ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
SAAB AND ANOTHER ν. HOLY MONASTERY AY. NEOPHYTOS (1982) 1 CLR 499
KADES ν. NICOLAOU AND ANOTHER (1986) 1 CLR 212
AGAPIOU ν. PANAYIOTOU (1988) 1 CLR 257
Εθνική Τράπεζα ν. "Χ ""Νέστορος" (1990) 1 ΑΑΔ 41
Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 ΑΑΔ 319
Παπανδρέου ν. Τύλληρου (1992) 1 ΑΑΔ 157
Κωνσταντίδης ν. Κατζιή (1993) 1 ΑΑΔ 492
Hρακλέους Eλισάβετ ν. Pένου Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239
Belcy Company Ltd. ν. Ζένιου Λουκά (2003) 1 ΑΑΔ 871
Galatariotis Telecommunications Ltd ν. Δημήτρη I. Σιουκιούρογλου Λτδ και Άλλης (2008) 1 ΑΑΔ 29
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:A363
(2015) 1 ΑΑΔ 1126
22 Μαΐου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
KEO PLC,
Εφεσείουσα,
ν.
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 138/2010)
Συμβάσεις ― Διάρρηξη και τερματισμός σύμβασης ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία αποφασίστηκε ότι η εφεσείουσα δια της συμπεριφοράς της, έδωσε το δικαίωμα στον εφεσίβλητο να θεωρήσει ότι η συμφωνία τερματίστηκε υπαιτιότητι της.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η υποχρέωση του ενάγοντα ή αιτητή σε κάθε δοσμένη υπόθεση να αποσείσει την ευθύνη που αφορά στο βάρος απόδειξης γεννιέται εφόσον το δικαστήριο διαπιστώνει καταρχήν ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος που φέρει το βάρος, έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για τα ευρήματα του δικαστηρίου.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Η απόδειξη ειδικών ζημιών κινείται σε αυστηρά πλαίσια και το πρόσωπο που διεκδικεί αποζημιώσεις αναμένεται να αποδείξει με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία το ύψος τους ― Δεν είναι αρκετό να παραμένει σε ότι προβάλλει με τα δικόγραφα του.
Ο εφεσίβλητος καταχώρισε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας ισχυριζόμενος, όπως προκύπτει από το σώμα της έκθεσης απαίτησης, ότι η εταιρεία είχε παραβεί ουσιώδεις όρους της συμφωνίας διορισμού αντιπροσώπου, στη βάση της οποίας η εφεσείουσα διόριζε τον εφεσίβλητο ως αντιπρόσωπο της, για πώληση και διάθεση των προϊόντων της. Η χρονική διάρκεια της συμφωνίας ήταν για δύο έτη, ανανεoύμενη κατ' έτος, εκτός αν οποιοσδήποτε των συμβαλλομένων μερών, έδιδε γραπτώς ειδοποίηση στον αντισυμβαλλόμενο ένα μήνα προ της λήξης της ετήσιας περιόδου, με την οποία να κοινοποιούσε την πρόθεση του για τερματισμό.
Έναυσμα για την κατάσταση που ακολούθησε, έδωσε κατά τον εφεσίβλητο η πρόθεση της εφεσείουσας για αλλαγή, ουσιωδώς, τερματισμού της συμβατικής σχέσης, με την υποβολή στον εφεσίβλητο πρότασης για εργοδότηση του από την εφεσείουσα και ένταξη του στο προσωπικό της εταιρείας. Πρόταση, στην οποία ο τελευταίος αρνήθηκε να συμφωνήσει εμμένοντας στη συνέχιση της συμφωνίας και σε τήρηση των προνοιών της. Οι ενέργειες της εφεσείουσας, που ακολούθησαν την άρνηση του εφεσίβλητου, συνιστούσαν, κατά τον ισχυρισμό του, παράνομο και μονομερή τερματισμό της, δίνοντας του το δικαίωμα για αποζημιώσεις για τις ζημιές και απώλειες που έχει υποστεί ως αποτέλεσμα της παράβασης ουσιώδους όρου της συμφωνίας για την περίοδο από 2.1.2003 μέχρι 1.1.2004, υπό μορφή διαφυγόντων κερδών και ή ως γενικές αποζημιώσεις καθώς και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο σε ισχύ.
H υπεράσπιση έθετε υπό αμφισβήτηση τη θέση του εφεσείοντος και αντιστρέφοντας τις αιτιάσεις του, απέδιδε στον τελευταίο την ευθύνη για διάρρηξη της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, αποδεχόμενο τη θέση του εφεσίβλητου και απορρίπτοντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας, κατέληξε ότι ήταν η εφεσείουσα με τις πράξεις της που διέρρηξε τη συμφωνία, εμποδίζοντας τον εφεσίβλητο να ενεργήσει συμφώνως των όρων της, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να απαλλαγεί των υποχρεώσεων του και να δικαιούται σε αποζημιώσεις. Διαπίστωσε το Δικαστήριο, ότι από το σύνολο των πράξεων της εφεσείουσας μέσω των αντιπροσώπων της, σε διάφορες ημερομηνίες, συναγόταν τερματισμός της συμφωνίας.
Αναλύοντας τη μαρτυρία και τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ενώπιον του επιδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις ύψους €32.000 (£18.887,92) με νόμιμο τόκο από 29.9.2005 μέχρι εξόφλησης, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 73.1 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και των νομολογιακών αρχών.
Με τρεις λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει το λανθασμένο των ανωτέρω ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου (1ος και 2ος λόγος έφεσης) και το ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων (3ος λόγος έφεσης).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η διαπίστωση των γεγονότων που άπτονται της επίδικης διαφοράς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαστικού καθήκοντος. Όπου συμπλέκεται ζήτημα αξιοπιστίας των μαρτύρων και βάρους απόδειξης και επηρεάζει την εγκυρότητα μιας απόφασης, που νομολογιακά ορίστηκε ως ανεπίτρεπτο, οπωσδήποτε οδηγεί σε ακύρωση της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου.
2. Μελετήθηκε με προσοχή το πώς προσέγγισε το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των διαδίκων το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναδρομή στα διάφορα σημεία της μαρτυρίας τους, σε συνάρτηση με την αντίστοιχη προσέγγιση και τα ανάλογα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία παρέπεμψε η συνήγορος της εφεσείουσας.
3. Στη βάση των σημείων που υποδείχθηκαν, δεν διαπιστωνόταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσείουσας, για τους λόγους που εξήγησε με λεπτομέρεια στην απόφαση του, έσφαλλε κατά τρόπο που να δικαιολογούσε επέμβαση.
4. Οι μάρτυρες υπεράσπισης υπέπεσαν σε αντιφάσεις επί ουσιωδών θεμάτων που αναπόφευκτα έπληξαν καίρια την αξιοπιστία τους. Ως εκ τούτου δεν έμενε πλέον τίποτα να αξιολογηθεί, είτε από τη δια ζώσης μαρτυρία που δόθηκε για την εφεσείουσα ή από τις επιστολές, τεκμήρια 4, 6 και 7, και μάλιστα εν όψει και του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι ουδέποτε οι εν λόγω επιστολές παραδόθηκαν «με το χέρι» στον εφεσίβλητο.
5. Μικρολεπτομέρειες και συζητήσεις γύρω από ζητήματα που άπτονταν παρατηρήσεων του τύπου, πότε και πώς παρέλαβε τα προϊόντα της εταιρείας και αν τα προϊόντα ήταν διαφημιστικά ή όχι, ή αν δόθηκαν τέτοια διαφημιστικά αντικείμενα, δεν μπορούσε να απασχολήσει περαιτέρω. Το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και μόνο όταν οι αντιφάσεις είναι ουσιαστικής σημασίας και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα.
6. Δεν προέκυψε, ούτε επισημάνθηκε ανάγκη ερμηνείας οποιωνδήποτε όρων της συμφωνίας ή ότι η πρωτόδικη απόφαση βρίθει «λανθασμένων ερμηνευτικών προσπαθειών» του Δικαστηρίου. Εδώ δεν αναζητείτο η πρόθεση των συμβαλλομένων μερών ώστε να προκύπτει θέμα ερμηνείας. Είναι τα γεγονότα και μόνο τα γεγονότα στην παρούσα περίπτωση που είχαν τη σημασία τους και αυτά ομιλούν αφ' εαυτών.
7. Δεν προκύπταν ζητήματα περί αντιφατικότητας ευρημάτων ή λανθασμένη συλλογιστική του Δικαστηρίου, το οποίο κατέγραψε αναλυτικά τις πράξεις που συνιστούσαν τερματισμό της συμφωνίας εκ μέρους της εφεσείουσας.
8. Η αναφορά του Δικαστηρίου «περί τερματισμού από την εναγομένη», εκεί παρέπεμπε και δεν εννοείτο «ρητός τερματισμός» της συμφωνίας. Προκύπτει σαφώς από ανάγνωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο σύνολο της, ότι η εφεσείουσα δια της συμπεριφοράς της, έδωσε το δικαίωμα στον εφεσίβλητο να θεωρήσει ότι η συμφωνία τερματίστηκε υπαιτιότητι της.
9. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί λανθασμένης εφαρμογής των νομικών αρχών και αυθεντιών αναφορικά με το θέμα των επιδικασθέντων αποζημιώσεων το πρωτόδικο Δικαστήριο με πολλή λεπτομέρεια ανέλυσε τα διάφορα ποσά τα οποία ο εφεσίβλητος απώλεσε για την αντίστοιχη περίοδο για να του αποδώσει αποζημιώσεις, αφού προηγουμένως αφαίρεσε τα ποσά που κέρδιζε από τη νέα του εργασία. Μάλιστα προχώρησε ένα βήμα ακόμα αφαιρώντας ένα ποσό της τάξης των Λ.Κ.3.500 ως φόρο εισοδήματος που θα κατέβαλλε ο εφεσείων.
10. Στη βάση πλέον της μόνης αξιόπιστης μαρτυρίας του εφεσίβλητου και με ορθούς μαθηματικούς υπολογισμούς, το Δικαστήριο, αφαιρουμένων των λειτουργικών εξόδων, επιδίκασε το ποσό των £18.887,92 (€32.271,93) ως αποζημιώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319,
Saab a.ο. v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499,
Belcy Company Ltd v. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 871,
Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Κωνσταντίνου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1580,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212,
Αgapiou ν. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Χατζηνέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41,
Παπανδρέου ν. Τύλληρος (1992) 1 Α.Α.Δ. 157,
Κωνσταντινίδης ν. Κατζιή (1993) 1 Α.Α.Δ. 492,
Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,
Galatariotis Telecommunications Ltd ν. Δημήτρη Ι. Σιουκιούρογλου Λτδ κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 29.
Έφεση.
Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Πετάση-Κορφιώτη, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5061/2005), ημερομ. 12/3/2010.
Ε. Κουδουνάρη (κα) για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη, Ν. Πιριλλίδη & Συνεργάτες, για την Εφεσείουσα.
Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος καταχώρισε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας (η εφεσείουσα) ισχυριζόμενος, όπως προκύπτει από το σώμα της έκθεσης απαίτησης, ότι η εταιρεία είχε παραβεί ουσιώδεις όρους της συμφωνίας διορισμού αντιπροσώπου (η συμφωνία), στη βάση της οποίας η εφεσείουσα διόριζε τον εφεσίβλητο ως αντιπρόσωπο της, για πώληση και διάθεση των προϊόντων της. Η χρονική διάρκεια της συμφωνίας ήταν για δύο έτη, ανανεoύμενη κατ' έτος, εκτός αν οποιοσδήποτε των συμβαλλομένων μερών, έδιδε γραπτώς ειδοποίηση στον αντισυμβαλλόμενο ένα μήνα προ της λήξης της ετήσιας περιόδου, με την οποία να κοινοποιεί την πρόθεση του για τερματισμό.
Έναυσμα για την κατάσταση που ακολούθησε, έδωσε κατά τον εφεσίβλητο η πρόθεση της εφεσείουσας για αλλαγή, ουσιωδώς, τερματισμού της συμβατικής σχέσης, με την υποβολή στον εφεσίβλητο πρότασης για εργοδότηση του από την εφεσείουσα και ένταξη του στο προσωπικό της εταιρείας. Πρόταση, στην οποία ο τελευταίος αρνήθηκε να συμφωνήσει εμμένοντας στη συνέχιση της συμφωνίας και σε τήρηση των προνοιών της. Οι ενέργειες της εφεσείουσας, που ακολούθησαν την άρνηση του εφεσίβλητου, συνιστούσαν, κατά τον ισχυρισμό του, παράνομο και μονομερή τερματισμό της, δίνοντας του το δικαίωμα για αποζημιώσεις για τις ζημιές και απώλειες που έχει υποστεί ως αποτέλεσμα της παράβασης ουσιώδους όρου της συμφωνίας για την περίοδο από 2.1.2003 μέχρι 1.1.2004, υπό μορφή διαφυγόντων κερδών και ή ως γενικές αποζημιώσεις καθώς και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο σε ισχύ.
H υπεράσπιση έθετε υπό αμφισβήτηση τη θέση του εφεσείοντος και αντιστρέφοντας τις αιτιάσεις του, απέδιδε στον τελευταίο την ευθύνη για διάρρηξη της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, αποδεχόμενο τη θέση του εφεσίβλητου και απορρίπτοντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας, κατέληξε ότι είναι η εφεσείουσα με τις πράξεις της που διέρρηξε τη συμφωνία, εμποδίζοντας τον εφεσίβλητο να ενεργήσει συμφώνως των όρων της, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να απαλλαγεί των υποχρεώσεων του και να δικαιούται σε αποζημιώσεις. Διαπίστωσε το Δικαστήριο, ότι από το σύνολο των πράξεων της εφεσείουσας μέσω των αντιπροσώπων της, σε διάφορες ημερομηνίες, συναγόταν τερματισμός της συμφωνίας. Κατέγραψε δε το Δικαστήριο με περισσή ανάλυση και σαφήνεια τα γεγονότα, δίνοντας έμφαση στην εκφρασθείσα δια λόγων και έργων πρόθεση της εφεσείουσας για αλλαγή της συμβατικής σχέσης των μερών, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, για να καταλήξει:
«Αποτελεί επομένως συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι με την άρνηση των εκπροσώπων της εναγομένης να εκτελέσουν την παραγγελία του ενάγοντα, σε ημερομηνία μεταγενέστερη της 16.1.2003, ο ενάγοντας εμποδίστηκε από την εναγομένη να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του δυνάμει της Συμφωνίας, εφόσον χωρίς να του δοθούν πελάτες και εμπορεύματα δεν μπορούσε να ενεργήσει ως αντιπρόσωπος, με αποτέλεσμα να έχει το δικαίωμα να θεωρήσει τη Συμφωνία ως τερματισθείσα και ότι ο ίδιος είχε απαλλαχθεί από τις υποχρεώσεις του δυνάμει αυτής, έχοντας το δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις.
Οι αρχές στις οποίες παρέπεμψε το Δικαστήριο η κα Κουδουνάρη σε σχέση με τον χρόνο εκτέλεσης της παραγγελίας δεν θα μπορούσαν να είχαν εφαρμογή αφού στην προκειμένη περίπτωση η παραγγελία [(sic) σημείωση Δικαστηρίου] ουδέποτε τερματίστηκε.
.............................
Από όλα τα πιο πάνω, προκύπτει ότι οι ακόλουθες πράξεις της εναγομένης συνιστούν τερματισμό της Συμφωνίας από μέρους της και παράλληλα με τις πράξεις αυτές ο ενάγοντας εμποδίστηκε να ενεργήσει με βάση τη Συμφωνία:
1. Η εναγόμενη δεν εκτέλεσε την παραγγελία που υπέβαλε ο ενάγοντας στις 16.1.2003.
2. Η εναγόμενη δεν παραχώρησε πελάτες στον ενάγοντα.
3. Στις 16.3.2003 οι αντιπρόσωποι της εναγομένης δήλωσαν στον ενάγοντα ότι η συμφωνία τερματίζεται και έλαβαν κατοχή όλων των απαραίτητων εργαλείων και εξοπλισμού για τη διεξαγωγή των εργασιών του ενάγοντα και ουδέποτε του τα επέστρεψαν.»
Κατ' ακολουθίαν των ευρημάτων και συμπερασμάτων του, το Δικαστήριο αναλύοντας τη μαρτυρία και τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ενώπιον του επιδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις ύψους €32.000 (£18.887,92) με νόμιμο τόκο από 29.9.2005 μέχρι εξόφλησης, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 73.1 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και των νομολογιακών αρχών, με παραπομπή στις Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319, Saab a.ο. v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Belcy Company Ltd v. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 871 και Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Κωνσταντίνου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1580.
Με τρεις λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει το λανθασμένο των ανωτέρω ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου (1ος και 2ος λόγος έφεσης) και το ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων (3ος λόγος έφεσης).
Παρατηρούμε ότι ο 1ος λόγος έφεσης διαπλέκεται άμεσα με το 2ο, όσον αφορά στο αξιόπιστο της δοθείσας μαρτυρίας όπως την αποδέχθηκε το Δικαστήριο και συγκεκριμένα, της μαρτυρίας που λήφθηκε υπόψη για να κριθεί η εφεσείουσα ως υπαίτιος για τον τερματισμό της συμφωνίας. Στην παράμετρο αυτή, εμπίπτει η παράλειψη αξιολόγησης των επιστολών που αντάλλαξαν οι συνήγοροι των διαδίκων, πριν την καταχώριση της αγωγής. Εν κατακλείδι, του εσφαλμένου της εφαρμογής των Άρθρων 39 και 46 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, εφόσον κατά την εφεσείουσα δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία από πλευράς του εφεσίβλητου, προς υποστήριξη των θέσεων του για παράβαση της συμφωνίας εκ μέρους της εφεσείουσας.
Η διαπίστωση των γεγονότων που άπτονται της επίδικης διαφοράς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαστικού καθήκοντος (Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614). Όπου συμπλέκεται ζήτημα αξιοπιστίας των μαρτύρων και βάρους απόδειξης και επηρεάζει την εγκυρότητα μιας απόφασης, που νομολογιακά ορίστηκε ως ανεπίτρεπτο, οπωσδήποτε οδηγεί σε ακύρωση της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου. Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212, Αgapiou ν. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Χατζηνέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41, 45: «Η υποχρέωση του ενάγοντα ή αιτητή σε κάθε δοσμένη υπόθεση να αποσείσει την ευθύνη που αφορά στο βάρος απόδειξης γεννιέται εφόσον το δικαστήριο διαπιστώνει καταρχήν ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος που φέρει το βάρος έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για τα ευρήματα του δικαστηρίου.» Αρχές που επαναλαμβάνονται στην Παπανδρέου ν. Τύλληρος (1992) 1 Α.Α.Δ. 157 και Κωνσταντινίδης ν. Κατζιή (1993) 1 Α.Α.Δ. 492.
Στην παράμετρο αυτή εντάσσεται η θέση της συνηγόρου της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο εντελώς λανθασμένα κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα τερμάτισε τη συμφωνία, ενώ δεν αξιολόγησε τις επιστολές των δικηγόρων της τελευταίας, με τις οποίες κάλεσε τον εφεσίβλητο να προσέλθει για να εκτελέσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, πράγμα το οποίο ο εφεσίβλητος παρέλειψε να πράξει.
Το Δικαστήριο έκρινε τον εφεσίβλητο αξιόπιστο αφού ανέλυσε τη μαρτυρία του και την εξέτασε εξονυχιστικά, για να σημειώσει μάλιστα σε κάποιο σημείο ότι απέρριψε μέρος της μαρτυρίας του την οποία εθεώρησε ως υπερβολική, χωρίς όμως όπως διαπίστωσε, να πλήττεται η ουσία του λόγου του εφεσίβλητου και ο πυρήνας της αλήθειας των ισχυρισμών του. Απέρριψε δε τη μαρτυρία που δόθηκε για την εφεσείουσα επισημαίνοντας τους λόγους που το οδήγησαν στην κατάληξη του.
Έχουμε μελετήσει με προσοχή το πώς προσέγγισε το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των διαδίκων το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναδρομή στα διάφορα σημεία της μαρτυρίας τους, σε συνάρτηση με την αντίστοιχη προσέγγιση και τα ανάλογα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία μας παρέπεμψε η συνήγορος της εφεσείουσας. Στη βάση των σημείων που μας υποδείχθηκαν και τα οποία μελετήσαμε με προσοχή, δεν διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσείουσας, για τους λόγους που εξήγησε με λεπτομέρεια στην απόφαση του, έσφαλλε κατά τρόπο που να δικαιολογεί την επέμβαση μας. Οι μάρτυρες υπεράσπισης υπέπεσαν σε αντιφάσεις επί ουσιωδών θεμάτων που αναπόφευκτα έπληξαν καίρια την αξιοπιστία τους. Ως εκ τούτου δεν έμενε πλέον τίποτα να αξιολογηθεί, είτε από τη δια ζώσης μαρτυρία που δόθηκε για την εφεσείουσα ή από τις εν λόγω επιστολές, τεκμήρια 4, 6 και 7, και μάλιστα εν όψει και του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι ουδέποτε οι εν λόγω επιστολές παραδόθηκαν «με το χέρι» στον εφεσίβλητο.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η απλή σύγκριση των γεγονότων τις 16.1.2003 όπως μεταδόθηκαν από τη μαρτυρία του ΜΕ2 ή του ΜΕ1 διαφέρουν άρδην μεταξύ τους. Μικρολεπτομέρειες και συζητήσεις γύρω από ζητήματα που άπτονται παρατηρήσεων του τύπου, πότε και πώς παρέλαβε τα προϊόντα της εταιρείας και αν τα προϊόντα ήταν διαφημιστικά ή όχι, ή αν δόθηκαν τέτοια διαφημιστικά αντικείμενα, δεν μπορεί να μας απασχολήσει περαιτέρω. Το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και μόνο όταν οι αντιφάσεις είναι ουσιαστικής σημασίας και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα.
Ζητήματα που ηγέρθησαν ενώπιον μας αλλά και πρωτοδίκως, όσον αφορά την ερμηνεία της συμφωνίας με παράθεση αυθεντιών, δεν επιτρέπεται να μας απασχολήσουν. Δεν προέκυψε, ούτε και εμείς επισημάναμε την ανάγκη ερμηνείας οποιωνδήποτε όρων της συμφωνίας ή μπορούμε να δούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση βρίθει «λανθασμένων ερμηνευτικών προσπαθειών» του Δικαστηρίου. Τα πράγματα παραμένουν απλά. Εδώ δεν αναζητείτο η πρόθεση των συμβαλλομένων μερών ώστε να προκύπτει θέμα ερμηνείας. Είναι τα γεγονότα και μόνο τα γεγονότα στην παρούσα περίπτωση που είχαν τη σημασία τους και αυτά ομιλούν αφ' εαυτών.
Αντιλαμβανόμαστε από μελέτη της πρωτόδικης απόφασης ότι έρεισμα στην επιχειρηματολογία της συνηγόρου της εφεσείουσας έδωσε o λόγος του Δικαστηρίου στη σ.38 της απόφασης:
«Η εναγομένη που έχει και το βάρος απόδειξης των θέσεων της, και ειδικότερα του ισχυρισμού περί μη τερματισμού της Συμφωνίας από την πλευρά της, δεν παρουσίασε καμιά μαρτυρία που να τις αποδεικνύει.»
Και στη συνέχεια του ακόλουθου συμπεράσματος:
«Συνεπώς, προκύπτει από τα πιο πάνω ότι με τις πράξεις της οι οποίες καθορίζονται στη σελίδα 41 ανωτέρω, η Εναγομένη τερμάτισε τη Συμφωνία και εμπόδισε τον Ενάγοντα να ενεργήσει σύμφωνα με τους όρους της, με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας να έχει απαλλαχθεί από τις υποχρεώσεις του δυνάμει της Συμφωνίας και να έχει δικαίωμα σε αποζημίωση συνεπεία του εν λόγω παράνομου και αντισυμβατικού τερματισμού.
Με δεδομένη την κατάληξη μου ότι η Συμφωνία τερματίστηκε από την Εναγομένη και ο Ενάγοντας απαλλάχθηκε από τις υποχρεώσεις του δυνάμει της Συμφωνίας, θα προχωρήσω να εξετάσω και αποφασίσω το ζήτημα της αποζημίωσης που δικαιούται ο Ενάγοντας.»
Βεβαίως, η εφεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει «τα περί μη τερματισμού της συμφωνίας από την πλευρά της», αλλά να αποσείσει το αποδεικτικό βάρος των ισχυρισμών της ως δικογραφήθηκαν με την υπεράσπιση: ότι ο εφεσίβλητος ήταν υπαίτιος για τη διάρρηξη της συμφωνίας. Η δε φρασεολογία που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο: η εναγόμενη «τερμάτισε τη συμφωνία», ατυχής τουλάχιστον υπό τις περιστάσεις, ή έστω ασαφής και μη συμπληρωμένη εννοιολογικά, επέτεινε τη σύγχυση. Σε κάθε όμως περίπτωση δεν προκύπτουν ζητήματα περί αντιφατικότητας ευρημάτων ή λανθασμένη συλλογιστική του Δικαστηρίου, το οποίο όπως ήδη σημειώσαμε προηγουμένως, κατέγραψε αναλυτικά τις πράξεις που συνιστούν τερματισμό της συμφωνίας εκ μέρους της εφεσείουσας. Η αναφορά του Δικαστηρίου «περί τερματισμού από την εναγομένη», εκεί παρέπεμπε και δεν εννοείτο «ρητός τερματισμός» της συμφωνίας. Προκύπτει σαφώς από ανάγνωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο σύνολο της, ότι η εφεσείουσα δια της συμπεριφοράς της, έδωσε το δικαίωμα στον εφεσίβλητο να θεωρήσει ότι η συμφωνία τερματίστηκε υπαιτιότητι της.
Ο 1ος και 2ος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Ο 3ος λόγος άπτεται της λανθασμένης εφαρμογής των νομικών αρχών και αυθεντιών αναφορικά με το θέμα των επιδικασθέντων αποζημιώσεων. Με απόληξη ότι ο εφεσίβλητος δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που έφερε όσον αφορά τις διεκδικούμενες αποζημιώσεις. Η απόδειξη ειδικών ζημιών κινείται σε αυστηρά πλαίσια (Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239) και το πρόσωπο που διεκδικεί αποζημιώσεις αναμένεται να αποδείξει με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία το ύψος τους, δεν είναι αρκετό να παραμένει σε ότι προβάλλει με τα δικόγραφα του (Galatariotis Telecommunications Ltd ν. Δημήτρη Ι. Σιουκιούρογλου Λτδ κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 29).
Το Δικαστήριο με πολλή λεπτομέρεια ανέλυσε τα διάφορα ποσά τα οποία ο εφεσίβλητος απώλεσε για την αντίστοιχη περίοδο για να του αποδώσει αποζημιώσεις, αφού προηγουμένως αφαίρεσε τα ποσά που κέρδιζε από τη νέα του εργασία, Λ.Κ.350,00 καθαρά μηνιαίως, Λ.Κ. 3.850,00 ετησίως:
«Συμπεραίνεται, επομένως, ότι συνεπεία της διακοπής της συνεργασίας του με την Εναγόμενη, όπως περιγράφεται πιο πάνω, ο ενάγοντας απώλεσε εισόδημα εκ Λ.Κ.1.178,16 για την περίοδο 17.1.2003 - 31.1.2003 (Λ.Κ.2.278,16-Λ.Κ.1.100,00=1.178,16 δηλαδή το αντίστοιχο σε €2.013,00) και Λ.Κ.21.209,76 (2.278,16 x 11=25.059,76-3.850=21.209,76 δηλαδή το αντίστοιχο σε €36.239,00) για τη μετέπειτα περίοδο ήτοι 1.1.2003 - 31.12.2003, δηλαδή συνολικό ποσό εκ Λ.Κ.22.387,92 (το αντίστοιχο σε €38.252,00).»
Μάλιστα προχώρησε ένα βήμα ακόμα αφαιρώντας ένα ποσό της τάξης των Λ.Κ.3.500 ως φόρο εισοδήματος που θα κατέβαλλε ο εφεσείων.
Η συνήγορος της εφεσείουσας υποστηρίζει, ότι ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποδείξει το κονδύλι αυτό: ενώ ο εφεσίβλητος πρωτοδίκως ισχυρίστηκε ότι δεν είχε οποιεσδήποτε απολαβές μέχρι την 1.2.2003 οπότε εξασφάλισε νέα εργασία και διεκδικούσε αποζημιώσεις για την περίοδο από 17.1.2003 - 1.2.2003, το τεκμήριο 10 που ο ίδιος κατέθεσε, καταγράφει ότι εργοδοτήθηκε σε άλλη εταιρεία από την 1.2.2003. Συνεπώς, υποστηρίχθηκε, ότι οι οιεσδήποτε απολαβές τις οποίες τυχόν απώλεσε θα έπρεπε να υπολογιστούν μέχρι την 31.1.2003 συμπεριλαμβανομένης και ακολούθως θα έπρεπε να αφαιρεθούν τα μηνιαία εισοδήματα του από τη νέα εργασία, από 1.2.2003 μέχρι και την 1.1.2004, ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας.
Στο ίδιο κεφάλαιο εμπίπτει και το ύψος των εξόδων συντήρησης και διακίνησης των οχημάτων του εφεσίβλητου, πλέον λογαριασμοί τηλεφώνου και ενοικίου αποθήκης, τα ούτω καλούμενα «λειτουργικά έξοδα», τα οποία είχε ο εφεσίβλητος κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του κύκλου των εργασιών του δυνάμει της συμφωνίας αντιπροσώπου που ανέρχονταν κατά τους δικούς του λεπτομερείς υπολογισμούς, στο ποσό των £3.677 (€6.282,52). Η συνήγορος της εφεσείουσας επ' αυτού εισηγείται ότι ο εφεσίβλητος δεν παρουσίασε λεπτομερή στοιχεία που να δικαιολογούν τα εν λόγω στοιχεία, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα τέθηκε τόσο με την υπεράσπιση όσο και κατά την αντεξέταση. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε επ' αυτού, ούτε και να αντιληφθούμε τη λογική του επιχειρήματος. Με αναδρομή στα πρακτικά διαπιστώνουμε ότι η ούτω καλούμενη αμφισβήτηση, περιορίστηκε σε μια απλή υποβολή. Δεν υπήρξε αντίθετη μαρτυρία περί τούτου ως προς το ύψος τους.
Στη βάση πλέον της μόνης αξιόπιστης μαρτυρίας του εφεσίβλητου και με ορθούς μαθηματικούς υπολογισμούς, το Δικαστήριο, αφαιρουμένων των λειτουργικών εξόδων, επιδίκασε το ποσό των £18.887,92 (€32.271,93) ως αποζημιώσεις.
Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος του εφεσείοντος, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.