ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A871
(2015) 1 ΑΑΔ 2940
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 343/10
23 Δεκεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
1. NAKERY TRADING LIMITED
2. SEMION SHPIGEL
3. MICHAEL ΑΙΖΙΝ
Εφεσειόντων/Εναγόντων
και
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΣΙΑΗΛΗ
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΙΑΗΛΗ
3. ΜΑΡΙΟΥ ΣΙΑΗΛΗ
4. ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΦΑΣΑΡΙΑ ΣΙΑΗΛΗ
5. SHIAELES CHAMBERS AND CO
6. ΑΚΗ ΒΡΥΩΝΗ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
--------
κα Δ. Δημητρώ, για Εφεσείοντες/Ενάγοντες
κ. Αγ. Γεωργιάδης, για Εφεσίβλητους 1 και 2/Εναγόμενους
κ. Μιχ. Μάρκου, για Εφεσίβλητο 6/Εναγόμενο
-------
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Oι εφεσίβλητοι 1 και 2 (εναγόμενοι 1 και 2), γονείς του δικηγόρου Μάριου Σιαηλή (εναγόμενου 3), ο οποίος με τη σύζυγό του Ανδρονίκη Σιαηλή (εναγόμενη 4) διατηρούσαν στη Λεμεσό το δικηγορικό γραφείο Shiaeles Chambers and Co (εναγόμενη 5), είναι ιδιοκτήτες του κτήματος υπ΄ αρ. εγγραφής 0/4255, Φ/Σχ. 45/60, τεμ. 667, τοποθεσία «Ασπαρής» του χωριού Αναβαργού Πάφου (στο εξής το κτήμα).
Ο εναγόμενος 3, νομικός σύμβουλος της εφεσείουσας 1 (ενάγουσα 1) η οποία έχει ως μετόχους και διευθυντές τους εφεσείοντες 2 και 3 (ενάγοντες 2 και 3), διαβεβαίωσε τον εφεσείοντα 2 ότι ήταν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος των γονιών του και του πρότεινε - σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων - να πωλήσει στην εφεσείουσα 1 το κτήμα στη συμφέρουσα τιμή των US$1.000.000 (Δολάρια Αμερικής).
Είναι ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι τελικά αποφάσισαν να αγοράσουν το κτήμα και, όπως είναι κοινός τόπος, στις 16.7.05 υπογράφηκε σχετικό Πωλητήριο Έγγραφο (στο εξής το Πωλητήριο). Σ΄ αυτό παρουσιάζονται ως πωλητές οι εφεσίβλητοι 1 και 2 μέσω του υιού τους Μ. Σιαηλή βάσει Ειδικού Πληρεξουσίου Εγγράφου ημερ. 16.7.05 και ως αγοραστής η εφεσείουσα 1, με δύο βασικούς όρους. Ο πρώτος, η εφεσείουσα 1 θα παραλάμβανε την κατοχή και κάρπωση του κτήματος, το οποίο όπως δηλώνεται στο Πωλητήριο ήταν ελεύθερο οποιουδήποτε εμπράγματου βάρους ή άλλης επιβαρύνσεως, στις 1.12.05 οπόταν και θα μεταβιβαζόταν το κτήμα επ΄ ονόματι της και, ο δεύτερος, ότι το τίμημα πώλησης του κτήματος είχε εξοφληθεί από την εφεσείουσα 1 και στην περίπτωση που οι εφεσίβλητοι 1 και 2 θα πλήρωναν στην εφεσείουσα 1, κατά ή περί την 1.12.05, το ποσό των US$1.300.000 και €250.000, η συμφωνία θα έπαυε να έχει ισχύ και θα ακυρωνόταν αυτόματα.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εφεσείουσα 1 κατέθεσε το Πωλητήριο στο Κτηματολόγιο Πάφου στις 8.8.05 μέσω του κτηματομεσίτη Άκη Βρυώνη (εφεσίβλητου 6/εναγόμενου 6) - στον οποίο οι εφεσίβλητοι καταλογίζουν ότι τους παραπλάνησε διαβεβαιώνοντας τους πως το κτήμα ήταν ελεύθερο οποιουδήποτε βάρους και/ή άλλων επιβαρύνσεων ενώ δεν ήταν - και, ότι οι προαναφερθέντες όροι του Πωλητηρίου όχι μόνο δεν εκπληρώθηκαν από τους πωλητές του κτήματος (εφεσίβλητους 1 και 2), αλλά έκτοτε προστέθηκαν σ΄ αυτό και περαιτέρω επιβαρύνσεις. Όπως αποτελεί και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο εναγόμενος 3, το Δεκέμβριο του 2005, παρέδωσε στον εφεσείοντα 2 τέσσερις επιταγές συνολικού ποσού Λ.Κ.600.000 (€1.025.160,86). Απ΄ αυτές οι τρεις, ημερομηνίας πληρωμής 31.1., 8.3. και 1.6.06 για το συνολικό ποσό των Λ.Κ.590.000 (€1.008.074,85) εκδόθηκαν από το δικηγορικό γραφείο Shiaeles Chambers and Co (εναγόμενος 5) και η τέταρτη ημερ. πληρωμής 18.2.06 για το ποσό των Λ.Κ.10.000 (€17.086,01) ήταν προσωπική του εναγόμενου 3. Όμως όλες οι επιταγές επιστράφηκαν από την τράπεζα ατίμητες καθότι ήταν χωρίς αντίκρισμα.
Στη βάση του πιο πάνω (γενικού) πραγματικού πλαισίου, οι εφεσείοντες καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου την αγωγή 3147/06, με την οποία καταλόγιζαν στους εναγόμενους συνωμοσία προς εξαπάτηση τους, δόλο, απάτη και/ή παράνομη συμπεριφορά, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να τους αποσπάσουν το ποσό των US$700.000 και €250.000 και στη βάση αυτή αξίωσαν εναντίον τους:-
Α. Διάταγμα για ειδική εκτέλεση του πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 16.7.05,
Β. US$700.000 και €250.000 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας,
Γ. Λ.Κ.55.000 (€93.973,08) ως ειδικές ζημιές για απώλεια χρήσεως και/ή εισοδημάτων από 1.12.05 μέχρι 1.12.06,
Δ. Λ.Κ.5000 (€8.543,01) ως ειδικές ζημιές για απώλεια χρήσεως και/ή εισοδημάτων για κάθε μήνα από 1.1.07.
