ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A31
(2015) 1 ΑΑΔ 41
27 Ιανουαρίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ - ORIGINATING
SUMMONS INTER PARTES (O.55, R.1.)
EΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
ΣΕ ΕΥΛΟΓΟ ΧΡΟΝΟ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2010 (2(Ι)/2010),
ΚΩΣΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Καθ' ου η αίτηση.
(Αίτηση Αρ. 1/2014)
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Απορριπτική κατάληξη σε αίτηση διεκδίκησης απόδοσης θεραπειών για παραβίαση του δικαιώματος εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου, συμφώνως του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο, Νόμου 2(Ι)/2010 ― Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας, να εξετάσει παραβιάσεις δικαιωμάτων λόγω καθυστέρησης εκδίκασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο ― Αρμόδιο Δικαστήριο, είναι ο Διοικητικός Πρόεδρος ή ο αμέσως αρχαιότερος Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου ή οποιοσδήποτε άλλος Δικαστής τον οποίο θα ορίσει επί του προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Τα κριτήρια που έχει καθορίσει η νομολογία του ΕΔΑΔ με βάση τα οποία κρίνεται η παραβίαση του ευλόγου χρόνου ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του ευλόγου χρόνου ― Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται ― Καθορισμός αποζημιώσεων ― Εφαρμοστέες αρχές.
Λέξεις και Φράσεις ― «.παραβιάστηκε σε εκκρεμούσα υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου ή υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου .» και για «. υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου που εκκρεμεί σ' εκείνο το στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο ..», στα Άρθρα 5, 7 και 8(1)(β) του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου 2(Ι)/2010.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημητρίου v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ. 716, ECLI:CY:AD:2014:A219.
Aίτηση.
O Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Παμπαλλής.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: O αιτητής διεκδικεί την έκδοση δηλωτικού διατάγματος ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παραβίασε τα δικαιώματα του, για έγκαιρη έκδοση της απόφασης στην Πολιτική Έφεση 350/2010. Περαιτέρω, επιδιώκει την έκδοση απόφασης για καταβολή αποζημιώσεων συνολικού ύψους €647,000,000. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:
Ο αιτητής, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Κώστα Δημητρίου, καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την, υπ' αριθμό 1071/2007, αγωγή. Στις 12 Νοεμβρίου 2010 η αγωγή απορρίφθηκε και στις 25 Νοεμβρίου 2010 ο αιτητής καταχώρισε την Πολιτική Έφεση 350/2010.
Στις 8 Οκτωβρίου 2013 καταχωρήθηκε η πρωτογενής αίτηση 2/2013 εδραζόμενη στον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο (Ν. 2(Ι)/2010) (στο εξής ο Νόμος). Στις 27 Μαρτίου 2014 το Ανώτατο Δικαστήριο επιδίκασε στον αιτητή αποζημιώσεις καθότι, όπως κρίθηκε, παραβιάστηκε το δικαίωμα του για διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων εντός ευλόγου χρόνου. Το Δικαστήριο περιόρισε την παραβίαση αναφορικά με τη διαδικασία ενώπιον του Eφετείου και μόνο. Σε συνάρτηση με τη διαδικασία που είχε διεξαχθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο και το παράπονο του για το διαρρεύσαντα χρόνο, αποφασίστηκε ότι, αρμόδιο Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, είναι ο Διοικητικός Πρόεδρος της επαρχίας στην οποία εκκρεμεί η υπόθεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνεται στην πιο πάνω απόφαση, έχει αρμοδιότητα να εξετάζει καθυστερήσεις για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του. Τελικώς, η Πολιτική Έφεση 350/2010 εκδικάστηκε από το Εφετείο και απορρίφθηκε στις 6 Ιουνίου 2014, ECLI:CY:AD:2014:A380.
Με την υπό εκδίκαση αίτηση, εδραζόμενη στις πρόνοιες του Νόμου, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, ο αιτητής διεκδικεί, και πάλιν, αποζημιώσεις λόγω παραβίασης του δικαιώματος του για εκδίκαση εντός ευλόγου χρόνου. Η αίτηση προσδιορίζει ότι υπήρξε καθυστέρηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην εκδίκαση της Αγωγής 1071/2010 και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την εκδίκαση της Πολιτικής Έφεσης 350/2010. Το αίτημα του αιτητή εδράζεται στην παραβίαση των Άρθρων 13 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αναγνωρίζει ο αιτητής ότι το Ανώτατο Δικαστήριο του είχε επιδικάσει αποζημιώσεις, πλην όμως, όπως επισημαίνεται, δεν επιδικάστηκαν αποζημιώσεις για ολόκληρη τη διαδικασία, αλλά μόνο για την καθυστέρηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, όπως επισημαίνει, αυτό οφείλεται σε αδυναμίες στη διατύπωση και στο λεκτικό των Άρθρων 5 και 7 του Νόμου.
