ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A140

(2015) 1 ΑΑΔ 386

27 Φεβρουαρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1987 (Ν. 101/87),

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΕΙ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ (INTERNATIONAL COURT OF ARBITRATION OF THE INTERNATIONAL CHAMBER OF COMMERCE ("ICC")) METΑΞΥ ΤΩΝ:-

 

(1) COMMERZBANK AUSLANDSBANKEN HOLDING A.G.,

(2) COMMERZBANK AKTIENGESELLSCHAFT,

 

ν.

 

ADEONA HOLDINGS LIMITED,

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ:-

1. COMMERZBANK AUSLANDSBANKEN HOLDING A.G.,

2. COMMERZBANK AKTIENGESELLSCHAFT,

 

Εφεσείοντες - Αιτητές,

 

ν.

 

ADEONA HOLDINGS LIMITED,

 

Εφεσιβλήτων - Kαθ' ων η αίτηση.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε6/2014)

 

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Επείγον ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε προσωρινό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς ― Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Καθήκον αποκάλυψης ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Παρατηρήσεις Εφετείου για φαινόμενα που έχουν παρουσιαστεί εκ μέρους δικηγόρων αιτητών και καθ' ων η αίτηση σε μονομερείς αιτήσεις, συνεπεία των δραστικών επιπτώσεων που συνήθως ακολουθούν εύρημα δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Καθήκον αποκάλυψης ― Τι περιλαμβάνει ― Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης ― Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ― Δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Καθήκον αποκάλυψης ― Πότε σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, το Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους ― Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή. 

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Καθήκον αποκάλυψης ― Τα δικαστήρια δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται από αβάσιμες εισηγήσεις που δίδουν έμφαση στη μη αποκάλυψη κάποιου ασήμαντου στοιχείου, το οποίο δεν αφορά σε ουσιώδες γεγονός ― Ούτε ο κανόνας πρακτικής για ακύρωση του διατάγματος σε περίπτωση μη αποκάλυψης, θα πρέπει να αφεθεί να μετατραπεί σε εργαλείο αδικίας.

 

Στα πλαίσια διαδικασίας με βάση τον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο 101/87, οι Αιτητές-Εφεσείοντες στις 26.9.2013 καταχώρησαν εναρκτήρια αίτηση προς υποστήριξη διεθνούς διαιτησίας που επρόκειτο να καταχωρηθεί εναντίον των Καθ' ων η αίτηση-Εφεσιβλήτων στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, καταχώρησαν με βάση το Άρθρο 9 του πιο πάνω Νόμου και μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν:-

 

(1) Διάταγμα με το οποίο να απαγορευόταν στους Εφεσίβλητους να αποξενώσουν οποιαδήποτε ακίνητη και/ή κινητή περιουσία, μέχρι ποσού ΗΠΑ $80.000.000, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών που κατέχουν οι Εφεσίβλητοι στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας Metinvest B.V., η οποία είναι εγγεγραμμένη στην Ολλανδία, μέχρι πλήρους εκδίκασης της γενικής αίτησης ή μέχρι αποπεράτωσης της διαδικασίας.

 

(2) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονταν οι Εφεσίβλητοι όπως αποκαλύψουν: (Α) Τα περιουσιακά στοιχεία και όλη τους την περιουσία, κινητή και ακίνητη, η οποία έχει αξία πέραν των €5.000, με όρο ότι η αποκάλυψη θα χρησιμοποιηθεί μόνο για σκοπούς υποβοήθησης της διαιτητικής διαδικασίας μεταξύ των διαδίκων και (Β) επισύναψη όλων των εγγράφων που υποστηρίζουν την πιο πάνω αποκάλυψη.

 

Το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το πρώτο από τα αιτούμενα διατάγματα, ενώ διέταξε όπως επιδοθεί η αίτηση σε σχέση με το δεύτερο.

 

Στη συνέχεια και κατόπιν ακρόασης, για τους λόγους που εξήγησε  στην απόφασή του, ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα και δεν εξέδωσε το δεύτερο. Έκρινε ότι η ενδιάμεση αίτηση, η οποία στηριζόταν στο Άρθρο 9 του Ν. 101/87, ήταν νομότυπη. Παρά τη μη αναφορά στην αίτηση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, εντούτοις το συγκεκριμένο άρθρο και η νομολογία που δημιουργήθηκε γύρω από αυτό, τυγχάνουν εφαρμογής σε αιτήσεις δυνάμει του Άρθρου 9 του Ν. 101/87. Στη συνέχεια έκρινε ότι πληρούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32. Δεν εξέδωσε όμως το διάταγμα επειδή όπως έκρινε «δεν ήταν ορθό και δίκαιο».

 

Παρά την πιο πάνω αρνητική κατάληξή του ως προς το διάταγμα, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω και έκρινε ότι υπήρξε και μη αποκάλυψη σημαντικών στοιχείων, κρίνοντας ότι και αυτός ο παράγοντας συνηγορούσε υπέρ της απόρριψης της αίτησης. Παρά και αυτή τη δεύτερη κατάληξη του, το Δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω και εξέτασε το κατεπείγον της αίτησης, κρίνοντας ότι αυτή δεν έπρεπε να είχε εγκριθεί μονομερώς. Τελικά κατέληξε ως εξής:-

 

     «Για τους πιο πάνω λόγους, ο κάθε ένας από τους οποίους θα ήταν αρκετός, η Αίτηση απορρίπτεται και το εκδοθέν συντηρητικό διάταγμα παύει να ισχύει. Δοθείσης της ακύρωσης του, το εξαιτούμενο Διάταγμα (2) που θα ήταν υποβοηθητικό για το Διάταγμα (1) δεν μπορεί να εκδοθεί.»

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

Πρώτος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν ενυπήρχε το στοιχείο του κατεπείγοντος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι Εφεσείοντες παραπονούνταν ότι η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η πάροδος «πέραν του ενός μηνός» μέχρι τις 26.9.2013 που καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση, ήταν «σημαντική», είναι σαφώς εσφαλμένη, αφού μόλις επτά μέρες χωρίζουν την περίοδο 19.9.2013 που έγινε η τελευταία συνάντηση συνδιαλλαγής μεταξύ εμπλεκομένων μερών, μέχρι τις 26.9.2013.

 

2.  Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι θεωρούν ότι υπήρξε καθυστέρηση 63 ημερών, αφού η σχετική ημερομηνία που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη είναι η 26.7.2013, όταν οι αγοραστές επέδωσαν στους Εφεσείοντες τις «Ειδοποιήσεις Αποφυγής». Ως προς την αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σε ημερ. «19.9.2013», θεωρούν ότι αυτή αποτελεί ένα καλόπιστο λάθος.

 

3.  Ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Αναμφίβολα η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ήταν σαφής και δεν ήταν βέβαιο ότι η αναφορά στην ημερομηνία 19.9.2013 οφείλεται σε καλόπιστο λάθος.

 

4.  Δεν ήταν εσφαλμένο το γενικό σχόλιο του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ορισμένες φορές οι διάδικοι τροχοδρομούν κάποιο γεγονός για να το επικαλεστούν στη συνέχεια ως εξέλιξη στα γεγονότα της υπόθεσης, με στόχο να δικαιολογήσουν το κατεπείγον της αίτησης.

 

5.  Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, όπως πολύ ορθά έκρινε το δικαστήριο, δεν υπήρχε τίποτε στα περιστατικά της υπόθεσης «που να κατεδείκνυε πως η συνάντηση της 19.9.2013 δεν συνιστούσε γνήσια προσπάθεια των μερών να διευθετήσουν τις διαφορές τους».

 

6.  Περαιτέρω, το δικαστήριο ορθά δέχτηκε ότι υπήρχαν εύλογες προσδοκίες συνδιαλλαγής. Ενώ ήταν ορθές οι πιο πάνω βασικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν εσφαλμένη η τελική κατάληξη του και αντίθετη με τις προηγούμενες διαπιστώσεις του ως προς τη γνησιότητα των προσπαθειών για συνδιαλλαγή.

 

7.  Ο χρόνος που διέρρευσε από το τέλος των τελευταίων διαπραγματεύσεων των μερών ήταν πολύ μικρός για να θεωρηθεί ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

 

8.  Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα του κατεπείγοντος.  Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς.

