ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A45
(2015) 1 ΑΑΔ 155
30 Ιανουαρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 16, 30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29(3) ΤΟΥ Ν. 29/77,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ
ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 29/01/2009 ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝ. 4798 Μ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΙΧΑΗΛ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΥΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ
ΛΑΡΝΑΚΟΣ 158, ΑΓΛΑΝΤΖΙΑ, ΔΩΜΑΤΙΟ 142 ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ APHRODITE COURT,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΙΧΑΗΛ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ
ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,
Εφεσείων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2013)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari με την οποία επιδιωκόταν η ακύρωση εντάλματος έρευνας ― Επικύρωση πρωτοβάθμιας κρίσης.
Προνομιακά εντάλματα ― Καθυστέρηση ― Ζήτημα καθυστέρησης που νόμιμα ανακόπτει τη διεκδίκηση της λήψης της άδειας ή της χορήγησης του προνομιακού εντάλματος, εγείρεται σε οποιοδήποτε στάδιο είτε από διάδικο, είτε αυτεπαγγέλτως ― Εφόσον αφορά σε θεμελιώδη προϋπόθεση, αναμφίβολα ανακινείται οποτεδήποτε, χωρίς να αποτελεί κώλυμα η εκ των υστέρων εξέταση του θέματος επειδή χορηγήθηκε η άδεια χωρίς να συζητηθεί η καθυστέρηση.
Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης σε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari η οποία προωθήθηκε από τον εφεσείοντα και απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Η αίτηση αφορούσε την ακύρωση εντάλματος έρευνας που είχε εκδοθεί από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 29.1.2009, με το οποίο δόθηκε εξουσία στην αστυνομία να ερευνήσει την κατοικία του αιτητή η οποία ήταν δωμάτιο σε φοιτητική εστία.
Ο εφεσείων με την αίτηση του, η οποία απέληξε σε απορριπτική απόφαση, επεδίωξε την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari ώστε το ένταλμα έρευνας να ακυρωθεί διότι, όπως ήταν η θέση του, είχε εκδοθεί με δόλο ή ψευδορκία και ήταν προϊόν απόκρυψης ή ανυπαρξίας στοιχείων από την ένορκη δήλωση αστυφύλακα, με αποτέλεσμα το εκδόσαν το ένταλμα έρευνας Επαρχιακό Δικαστήριο, να είχε παραπλανηθεί. Περαιτέρω, προβλήθηκε ακόμα ότι το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το ένταλμα έρευνας εφόσον προηγήθηκε παράνομη είσοδος των λειτουργών του Πανεπιστημίου στο δωμάτιο του εφεσείοντος από την οποία προέκυψε μαρτυρία που παρανόμως αποκτήθηκε. Τέλος, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι από το ένταλμα εξέλιπε η απαιτούμενη αιτιολογία διότι το Δικαστήριο χωρίς να προβεί σε έρευνα προς διαπίστωση του εύλογου της υποψίας της ανάμειξης του εφεσείοντος σε αδίκημα, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας.
Κατά το στάδιο των αγορεύσεων πρωτοδίκως τέθηκε ζήτημα από τη Δημοκρατία ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί χωρίς εξέταση της ουσίας της, λόγω της αδικαιολόγητα μεγάλης καθυστέρησης στην καταχώρηση της. Η εισήγηση ήταν ότι αν και θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η καθυστέρηση που σημειώθηκε από τον Φεβρουάριο του 2011, όταν ζητήθηκε αντίγραφο της ένορκης δήλωσης του αστυφύλακα, εν τούτοις η περίοδος των δύο ετών που μεσολάβησε από τη σύλληψη του εφεσείοντος την 1.2.2009, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2011, δεν δικαιολογείτο.
