ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A839
(2015) 1 ΑΑΔ 2845
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoλιτική ΄Εφεση αρ. 81/2011)
17 Δεκεμβρίου, 2015
Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες
HΛIKKOΣ ΜΑΡKΑΝΤΩΝΗ
Εφεσείων/Καθ΄ου η αίτηση
και
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
- - - - - - - - -
κ.Ζ.Νικολάου, για τον Εφεσείοντα
κ.Γ.Θωμάς, για την Εφεσίβλητη
- - - - - - - - - -
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών μετά από ακρόαση της αίτησης που είχε καταχωρήσει η εφεσίβλητη/αιτήτρια εναντίον του εφεσείοντα/καθ΄ου η αίτηση, εργοδότη της, για παράνομη απόλυση, έκρινε ότι η αίτηση της εφεσίβλητης μπορούσε να επιτύχει μερικώς και επιδίκασε αποζημιώσεις σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967, Ν.24/1967, ως έχει τροποποιηθεί, για το συνολικό ποσό των €18,980.96 με νόμιμο τόκο και έξοδα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι και οι δύο διάδικοι που έδωσαν ενώπιον του μαρτυρία δεν ήσαν αξιόπιστοι, πλην όμως ο εφεσείων/καθ΄ου η αίτηση έχοντας το βάρος της απόδειξης δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι ο τερματισμός της εργοδότησης της εφεσίβλητης ήταν νόμιμος. Η βάση με την οποία ο εφεσείων στήριξε τη θέση του υπήρξε στο ότι η απόλυση της εφεσίβλητης έγινε λόγω εξύβρισης προς το άτομο του. Ο τερματισμός εργοδότησης επιτεύχθη με το τεκμ.3 στο οποίο ο εφεσείων αναφέρει πως η εργοδότηση της τερματίζεται «λόγω άσχημης συμπεριφοράς και εξύβρισης μου ενώπιον συναδέλφου μετά που παρατήρηση που σου έγινε για επανειλημμένη πλήρη αδιαφορία για την εργασία σου».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στη μαρτυρία του εφεσείοντα αλλά και των μαρτύρων του, καταλήγοντας ότι δεν μπορεί να γίνει πιστευτός. Eκτός από την επισήμανση ότι υπέπεσε σε αντιφάσεις, υπήρξε υπερβολικός, μη σταθερός και προέβαινε σε δηλώσεις που δεν μπορούσαν στη συνέχεια να υποστηριχθούν με λεπτομέρειες και στοιχεία. Περαιτέρω υπέδειξε σημεία με βάση τα οποία υπήρχαν μη επιβεβαιωμένα στοιχεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα σε συσχετισμό με τη μαρτυρία των μαρτύρων της πλευράς του. Δόθηκαν δε συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως καταγράφονται εμπεριστατωμένα στις σελ.17-22 της εκκαλούμενης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέμεινε στην αλγεινή εντύπωση που του άφησε ο εφεσείων αλλά προχώρησε σε πέραν από οκτώ συγκεκριμένες αναφορές και λεπτομέρειες της μαρτυρίας του, την οποία, ως όφειλε, συσχέτισε και αντιπαρέβαλε με τη λοιπή υπό αυτού προσκομισθείσα μαρτυρία. Υπήρξε αντικείμενο σχολιασμού ιδιαίτερα το γεγονός ότι ενώ προσπάθησε ο εφεσείων να καταδείξει ότι η εφεσίβλητη έκανε δικές της εργασίες και αυτό ήταν ένα από τα θέματα προστριβών μεταξύ τους, δεν έδωσε κανένα στοιχείο για να αποδείξει αυτό τον ισχυρισμό, ο οποίος παρέμεινε γενικός και αόριστος. Σχολιάστηκε επίσης πρωτοδίκως ότι ενώ ο εφεσείων παρουσίασε την εφεσίβλητη ότι ήταν πάντοτε αντιδραστική και αυθαδίαζε, άλλη μάρτυρας της πλευράς του, σε κανένα σημείο της μαρτυρίας της δεν ανέφερε κάτι τέτοιο.
Δώσαμε μόνο κάποια ελάχιστα παραδείγματα για να καταδειχθεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε το καθήκον του ως προς το θέμα της αξιοπιστίας.
Ο εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης πλήττει τη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα που είχε σαν αποτέλεσμα την κατάληξη ότι δεν απόσεισε το βάρος απόδειξης που είχε ότι τερμάτισε νόμιμα την εργοδότηση της εφεσίβλητης (πρώτος λόγος). Επίσης βάλλεται η πρωτόδικη προσέγγιση στο ότι οι ουσιαστικές θέσεις που προέβαλαν η εφεσίβλητη και ο σύζυγος της δεν τέθηκαν καν στον εφεσείοντα στην αντεξέταση του ώστε να του δοθεί ευκαιρία να τοποθετηθεί επ΄αυτών. (δεύτερος λόγος). Ο τρίτος λόγος απορρέει μάλλον από τους προηγούμενους, εφόσον είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αναιτιολόγητα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά γεγονότα που δικαιολογούν τον τερματισμό της απασχόλησης της εφεσίβλητης.
΄Εχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη απόφαση υπό το πρίσμα των πιο πάνω λόγων έφεσης.
Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, αναθεώρηση απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι παραδεκτή μόνο για το λόγο που συνεπάγεται νομικό σημείο. (βλ.άρθ.12(11Α) των περί Ετησίων Αδειών μετ΄Απολαβών Νόμου του 1967 ως έχει τροποποιηθεί).
Στη Re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513 αποδόθηκε με γλαφυρό τρόπο η έννοια του νομικού σημείου ως εξής:
«What amounts to a pure question of law is perhaps easy to define but hard to apply to the particular circumstances of a case. The question of law raised, whatever its nature, must necessarily be one relevant to the facts of the case. A pure question of law cannot be one extricated or detached from the facts of the case for in those circumstances it would be an academic question of law. It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law. So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one. It merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law. Exploration of the ambit of the law is always a question of law».
Στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Κωνσταντίνου (2010)Α 1 Α.Α.Δ. 392 αναφέρθηκε:
«Όπως είχε επεξηγηθεί και στην παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, λόγος έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν στρέφεται κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης και όπου η αιτιολογία η οποία παρέχεται προς υποστήριξη λόγου έφεσης, απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες. Αυτή η αρχή επαναβεβαιώθηκε και στην Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ v. Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 980, στην οποία τονίστηκε ότι είναι πάγια καθιερωμένο από τη νομολογία, αλλά και τον οικείο νόμο, ότι δεν είναι επιτρεπτή έφεση για ανατροπή των γεγονότων και των επ' αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. (Βλ. επίσης Spinneys Cyprus Ltd v. Χρ. Χρίστου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1833).»
(Βλ. επίσης Αντωνία Μικρού κ.ά. ν. Meridien Hotels Ltd (Aeneas Hotel) (2003)1 A.A.Δ. 1320, Faber Hoist Chemicals Ltd v. Κωνσταντίνου Καλημέρα, Πολ.έφ.190/2010, ημερ. 24.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:A126 και Lounic Confectionery Ltd v. Θεοδώρου, ΑΕ78/10, ημερ. 21.10.2015).
Με όση ευρύτητα και αν εξετάσαμε τους λόγους έφεσης, θεωρούμε ότι στην ουσία τους και αποκλειστικά αφορούν το έργο της αξιολόγησης που έγινε πρωτοδίκως. Αυτό φαίνεται να είναι στην πραγματικότητα το παράπονο του εφεσείοντα, ότι, δηλαδή, το Δικαστήριο με βάση την κατάθεση του τελευταίου θα έπρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη. Ακόμη και ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης δεν παρουσιάζουν αυτονομία από τον πρώτο ώστε ούτε κατ΄ελάχιστον να μπορούν να θεωρηθούν ως νομικά σημεία. (βλ. Mintchev v. Γεωργίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 469, Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν. Παύλου Παπαχριστοδούλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 625 και L'UNION NATIONAL (TOURIST & SEA RESORTS) LTD v. Χουλιώτη, Πολ.έφ. αρ.176/10, ημερ. 10.9.2015), ECLI:CY:AD:2015:A589.
Αντιθέτως, θεωρούμε ότι δια της παρούσης έφεσης εγείρονται θέματα που εγγενώς και με απερίσπαστο τρόπο άπτονται του έργου της αξιολόγησης. Ως εκ τούτου σύμφωνα με το νόμο και την υπάρχουσα νομολογία δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης μας. Αναφορικά δε με τον τρίτο λόγο, από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστη την εκδοχή του εφεσίβλητου ως αποτέλεσμα αυτού, ορθά θεώρησε ότι δε υπήρχε βάθρο του ισχυρισμού του για παράνομη απόλυση. (Βλ. Κades v. Nicolaou (1986)1 C.L.R. 212 Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Χ΄Νέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41).
Η έφεση απορρίπτεται. Ως προς τα προς τα έξοδα επειδή το θέμα δεν είχε εγερθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης αλλά από το
Δικαστήριο, κρίνουμε ορθότερο να επιδικαστεί ένα μέρος των εξόδων. Επιδικάζονται έξοδα €1,200 πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.