 

Δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου -

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν ήταν ορθή η απόλυτη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δε ενδείκνυται να εκδίδεται διάταγμα δέσμευσης περιουσίας του εγγυητή, πολύ περισσότερο μονομερώς, όταν ο πρωτοφειλέτης έχει δεσμευμένη περιουσία, υποθήκη, ενέχυρο ή άλλως, προς όφελος του απαιτητή και που δεν φαίνεται να είναι ανεπαρκής προς ικανοποίηση της απαίτησης. Ακόμα και όταν ο απαιτητής επιλέγει να εναγάγει μόνο τον εγγυητή ή ξεχωριστά από τον πρωτοφειλέτη, όπως τηρουμένων των αναλογιών έγινε εδώ.»

 

2.  Κατ' αρχάς το θέμα της εξασφάλισης των Εφεσειόντων σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαιτησίας, ήταν θέμα που θα έπρεπε να ενταχθεί στην τρίτη προϋπόθεση και όχι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

 

3.  Το δικαίωμα των Εφεσειόντων σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαιτησίας, ήταν να αποζημιωθούν για το ποσό της εγγύησης που εξασφάλισαν, η οποία ισοδυναμούσε με μέρος του τιμήματος αγοράς των στοιχείων που πωλήθηκαν και όχι με την αξία των μετοχών τη δεδομένη στιγμή που θα εκτελείτο η διαιτητική απόφαση.

 

4.  Η συμφωνία δέσμευσης των μετοχών, σκοπό είχε να διασφαλίσει αυτή την υποχρέωση, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διασφάλιζε πλήρως του Εφεσείοντες.

 

5.  Εξίσου εσφαλμένη ήταν και η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η δεσμευμένη και ενεχυριασμένη περιουσία, δεν φαινόταν «να είναι ανεπαρκής προς ικανοποίηση της απαίτησης ..».

 

6.  Η υποχρέωση πληρωμής του τιμήματος αγοράς είναι ανεξάρτητη από τη συμφωνία δέσμευσης των μετοχών και η μόνη σχέση μεταξύ τους είναι ότι η δεύτερη δεν είναι τίποτε άλλο από ένα εργαλείο που τείνει να διασφαλίσει στο βαθμό που είναι δυνατό, την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος αγοράς και δεν αποσκοπεί στην ανάκτηση των μετοχών σε όποια αξία θα είχαν κατά το χρόνο της ανάκτησης για εξόφληση του χρέους.

 

7.  Συνακόλουθα, ευσταθούσε και ο πέμπτος λόγος έφεσης που αφορούσε στα ερωτηματικά που κατά το πρωτόδικο δικαστήριο εγείρονταν ως αποτέλεσμα της καταχώρησης ξεχωριστής παράκλησης για διαιτησία για τους Εφεσίβλητους-εγγυητές και για την εταιρεία Yernamio.

 

8.  Με δεδομένο ότι υπήρχαν ξεχωριστές συμφωνίες και διακριτές υποχρεώσεις, το στοιχείο αυτό δεν ήταν τέτοιας σημασίας που θα έπρεπε να επηρεάσει καταλυτικά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, για την οριστικοποίηση ή όχι ενός διατάγματος.

 

Έκτος έβδομος, όγδοος και ένατος λόγος έφεσης:

 

Η μη αποκάλυψη στοιχείων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Πέραν των πιο πάνω, το δικαστήριο δεν αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι το διάταγμα θα έπρεπε να ακυρωθεί επειδή δεν ήταν δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθεί, αλλά προχώρησε και εξέτασε και θέμα μη αποκάλυψης ουσιαστικών στοιχείων και συγκεκριμένα των «Εκθέσεων Εσωτερικού Ελέγχου» οι οποίες συνόδευαν την Ειδοποίηση Απαίτησης, καθώς και ορισμένων άλλων στοιχείων.

 

2.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων. Μελετώντας τη σχετική ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, προέκυπτε ένας ακριβοδίκαιος τρόπος παράθεσης των γεγονότων, τα οποία τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου με την αναγκαία πληρότητα και ειλικρίνεια και εύκολα ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα μπορούσε να αντιληφθεί τις διαφορές μεταξύ των διαδίκων και τα κρίσιμα σημεία που οδήγησαν στην αντιδικία.

3.      Εάν για κάθε στοιχείο αναμένεται να γίνεται μια τέτοια μικροσκοπική εξέταση, τότε οι ένορκες δηλώσεις θα γίνονταν ακόμη πιο μακροσκελείς, με αποτέλεσμα το έργο του δικαστηρίου να καθίσταται ακόμα πιο δύσκολο.

 

4.  Τα ίδια ίσχυαν και για τα όσα αφορούσαν στους λόγους έφεσης 7 και 8.

 

Η αντέφεση:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ναι μεν κατέληξε σε εύρημα ότι οι Εφεσείοντες δεν προβήκαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, πλην όμως «η κατάληξη του θα έπρεπε να συμπληρωθεί και/ή αιτιολογηθεί με επιπρόσθετους λόγους», οι οποίοι ενώ ηγέρθηκαν από πλευράς των Εφεσιβλήτων, δεν εξετάστηκαν.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε καμία υποχρέωση να εξετάσει ξεχωριστά και λεπτομερώς το κάθε στοιχείο στο οποίο έκαμε αναφορά η πλευρά των Εφεσιβλήτων.

 

2.  Η υποχρέωση του περιορίζεται στο να εξετάσει ξεχωριστά εκείνα τα σημεία τα οποία θεωρεί τα πιο σημαντικά. Διαφορετικά το δικαστήριο θα ήταν δέσμιο σε περίπτωση μεγάλου αριθμού εισηγήσεων, να εξετάζει την κάθε μια ξεχωριστά. Όμως, τέτοια υποχρέωση δεν υπάρχει.

 

3.  Τα στοιχεία στα οποία γινόταν αναφορά στην αντέφεση, δεν ήταν ουσιώδη. Αν προβαίναμε σε μια τέτοια μικροσκοπική και μηχανιστική εξέταση των πραγμάτων, θα ερχόμασταν σε αντίθεση με τις αρχές που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία.

 

4.  Στην προκειμένη περίπτωση, η αποκάλυψη στην οποία προβήκαν οι Εφεσείοντες, ήταν όχι μόνο πλήρης ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, αλλά και ειλικρινής. Δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε κακοπιστία εκ μέρους τους ή πρόθεση απόκρυψης, αλλά αντίθετα καλόπιστη και ακριβοδίκαιη παράθεση όλων των ουσιωδών γεγονότων από τα οποία αναδύονταν καθαρά οι θέσεις και των δύο πλευρών.

 

Η έφεση επέτυχε και η αντέφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1665, ECLI:CY:AD:2014:A540,

 

Κασπαρή ν. Ανδρέου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 784,

 

Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 604,

 

Ανδρέου ν. Τράπεζα Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 740,

 

Νικολάου ν. Ellinas Finance Ltd κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 2392,

 

China and South Sea Bank Ltd v. Tan [1989] 3 All ER 839,

 

GlobalCruises SA κ.ά. ν. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1 Α.Α.Δ. 607,

 

Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

 

Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598,

 

Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1953,

 

Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd´s Rep. 54,

 

LinsenInternational Ltd v. Humpuss Sea TransportPte Ltd [2010] EWHC 303(Comm),

 

Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986], 2 Lloyd´s Rep428 QBD,

 

Bank Mellat v. Nikpour (MohammadEbrahaim) [1985] F.S.R. 87 CA,

 

Recnex Trading Ltd κ.ά. v. Tράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 866, ECLI:CY:AD:2014:A269,

 

Brink's-Mat Ltd v. Elcombe andothers [1988] 3 All ER 188,

 

Arena Corporation Ltd (InProvisional Liquidations) v. Schroeder [2003] All ER (D) 199,

 

National Bank of Sharjah v. Dellborg, The Times, December 24, 1992 (CA),

 

Re Hellington Commodities Ltd a.ο. (2009) 1(B) A.A.Δ. 926,

Starport Nominees Limited a.ο. (No. 1) (2010) 1(B) Α.Α.Δ. 1271.

 

Έφεση κατά Ενδιάμεσης Απόφασης.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Μαλακτός, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 13/13), ημερομηνίας 19/12/2013.