Υιοθετούμε το πιο κάτω απόσπασμα, από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 27 Μαρτίου 2014, στην Δημητρίου v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ. 716, ECLI:CY:AD:2014:A219 αναφορικά με την αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
"Περαιτέρω από το λεκτικό, αλλά και το σύνολο του όλου Νόμου, είναι ταυτόχρονα σαφές ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να αφορά τη διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αλλά μόνο τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Ο Νόμος διαχωρίζει κατά σαφή τρόπο την υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, από την υπόθεση ενώπιον του Εφετείου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου γενικώς. Όπου η υπόθεση περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τότε δύναται να εγερθεί αγωγή κατά τα Άρθρα 4 και 5 του Νόμου. Φαίνεται να υπάρχει στο Νόμο χωριστή αρμοδιότητα για την εκδίκαση τέτοιας αγωγής. Το Άρθρο 6(1)(α) ορίζει ότι σε σχέση με υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου, αρμόδιο Δικαστήριο εκδίκασης της αγωγής είναι ο διοικητικός Πρόεδρος ή αν αυτός είχε συμμετοχή σε οποιοδήποτε στάδιο στην εξέταση της υπόθεσης, τότε ορίζεται ο αμέσως αρχαιότερος Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου ως ήθελε αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Άρθρο 6(1)(β), από την άλλη, ορίζει ότι σε σχέση με υποθέσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου αρμοδιότητα έχει Δικαστήριο που αποτελείται από τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Άρθρο 5 αφορά αγωγές που έχουν περατωθεί με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις.
Το Άρθρο 7 αφορά, αντίθετα, εκκρεμούσες υποθέσεις. Το αγώγιμο δικαίωμα που δίδεται εδώ είναι η προσφυγή στα ένδικα μέσα που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου, που είναι η καταχώρηση πρωτογενούς αιτήσεως. Και πάλι φαίνεται να ενυπάρχει διαχωρισμός ανάλογα με το στάδιο και το επίπεδο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση. Το Άρθρο 8(1)(α), προνοεί ότι για εκκρεμότητες στο Επαρχιακό Δικαστήριο, υπεύθυνος για την εκδίκαση της πρωτογενούς αιτήσεως είναι ο Διοικητικός Πρόεδρος ή άλλος αρχαιότερος Πρόεδρος ως ορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, ορίζονται τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου για διάγνωση της αιτούμενης θεραπείας.
Πουθενά στο Νόμο δεν υπάρχει ρητή και σαφής πρόνοια ότι η όποια εκκρεμότητα αφορά αγωγή καταχωρηθείσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδικάζεται κατ' έφεση. Δηλαδή δεν καθορίζεται στο Νόμο ότι η διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων αφορά ολόκληρη τη διαδικασία στο Επαρχιακό, αλλά και στο εφετειακό στάδιο. Το πρόβλημα παρουσιάζεται να είναι στη διατύπωση και στο λεκτικό των Άρθρων 5 και 7, που κατά διαζευκτικό τρόπο είναι που καθορίζουν τον ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος διάγνωσης σε εύλογο χρόνο. Γίνεται λόγος για δικαίωμα που «... παραβιάστηκε σε εκκρεμούσα υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου ή υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ..» (η έμφαση προστέθηκε). Το λεκτικό που χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, στο Άρθρο 8(1)(β) του Νόμου για «... υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου που εκκρεμεί σ' εκείνο το στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο ..», δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι εκκρεμεί λόγω έφεσης. Είναι δυνατόν να εκκρεμεί η υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω ενδιάμεσων εφέσεων και με αυτή την έννοια η υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν έχει περατωθεί."
Από τα ενώπιον μας τεθέντα στοιχεία και επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν, δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για να αποστούμε από όσα έχουν αναφερθεί από το Δικαστήριο στην Αίτηση 2/2013. Αντιθέτως, σημειώνουμε, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας, να εξετάσει παραβιάσεις δικαιωμάτων λόγω καθυστέρησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Αρμόδιο Δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι ο Διοικητικός Πρόεδρος ή ο αμέσως αρχαιότερος Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου ή οποιοσδήποτε άλλος Δικαστής τον οποίο θα ορίσει επί του προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο.
Επανερχόμενοι τώρα στο συγκεκριμένο παράπονο του αιτητή για παραβίαση του δικαιώματος του σε σχέση με το χρονικό πλαίσιο εκδίκασης της Πολιτικής Έφεσης 350/2010, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Επιδικάστηκε αποζημίωση στον αιτητή στις 27 Μαρτίου 2014, για τη μέχρι τότε διαπιστωθείσα καθυστέρηση. Ο αιτητής προχώρησε με την καταχώριση της παρούσας αίτησης στις 2 Απριλίου 2014, ήτοι έξι ημέρες μετά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης. Η δε απόφαση του Εφετείου εκδόθηκε, όπως σημειώσαμε, στις 6 Ιουνίου 2014, ήτοι 2½ μήνες μετά την επιδίκαση των αποζημιώσεων.
Με γνώμονα αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι η αίτηση στερείται οποιουδήποτε υποβάθρου, δεν είναι επιτρεπτό ο αιτητής, στον οποίο επιδικάστηκαν αποζημιώσεις, να διεκδικεί εκ νέου καταβολή αποζημιώσεων για το ίδιο θέμα. Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι η πάροδος 2½ μηνών, από της καταβολής των αποζημιώσεων, μέχρι την έκδοση της απόφασης στην έφεση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εκτός του πλαισίου της ευλόγου χρονικής περιόδου εκδίκασης, έτσι ώστε, να μπορεί βάσιμα να προταθεί ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του αιτητή.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι θεωρούμε την ενέργεια του αιτητή καταχώρισης δεύτερης αίτησης, έξι ημέρες μετά την έκδοση της πρώτης υπέρ του απόφασης και καταβολής αποζημίωσης, ως κατάχρηση της διαδικασίας και θα προχωρούσαμε και σε απόρριψη της αίτησης και δι' αυτό το λόγο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του καθ' ου η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.