Το Δικαστήριο απεδέχθη την εισήγηση αυτή παραπέμποντας σε σχετική νομολογία ως προς το ότι η διακριτική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της προνομιακής του δικαιοδοσίας λαμβάνει υπόψη και την οποιαδήποτε αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Το Δικαστήριο υπέδειξε στην απόφαση του ότι στην ενώπιον του αίτηση για την έκδοση του εντάλματος Certiorari δεν παρεχόταν οποιαδήποτε αιτιολογία για την καθυστέρηση που είχε σημειωθεί πριν από τις 17.2.2011 και συνεπώς δεν δικαιολογείτο η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ του εφεσείοντος. Σημείωσε συναφώς ότι ο εφεσείων γνώριζε για το ένταλμα έρευνας από την 1.2.2009 όταν συνελήφθη, αλλά παρά ταύτα δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για τη σημειωθείσα καθυστέρηση είτε μέχρι τις 17.2.2011, ή, τουλάχιστον, μέχρι τις 18.1.2011, όταν ήταν για πρώτη φορά ορισμένη η εναντίον του ποινική υπόθεση.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Ήταν εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
β) Ως επίσης και η θεώρηση ότι ο εφεσείων είχε όντως αντίληψη της ύπαρξης του εντάλματος έρευνας και χωρίς να είχε αντικρουστεί η προς τούτο ένορκη δήλωση του, υποστηρικτική της αίτησης για certiorari.
γ) Το Δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε ζήτημα καθυστέρησης, το οποίο έπρεπε να εγερθεί και εξεταστεί στο στάδιο της λήψης της άδειας για καταχώρηση της αίτησης προς έκδοση του εντάλματος Certiorari.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η έφεση ήταν αβάσιμη. Εάν η καθυστέρηση προβάλλει αντικειμενικά μέσα από τα γεγονότα, είναι θεμιτή η εξέταση της οποτεδήποτε. Ήταν εντελώς ανυπόστατη η θέση του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο παραβίασε οποιοδήποτε δεδικασμένο ή στερείτο δικαιοδοσίας να εξετάσει το θέμα της καθυστέρησης λόγω του ότι δόθηκε στην υπ' αρ. 15/2012 αίτηση για mandamus, η άδεια, ή, διότι η Δημοκρατία στην ακολουθήσασα αίτηση υπ' αρ. 24/2012 για έκδοση του mandamus, αποδέχθηκε να παραδώσει το ένταλμα έρευνας στον εφεσείοντα, χωρίς να θέσει θέμα καθυστέρησης.
2. Άλλο ήταν το αντικείμενο της αίτησης για mandamus και άλλο το μεταγενέστερο αίτημα στην υπ' αρ. 48/2012 αίτηση για λήψη άδειας για καταχώρηση certiorari.
3. Ήταν ορθή η θέση της εφεσίβλητης Δημοκρατίας ότι μέχρι και την υπό κρίση έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, η επιχειρηματολογία του εφεσείοντος παρέμεινε εστιασμένη στην εισήγηση ότι η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας ήταν ανεπαρκής μέχρι και δόλια ή μολυσμένη από προηγηθείσα παρανομία.
4. Το ζήτημα της καθυστέρησης ηγέρθηκε αργότερα κατά την ακρόαση της αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari, αλλά πράγματι ο εφεσείων ουδέν ουσιαστικό αντέτεινε ώστε να καθίσταται μη εύλογο ή αυθαίρετο, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων διήλθε όλα τα στάδια της σύλληψης, προφυλάκισης και ποινικής δίωξης γνωρίζοντας για το ένταλμα έρευνας.
5. Το παράπονο του αφού έλαβε την ένορκη δήλωση αφορούσε στην ουσία της ένορκης δήλωσης συναρτώμενης προς την απουσία δικής του συναίνεσης για να εισέλθουν οι λειτουργοί του Πανεπιστημίου στο δωμάτιο του, τα κατ' ισχυρισμόν ψευδή και αναληθή στοιχεία και το βάσιμο τους για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, κατά τρόπο ώστε το Δικαστήριο, παραπλανηθέν, να εξέδωσε το ένταλμα, στερούμενο μάλιστα και δικαιοδοσίας εφόσον προηγήθηκε παράνομη είσοδος.