 

Μ. Κυπριανού με Μ. Χατζησωτηρίου (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Σ. Πίττας με Ι. Ζερβού (κα) προσωπικά και για Α. Σοφοκλέους, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

Δικαστηριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

 

H πρωτόδικη διαδικασία

 

Στα πλαίσια διαδικασίας με βάση τον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987 (Ν. 101/87), οι Αιτητές-Εφεσείοντες στις 26.9.2013 καταχώρησαν εναρκτήρια αίτηση προς υποστήριξη διεθνούς διαιτησίας που επρόκειτο να καταχωρηθεί εναντίον των Καθ' ων η αίτηση-Εφεσιβλήτων στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, καταχώρησαν με βάση το Άρθρο 9 του πιο πάνω Νόμου και μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν:-

 

(1) Διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στους Εφεσίβλητους να αποξενώσουν οποιαδήποτε ακίνητη και/ή κινητή περιουσία, μέχρι ποσού ΗΠΑ $80.000.000, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών που κατέχουν οι Εφεσίβλητοι στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας Metinvest B.V., η οποία είναι εγγεγραμμένη στην Ολλανδία, μέχρι πλήρους εκδίκασης της γενικής αίτησης ή μέχρι αποπεράτωσης της διαδικασίας.

 

(2) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονται οι Εφεσίβλητοι όπως αποκαλύψουν: (Α) Τα περιουσιακά στοιχεία και όλη τους την περιουσία, κινητή και ακίνητη, η οποία έχει αξία πέραν των €5.000, με όρο ότι η αποκάλυψη θα χρησιμοποιηθεί μόνο για σκοπούς υποβοήθησης της διαιτητικής διαδικασίας μεταξύ των διαδίκων και (Β) επισύναψη όλων των εγγράφων που υποστηρίζουν την πιο πάνω αποκάλυψη.

 

Το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το πρώτο από τα αιτούμενα διατάγματα, ενώ διέταξε όπως επιδοθεί η αίτηση σε σχέση με το δεύτερο.

 

Το ιστορικό

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μας, τα πλείστα των οποίων δεν αμφισβητούνται, οι Εφεσείοντες 2 είναι μία από τις μεγαλύτερες Γερμανικές τράπεζες και οι Εφεσείοντες 1 ανήκουν στον ίδιο Όμιλο και ασχολούνται με επενδύσεις σε χώρες εκτός Γερμανίας. Οι Εφεσίβλητοι είναι κυπριακή εταιρεία η οποία ανήκει στον Ουκρανικό Όμιλο Εταιρειών Smart.

 

Σύμφωνα με το ιστορικό όπως παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση, οι Εφεσείοντες 1 κατείχαν το 96% περίπου της Ουκρανικής Τράπεζας Public Joint Stock Company "Bank Forum", ενώ οι Εφεσείοντες 2 κατείχαν σχεδόν εξ' ολοκλήρου το μετοχικό κεφάλαιο οκτώ Ουκρανικών εταιρειών. Με γραπτή συμφωνία ημερ. 30.7.2012 [Share and Purchase Agreement (SPA)] οι Εφεσείοντες 1 και 2 πώλησαν στους Εφεσίβλητους και σε δύο άλλες κυπριακές εταιρείες του Ομίλου Smart, την Yernamio Consulting Limited και Elianta Trading Limited, τα περιουσιακά στοιχεία της πιο πάνω Τράπεζας και των άλλων οκτώ Ουκρανικών εταιρειών, έναντι του ποσού των ΗΠΑ $130.000.000. Σύμφωνα με τη συμφωνία, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Τράπεζας Forum θα μεταβιβαζόταν από τους Εφεσείοντες 1 στην Yernamio και οι οκτώ Ουκρανικές εταιρείες από τους Εφεσείοντες 2 στην Elianta. Οι Εφεσίβλητοι είχαν εγγυηθεί τη συμμόρφωση των αγοραστών, με την υποχρέωση αποπληρωμής του τιμήματος αγοράς, σε περίπτωση που οι αγοράστριες εταιρείες παρέλειπαν να το πράξουν.

 

Την ίδια ημέρα (30.7.2012), υπογράφηκε από τα ίδια μέρη και δεύτερη συμφωνία, Αναβαλλόμενης Τιμής Αγοράς [Deferred Purchase Price Agreement (DPPA)], σύμφωνα με την οποία αναβαλλόταν η καταβολή της τιμής αγοράς, η οποία θα καταβαλλόταν με δόσεις σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Και σ' αυτή τη συμφωνία οι Εφεσίβλητοι ήταν και πάλι εγγυητές. Σύμφωνα με τους όρους, η αναβαλλόμενη τιμή Α, ύψους ΗΠΑ $50.000.000, θα πληρωνόταν από τη Yernamio με τριμηνιαίες δόσεις ΗΠΑ $10.000.000 η κάθε μια, από 29.1.2013. Η αναβαλλόμενη τιμή Β, ύψους ΗΠΑ $50.000.000 (για την Τράπεζα Forum), θα πληρωνόταν από την Yernamio, με τριμηνιαίες δόσεις ύψους ΗΠΑ $6.250.000 από 29.4.2014 και η αναβαλλόμενη τιμή Β, συνολικού ύψους ΗΠΑ $30.000.000 (για τις οκτώ ουκρανικές εταιρείες), θα πληρωνόταν από την Elianta με τριμηνιαίες δόσεις ΗΠΑ $3.750.000 και πάλιν από τις 29.4.2014.

 

Οι Εφεσίβλητοι εγγυήθηκαν την πληρωμή της αναβαλλόμενης τιμής Β, δηλαδή του συνολικού ποσού των ΗΠΑ $80.000.000 (50 εκ. + 30 εκ.). Αποτελούσε όρο της συμφωνίας DPPA πως η συγκεκριμένη εγγύησή τους δεν θα επηρεαζόταν από οποιεσδήποτε διαφορές μεταξύ των Εφεσειόντων ως πωλητών και των αγοραστών των πιο πάνω περιουσιακών στοιχείων. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι ως εγγυητές παραιτούνταν από οποιεσδήποτε υπερασπίσεις ενδεχομένως να τους παρέχονταν από τα Άρθρα 91-99 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει ότι το κυριότερο περιουσιακό στοιχείο των Εφεσιβλήτων ήταν το μετοχικό συμφέρον που είχαν στην Ολλανδική εταιρεία Metinvest, η οποία ήταν μητρική μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής χάλυβα στην Ουκρανία. Θεωρήθηκε ότι η αξία του μετοχικού κεφαλαίου της Metinvest  υπερκάλυπτε την εγγύηση προς τους Εφεσείοντες. Η συμφωνία DPPA προέβλεπε επίσης ότι η οφειλόμενη τιμή αγοράς θα καθίστατο άμεσα απαιτητή και πληρωτέα, εάν επισυνέβαινε οποιοδήποτε από τα γεγονότα αθέτησης υποχρέωσης όπως αυτά καθορίζονταν στον όρο 10 της συμφωνίας, οπόταν και οι Εφεσίβλητοι, ως εγγυητές, θα ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν τη συνολική αναβαλλόμενη τιμή Β.

 

Οι δύο πιο πάνω συμφωνίες προέβλεπαν ότι θα διέπονταν από το Γερμανικό δίκαιο και περαιτέρω ότι τυχόν διαφορές των μερών θα επιλύονταν με διαιτησία στο Διεθνές Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Γερμανία.

 

Στις 29.1.2013 η Yernamio κατέβαλε την πρώτη δόση της αναβαλλόμενης τιμής Α, ύψους ΗΠΑ $10.000.000. Πριν την καταβολή της δεύτερης δόσης, οι αγοραστές επέδωσαν στους Εφεσείοντες «Ειδοποίηση Απαίτησης» παραπονούμενοι ότι οικονομικά στοιχεία που τους είχαν δοθεί σε σχέση με την τράπεζα Forum είχαν παραποιηθεί ή ήταν ουσιαστικά ανακριβή. Οι Εφεσείοντες ερεύνησαν τους ισχυρισμούς των αγοραστών, αλλά δεν βρήκαν οτιδήποτε που να τους υποστηρίζει. 