Ε. Γενικές, ειδικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις και, διαζευκτικά
ΣΤ. Λ.Κ.600.000 (€1.025.160,86) δυνάμει ατίμητων επιταγών, πλέον τόκους προς 9% από 16.7.05 και έξοδα.
H αγωγή επιδόθηκε στους εφεσίβλητους 1, 2 και 6 (εναγόμενους 1, 2 και 6), ενώ δεν επιδόθηκε στους εναγόμενους 3, 4 και 5, αφού το βράδυ της 14.9.2006 έγινε απόπειρα δολοφονίας του εναγόμενου 3 και έκτοτε τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του εναγόμενη 4 έχουν εξαφανιστεί και λόγω αυτού η υπόθεση εναντίον τους αποσύρθηκε ως ανεπίδοτη άνευ βλάβης. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι εναντίον του εναγόμενου 3 έγιναν καταγγελίες στην αστυνομία από πελάτες του δικηγορικού του γραφείου ότι τους εξαπάτησε και γι΄ αυτόν εκκρεμούν εντάλματα σύλληψης.
Με την επίδοση της αγωγής εναντίον τους οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 6 καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης και στη συνέχεια Έκθεση Υπεράσπισης. Με αυτή αρνήθηκαν οποιαδήποτε γνώση ή συμμετοχή στην επίδικη σύμβαση, ή ότι εξουσιοδότησαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τον εναγόμενο 3 υιό τους να πωλήσει το κτήμα. Πρόβαλαν όμως διαζευκτικά και τον ισχυρισμό ότι η επίδικη συναλλαγή αφορούσε παράνομο δανεισμό και πως η αγοραπωλησία του κτήματος ήταν εικονική και με ανταπαίτηση αξίωσαν τη διαγραφή από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου του Πωλητηρίου ημερ. 16.7.07. Σ΄ ό,τι δε αφορά τον εφεσίβλητο 6 (εναγόμενο 6), αυτός με την Έκθεση Υπεράσπισης του αφενός πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η μόνη ανάμειξη που είχε στην υπόθεση ήταν η κατάθεση του Πωλητηρίου στο Κτηματολόγιο και, αφετέρου, ότι συμβούλευσε τον εφεσείοντα 2 να μην καταβάλει το τίμημα πώλησης πριν την κατάθεση των εγγράφων στο Κτηματολόγιο, αλλά η απάντηση που πήρε από τον εφεσείοντα 2 ήταν ότι ήδη είχε καταβάλει ένα μεγάλο ποσό χρημάτων ως προκαταβολή.
Με τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων, ως ανωτέρω, η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν για τους εφεσείοντες ο εφεσείοντας 2 (ΜΕ1) και ο εκτιμητής ακινήτων Ι. Πολυβίου (ΜΕ2), ενώ για τους εφεσίβλητους κατέθεσαν η εφεσίβλητη 2 (εναγόμενη 2) και ο εφεσίβλητος 6 (εναγόμενος 6).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του, έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 και πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εκτιμητή Ι. Πολυβίου (ΜΕ2) και των εφεσιβλήτων 2 και 6 (εναγομένων 2 και 6). Με αποτέλεσμα να απορρίψει την αγωγή με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και να δεχθεί την ανταπαίτηση των εφεσιβλήτων 1 και 2, εκδίδοντας διάταγμα για τη διαγραφή του Πωλητηρίου ημερ. 16.7.05. Και αυτό στη βάση ουσιαστικά τεσσάρων κρίσιμων για την υπόθεση ευρημάτων ή συμπερασμάτων. Το πρώτο, ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την γνησιότητα του πληρεξουσίου εγγράφου, σε αντίθεση με τους εφεσίβλητους 1 και 2 οι οποίοι μέσω της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 2 ικανοποίησαν το Δικαστήριο ότι οι υπογραφές που υπάρχουν στο πληρεξούσιο έγγραφο δεν ήταν δικές τους. Το δεύτερο, ότι οι εφεσείοντες 1 και 2 δεν εξουσιοδότησαν οποτεδήποτε τον υιό τους εναγόμενο 3 να προβεί στην πώληση του κτήματος, την οποία πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά όταν ο εφεσείοντας 2 επισκέφθηκε, το Μάρτιο του 2006, τον εφεσίβλητο 1 στο δικηγορικό του γραφείο στην Πάφο. Το τρίτο, ότι υπήρχαν αντικειμενικά δεδομένα πως η κύρια δοσοληψία μεταξύ εφεσειόντων και εναγομένου 3 αφορούσε δανεισμό και το Πωλητήριο ημερ. 16.7.07 συνιστούσε εγγύηση στην μορφή ενός είδους ενεχύρου στη διάθεση της εφεσείουσας 1 και, το τέταρτο, ο εφεσείοντας 2 δεν έδωσε οδηγίες στον εφεσίβλητο 6 (εναγόμενο 6) να ερευνήσει εάν υπήρχαν εμπράγματα βάρη επί του κτήματος, αλλά το μόνο που ανέλαβε ο εφεσίβλητος 6 ήταν η ετοιμασία Έκθεσης Εκτίμησης για το κτήμα και η κατάθεση του Πωλητηρίου στο Κτηματολόγιο.
Οι εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, την οποία και προσέβαλαν με την παρούσα έφεση με οκτώ λόγους έφεσης. Απ΄ αυτούς οι τρεις πρώτοι έχουν στο στόχαστρο τους τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σ΄ ό,τι αφορά το πληρεξούσιο, ο τέταρτος το συμπέρασμα ότι η κύρια δοσοληψία αφορούσε δανεισμό και όχι πράξη αγοράς ακινήτου, ο πέμπτος την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2 (ΜΕ1), ο έκτος την αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσείουσας 2/εναγόμενης 2 ότι ουδέποτε εξουσιοδότησε το γιο της να πωλήσει το κτήμα και οι δύο τελευταία τη μη επίρριψη αμέλειας στον εφεσίβλητο 6/εναγόμενο 6 στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως κτηματομεσίτη και κατά συνέπεια στη μη καταδίκη του σε αποζημιώσεις προς τους εφεσείοντες για τη ζημία που τους προκάλεσε.
Προς εξέταση των τριών πρώτων λόγων έφεσης θα΄ ταν χρήσιμο να αναφερθούμε στη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο που αφορούσε το Πληρεξούσιο, πώς την προσέγγισε και τι σφάλματα του καταλογίζουν οι εφεσείοντες.