6. Ο εφεσείων δεν λέγει ότι είχε άγνοια του ιδίου του εντάλματος έρευνας.
7. Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με τη σύλληψη του, όπως προκύπτει από το ένταλμα σύλληψης, εξηγήθηκε στον εφεσείοντα ότι υπήρχε μαρτυρία που τον ενέπλεκε στην παράνομη κατοχή φυτών κάνναβης, αδίκημα που είχε διαπραχθεί σε χρόνο πριν τις 29.1.2009 ημερομηνία της έρευνας, υπό περιστάσεις τέτοιες ώστε να στοιχειοθετείται γνώση του εφεσείοντος ότι εναντίον του είχε προηγουμένως εκδοθεί ένταλμα έρευνας, γεγονός που στη συνέχεια δεν αμφισβήτησε στην ουσία, παρά μόνο προέβαλε ότι δεν είχε εξουσιοδοτήσει τους λειτουργούς του Πανεπιστημίου να εισέλθουν ή να επιτρέψουν την είσοδο σε οποιονδήποτε.
8. Άλλωστε, ο συνήγορος του κατά τη συζήτηση της έφεσης δέχθηκε ότι ο εφεσείων ήδη κατά τη σύλληψη του είχε λάβει γνώση περί της έρευνας δυνάμει σχετικού εντάλματος.
9. Ο εφεσείων δεν εμποδιζόταν να εγείρει, εφόσον η εκδίκαση της ποινικής εναντίον του υπόθεσης δεν είχε ακόμη αρχίσει, θέματα παρανομίας που σχετίζονται με τη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, πέραν και έξω από την κατ' ισχυρισμόν υπέρβαση της δικαιοδοσίας έκδοσης του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μιχαήλ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 15/2012, ημερ. 24.2.2012,
Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,
Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,
Skylight Restaurant & Bar Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1357,
Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 13.10.2010 (2002) 1 Α.Α.Δ. 571,
Μαραγκού (2009) 1 Α.Α.Δ. 1266,
Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,
Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 71/12), ημερομηνίας 28/11/13.
Χρ. Χριστάκη με Γ. Πολυχρόνη, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε αίτηση από τον εφεσείοντα για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως certiorari, την οποία όμως απέρριψε με απόφαση του ημερ. 28.11.2013.
Η αίτηση αφορούσε την ακύρωση εντάλματος έρευνας που είχε εκδοθεί από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 29.1.2009, με το οποίο δόθηκε εξουσία στην αστυνομία να ερευνήσει την κατοικία του αιτητή στο δωμάτιο 142 της πολυκατοικίας Aphrodite Court, στη λεωφόρο Λάρνακας 158 στην Αγλατζιά, με σκοπό την ανεύρεση φυτών κάνναβης. Το ένταλμα εκτελέστηκε αυθημερόν στην παρουσία λειτουργού του Γραφείου Στέγασης της Υπηρεσίας Σπουδών και Φοιτητικής Μέριμνας του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, εφόσον το εν λόγω δωμάτιο παραχωρήθηκε στον εφεσείοντα από το Πανεπιστήμιο υπό την ιδιότητα του ως φοιτητή, στην απουσία όμως του εφεσείοντος, ο οποίος βρισκόταν κατά το χρόνο της έρευνας στο εξωτερικό.