 

Παρά την επίδοση «Ειδοποίησης Απαίτησης», η Yernamio κατέβαλε και τη δεύτερη δόση της αναβαλλόμενης τιμής Α. Στο μεταξύ οι Εφεσείοντες διεξήγαγαν περαιτέρω εσωτερική έρευνα, η οποία ολοκληρώθηκε στις 22.5.2013, αλλά δεν αποκάλυψε οτιδήποτε που θα επιβεβαίωνε τους ισχυρισμούς των αγοραστών. Την επόμενη μέρα, 23.5.2013 εκπρόσωποι των Εφεσειόντων-πωλητών συναντήθηκαν με τους Εφεσίβλητους-εγγυητές και αγοραστές και ζήτησαν πληρέστερη πληροφόρηση αναφορικά με τα γεγονότα στα οποία εδράζονταν οι ισχυρισμοί των αγοραστών περί παραποίησης ή ανακρίβειας των λογαριασμών. Στις 29.5.2013 οι Εφεσείοντες επανέλαβαν και γραπτώς το αίτημά τους για παροχή πρόσθετων πληροφοριών. Οι αγοραστές με επιστολή τους ημερ. 11.6.2013 απάντησαν ότι η ουκρανική νομοθεσία απαγόρευε στην τράπεζα Forum, η οποία ήταν πλέον στην κατοχή τους, από του να αποκαλύψει πληροφορίες οι οποίες προστατεύονταν από το τραπεζικό απόρρητο, αναφέροντας πως ο διορισμός ανεξάρτητου ελεγκτή εκ μέρους των πωλητών και αγοραστών, ήταν η μόνη επιτρεπτή επιλογή με βάση την ουκρανική νομοθεσία. Οι Εφεσείοντες, με επιστολή τους ημερ. 9.7.2013 διαφώνησαν με αυτή τη θέση και πρότειναν εναλλακτικές λύσεις, όπως για παράδειγμα την αποκάλυψη των πληροφοριών σε ανεξάρτητους επαγγελματίες, όπως είχε γίνει και κατά την έρευνα due diligence, η οποία έγινε πριν να υπογραφεί η συμφωνία SPA.

 

Οι αγοραστές δεν αποδέχθηκαν τις εναλλακτικές λύσεις, αλλά αντίθετα έδωσαν εντολή στο ουκρανικό παράρτημα της KPMG να διεξάγει εσωτερικό έλεγχο, χωρίς οι Εφεσείοντες να γνωρίζουν οτιδήποτε. Περί τα μέσα Ιουλίου όταν οι Εφεσείοντες πληροφορήθηκαν για την έκθεση της KPMG, εξέφρασαν τη θέση ότι η έκθεση βασίστηκε σε ένα πολύ μικρό δείγμα 150 κατ' ισχυρισμό μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία προεπιλέγησαν από τους αγοραστές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κατά τους Εφεσείοντες, μεγάλη ασάφεια.

 

Περί τα τέλη Ιουλίου, η Yernamio και η Elianta (αγοραστές) επέδωσαν στους Εφεσείοντες «Ειδοποιήσεις Αποφυγής» ανακηρύσσοντας την αποφυγή της συμφωνίας SPA και των παρεπόμενων συμφωνιών για λόγους «εσκεμμένης απάτης», σύμφωνα με το Άρθρο 123 του Γερμανικού Αστικού Κώδικα. Μετά τις πιο πάνω εξελίξεις, στις 29.7.2013 η Yernamio δεν πλήρωσε την τρίτη δόση της αναβαλλόμενης τιμής Α, με αποτέλεσμα, δυνάμει του όρου 10 της DPPA, ολόκληρο το οφειλόμενο τίμημα αγοράς, το οποίο ανερχόταν στα ΗΠΑ $110.000.000, να καταστεί απαιτητό. 

 

Οι Εφεσείοντες, με επιστολή τους ημερ. 31.7.2013 απέρριψαν τους λόγους που διατυπώνονταν στις «Ειδοποιήσεις Αποφυγής» και ζήτησαν άμεση πληρωμή της τρίτης δόσης. Στις 6.8.2013 οι Εφεσείοντες ειδοποίησαν το δικηγόρο των αγοραστών και των Εφεσιβλήτων-εγγυητών, ότι η μη καταβολή της τρίτης δόσης αποτελούσε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης, βάσει της συμφωνίας DPPA και ως εκ τούτου απαίτησαν πληρωμή ολόκληρου του υπολοίπου, που ανερχόταν στα ΗΠΑ $110.400.066,33, από το οποίο οι Εφεσίβλητοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν μέχρι το ποσό που εγγυήθηκαν, ήτοι το ποσό των ΗΠΑ $80.000.000. Στις 19.9.2013 οι νομικοί εκπρόσωποι των διαδίκων συναντήθηκαν για «άνευ βλάβης» συζητήσεις. Φαίνεται ότι δεν βρέθηκε οποιαδήποτε λύση, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες με νέα επιστολή τους ημερ. 20.9.2013 να επαναλάβουν την απαίτησή τους προς τους Εφεσίβλητους-εγγυητές, χωρίς όμως να υπάρξει οποιαδήποτε ανταπόκριση. Ως εκ τούτου, οι Εφεσείοντες αποφάσισαν να προσφύγουν σε διαιτησία, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου.  Για υποβοήθηση της διαδικασίας διαιτησίας, καταχώρησαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ζητώντας τα διατάγματα που αναφέραμε στην αρχή της απόφασης. Όπως έχουμε αναφέρει, το δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς προσωρινό διάταγμα για μη αποξένωση της περιουσίας των Εφεσιβλήτων-εγγυητών και διέταξε όπως το δεύτερο διάταγμα με το οποίο ζητείτο η αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων, επιδοθεί. 

 

Στη συνέχεια και μετά από ακρόαση, το δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα και δεν εξέδωσε το δεύτερο. Έκρινε ότι η ενδιάμεση αίτηση, η οποία στηριζόταν στο Άρθρο 9 του Ν. 101/87, ήταν νομότυπη. Παρά τη μη αναφορά στην αίτηση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, εντούτοις το συγκεκριμένο άρθρο και η νομολογία που δημιουργήθηκε γύρω από αυτό, τυγχάνουν εφαρμογής σε αιτήσεις δυνάμει του Άρθρου 9 του Ν. 101/87. Στη συνέχεια έκρινε ότι πληρούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32. Δεν εξέδωσε όμως το διάταγμα επειδή όπως έκρινε «δεν ήταν ορθό και δίκαιο». Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, ομολογουμένως η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ήταν καθόλου σαφής. Φαίνεται όμως ότι η μη άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ των Εφεσειόντων δεν ήταν άσχετη, κατά κύριο λόγο, με το γεγονός ότι είχαν δεσμευτεί και ενεχυριαστεί οι μετοχές της τράπεζας Forum και των οκτώ ουκρανικών εταιρειών που είχαν πωληθεί. Παρά την πιο πάνω αρνητική κατάληξή του ως προς το διάταγμα, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω και έκρινε ότι υπήρξε και μη αποκάλυψη σημαντικών στοιχείων, κρίνοντας ότι και αυτός ο παράγοντας συνηγορούσε υπέρ της απόρριψης της αίτησης. Παρά και αυτή τη δεύτερη κατάληξη του, το Δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω και εξέτασε το κατεπείγον της αίτησης, κρίνοντας ότι αυτή δεν έπρεπε να είχε εγκριθεί μονομερώς. Τελικά το δικαστήριο κατέληξε ως εξής:-

 

«Για τους πιο πάνω λόγους, ο κάθε ένας από τους οποίους θα ήταν αρκετός, η Αίτηση απορρίπτεται και το εκδοθέν συντηρητικό διάταγμα παύει να ισχύει. Δοθείσης της ακύρωσης του, το εξαιτούμενο Διάταγμα (2) που θα ήταν υποβοηθητικό για το Διάταγμα (1) δεν μπορεί να εκδοθεί.»

 

Οι Εφεσείοντες εφεσιβάλλουν την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, προβάλλοντας 9 λόγους έφεσης, ενώ οι Εφεσίβλητοι με αντέφεσή τους ήγειραν τρεις λόγους έφεσης, από τους οποίους απέσυραν τους δύο κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, με αποτέλεσμα να παραμείνει ο δεύτερος.