Είναι δεδομένο ότι το Πληρεξούσιο Έγγραφο πιστοποιήθηκε από τον πιστοποιούντα υπάλληλο Βασκέν Μετζαβοριάν, ο οποίος πιστοποίησε ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 είναι προσωπικώς γνωστοί του και υπέγραψαν ενώπιον του το Πληρεξούσιο το Σάββατο 16.7.05.
Η μαρτυρία του εφεσείοντα 2 επί του υπό συζήτηση ζητήματος ήταν ότι, πριν υπογράψει το Πωλητήριο ζήτησε από τον εναγόμενο 3 όπως ο πατέρας του (εφεσίβλητος 1) επιβεβαιώσει πως η πληρεξουσιοδότηση ήταν πραγματική και για το σκοπό αυτό, ο εναγόμενος 3, τηλεφώνησε στην παρουσία του στον πατέρα του και του ζήτησε σ΄ αγγλικά «Please confirm me that I can sign this contract to sell the property» και ο πατέρας του απάντησε «Υes, Ι confirm». Περαιτέρω ανάφερε ότι το Μάρτη του 2006 επισκέφθηκε τον εφεσίβλητο 1 στο δικηγορικό του γραφείο στην Πάφο και κατά τη συνάντηση που είχαν ο εφεσίβλητος 1, αφού του επιβεβαίωσε ότι το Πληρεξούσιο ήταν έγκυρο, τον παρακάλεσε κλαίγοντας να μην προχωρήσει σε ποινικές καταγγελίες εναντίον του γιου του και του υποσχέθηκε πως θα έκανε τα πάντα ώστε να γίνει η μεταβίβαση του κτήματος επ΄ ονόματι της εφεσείουσας 1. Οι επιβεβαιώσεις αυτές, τόνισε ο εφεσείοντας 2, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι το Πληρεξούσιο ήταν πιστοποιημένο από πιστοποιούντα υπάλληλο και έγινε αποδεκτό από το Κτηματολόγιο, τον έπεισαν ότι όντως ο εναγόμενος 3 είχε την πληρεξουσιοδότηση να πωλήσει το κτήμα.
Με τη σειρά της η εφεσίβλητη 2 ισχυρίστηκε πως αυτή ουδέποτε εξουσιοδότησε το γιο της να πωλήσει το κτήμα και ουδέποτε υπόγραψε το επίδικο Πληρεξούσιο, το οποίο ούτε ο σύζυγος της υπέγραψε εφόσον γνωρίζει την υπογραφή του και αμφότερες οι υπογραφές στο Πληρεξούσιο δεν τέθηκαν απ΄ αυτούς. Αναφορικά δε με τη συνάντηση που είχε ο εφεσείοντας 2 με το σύζυγο της το Μάρτη του 2006, ισχυρίστηκε πως όπως πληροφορήθηκε από το σύζυγο της κατά τη συνάντηση αυτή ο εφεσείοντας 2 δεν του ανάφερε οτιδήποτε για Πωλητήριο, αλλά η απαίτηση του ήταν για αποπληρωμή χρημάτων που είχε δανείσει στο γιο τους.
Όπως ήδη έχει σημειωθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο - παρόλο που δέχθηκε από τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 ότι πείστηκε από τις παραστάσεις του εναγόμενου 3 πως είχε πληρεξουσιοδότηση για πώληση του κτήματος και πως ο εφεσείοντας 2 «. ήθελε μια έγκυρη συμφωνία αγοράς του ακινήτου για να εξυπηρετούνται οι σκοποί τους.» και αυτό ανεξάρτητα από την «. πραγματική φύση της συναλλαγής μεταξύ των εναγόντων ή της εταιρείας μόνο και των εναγομένων 1-3.» - εντούτοις κατέληξε ότι το πληρεξούσιο δεν ήταν γνήσιο. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο τον προβληματισμό του ευπαίδευτου Προέδρου που αποτέλεσε και τη βάση της αιτιολόγησης του υπό αναφορά συμπεράσματος:-
«Με δεδομένη τη δικογραφημένη θέση των εναγομένων 1 και 2 και την εγγενή αδυναμία της υπόθεσης της εταιρείας εναντίον της εναγομένης 2 τουλάχιστον, θα αναμενόταν πως η πλευρά των εναγόντων θα παρουσίαζε ως μάρτυρα τον πιστοποιών υπάλληλο ενώπιον του οποίου υπογράφηκε το πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο εξουσιοδοτείτο ο δικηγόρος να πωλήσει το ακίνητο, να υπογράψει το σχετικό πωλητήριο έγγραφο και να πραγματοποιήσει τη μεταβίβαση.
Οι ενάγοντες δεν κάλεσαν ως μάρτυρα τον πιστοποιών υπάλληλο, ουδεμία εξήγηση έδωσαν για την απουσία του από το εδώλιο του μάρτυρα και έκλεισαν την υπόθεση τους χωρίς καν να παρουσιάσουν το πληρεξούσιο έγγραφο ως τεκμήριο.
Διερωτάται ο δικηγόρος των εναγόντων (σελ. 9 της γραπτής του αγόρευσης) γιατί η υπεράσπιση των εναγομένων 1 και 2 δεν κάλεσε ως μάρτυρα τον πιστοποιών υπάλληλο. Διαφεύγει φαίνεται της προσοχής πως η υπεράσπιση αρνείται τη γνησιότητα του πληρεξουσίου. Για την υπεράσπιση των εναγομένων 1 και 2 η λογική εξήγηση είναι πως ο πιστοποιών υπάλληλος συνέργησε με το δικηγόρο και σκοπίμως ή παραπλανήθηκε από το δικηγόρο και αμελώς και κατά παράβαση των νομίμων καθηκόντων του πιστοποίησε ψευδώς. Δεν θα καλούσαν ως μάρτυρα ένα πρόσωπο του οποίου δεν ασπάζονται την εντιμότητα και ειλικρίνεια. Ανάμεναν προφανώς να τον καλέσει η πλευρά των εναγόντων και αν προσερχόταν ως μάρτυρας και επέμενε στη θέση του να τον αντεξετάσουν ώστε να τον διαψεύσουν.
Αντίγραφο του πληρεξουσίου εγγράφου που συνόδευε το επίδικο πωλητήριο έγγραφο, όπως αυτό κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου για σκοπούς_ειδικής εκτέλεσης παρουσίασε η εναγόμενη 2 (Μ .Υ. 1)(Γραπτή δήλωση Τεκμήριο 21). Το προμηθεύτηκε ο σύζυγος της από το Κτηματολόγιο σε χρόνο μεταγενέστερο. Μαρτύρησε η εναγομένη 2 πως η φερόμενη ως δική της υπογραφή δεν είναι δική της και πως ούτε αυτή που φέρεται ως η υπογραφή του συζύγου της, την οποία γνωρίζει, είναι δική του.