Η έρευνα αποκάλυψε πράγματι απαγορευμένες ουσίες και συγκεκριμένα 11 φυτά κάνναβης τα οποία βρίσκονταν σε ειδικά διαμορφωμένο με λάμπα χώρο στο αποχωρητήριο του δωματίου του εφεσείοντος. Ο εφεσείων με την επιστροφή του από το εξωτερικό την 1.2.2009, συνελήφθη και εναντίον του καταχωρήθηκε η Ποινική Υπόθεση αρ. 25512/2010, η οποία ορίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 18.1.2011 και μετέπειτα για απάντηση στις 17.3.2011. Στο πλαίσιο της ποινικής αυτής υπόθεσης, η οποία ακόμη εκκρεμεί, ο συνήγορος του εφεσείοντος ζήτησε από την Αστυνομική Εισαγγελία Λευκωσίας όπως του δοθούν όλα τα σχετικά έγγραφα μεταξύ των οποίων και το ένταλμα έρευνας. Τα έγγραφα παραδόθηκαν, πλην, όμως, απουσίαζε από αυτά η ένορκη δήλωση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας. Η ένορκη δήλωση δόθηκε τελικώς στον εφεσείοντα στις 20.3.2012, μετά την εξασφάλιση από το Ανώτατο Δικαστήριο προνομιακού εντάλματος τύπου mandamus στην Πολιτική Αίτηση αρ. 15/2012, με απόφαση ημερ. 24.2.2012.
Ο εφεσείων με την αίτηση του, η οποία απέληξε όπως ήδη λέχθηκε σε απορριπτική απόφαση που είναι τώρα υπό αναθεώρηση με την παρούσα έφεση, επεδίωξε την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari ώστε το ένταλμα έρευνας να ακυρωθεί διότι, όπως ήταν η θέση του, είχε εκδοθεί με δόλο ή ψευδορκία και ήταν προϊόν απόκρυψης ή ανυπαρξίας στοιχείων από την ένορκη δήλωση του αστυφύλακα 4798, Μ. Νικολάου, με αποτέλεσμα το εκδόσαν το ένταλμα έρευνας Επαρχιακό Δικαστήριο να είχε παραπλανηθεί. Περαιτέρω, προβλήθηκε η θέση ότι το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το ένταλμα έρευνας εφόσον προηγήθηκε παράνομη είσοδος των λειτουργών του Πανεπιστημίου στο δωμάτιο του εφεσείοντος από την οποία προέκυψε μαρτυρία που παρανόμως αποκτήθηκε. Τέλος, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι από το ένταλμα εξέλιπε η απαιτούμενη αιτιολογία διότι το Δικαστήριο χωρίς να προβεί σε έρευνα προς διαπίστωση του ευλόγου της υποψίας της ανάμειξης του εφεσείοντος σε αδίκημα, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας.
Κατά το στάδιο των αγορεύσεων πρωτοδίκως τέθηκε ζήτημα από τη Δημοκρατία ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί χωρίς εξέταση της ουσίας της, λόγω της αδικαιολόγητα μεγάλης καθυστέρησης στην καταχώρηση της. Η εισήγηση ήταν ότι αν και θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η καθυστέρηση που σημειώθηκε από τον Φεβρουάριο του 2011, όταν ζητήθηκε αντίγραφο της ένορκης δήλωσης του αστυφύλακα, εν τούτοις η περίοδος των δύο ετών που μεσολάβησε από τη σύλληψη του εφεσείοντος την 1.2.2009, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2011, δεν δικαιολογείτο.
Το Δικαστήριο απεδέχθη την εισήγηση αυτή παραπέμποντας σε σχετική νομολογία ως προς το ότι η διακριτική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της προνομιακής του δικαιοδοσίας λαμβάνει υπόψη και την οποιαδήποτε αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Το Δικαστήριο υπέδειξε στην απόφαση του ότι στην ενώπιον του αίτηση για την έκδοση του εντάλματος certiorari δεν παρεχόταν οποιαδήποτε αιτιολογία για την καθυστέρηση που είχε σημειωθεί πριν από τις 17.2.2011 και συνεπώς δεν δικαιολογείτο η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ του εφεσείοντος. Σημείωσε συναφώς ότι ο εφεσείων γνώριζε για το ένταλμα έρευνας από την 1.2.2009 όταν συνελήφθη, αλλά παρά ταύτα δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για τη σημειωθείσα καθυστέρηση είτε μέχρι τις 17.2.2011, ή, τουλάχιστον, μέχρι τις 18.1.2011, όταν ήταν για πρώτη φορά ορισμένη η εναντίον του ποινική υπόθεση.