 

Το στοιχείο του κατεπείγοντος - Λόγος έφεσης 1

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν ενυπήρχε το στοιχείο του κατεπείγοντος. Η συγκεκριμένη κατάληξη διατυπώνεται στις σελίδες 25-26 της απόφασης, ως εξής:-

 

«Είναι κοινό έδαφος πως οι δικηγόροι των μερών είχαν συζητήσεις μέχρι και τις 19.9.2013. Η εναρκτήρια αίτηση και η υπό κρίση Αίτηση καταχωρίστηκαν την 26.9.2013.

 

Συμβαίνει, διάδικοι που προωθούν διαδικασίες για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, να τροχιοδρομούν κάποιο γεγονός για να το επικαλεστούν ως εξέλιξη στα γεγονότα της υπόθεσης που θα δικαιολογούσε το ότι η διαδικασία δεν καταχωρίστηκε νωρίτερα. Δεν υπάρχει όμως τίποτε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης που να καταδεικνύει πως η συνάντηση της 19.9.2013 δεν συνιστούσε γνήσια προσπάθεια των μερών να διευθετήσουν τις διαφορές τους. Δεν φαίνεται να μην υπήρχαν εύλογες προσδοκίες και η προσπάθεια συνδιαλλαγής πρέπει, ως ζήτημα δημόσιας πολιτικής, να ενθαρρύνεται (βλ. Χατζηγαβριήλ κ.ά. ν. Επενδυτικού Συγκροτήματος Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικου Λτδ (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 606, 609).

 

Το γεγονός ότι και οι Αγοράστριες καταχώρισαν Παράκληση για Διαιτησία μόλις την 1.10.2013 επιβεβαιώνει πως μέχρι τις 19.9.2013 οι προσπάθειες συνδιαλλαγής ήταν γνήσιες.

 

Ότι στην ένορκη δήλωση Kasolowsky αναφέρεται ως ημερομηνία τελευταίας συνάντησης η 25.9.2013 δεν έχει ουσιαστική σημασία στην έννοια πως η διαφορά των 6 ημερών δεν είναι τόσο σημαντική.

 

Πιο σημαντική είναι η πάροδος πέραν του ενός μηνός μέχρι τις 26.9.2013 που καταχωρίστηκε η εναρκτήρια αίτηση και η υπό κρίση Αίτηση. Εάν ήταν επείγον να δεσμευτεί η περιουσία της Adeona γιατί δεν προωθήθηκαν οι διαδικασίες άμεσα μετά την αποτυχία συνδιαλλαγής στις 19.9.2013. Οι διαφορές των μερών προέκυψαν από τον Απρίλιο του 2013 και κορυφώθηκαν τον Ιούλιο του 2013 με την επίδοση των «Ειδοποιήσεων Αποφυγής». Αναμφίβολα οι πλευρές ήταν σε εγρήγορση. Το διάταγμα δέσμευσης της περιουσίας της Adeona θα ήταν επείγον να εκδοθεί χωρίς η τελευταία να ακουστεί εάν υπήρχε πρόθεση της Adeona να αποξενώσει στο ενδιάμεσο το περιουσιακό στοιχείο, ή έστω υπόνοιες πως κάτι τέτοιο ήταν πιθανό. Δεν δόθηκε ένδειξη για κάτι τέτοιο στους πέντε και πλέον μήνες που μεσολάβησαν από τον Απρίλιο του 2013 μέχρι την καταχώριση της παρούσας διαδικασίας.»

 

Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στο πιο πάνω απόσπασμα ότι η πάροδος «πέραν του ενός μηνός» μέχρι τις 26.9.2013 που καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση, ήταν «σημαντική», είναι σαφώς εσφαλμένη, αφού μόλις επτά μέρες χωρίζουν την περίοδο 19.9.2013 που έγινε η τελευταία συνάντηση, μέχρι τις 26.9.2013.

 

Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι θεωρούν ότι υπήρξε καθυστέρηση 63 ημερών, αφού η σχετική ημερομηνία που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη είναι η 26.7.2013, όταν οι αγοραστές επέδωσαν στους Εφεσείοντες τις «Ειδοποιήσεις Αποφυγής». Ως προς την αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σε ημερ. «19.9.2013», θεωρούν ότι αυτή αποτελεί ένα καλόπιστο λάθος.

 

Ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Αναμφίβολα η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ήταν σαφής και δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι η αναφορά στην ημερομηνία 19.9.2013 οφείλεται σε καλόπιστο λάθος. Δεν διαφωνούμε με το γενικό σχόλιο του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ορισμένες φορές οι διάδικοι τροχοδρομούν κάποιο γεγονός για να το επικαλεστούν στη συνέχεια ως εξέλιξη στα γεγονότα της υπόθεσης, με στόχο να δικαιολογήσουν το κατεπείγον της αίτησης. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, όπως πολύ ορθά έκρινε το δικαστήριο, δεν υπάρχει τίποτε στα περιστατικά της υπόθεσης «που να καταδεικνύει πως η συνάντηση της 19.9.2013 δεν συνιστούσε γνήσια προσπάθεια των μερών να διευθετήσουν τις διαφορές τους». Περαιτέρω, το δικαστήριο ορθά δέχτηκε ότι υπήρχαν εύλογες προσδοκίες συνδιαλλαγής. Ενώ συμφωνούμε με τις πιο πάνω βασικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την τελική κατάληξη του, η οποία ήταν εσφαλμένη και αντίθετη με τις προηγούμενες διαπιστώσεις του ως προς τη γνησιότητα των προσπαθειών για συνδιαλλαγή. Ο χρόνος που διέρρευσε από το τέλος των τελευταίων διαπραγματεύσεων των μερών ήταν πολύ μικρός για να θεωρηθεί ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Τα πράγματα ενδεχομένως να μπορούσαν να κριθούν διαφορετικά, εάν υπήρχαν στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν σε κατάληξη ότι η τελευταία συνάντηση των μερών δεν ήταν γνήσια και ότι έγινε με σκοπό να δικαιολογηθεί η καθυστέρηση. Όμως δεν υπήρχε τέτοια μαρτυρία.

 

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα του κατεπείγοντος. Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Όπως νομολογήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1665, ECLI:CY:AD:2014:A540, όταν εγερθεί θέμα κατεπείγοντος μετά που ακουστεί ο εναγόμενος, το θέμα δεν «θα πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο .. και να αποπροσανατολίζει από τον στόχο, αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του ..». Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Κασπαρή ν. Ανδρέου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 784 και Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 604, στις οποίες εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς την προηγούμενη νομολογία επί του θέματος.

 

Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου - Λόγοι έφεσης 2, 3 και 4

 

Οι λόγοι έφεσης 2, 3, 4 και 5 αφορούν τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου που τελικά καθόρισε και το αποτέλεσμα της απόφασης του δικαστηρίου.  Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εντελώς ασαφής ως προς την ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης. Ούτε οι αγορεύσεις των συνηγόρων διευκρινίζουν το θέμα.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, ανέφερε τα εξής στη σελίδα 21 της απόφασής του:-

 

«Αν θα έπρεπε να εξετάσω την υπόθεση στη βάση ότι η αξίωση εναντίον της Adeona μπορεί να κερδιθεί, ενώ οι Αγοράστριες να επιτύχουν στις υπερασπίσεις τους, δεν θα ήμουν διατεθειμένος να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια προς όφελος των Αιτητριών γιατί θα σήμαινε πως δεν είχαν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

Καταλήγω πως ενώ αντικρίζοντας την περίπτωση της Adeona μεμονωμένα, η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ικανοποιείται, ενόψει των παραμέτρων που ανέφερα, δεν ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθεί το Διάταγμα (1)».

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 και τις σχετικές αρχές της νομολογίας, το δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, εφόσον προηγουμένως κρίνει ότι πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις της επιφύλαξης του Άρθρου 32(1) του Ν. 14/60. Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει ότι δεν θα οριστικοποιούσε το παρεμπίπτον διάταγμα, επειδή κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δίκαιο ή πρόσφορο, θα πρέπει να θεώρησε ότι τηρούνταν οι τρεις προϋποθέσεις. Αν έκρινε ότι δεν τηρείτο η τρίτη προϋπόθεση, το θέμα θα έληγε εκεί, χωρίς να παρίστατο ανάγκη να επικαλεστεί τη διακριτική του ευχέρεια για τη μη έκδοσή του.