Το άρθρο 9 του Περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου Κεφ. 39 προνοεί ότι πιστοποιητικά που φέρονται να καταρτίστηκαν από πιστοποιούντα υπάλληλο σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου θα είναι αποδεκτά στο Δικαστήριο ως μαρτυρία των γεγονότων που πιστοποιούν.
Στη λέξη «αποδεκτά» προσδίδεται η σημασία της αποδοχής ένταξης στο μαρτυρικό υλικό και κατ' ακολουθία αξιολόγησης. «Receivable» είναι η λέξη που χρησιμοποιείται στο Αγγλικό κείμενο. Ασφαλώς και μπορεί να αμφισβητηθεί η γνησιότητα και η εγκυρότητα ενός εγγράφου που φέρεται να πιστοποιήθηκε από πιστοποιούντα υπάλληλο.
Το γεγονός πως οι εναγόμενοι 1 και 2 δεν προέβησαν σε καταγγελία στην αστυνομία καταγγέλλοντας και τον πιστοποιών υπάλληλο δεν καταδεικνύει πως αποδέχτηκαν πως το πληρεξούσιο ήταν γνήσιο. Είναι κατανοητό πως η όποια καταγγελία θα ενέπλεκε τον εναγόμενο 3 υιό τους στη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Όχι μόνο δεν θα προέβαιναν σε οιαδήποτε καταγγελία την εποχή εκείνη, αλλά όπως ο Semion μαρτύρησε ο εναγόμενος 1 τον παρακάλεσε να μην προχωρήσει σε ποινικές καταγγελίες εναντίον του γιου του.
Η ανάκληση ή απόσυρση του πληρεξουσίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο ουδεμία πρακτική σημασία θα είχε. Οι εναγόμενοι 1 και 2 βρίσκονταν προ τετελεσμένων. Τέτοια ενέργεια ίσως να εξωθούσε τον Semion σε καταγγελία. Μετά την έγερση της αγωγής τυχόν προσπάθεια ανάκλησης ή απόσυρσης του πληρεξουσίου από το Κτηματολόγιο θα εκλαμβάνετο, μάλλον, ως προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων και θεατρινισμός. Οι αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκε ο δικηγόρος των εναγόντων (Τράπεζα Κύπρου Λτδ. ν. Φλωρίδη κ.α. (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 508, Πρωτοπαπά ν. Πρωτοπαπά κ.α. (2002) 1(B) Α.Α.Δ. 1329 και Ιακώβου ν. Ζαπρή (2008) 1(B) Α.Α.Δ. 926) αφορούν περιπτώσεις όπου το πληρεξούσιο ήταν έγκυρο και δεσμευτικό.
Η πιστοποίηση των υπογραφών των εναγομένων 1 και 2 φέρεται να έγινε από τον πιστοποιών υπάλληλο Βασκέν Μετζαβοριάν στις 16.7.2005 στη Λεμεσό.
Είναι αξιοπερίεργο γιατί οι εναγόμενοι 1 και 2 από την Πάφο να επισκεφθούν πιστοποιών υπάλληλο στη Λεμεσό για να πιστοποιήσει τις υπογραφές τους. Αλλά και αν μετέβησαν στη Λεμεσό στις 16.7.2005, που είναι η ημερομηνία υπογραφής του πωλητηρίου εγγράφου, γιατί δεν επισκέφθηκαν το δικηγορικό γραφείο του γιου τους στη Λεμεσό και να υπογράψουν το ίδιο το πωλητήριο έγγραφο. Η_μαρτυρία του Semion είναι, υπενθυμίζω, πως το πωλητήριο έγγραφο υπογράφηκε στο γραφείο του εναγομένου 3. Φαντάζομαι το γραφείο του Β. Μετζαβοριάν, για να επιλεγεί ο συγκεκριμένος, δεν πρέπει να ήταν πολύ μακριά από το γραφείο του δικηγόρου και εν πάση περιπτώσει ήταν στην ίδια πόλη.»
Στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι δεν υπήρχε έγκυρο Πληρεξούσιο (1ος λόγος έφεσης), εσφαλμένα δεν μετέθεσε το βάρος απόδειξης της μη εγκυρότητας και γνησιότητας του Πληρεξουσίου στους ώμους των εφεσιβλήτων 1 και 2 (2ος λόγος έφεσης) και εσφαλμένα και αντινομικά μετέτρεψε εαυτόν σε εμπειρογνώμονα αποφασίζοντας ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 δεν υπόγραψαν το Πληρεξούσιο (3ος λόγος έφεσης). Πρόκειται για λόγους οι οποίοι αιτιολογούνται με περισσή λεπτομέρεια στο εφετήριο και οι οποίοι αναπτύχθηκαν και με εμπεριστατωμένο περίγραμμα αγόρευσης από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των εφεσειόντων.
Η πρωτόδικη απόφαση επί του ζητήματος, αντέτειναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων 1 και 2, είναι καθόλα ορθή και επέσυραν την προσοχή του Εφετείου στη διαχρονική νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν δικαιολογείται επέμβαση στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εφόσον αυτά βρίσκουν έρεισμα στη δοθείσα μαρτυρία και δεν αφίστανται της λογικής. Υποστήριξαν επίσης ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε νομικά τις πρόνοιες του άρθρου 9 του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου Κεφ. 39 σ΄ ότι αφορά το βάρος απόδειξης της γνησιότητας του Πληρεξουσίου, υποβάλλοντας ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας το συμπέρασμα του ότι οι υπογραφές στο Πληρεξούσιο των εφεσιβλήτων 1 και 2 δεν προέρχονταν απ΄ αυτούς ήταν ορθό.
Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα και των εκατέρωθεν εισηγήσεων και των αυθεντιών στις οποίες παρέπεμψαν. Συμφωνούμε κατ΄ αρχάς με τη θέση των συνηγόρων των εφεσιβλήτων 1 και 2 ότι κατά πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός αν αυτά δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα (βλ. μεταξύ άλλων Παπακοκκίνου ν. Σμιρλή κ.α. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, Χ"Παύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236, Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.Α.Δ. 974, Μαυροσκούφη ν. Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Εφ. 352/08 ημερ. 16.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A267, Χλόης Κωνσταντίνου ν. Αθηνάς Άπλα, ανήλικης δια των γονέων της Γ και Β. Άπλα, Πολ. Εφ. 55/10 ημερ. 3.4.15, ECLI:CY:AD:2015:A248 σελ. 18 και Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ν. Ανδριανής Πάλμα κ.α., Πολ. Έφεση 44/13 ημερ. 19.11.15). Ωστόσο στην προκείμενη περίπτωση, με δεδομένο ότι υπήρχε πληρεξούσιο πιστοποιημένο από πιστοποιών υπάλληλο, το θέμα δεν είναι τόσο απλό εφόσον το κρίσιμο ζήτημα είναι ποιος από τους διαδίκους έφερε το βάρος απόδειξης της γνησιότητας ή μη του Πληρεξουσίου Εγγράφου στη βάση και των προνοιών του άρθρου 9 του Κεφ. 39.
Το άρθρο 9 του Κεφ.39, το οποίο πανομοιότυπα επαναλαμβάνεται στο αντίστοιχο άρθρο 9 του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου του 2012 (Ν.165(1)/2012) ο οποίος κατήργησε το Κεφ. 39, έχει ως ακολούθως:-
«9. Πιστοποιήσεις που θεωρούνται ότι διενεργήθηκαν από πιστοποιούντα υπάλληλο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι δεκτές ως απόδειξη των γεγονότων που πιστοποιούνται με αυτές από όλα τα Δικαστήρια».
Το θέμα εξετάστηκε στην Χαρούς ν. Χαρούς κ.α. (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 267, όπου αποφασίστηκε ότι με βάση το γενικό κανόνα το βάρος απόδειξης ισχυρισμού για πλαστογραφία ενός πληρεξουσίου εγγράφου το φέρει αυτός που προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό. Απόφαση που εναρμονίζεται με το λεκτικό του άρθρου 9 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο οι πιστοποιήσεις πιστοποιούντα υπαλλήλου «. είναι δεκτές ως απόδειξη των γεγονότων που πιστοποιούνται με αυτές από όλα τα Δικαστήρια», λεκτικό που δημιουργεί τεκμήριο - μαχητό βέβαια - αυθεντικότητας ενός πληρεξουσίου που πιστοποιείται από πιστοποιών υπάλληλο. Το βάρος λοιπόν απόδειξης της πλαστογραφίας του επίδικου Πληρεξουσίου ήταν επί των ώμων των εφεσιβλήτων 1 και 2 και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο το μετέθεσε στους εφεσείοντες, καταλογίζοντας τους παράλειψη να καλέσουν ως μάρτυρα τον πιστοποιούντα υπάλληλο για να αποδείξουν ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 υπέγραψαν ενώπιον του. Εγείρεται επομένως το ερώτημα κατά πόσο οι εφεσίβλητοι 1 και 2 απέσεισαν μέσω της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 2 το υπό αναφορά βάρος. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική. Η απλή άρνηση της εφεσίβλητης 2 ότι οι υπογραφές στο Πληρεξούσιο δεν τέθηκαν από την ίδια και το σύζυγο της, δεν ήταν αφ΄ εαυτής ικανοποιητική μαρτυρία που θα μπορούσε να αποσείσει το εν λόγω βάρος. Τα πιστοποιημένα από πιστοποιών υπάλληλο πληρεξούσια είναι σημαντικό μέσο σε ένα ευρύ τομέα συναλλαγών και το άρθρο 9 του Νόμου του προσδίδει ιδιαίτερη αξιοπιστία, η οποία δεν μπορεί να πλήττεται απλώς και μόνο με απλή άρνηση του φερόμενου εξουσιοδοτούντος ότι η πιστοποιημένη υπογραφή του δεν είναι δική του. Απαιτείται περαιτέρω μαρτυρία η οποία όντως να καταδεικνύει το βάσιμο τέτοιου ισχυρισμού, που στην προκείμενη περίπτωση ελλείπει. Έπεται ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης ότι οι υπογραφές στο επίδικο Πληρεξούσιο δεν τέθηκαν από τους ίδιους, αποτυχία που η συλλογιστική του ευπαιδεύτου Προέδρου (ανωτέρω) περί του αντιθέτου δεν μας βρίσκει σύμφωνους εφόσον, πέραν των υποθετικών συλλογισμών, έχει ουσιαστικά ως βάση την απλή άρνηση της εφεσίβλητης 2 ότι τόσο αυτή όσο και ο σύζυγος της δεν εξουσιοδότησαν το γιο τους εναγόμενο 3 να προβεί στην πώληση του κτήματος και ούτε υπέγραψαν το επίδικο πληρεξούσιο.
Για τους πιο πάνω λόγους οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης ευσταθούν και προχωρούμε στην εξέταση του επόμενου λόγου έφεσης που αφορά το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κύρια δοσοληψία αφορούσε δανεισμό και όχι πράξη αγοράς ακινήτου.
Tο πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε επί του θέματος τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 ότι η εφεσείουσα 1 κατέβαλε στον εναγόμενο 3 με 5 τραπεζικά εμβάσματα (τεκμ.15) το συνολικό ποσό των US$760.000 - 24.6.05 (325.000), 22.7.15 (140.000), 4.8.05 (170.000), 4.8.05 (50.000) και 5.8.05 (75.000) - και ότι το δικηγορικό γραφείο των εναγομένων 3 και 4 Shiaeles Chambers & Co (εναγόμενος 5) έκδωσε δύο αποδείξεις ημερ. 22.7.05 και 5.8.05 (τεκμ. 9 και 10) με τις οποίες αναγνώρισε ότι η εφεσείουσα 1 πλήρωσε US$1.000.000 για αγορά του κτήματος. Παρολ΄ αυτά απέρριψε τη μαρτυρία του ότι επρόκειτο για γνήσια αγορά με το ακόλουθο σκεπτικό:-
«Υπάρχουν αντικειμενικά δεδομένα που τείνουν να ενισχύσουν την θέση πως η κύρια δοσοληψία αφορούσε δανεισμό και πως το αγοραπωλητήριο έγγραφο συνιστούσε εγγύηση στην μορφή ενός είδους ενεχύρου στην διάθεση της εταιρείας.