Η έφεση επιδιώκει την ακύρωση της πρωτόδικης αυτής κρίσης με έξι λόγους έφεσης, οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από το ίδιο θέμα, δηλαδή, την κατ' ισχυρισμόν λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Επικρίνεται ιδιαιτέρως το Δικαστήριο ως προς το αυθαίρετο χωρίς ουσιαστική έρευνα της θεώρησης ότι ο εφεσείων είχε όντως αντίληψη της ύπαρξης του εντάλματος έρευνας και χωρίς να είχε αντικρουστεί η προς τούτο ένορκη δήλωση του, υποστηρικτική της αίτησης για certiorari. Κατά την εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε αναιτίως ότι ο εφεσείων γνώριζε για το ένταλμα έρευνας από τη χρονική στιγμή της σύλληψης του στο αεροδρόμιο διότι εκεί του εξηγήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία πως ενεχόταν στην καλλιέργεια φυτών κάνναβης και ότι παρά τη γνώση αυτή, ουδέν σχετικό προέταξε είτε μέχρι ή κατά την πρώτη εμφάνιση του στο Ποινικό Δικαστήριο στις 18.1.2011, είτε μέχρι τις 17.2.2011, όταν απεστάλη εκ μέρους του επιστολή για να του δοθεί το αναγκαίο μαρτυρικό υλικό.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο αντιφατικά και αντινομικά επέκρινε τον εφεσείοντα ότι όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την ποινική δίκη, με σκοπό να εμποδίσει την προσκόμιση της μαρτυρίας που αποκαλύφθηκε κατά την έρευνα, υπέβαλε την προνομιακή αίτηση, ξεχνώντας ότι ο εφεσείων είχε ορκισθεί ότι δεν γνώριζε για το ένταλμα έρευνας, το οποίο και έλαβε με μεγάλη καθυστέρηση, αναγκασθείς να υποβάλει αίτηση mandamus προς εξασφάλιση του, γεγονός το οποίο δικαιολογούσε αντίθετα, την στηλίτευση από το Δικαστήριο της όλης συμπεριφοράς της αστυνομίας που προφασίστηκε ότι απώλεσε το ένταλμα.
Τέλος, ο εφεσείων λέγει ότι το Δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε ζήτημα καθυστέρησης, το οποίο έπρεπε να εγερθεί και εξεταστεί στο στάδιο της λήψης της άδειας για καταχώρηση της αίτησης προς έκδοση του εντάλματος certiorari. Ενεργώντας μ' αυτό τον τρόπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεψε τα Δικαστικά ευρήματα και το δεδικασμένο που παράχθηκε με την απόφαση στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 15/2012.
Η εφεσίβλητη Δημοκρατία αντικρούει όλα τα πιο πάνω επιχειρήματα. Αποτελεί βασική της θέση ότι ο εφεσείων για πρώτη φορά επιχειρηματολογεί περί άγνοιας και μη πληροφόρησης του περί του εντάλματος έρευνας, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Μέχρι τότε, το πρόβλημα που ανέδειξε εστιαζόταν στο λεκτικό της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση για το ένταλμα έρευνας και την εγκυρότητα του. Κατά τα υπόλοιπα, η κρίση του Δικαστηρίου περί καθυστέρησης και μάλιστα μη αιτιολογηθείσας, δεν είναι αυθαίρετη. Το συμπέρασμα περί της καθυστέρησης προκύπτει εύλογα από όλη τη διαδικασία που ακολούθησε την έρευνα, δηλαδή τη σύλληψη του εφεσείοντος, την προσαγωγή του στο Δικαστήριο για προσωποκράτηση στις 2.2.2009 και την ποινική του δίωξη. Ουδέποτε προηγουμένως υπήρξε οποιαδήποτε εισήγηση ή παράπονο του εφεσείοντος ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη του εντάλματος έρευνας. Το Δικαστήριο, ορθά, τέλος, εξέτασε και ενέκρινε την υπό της Δημοκρατίας υποβληθείσα εισήγηση ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση και τίποτε δεν εμπόδιζε το Δικαστήριο από του να επιληφθεί του θέματος.
Η έφεση είναι παντελώς αβάσιμη. Τίποτε από τα λεχθέντα από τον εφεσείοντα δεν μπορούν να εκθεμελιώσουν την πρωτόδικη κατάληξη. Κατ' αρχάς, αποτελεί νομολογιακή κατίσχυση ότι τα προνομιακά εντάλματα παρέχονται ή όχι κατά προνόμιο και όχι δικαιωματικά. Η οποιαδήποτε σημειωθείσα καθυστέρηση στην αναζήτηση της λήψης της άδειας δυνατόν να εξουδετερώσει αυτό το προνόμιο. Οι περιορισμοί που εν πάση περιπτώσει τίθενται από τη νομολογία στην κατά χάριν χορήγηση της άδειας, όπως η ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου που αναχαιτίζει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ ενός αιτητή, έστω και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, εκτός και αν συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις (Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Skylight Restaurant & Bar Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1357 κ.ά.). περιορίζεται ακόμη περισσότερο όταν συνοδεύεται και από καθυστέρηση. Στην Αγγλία, απ' όπου και προέρχεται η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τίθεται αυστηρός χρονικός περιορισμός τριών μηνών, σμικρύνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την αρχική περίοδο χρόνου των έξι μηνών, (δέστε Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 13.10.2010 (2002) 1 Α.Α.Δ. 571 (απόφαση Ολομέλειας) και Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Μαραγκού (2009) 1 Α.Α.Δ. 1266).
Ζήτημα καθυστέρησης που νόμιμα ανακόπτει τη διεκδίκηση της λήψης της άδειας ή της χορήγησης του προνομιακού εντάλματος, εγείρεται σε οποιοδήποτε στάδιο είτε από διάδικο, είτε αυτεπαγγέλτως. Και εφόσον αφορά σε θεμελιώδη προϋπόθεση, αναμφίβολα ανακινείται οποτεδήποτε, χωρίς να αποτελεί κώλυμα η εκ των υστέρων εξέταση του θέματος επειδή χορηγήθηκε η άδεια χωρίς να συζητηθεί η καθυστέρηση. Εάν η καθυστέρηση προβάλλει αντικειμενικά μέσα από τα γεγονότα, είναι θεμιτή η εξέταση της οποτεδήποτε. Είναι εντελώς ανυπόστατη η θέση του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο παραβίασε οποιοδήποτε δεδικασμένο ή στερείτο δικαιοδοσίας να εξετάσει το θέμα της καθυστέρησης λόγω του ότι δόθηκε στην υπ' αρ. 15/2012 αίτηση για mandamus, η άδεια, ή, διότι η Δημοκρατία στην ακολουθήσασα αίτηση υπ' αρ. 24/2012 για έκδοση του mandamus, αποδέχθηκε να παραδώσει το ένταλμα έρευνας στον εφεσείοντα, χωρίς να θέσει θέμα καθυστέρησης. Άλλο ήταν το αντικείμενο της αίτησης για mandamus και άλλο το μεταγενέστερο αίτημα στην υπ' αρ. 48/2012 αίτηση για λήψη άδειας για καταχώρηση certiorari. Και είναι πρόδηλο από το σύντομο σκεπτικό της χορήγησης της άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, ότι το Δικαστήριο έδωσε την άδεια ακριβώς λόγω της τότε κατ' ισχυρισμόν θέσης του εφεσείοντα ότι το ένταλμα έρευνας ήταν «αποτέλεσμα δόλου και/ή ψευδορκίας και/ή ότι έχει μολυνθεί από προηγούμενη παράνομη είσοδο στο δωμάτιο του.».
Συναφώς προς τα ανωτέρω, είναι ορθή η θέση της εφεσίβλητης Δημοκρατίας ότι μέχρι και την υπό κρίση έκδοση της πρωτόδικης απόφασης η επιχειρηματολογία του εφεσείοντος παρέμεινε εστιασμένη στην εισήγηση ότι η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας ήταν ανεπαρκής μέχρι και δόλια ή μολυσμένη από προηγηθείσα παρανομία. Το ζήτημα της καθυστέρησης ηγέρθηκε βεβαίως αργότερα κατά την ακρόαση της αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, αλλά πράγματι ο εφεσείων ουδέν ουσιαστικό αντέτεινε ώστε να καθίσταται μη εύλογο ή αυθαίρετο, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων διήλθε όλα τα στάδια της σύλληψης, προφυλάκισης και ποινικής δίωξης γνωρίζοντας για το ένταλμα έρευνας. Τόσο στην ένορκη δήλωση του ημερ. 12.4.2012, στο πλαίσιο της αίτησης του υπ' αρ. 48/2012 για λήψη άδειας για certiorari, όσο και στην ένορκη δήλωση του ημερ. 8.5.2012, στο πλαίσιο της διά κλήσεως αίτησης υπ' αρ. 71/2012 για έκδοση του εντάλματος certiorari, δεν καταγράφεται ισχυρισμός ότι δεν γνώριζε καν για την ύπαρξη του εντάλματος έρευνας.
Το παράπονο του αφού έλαβε την ένορκη δήλωση αφορούσε στην ουσία της ένορκης δήλωσης συναρτώμενης προς την απουσία δικής του συναίνεσης για να εισέλθουν οι λειτουργοί του Πανεπιστημίου στο δωμάτιο του, τα κατ' ισχυρισμόν ψευδή και αναληθή στοιχεία και το βάσιμο τους για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, κατά τρόπο ώστε το Δικαστήριο, παραπλανηθέν, να εξέδωσε το ένταλμα, στερούμενο μάλιστα και δικαιοδοσίας εφόσον προηγήθηκε παράνομη είσοδος.
Ο εφεσείων δεν λέγει ότι είχε άγνοια του ιδίου του εντάλματος έρευνας. Εκείνο το οποίο πρότεινε με τις προαναφερθείσες αιτήσεις του ήταν ότι το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης δεν δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος έρευνας. Αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την εξήγηση που όφειλε να δώσει, έχοντας πάντοτε υπόψη την κατά προνόμιο δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως προς το λόγο που δεν αναζήτησε αυτά τα στοιχεία με τη σύλληψη του.
Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με τη σύλληψη του, όπως προκύπτει από το ένταλμα σύλληψης, εξηγήθηκε στον εφεσείοντα ότι υπήρχε μαρτυρία που τον ενέπλεκε στην παράνομη κατοχή φυτών κάνναβης, αδίκημα που είχε διαπραχθεί σε χρόνο πριν τις 29.1.2009 ημερομηνία της έρευνας, υπό περιστάσεις τέτοιες ώστε να στοιχειοθετείται γνώση του εφεσείοντος ότι εναντίον του είχε προηγουμένως εκδοθεί ένταλμα έρευνας, γεγονός που στη συνέχεια δεν αμφισβήτησε στην ουσία, παρά μόνο προέβαλε ότι δεν είχε εξουσιοδοτήσει τους λειτουργούς του Πανεπιστημίου να εισέλθουν ή να επιτρέψουν την είσοδο σε οποιονδήποτε. Άλλωστε, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατά τη συζήτηση της έφεσης δέχθηκε ότι ο εφεσείων ήδη κατά τη σύλληψη του είχε λάβει γνώση περί της έρευνας δυνάμει σχετικού εντάλματος.
Ο εφεσείων δεν εμποδίζεται να εγείρει, εφόσον η εκδίκαση της ποινικής εναντίον του υπόθεσης δεν έχει ακόμη αρχίσει, θέματα παρανομίας που σχετίζονται με τη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, πέραν και έξω από την κατ' ισχυρισμόν υπέρβαση της δικαιοδοσίας έκδοσης του, που κατά την Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207 (δέστε και την Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014), εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.