 

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια κατά πόσο ήταν εσφαλμένος ο τρόπος άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε στη σελίδα 21 της απόφασής του ότι:-

 

«Είναι ορθό πως τυχόν Διαιτητική απόφαση εναντίον της Adeona μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με μέτρα εκτέλεσης εναντίον της ιδίας της Adeona και όχι με εκτέλεση οιουδήποτε ενεχύρου των Αγοραστριών. Όμως, δεν μπορεί να παραγνωρίζονται οι γενικότερες περιστάσεις πολύ περισσότερο αφού η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων είναι προϊόν άσκησης διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με ευρύτερες παραμέτρους να λαμβάνονται υπόψη, και δημιουργούνται ερωτηματικά γιατί καταχωρίστηκε ξεχωριστή παράκληση για Διαιτησία για την Adeona και την Yernamio.

 

Δεν ενδείκνυται να εκδίδεται διάταγμα δέσμευσης περιουσίας του εγγυητή, πολύ περισσότερο μονομερώς, όταν ο πρωτοφειλέτης έχει δεσμευμένη περιουσία, υποθήκη, ενέχυρο ή άλλως, προς όφελος του απαιτητή και που δεν φαίνεται να είναι ανεπαρκής προς ικανοποίηση της απαίτησης. Ακόμα και όταν ο απαιτητής επιλέγει να εναγάγει μόνο τον εγγυητή ή ξεχωριστά από τον πρωτοφειλέτη, όπως τηρουμένων των αναλογιών έγινε εδώ.»

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω απόλυτη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Κατ' αρχάς το θέμα της εξασφάλισης των Εφεσειόντων σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαιτησίας, ήταν θέμα που θα έπρεπε να ενταχθεί στην τρίτη προϋπόθεση και όχι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Όμως, ανεξάρτητα τούτου, δεν θα αποκλείαμε ότι η ύπαρξη ενεχυρίασης, υποθήκης ή άλλης εξασφάλισης είναι, είτε σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση, είτε σε σχέση με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, στοιχεία που θα μπορούσαν στην κατάλληλη περίπτωση να ληφθούν υπόψη. Όμως, η κάθε περίπτωση κρίνεται ανάλογα με τα δικά της γεγονότα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η ενεχυρίαση αφορούσε τις μετοχές της τράπεζας Forum και των οκτώ εταιριών που πωλήθηκαν.  Όμως, η ενεχυρίαση ενδεχομένως να μην παρείχε πλήρη κάλυψη στους Εφεσείοντες, σε περίπτωση επιτυχίας τους και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης. Το δικαίωμα των Εφεσειόντων σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαιτησίας, ήταν να αποζημιωθούν για το ποσό της εγγύησης που εξασφάλισαν, η οποία ισοδυναμούσε με μέρος του τιμήματος αγοράς των στοιχείων που πωλήθηκαν και όχι με την αξία των μετοχών τη δεδομένη στιγμή που θα εκτελείτο η διαιτητική απόφαση. Η συμφωνία δέσμευσης των μετοχών, σκοπό είχε να διασφαλίσει αυτή την υποχρέωση, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διασφάλιζε πλήρως του Εφεσείοντες.  Για παράδειγμα, η αξία των μετοχών της τράπεζας και των οκτώ εταιρειών, θα μπορούσε κατά το χρόνο που ετίθετο θέμα εκτέλεσης τυχόν απόφασης εναντίον των Εφεσιβλήτων, να είχε υποστεί σημαντική μείωση ή ακόμα και να εκμηδενιστεί. Όπως πολύ ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, οι Εφεσίβλητοι θα μπορούσαν ακόμη να μεταφέρουν περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας και των οκτώ εταιρειών σε άλλα νομικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα η μετοχική αξία της τράπεζας και των οκτώ εταιρειών να μειωθεί σημαντικά ή ακόμα και να εκμηδενιστεί. Γι' αυτό και ο απόλυτος τρόπος που κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι «δεν ενδείκνυται να εκδίδεται διάταγμα δέσμευσης περιουσίας του εγγυητή .. όταν ο πρωτοφειλέτης έχει δεσμευμένη περιουσία, υποθήκη, ενέχυρο ή άλλως πως προς όφελος του απαιτητή», είναι κατά την άποψή μας εσφαλμένος.

Εξίσου εσφαλμένη είναι και η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η δεσμευμένη και ενεχυριασμένη περιουσία, δεν φαινόταν «να είναι ανεπαρκής προς ικανοποίηση της απαίτησης ..».  Όπως ορθά υπέδειξε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, η υποχρέωση πληρωμής του τιμήματος αγοράς είναι ανεξάρτητη από τη συμφωνία δέσμευσης των μετοχών και η μόνη σχέση μεταξύ τους είναι ότι η δεύτερη δεν είναι τίποτε άλλο από ένα εργαλείο που τείνει να διασφαλίσει στο βαθμό που είναι δυνατό, την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος αγοράς και δεν αποσκοπεί στην ανάκτηση των μετοχών σε όποια αξία θα είχαν κατά το χρόνο της ανάκτησης για εξόφληση του χρέους. Και βέβαια, το δικαίωμα που προκύπτει από την ενεχυρίαση είναι υπό την αίρεση ότι ο πιστωτής θα επέλεγε να ασκήσει το δικαίωμα να πωλήσει την ενεχυριασθείσα περιουσία. Σχετικές είναι οι Ανδρέου ν. Τράπεζα Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 740 και Νικολάου ν. Ellinas Finance Ltd κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 2392, στις οποίες υιοθετήθηκε η αγγλική υπόθεση China and South Sea Bank Ltd v. Tan [1989] 3 All ER 839 στην οποία τονίζεται ότι οι πιστωτές δεν έχουν καθήκον, αλλά δικαίωμα να προχωρήσουν σε εκποίηση των υποθηκευμένων ή ενεχυριασμένων μετοχών, το οποίο οι ίδιοι θα αποφασίσουν αν θα το ασκήσουν και πότε. Επομένως, η ευθύνη του εγγυητή όχι μόνο είναι διακριτή από την ευθύνη του πρωτοφειλέτη, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αποκτά και ιδιαίτερη σημασία, αφού οι Εφεσείοντες παρέδωσαν τον έλεγχο της τράπεζας και των οκτώ εταιρειών στους Εφεσίβλητους, χωρίς να τους καταβληθεί προκαταβολικά το τίμημα αγοράς, το οποίο θα πληρωνόταν σταδιακά. Υπό αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες, η αμετάκλητη εγγύηση που παραχώρησαν οι Εφεσίβλητοι, αποκτά ακόμα περισσότερη σημασία για σκοπούς εξασφάλισης του τιμήματος αγοράς, ιδιαίτερα στην περίπτωση που οι αγοραστές δεν εκπλήρωναν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η κρίση του δικαστηρίου ότι η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα έπρεπε να ασκηθεί εναντίον της οριστικοποίησης του διατάγματος, επειδή δεν ενδείκνυτο η δέσμευση περιουσίας του εγγυητή που ήταν ήδη υποθηκευμένη, είναι, με κάθε σεβασμό, εσφαλμένη, όπως εσφαλμένη είναι και η κρίση του ότι οι Εφεσείοντες δεν προσήλθαν στο δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

Συνακόλουθα, ευσταθεί και ο πέμπτος λόγος έφεσης που αφορά στα ερωτηματικά που κατά το πρωτόδικο δικαστήριο εγείρονται ως αποτέλεσμα της καταχώρησης ξεχωριστής παράκλησης για διαιτησία για τους Εφεσίβλητους-εγγυητές και για την εταιρεία Yernamio. Με δεδομένο ότι υπήρχαν ξεχωριστές συμφωνίες και διακριτές υποχρεώσεις, το στοιχείο αυτό κατά την κρίση μας δεν ήταν τέτοιας σημασίας που θα έπρεπε να επηρεάσει καταλυτικά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, για την οριστικοποίηση ή όχι ενός διατάγματος.

 

Η μη αποκάλυψη στοιχείων - Λόγοι έφεσης 7, 8 και 9

 

Πέραν των πιο πάνω, το δικαστήριο δεν αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι το διάταγμα θα έπρεπε να ακυρωθεί επειδή δεν ήταν δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθεί, αλλά προχώρησε και εξέτασε και θέμα μη αποκάλυψης ουσιαστικών στοιχείων και συγκεκριμένα των «Εκθέσεων Εσωτερικού Ελέγχου» οι οποίες συνόδευαν την Ειδοποίηση Απαίτησης, καθώς και ορισμένων άλλων στοιχείων. Σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 6, 7, 8 και 9.

 

Η υποχρέωση κάθε διαδίκου που ζητά μονομερώς διάταγμα να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είναι δεδομένη.  Σχετική είναι η νομολογία που προκύπτει μεταξύ άλλων και από τις υποθέσεις Global Cruises SA κ.ά. ν. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1 Α.Α.Δ. 607, 616-8, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-267, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598 και Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1953, 1956. Όπως αναφέρεται, σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργήσει με καλή πίστη. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, οπότε ο Αιτητής έχει υποχρέωση να προσέλθει με «καθαρά χέρια». Η μη αποκάλυψη είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες, όπως την ακύρωση του διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η υποχρέωση αποκάλυψης εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου. Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης.

 

Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ των Αιτητών (βλ. Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd´s Rep. 54). Επίσης, περιλαμβάνει και την αποκάλυψη άνευ βλάβης αλληλογραφίας (βλ. Linsen International Ltd v. Humpuss Sea Transport Pte Ltd [2010] EWHC 303 (Comm)). Αυτό υποβοηθά το δικαστήριο στο να αντιληφθεί όλα τα σχετικά σημεία, προτού αποφασίσει. Σχετικές είναι οι Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986] 2 Lloyd´s Rep 428 QBD και Global Cruises S.A. κ.ά. v. Metro Shipping & Travel Ltd, ανωτέρω.

 

Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.

 

Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση. Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής. Στην αγγλική υπόθεση Bank Mellat v. Nikpour (Mohammad Ebrahaim) [1985] F.S.R. 87 CA, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με την αρχή του locus poenitentiae (ευκαιρία για μεταμέλεια ή διόρθωση), μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους (βλ. επίσης Recnex Trading Ltd κ.ά. v. Tράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 866, ECLI:CY:AD:2014:A269). Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή, ώστε να μην εξουδετερώνει το μοναδικό κόστος ή «τιμωρία» για μη αποκάλυψη, που δεν είναι άλλο από την ακύρωση του διατάγματος. Στην υπόθεση Brink´s-Mat Ltd v. Elcombe a.ο. [1988] 3 All ER 188 o δικαστής Balcombe LJ επεξηγώντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ανέφερε τα εξής:-

 

«The rule that an ex parte injunction will be discharged if it was obtained without full disclosure has a two-fold purpose. It will deprive the wrongdoer of an advantage improperly obtained: see R v Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486, 509. But it also serves as a deterrent to ensure that persons who make ex parte applications realise that they have this duty of disclosure and of the consequences (which may include a liability in costs) if they fail in that duty. Nevertheless, this judge-made rule cannot be allowed itself to become an instrument of injustice. It is for this reason that there must be a discretion in the court to continue the injunction, or to grant a fresh injunction in its place, notwithstanding that there may have been non-disclosure when the original ex parte injunction was obtained: see in general Bank Mellat v Nikpour (Mohammad Ebrahaim) [1985] F.S.R. 87, 90 and Lloyds Bowmaker Ltd v Britannia Arrow Holdings Plc., ante p. 1337, a recent decision of this court in which the authorities are fully reviewed. I make two comments on the exercise of this discretion. (1) Whilst, having regard to the purpose of the rule, the discretion is one to be exercised sparingly, I would not wish to define or limit the circumstances in which it may be exercised. (2) I agree with the views of Dillon L.J. in the Lloyds Bowmaker case, at. P. 1349C-D, that if there is jurisdiction to grant a fresh injunction, then there must also be a discretion to refuse, in an appropriate case, to discharge the original injunction.»

 

Χρήσιμη ανάλυση της νομολογίας για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δίδεται επίσης στην αγγλική υπόθεση Arena Corporation Ltd (In Provisional Liquidations) v. Schroeder ([2003] All ER (D) 199.

 

Λόγω των δραστικών επιπτώσεων που συνήθως ακολουθούν εύρημα δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκαν δύο φαινόμενα. Πρώτον, μια δικαιολογημένη φοβία εκ μέρους των δικηγόρων των αιτητών ως προς τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πλευρά τους ότι δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται ενώπιον των δικαστηρίων όγκοι εγγράφων, τα οποία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, τις περισσότερες φορές τείνουν να συσκοτίζουν παρά να διαφωτίζουν το δικαστήριο. Όπως τονίστηκε από το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση National Bank of Sharjah v. Dellborg, The Times, December 24, [1992] (CA), υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης και του κατακλυσμού του δικαστηρίου με σωρεία εγγράφων, πλείστα των οποίων είναι μη ουσιώδη και αχρείαστα για τους σκοπούς που τίθενται ενώπιον του δικαστηρίου. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό όπως στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να επεξηγείται με τρόπο λακωνικό η σημασία των εγγράφων που επισυνάπτονται. Περαιτέρω, θα πρέπει να τονίζεται το σημαντικό μέρος των εγγράφων, ώστε τα ουσιώδη θέματα να αναδύονται εύκολα με μια απλή συνδυασμένη ανάγνωση της ένορκης δήλωσης και των εγγράφων. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος η αποκάλυψη να μην θεωρηθεί ειλικρινής και πλήρης. 

Το δεύτερο φαινόμενο που παρατηρείται, αφορά τους δικηγόρους των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις όποιες ελλείψεις στην ένορκη δήλωση του αντιδίκου τους, υποβάλλοντας ακραίες και αβάσιμες εισηγήσεις για μη αποκάλυψη, αγνοώντας το γεγονός ότι η σχετική νομολογία δίδει έμφαση στη μη αποκάλυψη «ουσιωδών γεγονότων». Παρατηρούμε ότι αυτό συνήθως γίνεται όταν οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος επί της ουσίας είναι λίγες, οπότε εναποτίθενται όλες οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος στη μη αποκάλυψη κάποιου στοιχείου, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν είναι καθόλου ουσιώδες.

 

Χωρίς να θέλουμε με κανένα τρόπο να αδυνατίσουμε ποσώς την υποχρέωση για ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη, θα πρέπει να τονίσουμε το αυτονόητο, ότι τα δικαστήρια δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται από αβάσιμες εισηγήσεις που δίδουν έμφαση στη μη αποκάλυψη κάποιου ασήμαντου στοιχείου, το οποίο δεν αφορά σε ουσιώδες γεγονός. Ούτε ο κανόνας πρακτικής για ακύρωση του διατάγματος σε περίπτωση μη αποκάλυψης, θα πρέπει να αφεθεί να μετατραπεί σε εργαλείο αδικίας (βλ. Brink's-Mat Elcombe, ανωτέρω).

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν συμφωνούμε ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων. Μελετώντας τη σχετική ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, διαπιστώνουμε ένα ακριβοδίκαιο τρόπο παράθεσης των γεγονότων, τα οποία κατά την άποψή μας τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου με την αναγκαία πληρότητα και ειλικρίνεια και εύκολα ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα μπορούσε να αντιληφθεί τις διαφορές μεταξύ των διαδίκων και τα κρίσιμα σημεία που οδήγησαν στην αντιδικία.

 

Ειδικά ως προς τις μη αποκαλυφθείσες «Εκθέσεις Εσωτερικού Ελέγχου» οι οποίες συνοδεύουν τις Ειδοποιήσεις Απαίτησης, κατά την άποψή μας αυτές δεν αποτελούσαν μέρος των ουσιωδών γεγονότων. Κατ' αρχάς αυτές αποκαλύπτονται στην Ειδοποίηση Απαίτησης, η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο 19. Δεύτερον, στις παραγράφους 43-44 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, γίνεται ικανοποιητική αναφορά στους ισχυρισμούς και παράπονα των αγοραστών, ότι υπήρξε παραποίηση οικονομικών στοιχείων με αποτέλεσμα να υπάρξει παράβαση των όρων των συμφωνιών σε σχέση με τις διαβεβαιώσεις που έδωσαν οι Εφεσείοντες-πωλητές στους αγοραστές, ως προς την ακρίβεια των οικονομικών στοιχείων και λογαριασμών της τράπεζας. Πέραν τούτου, υπήρξε πλήρης αποκάλυψη της Έκθεσης της KPMG η οποία, όπως ορθά βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν υποστηριχτική και επεξηγηματική των θέσεων των αγοραστών. Τρίτον, οι «Εκθέσεις Εσωτερικού Ελέγχου», ως εσωτερικό έγγραφο της τράπεζας Forum, καθώς και η Έκθεση της KPMG, είχαν άμεση σχέση με τα παράπονα των αγοραστών τα οποία όμως στη βάση των συμφωνηθέντων, εκ πρώτης όψεως ήταν ασύνδετα με την αμετάκλητη εγγύηση που παραχώρησαν οι Εφεσίβλητοι.  Όπως έχει ήδη επισημανθεί, μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε όπως τυχόν υπερασπίσεις των αγοραστών δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους Εφεσίβλητους-εγγυητές. Επομένως, η σημασία των «Εκθέσεων Εσωτερικού Ελέγχου» και η Έκθεση της KPMG δεν ήταν καθόλου ουσιώδεις ως προς τους εγγυητές, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά αποτελούσαν δευτερευούσης σημασίας στοιχεία τα οποία σχετίζονταν περισσότερο με τις υπερασπίσεις που ενδεχομένως να είχαν οι αγοραστές.

 

Ούτε η μη επεξήγηση στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για τη διαφορά μεταξύ «ανεξάρτητου και γνωστού ελεγκτή» θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν στοιχείο που θα μπορούσε να παραπλανήσει το δικαστήριο. Εάν για κάθε στοιχείο αναμένεται να γίνεται μια τέτοια μικροσκοπική εξέταση, τότε οι ένορκες δηλώσεις θα γίνονταν ακόμη πιο μακροσκελείς, με αποτέλεσμα το έργο του δικαστηρίου να καθίσταται ακόμα πιο δύσκολο.

 

Τα ίδια ισχύουν και για τα όσα αφορούν στους λόγους έφεσης 7 και 8. Καθόλου δεν συμφωνούμε ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ουσιώδη. Αναφερόμαστε στη μη αποκάλυψη εισήγησης που έγινε για μεταβίβαση πίσω στους Εφεσείοντες των μετοχών της τράπεζας και των οκτώ εταιρειών και ότι δεν παρουσιάστηκε ακριβοδίκαια το θέμα της Ουκρανικής νομοθεσίας αναφορικά με το τραπεζικό απόρρητο. Θεωρούμε ότι αυτά δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είχε ενώπιον του πληθώρα άλλων σημαντικών στοιχείων, τα οποία ήταν υπεραρκετά για να μπορέσει να αποφασίσει αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος το οποίο σκοπό είχε να υποβοηθήσει τη διαιτητική διαδικασία.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η έφεση θα πρέπει να επιτύχει.

 

Η αντέφεση

 

Ερχόμαστε τώρα στην αντέφεση και στον δεύτερο λόγο, ο οποίος είναι ο μόνος ο οποίος παρέμεινε. Οι Εφεσίβλητοι παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ναι μεν κατέληξε σε εύρημα ότι οι Εφεσείοντες δεν προέβηκαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, πλην όμως «η κατάληξη του θα έπρεπε να συμπληρωθεί και/ή αιτιολογηθεί με επιπρόσθετους λόγους», οι οποίοι ενώ ηγέρθηκαν από πλευράς των Εφεσιβλήτων, δεν εξετάστηκαν. Προφανώς ο πιο πάνω λόγος αντέφεσης διατηρήθηκε ώστε σε περίπτωση που το Εφετείο θα δεχόταν την έφεση, όπως εδώ, θα του επιτρεπόταν να εξετάσει και τα υπόλοιπα στοιχεία που κατά τους Εφεσίβλητους αποτελούσαν μη αποκάλυψη. Είναι γεγονός ότι πρωτοδίκως έγινε παραπομπή σε σωρεία στοιχείων τα οποία κατά την άποψη του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους, δεν αποκαλύφθηκαν, ενώ θα έπρεπε.

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε καμία υποχρέωση να εξετάσει ξεχωριστά και λεπτομερώς το κάθε στοιχείο στο οποίο έκαμε αναφορά η πλευρά των Εφεσιβλήτων. Η υποχρέωση του περιορίζεται στο να εξετάσει ξεχωριστά εκείνα τα σημεία τα οποία θεωρεί τα πιο σημαντικά. Διαφορετικά το δικαστήριο θα ήταν δέσμιο σε περίπτωση μεγάλου αριθμού εισηγήσεων, να εξετάζει την κάθε μια ξεχωριστά.  Όμως, τέτοια υποχρέωση δεν υπάρχει.

 

Έχουμε εξετάσει τα στοιχεία στα οποία μας παρέπεμψε ο κ. Πίττας, αλλά δεν συμφωνούμε ότι αυτά ήταν ουσιώδη. Με κάθε σεβασμό στην εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων, αν προβαίναμε σε μια τέτοια μικροσκοπική και μηχανιστική εξέταση των πραγμάτων, θα ερχόμασταν σε αντίθεση με τις αρχές που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία. Η υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη πηγάζει από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Όμως στενή αντίκριση του θέματος θα οδηγούσε σε αποπροσανατολισμό από την ουσία του θέματος.  Μια τόσο στενή και μηχανιστική προσέγγιση της υποχρέωσης αποκάλυψης, θα σήμαινε ότι καθετί που παραλείπεται, θα συνιστούσε και ουσιώδες γεγονός. Όμως δεν είναι αυτό το πνεύμα της νομολογίας, η οποία εστιάζει τη σημασία της στην αποκάλυψη κάθε γεγονότος που θεωρείται ουσιώδες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η αποκάλυψη στην οποία προέβηκαν οι Εφεσείοντες, ήταν όχι μόνο πλήρης ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, αλλά και ειλικρινής. Δεν εντοπίσαμε οποιαδήποτε κακοπιστία εκ μέρους τους ή πρόθεση απόκρυψης, αλλά αντίθετα διαπιστώσαμε καλόπιστη και ακριβοδίκαιη παράθεση όλων των ουσιωδών γεγονότων από τα οποία αναδύονται καθαρά οι θέσεις και των δύο πλευρών. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αντέφεσης δεν έχει έρεισμα και θα πρέπει να απορριφθεί.

Η υποβοήθηση της διαιτητικής διαδικασίας - Τελικός στόχος

 

Σαν κατακλείδα, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι ο σκοπός της παρεμπίπτουσας διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία εδράζεται στον περί Διεθνούς Διαιτησίας Νόμο, δεν ήταν άλλος από την υποβοήθηση της διαιτητικής διαδικασίας, η οποία θα άρχιζε στη Γερμανία. Η υποβοήθηση θα επιτυγχάνετο με την προστασία των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονταν με τη διαιτησία και με τη διατήρηση του status quo, ενώ εκκρεμούσε η διαιτητική διαδικασία. Επομένως, ο πρωταρχικός σκοπός του δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 9 του Νόμου 101/87, θα έπρεπε να ήταν η διευκόλυνση με κάθε τρόπο της διαιτητικής διαδικασίας την οποία επέλεξαν τα μέρη (βλ. Re Hellington Commodities Ltd a.ο. (2009) 1(B) A.A.Δ.926 και Starport Nominees Limited a.ο. (No. 1) (2010) 1(B) Α.Α.Δ. 1271).

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει, ενώ η αντέφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και όλα τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων της αντέφεσης, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων.

 

Από τη στιγμή που κρίναμε ότι ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων που ζητούνται δυνάμει του Άρθρου 9 του Νόμου 101/87, εκδίδουμε διάταγμα ως οι παράγραφοι 1 και 2 της πρωτόδικης αίτησης. Οι Εφεσείοντες να καταθέσουν μέσα σε 15 μέρες από σήμερα τραπεζική εγγύηση ύψους €300.000, για τυχόν ζημιές που ενδεχομένως να προκληθούν στους Εφεσίβλητους.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται. με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο