ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D305
(2015) 1 ΑΑΔ 987
5 Μαΐου, 2015
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30.2, 30.3 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 20 ΤΟΥ ΚΕΦ. 154 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ
1, 3, 5, 7, 9 ΚΑΙ 20 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΝΟΜΟΥ Ν. 35(Ι)/2007 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ 2 ΣΤΗΝ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 9978/2013 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ
ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΛΗΘΗΚΕ ΣΕ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Ο ΑΙΤΗΤΗΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΔΙΚΗΜΑ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ, ΗΜΕΡ. 24.4.2015
ΜΕΤΑΞΥ:-
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ,
ν.
1. E.M. STUDIO BAGNO LIMITED,
2. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
Η ΟΠΟΙΑ ΛΗΦΘΗΚΕ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 20 ΤΟΥ ΚΕΦ. 154 ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 1, 3, 5, 9 ΚΑΙ 20 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Ν. 35(Ι)/2007
ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 58/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση, με κατηγορούμενο τον αιτητή, με την οποία εκλήθη κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο, σε απολογία ― Απορριπτική κατάληξη ― Μη κατάδειξη πρόδηλου νομικού σφάλματος και διαθέσιμο εναλλακτικό ένδικο μέσο.
Με την αίτηση επιδιώχθηκε η παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση με κατηγορούμενο τον αιτητή, με την οποία εκλήθη κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο, σε απολογία.
Από την έκθεση, η οποία συνόδευε την αίτηση, προέκυπτε ότι κατηγορούμενη στην ίδια ποινική υπόθεση, αντιμετωπίζουσα ξεχωριστή κατηγορία, ήταν και εταιρεία, της οποίας ο κατηγορούμενος 2, εδώ αιτητής, είναι διευθυντής. Αντιμετωπίζουν δε και οι δύο από μια κατηγορία, αναφορικά με μη καταβολή μισθών κατά παράβαση άρθρων του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007, Ν. 35(Ι)/2007, και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε.
Στη δεύτερη δε κατηγορία η οποία αποτελούσε και το αντικείμενο της παρούσας αίτησης, ο αιτητής αντιμετώπιζε κατηγορία περί παρακίνησης μη καταβολής μισθών κατά παράβαση των Άρθρων 3, 5, 6, 9, 10 και 20 του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007, Ν.35(Ι)/2007, και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε.
Σύμφωνα με τη θέση των συνηγόρων του αιτητή η δεύτερη κατηγορία, που αυτός αντιμετώπιζε, δεν αποκαλύπτει ποινικό αδίκημα γνωστό στο νόμο. Προέβαλαν συνακόλουθα, πως η εν λόγω απόφαση είναι λανθασμένη, υπό την έννοια ότι συνιστά πρόδηλο νομικό σφάλμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε να μην αποδεχτεί την εν λόγω εισήγηση. Ειδικότερα, έκρινε, με βάση τα κριτήρια που θέτει η σχετική νομολογία και με αναφορά στη μαρτυρία, ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, σε σχέση με τον αιτητή, για το αδίκημα το οποίο αυτός αντιμετωπίζει, κρίνοντας, συγχρόνως, ότι αυτός μπορούσε να κατηγορηθεί ως συνεργός για τη διάπραξή του, δυνάμει του Άρθρου 20 του Κεφ. 154. Στο ίδιο πλαίσιο, εξέτασε και τις ειδικές πρόνοιες των εδαφίων (4) και (5) του Άρθρου 20 του Ν. 35(Ι)/2007, ο συνδυασμός των οποίων προβλέπει συγκεκριμένα αδικήματα, για τα οποία μπορεί να κατηγορηθεί αξιωματούχος νομικού προσώπου, καταλήγοντας, όμως, πως δε θα μπορούσε να αποκλειστεί, εν προκειμένω, η προαναφερθείσα επιλογή του Άρθρου 20 του Κεφ. 154.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το εν λόγω πρόβλημα σε σχέση με την υπό αναφορά κατηγορία, σε περίπτωση που υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, υπήρχε από την αρχή και παραβίαζε τις πρόνοιες του Άρθρου 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και, ειδικά, αυτές των παραγράφων (α) και (γ). Συγκεκριμένα, η μη διατύπωση στην κατηγορία αδικήματος γνωστού στο νόμο συνιστά ουσιαστική παρατυπία.
2. Δεν ηγέρθη, όμως, σε σχέση με αυτήν την πτυχή της υπόθεσης, οποιοδήποτε θέμα, κατά το χρόνο της απαγγελίας της κατηγορίας και προτού ο κατηγορούμενος, αιτητής, απαντήσει σε αυτήν, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 66 του εν λόγω Νόμου.
3. Η σχετική εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή στην παρούσα, εξετάστηκε ενδελεχώς και απαντήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
4. Το θέμα που εξετάστηκε από τη Δικαστή, το οποίο αναφέρεται πιο πάνω, είναι αμιγώς νομικό.
5. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η εφαρμογή του Άρθρου 20 του Κεφ. 154 να είναι, υπό το φως των σχετικών προνοιών του Ν. 35(Ι)/2007 και των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, παρατραβηγμένη και, έτσι, η απόφαση, σχετικά, της Δικαστού να αποδειχθεί, τελικώς, λανθασμένη.
6. Επί του παρόντος, όμως, αναμφίβολα, η εν λόγω απόφαση ήταν το αποτέλεσμα της δικαστικής διεργασίας, που, όπως διαπιστώθηκε, είχε αναληφθεί από τη Δικαστή και, ακριβώς, λόγω του περιεχομένου της, δεν διαπιστωνόταν να υπήρχε σε αυτήν έκδηλο νομικό σφάλμα, ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η τελική κρίση, σχετικά, σε μεταγενέστερο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας ή και σε άλλο επίπεδο κρίσης.
7. Με το εν λόγω ένταλμα, δεν ελέγχεται η ορθότητα αλλά η νομιμότητα μιας απόφασης.
8. Επομένως, δεν διαπιστωνόταν να υπήρχε, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμη υπόθεση, ώστε να δικαιολογείτο η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
9. Ο αιτητής, οπωσδήποτε δεν είναι χωρίς θεραπεία, αν, τελικώς, έχει δίκαιο στη θέση που υποστηρίζει. Μπορεί να θέσει το θέμα ξανά, ανάλογα και με την κατάληξη που θα έχει η υπόθεση. Δηλαδή, αν υπάρξει καταδίκη, τότε μπορεί, στα πλαίσια έφεσης, να περιλάβει και λόγο, με τον οποίο να προσβάλλει την υπό εξέταση κρίση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.
10. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία κατηγορούμενο πρόσωπο διαφωνεί με ενδιάμεση απόφαση δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση, η οποία απόφαση, κατά κανόνα, δεν είναι εφέσιμη κατά το χρόνο της έκδοσής της και εκκρεμούσης της διαδικασίας της ποινικής δίκης.
11. Η κλήση δε κατηγορουμένου σε απολογία ουδόλως επηρεάζει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του της δίκαιης δίκης και της απόλαυσης μέχρι τέλους του τεκμηρίου της αθωότητας.
Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,
Ρωτή ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 246,
Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414.
Αίτηση.
Γ. Ζαχαρίου (κα), για Ανδρέα Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου να καλέσει, κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο, σε απολογία τον κ. Ευστάθιο Ευσταθίου, κατηγορούμενο 2 στην ποινική υπόθεση αρ. 9978/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, βρήκε αντίθετους τους συνηγόρους του. Αυτοί είναι της άποψης ότι η κατηγορία, που αυτός αντιμετώπιζε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει, δεν αποκαλύπτει ποινικό αδίκημα γνωστό στο νόμο. Επομένως, θεωρούν πως η εν λόγω απόφαση είναι λανθασμένη, υπό την έννοια ότι συνιστά πρόδηλο νομικό σφάλμα.
Η υπό αναφορά υπόθεση, μετά την πιο πάνω εξέλιξη, έχει οριστεί για συνέχιση της ακρόασης στις 13.5.2015. Στο μεταξύ, με δεδομένη τη διαφωνία, ανωτέρω, των συνηγόρων του εν λόγω κατηγορουμένου, καταχωρίστηκε, στις 28.4.2015, εκ μέρους του, η παρούσα μονομερής αίτηση. Με αυτή, ζητείται άδεια για καταχώριση αίτησης διά κλήσεως, στο πλαίσιο της οποίας να επιδιωχθεί η έκδοση εντάλματος certiorari, το οποίο να ακυρώνει την προαναφερθείσα πρωτόδικη απόφαση.
Αίτηση για παραχώρηση άδειας, όπως η παρούσα, υποβάλλεται στο πλαίσιο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, να εκδίδει ένταλμα certiorari, προς ακύρωση απόφασης κατώτερου δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, για το λόγο ότι αυτή αποτελεί πρόδηλο νομικό σφάλμα. Η επίκληση της πιο πάνω εξουσίας δεν αποτελεί δικαίωμα του οποιουδήποτε επίδοξου αιτητή. Πρέπει, πρώτα, να λαμβάνεται άδεια προς τούτο από το Ανώτατο Δικαστήριο και αυτό είναι που επιχειρείται με την παρούσα μονομερή αίτηση. Άδεια δίδεται, εφόσον διαπιστώνεται, από το πρακτικό της σχετικής δικαστικής διαδικασίας, η ύπαρξη, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμης υπόθεσης, (βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Όσον αφορά τα γεγονότα, από την έκθεση, η οποία συνοδεύει την αίτηση, προκύπτει ότι κατηγορούμενη στην ίδια ποινική υπόθεση, αντιμετωπίζουσα ξεχωριστή κατηγορία, είναι και μια εταιρεία, της οποίας ο κατηγορούμενος 2, εδώ αιτητής, είναι διευθυντής. Αντιμετωπίζουν δε και οι δύο από μια κατηγορία, ως εξής:-
«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Πρώτη Κατηγορία
Μη καταβολή μισθών κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 5, 6, 9, 10, 19 και 20 του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007, Ν. 35(Ι)/2007, και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Η κατηγορούμενη 1 κατά ή περί τον Δεκέμβριο του 2012 στην Λάρνακα, ενώ ήταν εργοδότρια εταιρεία, παρέλειψε να καταβάλει στην εργοδοτούμενη της Ελισάβετ Στυλιανίδου, τον 13ο μισθό της, με αποτέλεσμα να της οφείλει το συνολικό ποσό των €1.398.»
«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Δεύτερη Κατηγορία
Παρακίνηση μη καταβολής μισθών κατά παράβαση των Άρθρων 3, 5, 6, 9, 10 και 20 του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007, Ν.35(Ι)/2007, και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο κατηγορούμενος 2 κατά ή περί τον Δεκέμβριο του 2012 στην Λάρνακα, υπό την ιδιότητα του διευθυντή της κατηγορούμενης 1, παρακίνησε την κατηγορούμενη 1, προς τη μη καταβολή του 13ου μισθού προς την εργοδοτούμενη της, Ελισάβετ Στυλιανίδου, με αποτέλεσμα να της οφείλει το συνολικό ποσό των €1.398.»
Είναι σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία, βέβαια, που έχει προκύψει το ζήτημα, όταν, κατά το προαναφερθέν στάδιο, η εκδικάζουσα Δικαστής απέρριψε εισήγηση του συνηγόρου του κατηγορουμένου 2, αιτητή, ότι αυτή δεν αποκαλύπτει αδίκημα γνωστό στο νόμο και τον κάλεσε σε απολογία. Παρεμπιπτόντως, να σημειωθεί πως το εν λόγω πρόβλημα σε σχέση με την υπό αναφορά κατηγορία, σε περίπτωση που υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, υπήρχε από την αρχή και παραβίαζε τις πρόνοιες του Άρθρου 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και, ειδικά, αυτές των παραγράφων (α) και (γ). Συγκεκριμένα, η μη διατύπωση στην κατηγορία αδικήματος γνωστού στο νόμο συνιστά ουσιαστική παρατυπία, όσον αφορά το περιεχόμενό της, αφού πρέπει να υπάρχει σε αυτή «διατύπωση του ποινικού αδικήματος», (παράγραφος (α)), ενώ, συγχρόνως, η κατηγορία πρέπει να περιγράφει σε κοινή γλώσσα «το ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος», (παράγραφος (γ)). Δεν ηγέρθη, όμως, σε σχέση με αυτήν την πτυχή της υπόθεσης, οποιοδήποτε θέμα, κατά το χρόνο της απαγγελίας της κατηγορίας και προτού ο κατηγορούμενος, αιτητής, απαντήσει σε αυτήν, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 66 του εν λόγω Νόμου.
Η ευπαίδευτη Δικαστής, με την απόφασή της, εξέτασε την πιο πάνω εισήγηση, υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθώς, επίσης, του Άρθρου 20(4) και (5) του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007, (Ν. 35(Ι)/2007), όπως έχει τροποποιηθεί, και κατέληξε, ως ανωτέρω, καλώντας τον αιτητή, όπως και την κατηγορούμενη 1 εταιρεία, σε απολογία. Η εισήγηση του συνηγόρου, η οποία αναφέρεται προηγουμένως, εξετάστηκε ενδελεχώς και απαντήθηκε, στις σελίδες 6 και 7 της υπό αναφορά απόφασης, ως εξής:-
«(2) Στην περίπτωση όπου εργοδότης είναι εταιρεία, ο διευθυντής ή ο σύμβουλος της θεωρείται, γενικώς, ως ο αντιπρόσωπός της. Το φυσικό αυτό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα, δεν υπέχει προσωπικώς αστική ευθύνη. Δεν αποκλείεται, όμως, να υπέχει ποινική ευθύνη ως συνεργός. Κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται σε αδίκημα, περιλαμβανομένων και των συνεργών, μπορεί να διωχθεί ως αυτουργός (Άρθρο 20 του Κεφ. 154). Στην περίπτωση δίωξης συνεργού, ακόμη και για αδίκημα απόλυτης ευθύνης, απαραίτητη προϋπόθεση, για να αποδοθεί σε αυτόν αξιόποινη συμπεριφορά, είναι και η απόδειξη της πρόθεσής του (ένοχη διάθεση - mens rea) εν σχέσει τόσον με τη συνέργεια (την παροχή βοήθειας ή συμβουλής ή την παρακίνηση ή την παρότρυνση ή τη διευκόλυνση) όσον και με τις περιστάσεις του αδικήματος. Η πρόθεση (mens rea) πρέπει, κατ' αρχήν, να συνοδεύει κάθε πτυχή της αξιόποινης συμπεριφοράς (actus reus) του συνεργού (Halsbury's Laws of England, (ανωτέρω)*, Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)** και Αθανασίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)***). Όσον αφορά σε συνεργό, το νοητικό στοιχείο που θα πρέπει να αποδειχθεί είναι γενικώς στενότερο και πιο απαιτητικό απ' ό,τι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του (δείτε, για ανάλογη εφαρμογή, Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, 266 επ, Zenonos General Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 5).
...............................................................................................................
(4) Οι πρόνοιες της παρ. (5) του Άρθρου 20 του Ν.35(Ι)/2007 σύμφωνα με τις οποίες όταν τα αδικήματα τα οποία ορίζονται στην παρά (4) του ίδιου άρθρου διαπράττονται από νομική οντότητα, τότε 'κάθε πρόσωπο το οποίο κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος κατέχει θέση συμβούλου, προέδρου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση (στην οντότητα αυτή) ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με την ιδιότητα αυτή' θεωρείται, κατ' αρχήν, ένοχο για το συγκεκριμένο αδίκημα δεν είναι περιοριστικές. Οι πρόνοιες της παρά (5) του Ν.35(Ι)/2007 δεν περιορίζουν την ποινική ευθύνη αξιωματούχου κ.λ.π. νομικής οντότητας, η οποία τυγχάνει εργοδότης, μόνον στις περιπτώσεις των αδικημάτων της παρά. (4) του ίδιου άρθρου. Συνεπώς, είναι δυνατή, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, η απόδοση, σε αξιωματούχο νομικής οντότητας η οποία τυγχάνει εργοδότης, της ευθύνης του συνεργού για άλλα αδικήματα, καθιερωμένα διά του Ν.35(Ι)/2007.»
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω αποσπάσματα, ειδικά, αλλά και από το σύνολο του κειμένου της απόφασης, γενικά, η οποία είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και πλήρως αιτιολογημένη, η ευπαίδευτη Δικαστής κατέληξε να μην αποδεχτεί την εν λόγω εισήγηση, με το αποτέλεσμα που έχει προαναφερθεί. Ειδικότερα, έκρινε, με βάση τα κριτήρια που θέτει η σχετική νομολογία και με αναφορά στη μαρτυρία, ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, σε σχέση με τον αιτητή, για το αδίκημα το οποίο αυτός αντιμετωπίζει, κρίνοντας, συγχρόνως, και στον ίδιο βαθμό βεβαιότητας, προφανώς, ότι αυτός μπορούσε να κατηγορηθεί ως συνεργός για τη διάπραξή του, δυνάμει του Άρθρου 20 του Κεφ. 154. Στο ίδιο πλαίσιο, εξέτασε και τις ειδικές πρόνοιες των εδαφίων (4) και (5) του Άρθρου 20 του Ν. 35(Ι)/2007, ο συνδυασμός των οποίων προβλέπει συγκεκριμένα αδικήματα, για τα οποία μπορεί να κατηγορηθεί αξιωματούχος νομικού προσώπου, καταλήγοντας, όμως, πως δε θα μπορούσε να αποκλειστεί, εν προκειμένω, η προαναφερθείσα επιλογή του Άρθρου 20 του Κεφ. 154.
Το θέμα που εξετάστηκε από τη Δικαστή, το οποίο αναφέρεται πιο πάνω, είναι αμιγώς νομικό και, μάλλον, δεν πρέπει να αναμένεται διαφορετική κατάληξη, σε σχέση με αυτό, στο τέλος της ποινικής δίκης, χωρίς, βέβαια, να σημαίνει πως, έτσι, προδιαγράφεται ως βεβαία η καταδίκη του αιτητή. Αυτό θα εξαρτηθεί από την αντίκριση που θα έχει το εκδικάζον Δικαστήριο, στο στάδιο εκείνο, του συνόλου της μαρτυρίας.
Επιπρόσθετα, δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο η εφαρμογή του Άρθρου 20 του Κεφ. 154 να είναι, υπό το φως των σχετικών προνοιών του Ν. 35(Ι)/2007 και των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, παρατραβηγμένη και, έτσι, η απόφαση, σχετικά, της Δικαστού να αποδειχθεί, τελικώς, λανθασμένη. Επί του παρόντος, όμως, αναμφίβολα, η εν λόγω απόφαση είναι το αποτέλεσμα της δικαστικής διεργασίας, που, όπως διαπιστώθηκε, είχε αναληφθεί από τη Δικαστή και, ακριβώς, λόγω του περιεχομένου της, δε διαπιστώνεται να υπάρχει σε αυτήν έκδηλο νομικό σφάλμα, ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η τελική κρίση, σχετικά, σε μεταγενέστερο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας ή και σε άλλο επίπεδο κρίσης. Εν ολίγοις, με το εν λόγω ένταλμα, δεν ελέγχεται η ορθότητα αλλά η νομιμότητα μιας απόφασης, (βλ. In re Kakos, ανωτέρω). Επομένως, από τα προαναφερθέντα, δε διαπιστώνεται να υπάρχει, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμη υπόθεση, ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
Παρεμπιπτόντως, και πάλιν, μπορεί να λεχθούν και τα εξής: Ο αιτητής, οπωσδήποτε δεν είναι χωρίς θεραπεία, αν, τελικώς, έχει δίκαιο στη θέση, ανωτέρω, που υποστηρίζει. Μπορεί να θέσει το θέμα ξανά, ανάλογα και με την κατάληξη που θα έχει η υπόθεση. Δηλαδή, αν υπάρξει καταδίκη, τότε μπορεί, στα πλαίσια έφεσης, την οποία έχει δικαίωμα να ασκήσει, να περιλάβει και λόγο, με τον οποίο να προσβάλλει την υπό εξέταση κρίση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία κατηγορούμενο πρόσωπο διαφωνεί με ενδιάμεση απόφαση δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση, η οποία απόφαση, κατά κανόνα, δεν είναι εφέσιμη κατά το χρόνο της έκδοσής της και εκκρεμούσης της διαδικασίας της ποινικής δίκης, (βλ. Ρωτή ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 246).
Η απόφαση η οποία εκδίδεται σε ποινική δίκη, κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο, με την οποία κατηγορούμενος καλείται σε απολογία, αποτελεί τέτοια περίπτωση που αναφέρεται πιο πάνω· δηλαδή δεν είναι εφέσιμη κατά το στάδιο εκείνο, (βλ. Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414). Ας σημειωθεί πως το εκ πρώτης όψεως στάδιο, ουσιαστικά, αποτελεί στάδιο ελέγχου της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, προς διαπίστωση της αποδεικτικής της αξίας, με ιδιαίτερη αναφορά στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία. Η κλήση δε κατηγορουμένου σε απολογία ουδόλως επηρεάζει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του της δίκαιης δίκης και, βεβαίως, της απόλαυσης μέχρι τέλους του τεκμηρίου της αθωότητας.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.