήγηση, όμως, αυτή, με τη γενικότητα που έχει διατυπωθεί και την αποστασιοποίησή της από τις πρόνοιες των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου, στις οποίες δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, ουσιαστικά, θέτει την εξέταση της εν λόγω αρχής εκτός του ορθού νομικού πλαισίου, καθιστώντας, έτσι, και το σχετικό λόγο έφεσης ατελή. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει έγκυρος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Δ.35, κ. 4, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, (βλ. Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1002 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112).
Η νομολογία, στην οποία γίνεται αναφορά προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης, (βλ. Harvardskiy Prumyslovy Hold. A.S. v. Daventree Resour. Ltd κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 801), καταδεικνύει, ακριβώς, τη διαπίστωση αυτή. Η εν λόγω υπόθεση, όπως και οι υποθέσεις στις οποίες αυτή παραπέμπει, σχετικά, αφορούσαν στην έκδοση, μονομερώς, παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, διαφόρων ειδών, όπου το εκδώσαν δικαστήριο είχε να εξετάσει αν, σε αυτές, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ή τα κριτήρια, αναλόγως της περίπτωσης, του παρέχοντος την εξουσία για έκδοσή τους νόμου. Η δε πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, από μέρους των αιτητών, συνέβαλλε, ακριβώς, στην άσκηση, από το εκδώσαν δικαστήριο, της διακριτικής του εξουσίας, που, επίσης, προέβλεπε ο εξουσιοδοτών νόμος. Επομένως, χωρίς τη διασύνδεση της εν λόγω αρχής με τη συγκεκριμένη εξουσία, για την ενάσκηση της οποίας είναι αναγκαία η παράθεση μαρτυρίας, που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι οι πρόνοιες των Άρθρων 45 και 46, όλως ιδιαίτερα οι προϋποθέσεις του εδαφίου (2) του τελευταίου άρθρου, διαπιστώνεται ότι ο υπό εξέταση λόγος έφεσης είναι, όντως, ατελής. Ως εκ τούτου, η περαιτέρω εξέτασή του δεν είναι δυνατό να αποδώσει οποιοδήποτε όφελος και πρέπει, για το λόγο αυτό και μόνο, να απορριφθεί.
Τα Άρθρα 45 και 46
Αν, βέβαια, το θέμα το οποίο εγείρεται με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης ετίθετο στην ορθή του νομική διάσταση, η σημασία της μη αποκαλυφθείσας μαρτυρίας θα έπρεπε, ακριβώς, να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προνοιών των Άρθρων 45(1)(2)(3) και 46(1)(2), οι οποίες έχουν ως εξής:-
«45. (1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς ανάλυσης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του Άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού.
46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) (ι) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα·
...................................................................................................
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη·
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών·
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη -
(ι) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας και
(ιι) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.»
Όσον αφορά, κατ' αρχάς, το Άρθρο 45(1), η καθιέρωση με αυτό της εξουσίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, αναμφίβολα, παρέσχε ένα σημαντικό, όσο και αναγκαίο, εργαλείο για τη διευκόλυνση και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας διεξαγόμενων ανακρίσεων, σε σχέση με τη διάπραξη αδικημάτων χρηματοοικονομικής φύσεως, στην πάταξη των οποίων αποβλέπει ο Ν. 188(Ι)/2007, και τη διακρίβωση εσόδων, γενικά. Η συνδρομή ενός τέτοιου διατάγματος στην ανακριτική διαδικασία θεωρείται τόσο σημαντική, ώστε η έκδοσή του να επιτρέπεται, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες άλλων νομοθεσιών, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), ενώ, συγχρόνως, με το εδάφιο (3), επιβάλλεται συνεχής υποχρέωση το πρόσωπο προς το οποίο το διάταγμα απευθύνεται να γνωστοποιεί αμέσως στον ανακριτή οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις, ήδη, παρασχεθείσες πληροφορίες.
Βέβαια, η εν λόγω εξουσία δεν ασκείται εν λευκώ. Το εκδίδον δικαστήριο, προκειμένου να εκδώσει ένα διάταγμα αποκάλυψης, πρέπει να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 46(2) και αυτό, στη βάση κάποιας μαρτυρίας, η οποία τίθεται ενώπιόν του. Ο βαθμός δε, στον οποίο πρέπει να ικανοποιηθεί, προφανώς, δεν είναι ο ίδιος για όλες τις προϋποθέσεις. Αξιοσημείωτο, όμως, είναι, ειδικά, το κριτήριο που προβλέπεται σε σχέση με τις απαιτήσεις των παραγράφων (α) και (β), δηλαδή η ανάγκη για ύπαρξη εύλογης υποψίας. Ο όρος «υποψία», ορώμενος στο πλαίσιο των προνοιών του Άρθρου 45(1), ανωτέρω, δε φαίνεται να προϋποθέτει την ανάγκη ύπαρξης οποιουδήποτε βαθμού βεβαιότητας, με βάση τη σχετική μαρτυρία. Στο πρώιμο στάδιο της έναρξης ή, ακόμα, και της διεξαγωγής της ανάκρισης, είναι αρκετό η σκέψη να μπορεί να κινηθεί στη σφαίρα της υπόνοιας, ακριβώς, ελλείψει οποιασδήποτε αποδεικτικής μαρτυρίας. Για την πιο πάνω διατύπωση, αντλήθηκε καθοδήγηση από την υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.), όπου, στη σελίδα 948, αναφέρεται:-
"Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.' Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end."
Καθοδήγηση μπορεί, επίσης, να αντληθεί από την υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, στην οποία, σε σχέση με την ερμηνεία του όρου «υπόνοια», έχουν ειπωθεί τα εξής στη σελίδα 164:-
«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητά τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία, κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»
Η ίδια ερμηνεία υιοθετήθηκε, αργότερα, στην υπόθεση Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 7, όπου, στη σελίδα 11, παρατίθεται το πιο πάνω απόσπασμα, (βλ., επίσης, Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9, σελίδα 17).