Το πρώτο στοιχείο αφορά στο χρόνο καταβολής του «τιμήματος αγοράς» σε σχέση με τον χρόνο που η εταιρεία θα αναλάμβανε κατοχή του ακινήτου και θα είχε την κάρπωση του. Μέχρι 5.8.2005 θα έπρεπε να καταβαλλόταν το ποσό των δολαρίων Αμερικής 700,000 πλέον €250,000, ενώ η εταιρεία δεν θα είχε κανένα δικαίωμα επί του ακινήτου μέχρι και την 1.12.2005 παρά το ότι θα ήταν από της υπογραφής του εγγράφου η ιδιοκτήτρια. Περαιτέρω υπήρχε πρόνοια στο πωλητήριο έγγραφο πως εάν προ ή κατά την 1.12.2005 ο πωλητής πλήρωνε προς τον αγοραστή δολάρια Αμερικής 1,300,000 πλέον €250,000 τότε η συμφωνία θα ακυρωνόταν αυτόματα και δεν θα είχε οποιαδήποτε ισχύ (όρος 15 του πωλητηρίου εγγράφου).
Ερωτηθείς ο Semion για τον λόγο συμπερίληψης του πιο πάνω όρου στο έγγραφο ανάφερε πως τούτος εισήχθηκε κατόπιν έντονης συζήτησης και επιμονής του δικηγόρου προς ικανοποίηση σχετικού αιτήματος των γονέων του. Ερωτηθείς γιατί το προβλεπόμενο ποσό ήταν τόσο πολύ υψηλότερο (κατά δολάρια Αμερικής 600,000) απάντησε πως ο όρος ήταν τιμωρητικός γιατί η εταιρεία ήθελε το ακίνητο και δεν ήθελε οποιοδήποτε παιχνίδι εκ μέρους των εναγομένων.
Δημιουργούνται ερωτηματικά γιατί οι εναγόμενοι 1 και 2 να επιθυμούν να πωλήσουν το ακίνητο τους υπό τέτοιους όρους. Αν πραγματικά επιθυμούσαν την επιλογή της ανάκτησης του σε λιγότερο από πέντε μήνες είναι παράλογο να αποδέχονταν ένα τόσο ετεροβαρή, τιμωρητικό όρο. Ο όρος 15 παραπέμπει σε άλλες καταστάσεις, σε δανεισμό της μορφής μάλιστα που εμπεριέχει το στοιχείο της τοκογλυφίας. Δανεισμό κάτω από ύποπτες περιστάσεις για μεγάλα ποσά για σύντομο χρονικό διάστημα και με δυσανάλογη επιβάρυνση στον δανειζόμενο.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά στο γεγονός πως μετά την πάροδο της 1.12.2005 ο Semion αποδέχτηκε κατά καιρούς διάφορες επιταγές από τον δικηγόρο, κατά κύριο λόγο από τον λογαριασμό πελατών του γραφείου του. Ήταν η θέση του Semion πως τις αποδέχτηκε ως επιπρόσθετη εγγύηση για να μην έχει ανησυχίες και να παραταθεί ο χρόνος συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του πωλητηρίου εγγράφου για μεταβίβαση του ακινήτου. Γεγονός είναι πως ο Semion, σε διαταγή του οποίου είχαν εκδοθεί οι επιταγές, δεν τις κράτησε απλά στην κατοχή του αλλά τις παρουσίαζε κάθε φορά στην τράπεζα για να εισπράξει το ποσό που αναφερόταν στην κάθε επιταγή. Τούτο αναφορικά με τέσσερις από αυτές (αντίγραφα τους παρουσιάστηκαν ως δέσμη Τεκμήριο 11) ενώ μια επιταγή που δεν φέρει σφραγίδα τράπεζας (Τεκμήριο 12) ο λόγος που δεν την παρουσίασε για πληρωμή, όταν προς τούτο επισκέφθηκε την Τράπεζα, ήταν γιατί του ειπώθηκε από την Τράπεζα πως ο λογαριασμός δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια. Είχε δηλαδή πρόθεση να παρουσιάσει και αυτή προς είσπραξη.
Όταν στις 2.2.2006 παρουσιάστηκε η επιταγή ημερομηνίας 31.1.2006 για το ποσό των £430,000 και δεν τιμήθηκε διερωτάται κάποιος πως ο Semion αποδέχτηκε και παρουσίασε την δεύτερη επιταγή στις 28.2.2006, 3.3.2006 και 9.3.2006, την τρίτη επιταγή στις 8.3.2006 και την τέταρτη τον Ιούνιο του 2006. Εάν η πραγματική συμφωνία αφορούσε την πώληση του ακινήτου θα αναμενόταν πως ο Semion θα επέμενε στην μεταβίβαση. Στο στάδιο εκείνο δεν γνώριζε, όπως διατείνεται, πως υπήρχαν εμπράγματα βάρη και δεν ανέφερε τι δικαιολογία του παρουσίαζε ο δικηγόρος για να μην πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση, ενόψει μάλιστα της αδυναμίας εξαργύρωσης οιασδήποτε από τις επιταγές που του έδωσε. Η αποδοχή επιταγών και η προσπάθεια εξαργύρωσης τους, μάλιστα κατ' επανάληψη και για μακρύ χρονικό διάστημα, συνηγορεί υπέρ της εκτίμησης πως ότι επεδίωκε ο Semion ήταν την ανάκτηση χρηματικού ποσού και όχι την μεταβίβαση του ακινήτου στην εταιρεία. Η μεταβίβαση ήταν η εξασφάλιση που μπορούσε να περιμένει μέχρι που να εξαντληθεί κάθε πιθανότητα ανάκτησης της οφειλής και της επιβάρυνσης σε χρήμα.
Το τρίτο στοιχείο αφορά στο γεγονός πως από πλευράς εναγόντων δεν αποτάθηκαν σε οποιαδήποτε αρχή της Δημοκρατίας και καμιά άδεια δεν ζήτησαν για την επικείμενη, σύμφωνα με το πωλητήριο έγγραφο, μεταβίβαση του ακινήτου στην εταιρεία. Δεν θα εξετάσω κατά πόσο οιαδήποτε άδεια ήταν απαραίτητη. Σημασία έχει ποια ήταν η αντίληψη του Semion. Αυτός μαρτύρησε πως μέχρι 1.12.2005 δεν χρειαζόταν οιαδήποτε άδεια, αλλά ούτε μετά, γιατί ο δικηγόρος δεν θα μεταβίβαζε το ακίνητο. Σχετικός όρος (όρος 9) υπήρχε στο πωλητήριο έγγραφο μετάφραση του οποίου στην αγγλική είχε δοθεί στον Semion. Ο όρος είχε εισαχθεί από τον δικηγόρο που ήταν και ο νομικός σύμβουλος των εναγόντων. Εν κατακλείδι, ενώ ο Semion ήταν της εντύπωσης πως για να μπορέσει να εγγραφεί το ακίνητο στην εταιρεία θα έπρεπε να εξασφαλιστεί κάποια άδεια, σε καμιά ενέργεια δεν προέβηκε, κάτι που συνηγορεί υπέρ της θέσης πως δεν ανέμενε μεταβίβαση του ακινήτου στην εταιρεία την 1.12.2005 αλλά πληρωμή χρημάτων από τον δικηγόρο.
Τέλος, οι Ενάγοντες ουδέποτε απαίτησαν γραπτώς τη μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα της εταιρείας.»
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσείοντων, με αναφορά στη μαρτυρία που είχε προσκομιστεί, θεωρούν ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Πωλητήριο Έγγραφο συνιστούσε «. εγγύηση ενός είδους ενεχύρου στη διάθεση .» της εφεσείουσας 1 είναι εσφαλμένο και προϊόν υποθέσεων που αντιστρατεύονται τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του. Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσιβλήτων 1 και 2, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας του τρόπου που προσέγγισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο, το προσβαλλόμενο συμπέρασμα του οποίου θεωρούν εύλογο.
Υιοθετώντας επί του προκειμένου τις θέσεις των συνηγόρων των εφεσειόντων κρίνουμε πως το υπό συζήτηση συμπέρασμα ήταν προϊόν συλλογιστικής η οποία δεν βρίσκει έρεισμα στην αναντίλεκτη επί του θέματος μαρτυρία. Είναι αρκετό επί τούτου να επισημάνουμε ότι κρίσιμα για την υπόθεση μαρτυρικά στοιχεία ήταν (α) η ύπαρξη πληρεξουσίου εγγράφου με το οποίο οι εφεσίβλητοι 1 και 2 εξουσιοδοτούσαν το γιο τους εναγόμενο 3 να πωλήσει και μεταβιβάσει το κτήμα στην εφεσείουσα 1, την αυθεντικότητα του οποίου οι εφεσίβλητοι 1 και 2 απέτυχαν όπως προαποφασίστηκε να πλήξουν, (β) η ύπαρξη του ίδιου του Πωλητηρίου, το οποίο κατατέθηκε και στο Κτηματολόγιο και (γ) η αναντίλεκτη επί του θέματος μαρτυρία του εφεσείοντα 2, ο οποίος όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο «. ήθελε μια έγκυρη συμφωνία αγοράς ακινήτου για να εξυπηρετούνται οι σκοποί τους». Με αυτά ως δεδομένα, τα ερωτηματικά που απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το τι επιθυμούσαν οι εφεσίβλητοι 1 και 2 δεν είχαν θέση στο ζητούμενο. Αν δηλαδή η αγοραπωλησία ήταν ή όχι γνήσια. Όπως δεν είχε θέση και η ενασχόληση με την αποδοχή από τους εφεσείοντες, μετά την παρέλευση της 1.12.05 που σύμφωνα με τους όρους του Πωλητηρίου θα έπρεπε να γίνει η μεταβίβαση του κτήματος επ΄ ονόματι της εφεσείουσας 1, των επιταγών που έκδωσαν οι εναγόμενοι 3 και 5. Και αυτό, όπως διεφάνη, καθότι οι εν λόγω επιταγές εκδόθηκαν σε χρόνο που λόγω των επιβαρύνσεων του κτήματος δεν ήταν δυνατό να γίνει μεταβίβαση. Παρατήρηση που απαντά και στην επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν απαίτησαν γραπτώς τη μεταβίβαση του κτήματος, που παραγνωρίζει ότι η έκδοση των επιταγών ήταν συνυφασμένη με το υπό συζήτηση ζήτημα. Τέλος, έχουμε την άποψη ότι το θέμα της εξασφάλισης ή όχι άδειας από την εφεσείουσα 1 για μεταβίβαση του κτήματος επ΄ ονόματί της δεν θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί ως στοιχείο για την εξαγωγή του υπό συζήτηση συμπεράσματος.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε πως ευσταθεί και ο 4ος λόγος, κατάληξη που συνεπιφέρει και την αποδοχή των λόγων έφεσης 5 και 6 οι οποίοι είναι αλληλένδετοι με τους αμέσως προηγούμενους λόγους έφεσης 1-4 εφόσον αυτοί έχουν βασικά στο στόχαστρό τους κατά πόσο οι εφεσίβλητοι 1 και 2 εξουσιοδότησαν το γιο τους εναγόμενο 3 να προβεί στην πώληση και μεταβίβαση του κτήματος επ΄ ονόματι της εφεσείουσας 1.
Παρέμειναν προς εξέταση οι λόγοι έφεσης 7 και 8, με τους οποίους καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα δεν απέδωσε αμέλεια και/ή επαγγελματική αμέλεια στον εφεσίβλητο 6 και εσφαλμένα δεν επεδίκασε στους εφεσείοντες αποζημίωση για την ζημία που αυτός τους προκάλεσε.
Να επισημάνουμε κατ΄ αρχάς ότι με το δικόγραφο τους, οι εφεσείοντες δεν καταλόγιζαν στον εφεσίβλητο αμέλεια ή παράβαση επαγγελματικού καθήκοντος ή παράβαση σύμβασης σ΄ ό,τι αφορά τη σύναψη του Πωλητηρίου. Η δικογραφημένη θέση τους ήταν ότι η αγορά του κτήματος ήταν προϊόν δόλου και του εφεσίβλητου 6, του δόλου συνισταμένου στο ότι τους διαβεβαίωσε «. ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο στην πώληση του (κτήματος), ούτε υποθήκες, ούτε οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις» και «. η αγορά του κτήματος ήταν οικονομικά συμφέρουσα» (παρ. 8, 9 και 18 Ε/Α). Η θέση όμως αυτή διαφοροποιήθηκε κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα 2, ο οποίος συμφώνησε ότι πρωτοσυνάντησε τον εφεσίβλητο 6 μετά τη σύναψη του Πωλητηρίου και του απέδωσε ευθύνη για τις μεταγενέστερες πληρωμές του τιμήματος πώλησης του κτήματος. Τούτο δεν διέφυγε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο ορθώς παρατήρησε ότι όπως διαμορφώθηκε, από τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2, η αξίωση των εφεσειόντων εναντίον του εφεσίβλητου 6 «. θα μπορούσε να στηριχτεί σε παράβαση ρητού ή εξυπακουόμενου όρου σύμβασης προσφοράς υπηρεσιών ή στο αστικό αδίκημα της αμέλειας κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτών και θα αναμενόταν να είχαν δικογραφηθεί οι σχετικοί ισχυρισμοί και να παρατεθούν οι σχετικές λεπτομέρειες (βλ. Muriel Beaumont κ.α. ν. Νίκος Κλεοβούλου, Πολ. Εφ. 102/07 ημερ. 21.4.10, σελ. 5-6)».
Παρά την πιο πάνω (ορθή) επισήμανση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη διαφοροποιηθείσα αξίωση των εφεσειόντων εναντίον του εφεσίβλητου 6 καθότι, όπως παρατήρησε, η δικογραφία θα μπορούσε να τροποποιηθεί. Κατ΄ ακολουθία τούτου εξέτασε την Έκθεση Εκτίμησης ημερ. 2.8.05 (τεκμ. 8), την οποία είχε ετοιμάσει ο εφεσίβλητος 6 και στην οποία δεν καταγράφεται οτιδήποτε για επιβαρύνσεις επί του κτήματος, αλλά απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα 2 ότι έδωσε οδηγίες στον εφεσίβλητο 6 να ερευνήσει κατά πόσο το κτήμα βαρυνόταν με εμπράγματα βάρη. Και αυτό, όπως έκρινε, το λογικώς αναμενόμενο θα ήταν πως θα ζητούσαν τέτοια έρευνα πριν τη σύναψη του Πωλητηρίου και όχι μετά τη σύναψη. Περαιτέρω, αν πράγματι είχαν δώσει τέτοιες οδηγίες, τότε θα αναμενόταν να είχαν ζητήσει από τον εφεσίβλητο 6 να περιλάβει το ζήτημα των ενδεχόμενων επιβαρύνσεων στην Έκθεση του. Παρόλ΄ αυτά έκρινε πως η συμπεριφορά του εφεσίβλητου 6 δεν ήταν άμεμπτη καθότι «Πρόσφερε Έκθεση Εκτίμηση, ενώ δεν είχε δικαίωμα και η θέση του πως είπε στον Semion πως δεν δικαιούτο και ότι απλά θα τον ενημέρωνε, κι αν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, ήταν ενδεχομένως ένα πέπλο που εμπνεύστηκε για να αναλάβει την εργασία και να πληρωθεί».
Είναι θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι ο εφεσίβλητος 6 δεν ήταν άμεμπτης συμπεριφοράς, εντούτοις εσφαλμένα δεν του απέδωσε επαγγελματική αμέλεια. Παρέπεμψαν συναφώς στο άρθρο 20 του τότε ισχύοντα περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 2004 (Ν.273(1)/2004), σύμφωνα με το οποίο ο εφεσίβλητος 6 ως κτηματομεσίτης όφειλε να ενημερώσει τους εφεσείοντες για τα εμπράγματα δικαιώματα που βάρυναν το κτήμα. Αν, υπέβαλαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέκυπτε στο υπό αναφορά σφάλμα τότε θα επεδίκαζε στους εφεσείοντες αποζημιώσεις ίσες προς το ποσό που κατέβαλαν στους εφεσίβλητους 1 και 2 μετά τη σύναψη του Πωλητηρίου.
Η απόρριψη της αξίωσης των εφεσειόντων εναντίον του εφεσίβλητου 6, αντέτειναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του, είναι καθόλα ορθή. Αφενός γιατί η διαφοροποίηση της αιτίας αγωγής εναντίον του - από δόλο σε επαγγελματική αμέλεια ή παραβίασης των συμφωνηθέντων - ήταν σε πλήρη αναντιστοιχία με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους και, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτά από την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και σε τέτοια περίπτωση δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.
Οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Με τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 διαφοροποιήθηκε η αιτία αγωγής των εφεσειόντων εναντίον του εφεσίβλητου 6 από δόλο - το βάρος απόδειξης του οποίου ήταν επί των ώμων των εφεσειόντων οι οποίοι απέτυχαν να αποδείξουν με το βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται (Τσιάρτας κ.α. ν. Αlocay Holdings Ltd κ.α. (2010) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1523) - σε επαγγελματική αμέλεια ή παράβαση σύμβασης και το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κάθε δυνατότητα να μην προχωρήσει στην εξέταση των διαφοροποιημένων από τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 δικογραφικών ισχυρισμών των εφεσειόντων. Παρά ταύτα εξέτασε και αυτούς τους ισχυρισμούς και τα σχετικά ευρήματα ή συμπεράσματα του ήταν ευλόγως επιτρεπτά από τη μαρτυρία που έκρινε αξιόπιστη και στη βάση της νομολογίας που αναφέρουμε πιο πάνω δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου. Δεν θα ήταν όμως αχρείαστο να παρατηρήσουμε, συμφωνώντας προς τούτο με τον ευπαίδευτο Πρόεδρο, ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου 6 στην υπόθεση δεν ήταν άμεμπτη. Αντίθετα, δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά σ΄ ότι αφορά τις εν γένει ενέργειες του που φαίνεται να είχαν τη σημασία τους στην περαιτέρω πληρωμή ποσών από τους εφεσείοντες προς τον εναγόμενο 3 και στην περίπτωση που οι εφεσείοντες δεν περιόριζαν δικογραφικώς την υπόθεση τους εναντίον του εφεσίβλητου 6 μόνο σε δόλο, ενδεχομένως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση σ΄ ό,τι αφορά τους εφεσίβλητους 1 και 2 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ενόψει τούτου εκδίδεται εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 και προς όφελος των εφεσειόντων:
A. Διάταγμα για ειδική εκτέλεση του πωλητηρίου Εγγράφου ημερ. 16.7.05.
Στην περίπτωση όμως που, λόγω των επιβαρύνσεων επί του κτήματος, πιστοποιηθεί από το Κτηματολόγιο ότι τούτο δεν είναι εφικτό τότε
Β. Απόφαση για US$700.000 και/ή το ισόποσο του σε Ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής του ποσού αυτού ως και €250.000 με νόνιμο τόκο από 5.8.05 και
Γ. Έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Είναι αυτονόητο ότι ενόψει των πιο πάνω η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην ανταπαίτηση παραμερίζεται.
Σ΄ ό,τι αφορά τον εφεσίβλητο 6, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €2.000 συν ΦΠΑ έξοδα προς όφελος του και εναντίον των εφεσειόντων.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