Μαρτυρία, για να είναι ικανοποιητική και να δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, πέραν του ότι πρέπει να είναι σχετική, το περιεχόμενό της πρέπει να ικανοποιεί την κρίση του αντικειμενικού κριτή, που, εν προκειμένω, είναι ο εκδίδων δικαστής, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη, υπό το φως της. Δεν απαιτείται οτιδήποτε πέραν τούτου και το διάταγμα αποκάλυψης εκδίδεται, εφόσον διαπιστώνεται ότι συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του Άρθρου 46(2). Υπό το πρίσμα, λοιπόν, της ανάλυσης που έχει προηγηθεί, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 45, δεν εφαρμόζεται η αρχή της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), καθώς, επίσης, σε άλλες περιπτώσεις όπου διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μονομερώς, υπόκειται σε αναθεώρηση, στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσής του ή κατόπιν αιτήσεως του επηρεαζομένου προσώπου.
Ενισχυτικά της άποψης, η οποία έχει, ως άνω, διαμορφωθεί, είναι και τα εξής: Όταν εκδίδεται ένα διάταγμα για αποκάλυψη πληροφοριών, η χρησιμότητά του και η έκβαση της ανάκρισης, σε σχέση με την οποία αυτό έχει εκδοθεί, είναι αβέβαιες. Για να είναι, όμως, η ανάκριση αποτελεσματική, πρέπει να τηρείται άκρα μυστικότητα όσον αφορά τις περιστάσεις και την έκδοση του διατάγματος και ουδείς ενημερώνεται γι' αυτό, εκτός, βέβαια, από το δικαστήριο. Έπειτα, κατά κανόνα, ένα διερευνώμενο πρόσωπο δεν έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει, με τη λήψη δικαστικών μέτρων, τη σε βάρος του διεξαγόμενη ανάκριση. Εν προκειμένω, η κατάσταση αυτή διασφαλίζεται, κατ' αρχάς, από το Άρθρο 46(3)(δ), με την πρόνοια ότι:-
«(3) Το διάταγμα αποκάλυψης -
............................................................................................................
(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.»
Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 48*, αποτελεί αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι πέντε χρόνια, η αποκάλυψη ότι έχουν διαβιβαστεί στη ΜΟ.Κ.Α.Σ. πληροφορίες σε σχέση με διερευνώμενα αδικήματα που προβλέπει ο Νόμος. Συνεπεία των πιο πάνω ρυθμίσεων, διάταγμα αποκάλυψης, το οποίο εκδίδεται μονομερώς, δε φαίνεται να υπόκειται σε αναθεώρηση, παρόλο ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 72(1), «Κατά την έκδοση οποιωνδήποτε διαταγμάτων, δυνάμει του παρόντος Νόμου, στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ...», αφού, ρητώς, εξαιρούνται οι διατάξεις του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Κατά συνέπεια, με δεδομένες και τις διατάξεις του Άρθρου 46(3)(δ), ανωτέρω, δεν παρέχεται δυνατότητα για έλεγχό του, δυνάμει των προνοιών της Δ.48, κ. 8(4)* των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Τέλος, με μια μεταγενέστερη της έκδοσης του υπό εξέταση διατάγματος αποκάλυψης τροποποίηση του Ν. 188(Ι)/2007, εισήχθη στο Άρθρο 72 αυτού το εδάφιο (2)**, όπου προβλέπεται ρητά ότι το διάταγμα αποκάλυψης που εκδίδεται με βάση τα Άρθρα 45 και 46 δεν υπόκειται σε έφεση, επιβεβαιώνοντας, έτσι, τις πιο πάνω θέσεις. Επομένως, δε θα ήταν, ίσως, άτοπη και η παρατήρηση ότι, στην πραγματικότητα, οι εφεσείουσες εταιρείες δεν είχαν locus standi στην ανάληψη της υπό κρίση πρωτόδικης διαδικασίας.
Μια τελευταία παρατήρηση είναι πως οι πληροφορίες, οι οποίες, τυχόν, προκύπτουν από την εκτέλεση διατάγματος αποκάλυψης, έχουν, ασφαλώς, περιορισμένη χρησιμότητα και, μόνο αν παραστεί ανάγκη, μπορούν να προσφερθούν ως μαρτυρία στο πλαίσιο ποινικής ή πολιτικής δίκης και, βεβαίως, με την έγκριση, πάντοτε, του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος Δικαστής χειρίστηκε το θέμα αυτό, εν προκειμένω, παρατηρώντας τα εξής:-
«Πρόκειται για ιδιάζουσα διαδικασία. Στο στάδιο εκείνο η ΜΟΚΑΣ, κατά τη διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων που καθορίζονται από τα Άρθρα 3 και 4 του Νόμου 188(Ι)/2007, όπως και η αστυνομία σε άλλες ποινικές υποθέσεις, διεξάγει έρευνες για συλλογή πληροφοριών. Μόλις οι έρευνες ολοκληρωθούν και εφόσον προκύψει εύλογη μαρτυρία, τότε η περαιτέρω διαδικασία προχωρεί με βάση την ποινική δικονομία, οπότε το επηρεαζόμενο πρόσωπο, αν τελικά κατηγορηθεί, έχει κάθε δικαίωμα να εμμείνει στα νομικά και συνταγματικά του δικαιώματα, για δίκαιη δίκη (βλ. Barclays Bank plc v. Taylor [1989] 3 All ER 563).»*
Επομένως, για τους λόγους, ανωτέρω, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης δε θα μπορούσε να επιτύχει.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία.