ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A815
(2015) 1 ΑΑΔ 2704
4 Δεκεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
1. M.I.T. GLOBAL DATA SOLUTIONS LIMITED,
2. ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1 & 2,
v.
ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.
Δ. Δημητρώ (κα) για Α. Παπαντωνίου, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Γρηγορίου (κα) με Αλ. Μιχαήλ, για τους Εφεσίβλητους.
Δικαστήριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι διεκδίκησαν με αγωγή από τους Εφεσείοντες 1 και 2 και τρίτο νομικό πρόσωπο, ποσό ύψους Λ.Κ.32.296,57, πλέον τόκους, προς 12.25% ανά εξαμηνία.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, το πιο πάνω ποσό αποτελεί υπόλοιπο λογαριασμού, μέσω του οποίου οι Εφεσίβλητοι παρείχαν στον Εφεσείοντα 1 τραπεζικές διευκολύνσεις, δυνάμει αρχικής συμφωνίας, ημερ. 25.7.1996. Ο Εφεσείων 2 και το τρίτο νομικό πρόσωπο παρείχαν εγγυήσεις για την παραχώρηση των τραπεζικών διευκολύνσεων και για το σκοπό αυτό υπέγραψαν σχετικές συμφωνίες ημερ. 14.9.1998 και 6.12.1999 αντίστοιχα. Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι με επιστολές τους προς τους Εφεσείοντες τερμάτισαν τη λειτουργία του λογαριασμού και τους κάλεσαν να εξοφλήσουν το χρεωστικό υπόλοιπο. Μετά την άρνηση των Εφεσειόντων να εξοφλήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο, τους ενήγαγαν.
Οι Εφεσείοντες 1 και 2 αμφισβήτησαν την εγκυρότητα των συμφωνιών που δικογραφήθηκαν στην Έκθεση Απαίτησης και ισχυρίστηκαν ότι δεν υπήρξε νόμιμος τερματισμός και ότι το χρέος δεν κατέστη απαιτητό εναντίον τους. Ειδικά ο Εφεσείων 2, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε εγγυήθηκε νόμιμα τους Εφεσείοντες 1 και σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι υπέγραψε οποιοδήποτε έγγραφο εγγύησης, αυτό έγινε χωρίς νόμιμο αντάλλαγμα και χωρίς την ελεύθερη βούλησή του. Περαιτέρω οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι Εφεσίβλητοι τους προκάλεσαν ζημιές, με το να ακυρώσουν την ασφάλεια ζωής και τις προσωπικές κάρτες που είχε ο Εφεσείων 2, καθώς και με το να τερματίσουν παράνομα τον λογαριασμό των Εφεσειόντων 1, με αποτέλεσμα αυτοί να απωλέσουν έσοδα από τη διακοπή της εμπορικής εκμετάλλευσης του έργου SNAP που εκπονούσαν τότε για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ύψους τουλάχιστον Λ.Κ.100.000. Ενόψει των πιο πάνω, οι Εφεσείοντες 1 ανταπαιτούν εναντίον των Εφεσιβλήτων Λ.Κ.100.000 για αποζημίωση λόγω διακοπής του προγράμματος με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Εφεσείων 2 διεκδικεί:- (α) Λ.Κ.40.800 για τις ζημιές που υπέστη ως αποτέλεσμα της ακύρωσης της ασφάλειας ζωής που είχε και (β) Λ.Κ.40.000 για ζημιές που υπέστη όταν αναγκάστηκε να συνάψει δάνειο για να καλύψει τις οικονομικές υποχρεώσεις των Εφεσειόντων 1.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, συμφωνήθηκε και δηλώθηκε από τους δικηγόρους των διαδίκων, πως σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων και απόρριψης της υπεράσπισης των Εφεσειόντων, το οφειλόμενο προς τους Εφεσίβλητους ποσό, ανέρχεται στα €41.806,82 (Λ.Κ.24.468,40), με τόκο προς 9% ετησίως επί ποσού €34.838,90 (Λ.Κ.20.390,30) από 1.4.2004 μέχρι εξοφλήσεως.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, κατέθεσαν εκ μέρους των Εφεσιβλήτων πέντε μάρτυρες και εκ μέρους των Εφεσειόντων, πλην του Εφεσείοντα 2, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Διευθυντής των Εφεσειόντων 1, κατέθεσε και μία άλλη μάρτυρας, η Ροδούλα Σαββίδου (ΜΥ 2), η οποία ήταν συνεργάτιδα του Εφεσείοντα στην προώθηση του Ευρωπαϊκού προγράμματος SNAP.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε θετικά τους μάρτυρες των Εφεσιβλήτων, ενώ έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 και της μοναδικής μάρτυρος που κατάθεσε σε σχέση με την ανταπαίτηση. Στη συνέχεια, αφού προσδιόρισε και ανέλυσε τα επίδικα θέματα, εξέδωσε απόφαση υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων 1 και 2 και του τρίτου νομικού προσώπου, για τα πιο πάνω συμφωνηθέντα ποσά. Επίσης, απέρριψε την ανταπαίτηση των Εφεσειόντων 1 και 2 χωρίς καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Οι Εφεσείοντες με τους πιο κάτω έξι λόγους έφεσης αμφισβητούν την πρωτόδικη απόφαση. Συγκεκριμένα παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο:- (1) Εσφαλμένα απέρριψε την εισήγησή τους ότι υπάρχει ασάφεια στην Έκθεση Απαίτησης αναφορικά με τη συμφωνία που δικογραφείται και ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ της δικογραφημένης βάσης της απαίτησης των Εφεσιβλήτων και της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε και έγινε αποδεχτή από το δικαστήριο, (2) εσφαλμένα έκρινε ότι η εγγύηση του Εφεσείοντος 2 είναι δεσμευτική, έγκυρη και δόθηκε επ' ανταλλάγματι, (3) εσφαλμένα αγνόησε ότι ο τερματισμός του επίδικου λογαριασμού και της ειδοποίησης του εγγυητή-Εφεσείοντος 2, είναι καίριο σημείο για την έκβαση της υπόθεσης και προαπαιτείτο ώστε να νομιμοποιηθούν οι Εφεσείοντες να καταχωρήσουν αγωγή εναντίον των Εφεσειόντων 1 και 2, (4) εσφαλμένα δεν εξέδωσε απόφαση στην ανταπαίτηση, αναφορικά με την παράνομη ακύρωση της ασφάλειας ζωής του Εφεσείοντος 2, (5) εσφαλμένα δεν επιδίκασε αποζημίωση στον Εφεσείοντα 2 για τη ζημιά που υπέστη από το κλείσιμο του λογαριασμού του που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια ποσών που θα έπαιρνε από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα SNAP, και (6) απέτυχε να αξιολογήσει ορθά την παράνομη και οικονομικά καταστροφική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου τραπεζικού ιδρύματος έναντι του Εφεσείοντος 2.
Οι Εφεσίβλητοι κατά τρόπο διαδικαστικά ανορθόδοξο ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι, με βάση τον Κανονισμό 10(iv)[1] του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, το Εφετείο θα πρέπει να απορρίψει χωρίς να εξετάσει την ουσία του δεύτερου λόγου έφεσης, καθότι από το περίγραμμα των Εφεσειόντων δεν υπάρχει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία. Η ένσταση εγείρεται σε λάθος χρονικό σημείο. Ο Κανονισμός 10 αφορά κατά κύριο λόγο το στάδιο της προδικασίας και όχι το στάδιο της ακρόασης. Ανεξαρτήτως τούτου, ο Κανονισμός 10(iv) δίδει εξουσία στο Εφετείο να εξετάζει τους λόγους έφεσης προς ακριβή προσδιορισμό των θεμάτων που εγείρονται στο στάδιο της προδικασίας. Παρατηρούμε επίσης ότι γίνεται αναφορά σε υποπαράγραφο [1] του Κανονισμού 10(iv). Όμως τέτοια υποπαράγραφος δεν υπάρχει στους Κανονισμούς. Με δεδομένο ότι οι Εφεσείοντες στο περίγραμμα αγόρευσής τους αφιερώνουν περίπου μία σελίδα στο δεύτερο λόγο έφεσης, επαναλαμβάνοντας στην ουσία τα όσα προηγουμένως διατύπωσαν στην Ειδοποίηση Έφεσης, θα λέγαμε ότι η ένσταση των Εφεσιβλήτων είναι όχι μόνο εντελώς αβάσιμη, αλλά και προπετής και γι' αυτό την απορρίπτουμε χωρίς δισταγμό.
Πρώτος λόγος έφεσης
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε την εισήγησή τους ότι υπάρχει ασάφεια στην Έκθεση Απαίτησης ως προς τις επίδικες συμφωνίες για τραπεζικές διευκολύνσεις και περαιτέρω ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ της δικογραφημένης βάσης της απαίτησης των Εφεσιβλήτων και της μαρτυρίας που δόθηκε στο δικαστήριο. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι η μόνη συμφωνία που ευρίσκεται σε ισχύ ήταν αυτή που φέρει ημερομηνία 22.3.2001, η οποία όμως δεν δικογραφήθηκε. Στη συνέχεια, η δικηγόρος των Εφεσειόντων, στο περίγραμμά της, ξεφεύγει από τις συμφωνίες για το άνοιγμα και όριο του λογαριασμού και ασχολείται με τη συμφωνία εγγύησης και ότι οι εγγυητές δεν ειδοποιήθηκαν για τη νέα συμφωνία, θέματα τα οποία είναι άσχετα με την ισχύ της συμφωνίας για παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων, στα οποία αφορά ο πρώτος λόγος έφεσης.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Πρώτον, οι Εφεσείοντες φαίνεται να υποστηρίζουν ότι υπήρχε νέα συμφωνία ημερ. 22.3.2001 (Τεκμήριο 26), η οποία είχε καταργήσει όλες τις προηγούμενες. Όμως κάτι τέτοιο δεν προβλήθηκε στην Έκθεση Υπεράσπισής τους και αυστηρά ομιλούντες δεν θα έπρεπε ούτε πρωτοδίκως, ούτε κατ' έφεση να επιτραπεί εκτροχιασμός από τις δικογραφημένες θέσεις. Ανεξαρτήτως τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία, έκρινε πρώτον ότι ο Εφεσείων 2 «στην προσπάθεια του να πείσει για την ετσιθελική και καταστροφική συμπεριφορά της ενάγουσας προς αυτόν και κατεχόμενος από πικρία και θυμό ήταν υπερβολικός στις τοποθετήσεις του και περιέπεσε σε αντιφατικές δηλώσεις. Θέλοντας να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του, ερμήνευσε τα διάφορα τεκμήρια, κατά το δοκούν, αλλάζοντας όμως θέσεις, κατά τα διάφορα στάδια της μαρτυρίας.». Ως προς τη νέα συμφωνία, το πρωτόδικο δικαστήριο θεωρεί αλλοπρόσαλλες τις θέσεις του Εφεσείοντος 2 στον οποίο καταλογίζει ότι αναπροσάρμοζε τις θέσεις του κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης, κατά το δοκούν. Δεύτερο, το πρωτόδικο δικαστήριο στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, προχώρησε και εξέτασε την ουσία των ισχυρισμών του Εφεσείοντος 2. Όπως πολύ ορθά σημειώνει, ο Εφεσείων 2 αν και κατά τη δίκη αποδέχθηκε τα Τεκμήρια 2-11 (αρχικές συμφωνίες για τις τραπεζικές διευκολύνσεις και παραχώρηση και αύξηση ορίου), εντούτοις δεν δίστασε στη συνέχεια να τις αμφισβητήσει και να υποβάλει μέσω του δικηγόρου του, την εισήγηση περί διάστασης της δικογαφημένης βάσης της απαίτησης και της μαρτυρίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα και αποφάνθηκε ότι:-
«.. δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης των συμφωνιών, αλλά ούτε και ασάφειας. Η μαρτυρία ήταν ξεκάθαρη, λεπτομερής και διαφωτιστική. Τα τεκμήρια 4 και 9 καταρτίζοντο μετά από αιτήσεις της Εναγομένης 1 για αυξομειώσεις του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού που ανοίχθηκε βάσει του τεκμηρίου 4. Μετά την υπογραφή του τεκμηρίου 9, ο τρεχούμενος λογαριασμός συνέχισε να λειτουργεί με τον ίδιο αριθμό. Από το Τεκ. 1 καταδεικνύεται ότι αφορούσε τον ίδιο λογαριασμό αφού αναγράφεται σ' αυτό τόσο ο παλαιός, όσον και ο νέος αριθμός, δηλαδή "Μ.Ι.Τ. GLOBAL SOLUTIONS LTD, old a/c 120-11-000538 - new a/c 024-11-004230".
Το τεκμήριο 26, το οποίο κατατέθηκε από τον Εναγόμενο 2 (Μ.Υ.1) και το οποίο ισχυρίζεται ότι απεκρύβη από τους Ενάγοντες, αποτελεί έγκριση αιτήματος της Εναγόμενης 1 για αύξηση του ορίου τρεχούμενου λογαριασμού. Του υφιστάμενου τρεχούμενου και με τις ίδιες εξασφαλίσεις.
Συνεχίζοντας την εισήγηση του, για το ίδιο θέμα, ο συνήγορος των Εναγομένων 1 και 2 εισηγείται πως η συμφωνία αυτή η οποία απεκρύβη, δεν τερματίστηκε ποτέ. Επικαλείται δε προς τούτο την παράγραφο 8 της Έκθεσης Απαίτησης. Συνεπώς, καταλήγει η εισήγηση, η συμφωνία εξακολουθεί να ισχύει και η αγωγή πρέπει να απορριφθεί.
Πέραν του γεγονότος πως ισχυρισμοί για ύπαρξη νέας συμφωνίας, η οποία να διέπει τις σχέσεις των διαδίκων και η οποία δεν τερματίστηκε, δεν δικογραφείται στην Έκθεση Υπεράσπισης, σημειώνεται περαιτέρω πως: Με την παράγραφο 8 της Έκθεσης Απαίτησης γίνεται αναφορά σε τερματισμό του επίδικου λογαριασμού της Εναγόμενης 1 και με την Έκθεση Υπεράσπισης γίνεται παραδοχή του τερματισμού ο οποίος όμως χαρακτηρίζεται παράνομος.»
Έχουμε και εμείς ελέγξει τα διάφορα έγγραφα και ιδιαίτερα το Τεκμήριο 26 και συμφωνούμε απόλυτα με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Πέραν τούτου, το δικαστήριο όπως διαφαίνεται από το απόσπασμα πιο πάνω, καθόλου δεν αγνόησε την εισήγηση των Εφεσειόντων περί ασάφειας και διάστασης, αλλά αντίθετα ασχολήθηκε εκτεταμένα με το θέμα, ενώ όπως υποδείξαμε, αυστηρά ομιλούντες, δεν θα έπρεπε λόγω της μη δικογράφησης του ισχυρισμού στην Έκθεση Υπεράσπισης.
Δεύτερος λόγος έφεσης
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εγγύηση του Εφεσίβλητου 2 είναι δεσμευτική, έγκυρη και ότι συνοδευόταν με το αναγκαίο αντάλλαγμα. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι:- (α) Οι όροι της αρχικής συμφωνίας τροποποιήθηκαν χωρίς τη συγκατάθεση του Εφεσείοντος 2, (β) ότι με την αύξηση του ορίου των Εφεσειόντων 1 από £15.000 σε £40.000 με τη συμφωνία ημερ. 6.12.1999, χωρίς τη συγκατάθεση του Εφεσείοντος 2, η προγενέστερη εγγύηση ημερ. 14.9.1998 έπαυσε να ισχύει, (γ) διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εγγύηση του Εφεσείοντος 2 που φαίνεται στο Τεκμήριο 13, αφορούσε σε εγγύηση προγενέστερης συμφωνίας των Εφεσειόντων 1 και της Τράπεζας και ότι δεν είχε οποιαδήποτε ισχύ αφού η συμφωνία η οποία ίσχυε κατά το χρόνο τερματισμού ήταν αυτή του Τεκμηρίου 26, η οποία ουδέποτε τερματίστηκε.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Δεν προτιθέμεθα να ασχοληθούμε εκ νέου με το Τεκμήριο 26 για το οποίο έχουμε ήδη αποφανθεί, ότι με κανένα τρόπο δεν υποκαθιστά το Τεκμήριο 9. Ως προς τα υπόλοιπα παράπονα, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά σχολίασε τον αόριστο τρόπο που ο Εφεσείοντας 2 δικογράφησε τις θέσεις του. Αρχικά ο Εφεσείοντας 2 ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε εγγυήθηκε τους Εφεσείοντες 1. Όμως, αν παρουσιαζόταν οποιοδήποτε έγγραφο που έφερε την υπογραφή του, αυτό, όπως ισχυρίστηκε, δεν συνοδευόταν από νόμιμο αντάλλαγμα και έγινε χωρίς την ελεύθερη βούλησή του. Όμως, δεν δικογραφεί τις πράξεις και ενέργειες των Εφεσιβλήτων που ενδεχομένως να επηρεάσουν την ελεύθερη βούλησή του. Κατά την άποψή μας, και αυτή η προσπάθεια αμφισβήτησης της νομιμότητας της εγγύησης εντάσσεται στην ήδη επισημανθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο προσπάθεια του Εφεσείοντος 2 «να ερμηνεύει τα διάφορα έγγραφα κατά το δοκούν, αλλάζοντας όμως θέσεις κατά τα διάφορα στάδια μαρτυρίας».
Εν πάση περιπτώσει, έχουμε εξετάσει την ουσία των παραπόνων του Εφεσείοντος 2 και έχουμε καταλήξει ότι αυτά δεν ευσταθούν. Επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα και έδωσε ορθές και πειστικές κατά την κρίση μας απαντήσεις στις διάφορες εισηγήσεις του Εφεσείοντος 2 που διατυπώθηκαν και πρωτοδίκως, περιοριζόμαστε στο να υιοθετήσουμε την ανάλυση του πρωτόδικου δικαστηρίου, εφόσον αισθανόμαστε ότι δεν θα προσθέταμε στη συζήτηση με το να επαναλάβουμε τις ίδιες απαντήσεις με διαφορετικό λεκτικό. Παραθέτουμε, λοιπόν, αυτούσιο, το σχετικό σκεπτικό το οποίο και υιοθετούμε:-
«Αυτό όμως που ενέχει σημασία είναι πως ο Εναγόμενος 2 με την μαρτυρία του αποδέχθηκε την υπογραφή του εγγυητηρίου Τεκμήριο 13, που εδόθη για απεριόριστο ποσό. Η δέσμευση αυτή προσφέρθηκε με την επιστολή Τεκμήριο 11 αφού με αυτό τον τρόπο και την προσφορά, αποδεσμευόταν η προσωπική εγγύηση της συζύγου του Εναγομένου 2. Συνεπώς, οι ανωτέρω θέσεις, ουδόλως προωθήθηκαν με τη μαρτυρία.
Προβάλλεται η εισήγηση με την αγόρευση του συνηγόρου των Εναγομένων 1 και 2 πως με την νέα συμφωνία ημερ. 6.12.1999 και την αύξηση του ορίου που εδόθη στην Εναγόμενη 1 από ΛΚ15.000 σε ΛΚ40.000 χωρίς ειδοποίηση - όπως ισχυρίζονται - και χωρίς νέα εγγύηση εκ μέρους του Εναγομένου 2, τότε, η προγενέστερη του εγγύηση έπαυσε να ισχύει. Η εισήγηση και απάντηση της συνηγόρου της Ενάγουσας είναι πως το Τεκμήριο 14 με το οποίο ζητήθηκε αύξηση του ορίου μιλά από μόνο του και φαίνεται πως η γνώση του Εναγόμενου 2 είναι αυταπόδεικτη. Πράγματι: το Τεκμήριο 14 αποτελεί επιστολή της Εναγόμενης 1 προς την Ενάγουσα για αύξηση του ορίου. Αυτή υπογράφεται από τον Εναγόμενο 2 υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Εναγομένης 1. Η παράγραφος 4 του Τεκμηρίου 14 καταγράφει:
«Όλα τα έγγραφα που θα πρέπει να υπογραφούν από την εταιρεία σχετικά με την παροχή των διευκολύνσεων και των εξασφαλίσεων όπως περιγράφονται πιο πάνω, θα υπογραφούν και/ή υπογράφονται από Θεοδώρου Χρίστος.»
Περαιτέρω ο Εναγόμενος 2 επιβεβαιώνει την γνώση του μέσα από την ίδια του την μαρτυρία (Γραπτή Δήλωση Ένδειξη Ε παρ. 7, και 8). Παρατίθεται αυτολεξεί το κείμενο των πιο πάνω παραγράφων.
«7. Μετά τις αλλαγές οι οποίες έγιναν στην μετοχική σύνθεση της Εναγομένης 1 τις οποίες ανέφερα πιο πάνω η Εναγόμενη 1 με επιστολή της ημερομ. 30-11-1999 προς την Ενάγουσα (Τεκμήριο 14) γνωστοποίησε την πρόθεση της να ζητήσει από την Εναγόμενη (Εννοεί την ενάγουσα) νέες διευκολύνσεις ύψους ΛΚ44.000 και πρότεινε τον τρόπο εξασφάλισης τους (παράγραφος 3 Τεκμήριο 14).
8. Η Εναγομένη 1 ανέφερε ρητά στην ως άνω επιστολή της ότι (παράγραφος 4 Τεκμήριο 14) όλα τα έγγραφα θα υπογράφοντο από εμένα για λογαριασμό της Εναγομένης 1.»
Επισημαίνεται περαιτέρω το γεγονός πως ο Εναγόμενος 2 με την παραχωρηθείσα εγγύηση του, Τεκμήριο 13, κάλυπτε τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 για απεριόριστο αφενός ποσό και για μελλοντικές υποχρεώσεις αφετέρου. Συνεπώς, ενόψει και του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι εγνώριζε τις νέες διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν και που αφορούσαν αύξηση του ορίου αυτός δεσμευόταν από το Τεκμήριο 13. Με την απόφαση Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου Πολ. Έφεση 346/06 ημερ. 10.7.09 επικυρώθηκε πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι η εγγύηση που εδόθη το 1991 ήταν συνεχής και κάλυπτε την επανέγκριση και αύξηση του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού που δόθηκε το 2000. Εξαρτάται η ερμηνεία του κάθε εγγράφου εγγύησης από τις περιβάλλουσες, σε κάθε υπόθεση περιστάσεις. Συνεπώς κατάληξη είναι, δεδομένων όσων έχουν ανωτέρω αναφερθεί, πως η εγγύηση του Εναγομένου 2 είναι δεσμευτική, έγκυρη και εδόθη επ' ανταλλάγματι.»
Τρίτος λόγος έφεσης
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι ο τερματισμός του επίδικου λογαριασμού και της ειδοποίησης του εγγυητή - Εφεσείοντος 2, ήταν καίριο θέμα για την έκβαση της υπόθεσης και ότι προαπαιτείτο ώστε να καταστεί το χρέος απαιτητό και για να νομιμοποιηθούν οι Εφεσίβλητοι στην καταχώρηση της αγωγής τους. Εκείνο που στην ουσία αμφισβητούν οι Εφεσείοντες, είναι ότι η επιστολή τερματισμού τόσο του λογαριασμού, όσο και της εγγύησης, ουδέποτε τους κοινοποιήθηκαν και ότι, εν πάση περιπτώσει, ουδέποτε παραλήφθηκαν, ιδιαίτερα από τον Εφεσείοντα 2, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ειδοποίησε την υπεύθυνη λογαριασμού ότι η αλληλογραφία θα έπρεπε να αποστέλλεται στην ταχυδρομική του θυρίδα και όχι στην οδό Αλκιβιάδους 11.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Αν το παράπονο, όπως είναι διατυπωμένος ο λόγος έφεσης, είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα των νομικών επιπτώσεων του τερματισμού του λογαριασμού και της εγγύησης, ο λόγος έφεσης σίγουρα δεν έχει βάση, αφού από την πρωτόδικη απόφαση φαίνεται καθαρά ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αφιερώνει ολόκληρη την τέταρτη ενότητα της απόφασης (σελ. 20-27) στο θέμα του τερματισμού. Ανεξάρτητα τούτου, ο λόγος έφεσης στο βαθμό που εξαρτάται από τη μαρτυρία του Εφεσείοντος 2 (αίτημα για αλλαγή της διεύθυνσης αλληλογραφίας) και πάλιν καταρρέει, εφόσον ο Εφεσείων 2 κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο αναξιόπιστος και επομένως τίποτε δεν μπορεί να οικοδομηθεί επί αναξιόπιστης μαρτυρίας. Έχουμε μελετήσει το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου στη βάση του οποίου κατέληξε ότι αποδείχθηκε ο τερματισμός, τόσο του λογαριασμού, όσο και της εγγύησης. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα, γι' αυτό και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους:-
«Για να καταστεί ένα ποσό απαιτητόν και να είναι δυνατή η διεκδίκηση του θα πρέπει να προηγηθεί τερματισμός της σχετικής συμφωνίας ή λογαριασμού (Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1466). Η προϋπόθεση όμως αυτή δεν είναι ασύνδετη με τους όρους της συμφωνίας που διέπουν τις μεταξύ των μερών σχέσεις. Σχετικός επί του θέματος είναι ο όρος 3 του Τεκμηρίου 9 ο οποίος προνοεί πως:
"H Τράπεζα δικαιούται οποτεδήποτε θελήσει και χωρίς προειδοποίηση προς τον πελάτη, να τερματίζει τη λειτουργία οποιουδήποτε λογαριασμού και/ή να καταστήσει απαιτητό ή απαιτητά οποιοδήποτε δάνειο/α και/ή πίστωση και/ή άλλες Τραπεζικές ή πιστωτικές διευκολύνσεις που γίνονται ή που θα γίνουν προς τον πελάτη και να ζητήσει αμέσως από τον πελάτη την πληρωμή όλων των ποσών, τα οποία ο πελάτης οφείλει στην Τράπεζα, συμπεριλαμβανομένου κεφαλαίου, τόκου, προμήθειας και οποιουδήποτε άλλου ποσού που οφείλεται σε σχέση προς οποιαδήποτε έξοδα, χρεώσεις και δαπάνες."
Είναι η θέση και εισήγηση του κ. Παπαντωνίου πως στην κρινόμενη περίπτωση δεν έγινε τερματισμός.
Υπενθυμίζεται ότι: στην Έκθεση Υπεράσπισης γίνεται αναφορά σε παράνομο τερματισμό. Επομένως αποδέχονται τερματισμό τον οποίο χαρακτηρίζουν παράνομο. Περαιτέρω με δήλωση των συνηγόρων στις 17.11.09 έγινε η εξής παραδοχή από τον συνήγορο των εναγομένων 1 και 2: "Οι Εναγόμενοι 1 και 2 παραδέχονται ότι οι ενάγοντες απέστειλαν προς την Εναγόμενη 1, ταχυδρομικώς την επιστολή τερματισμού ημερ. 18.10.02, την οποία καταθέτουμε εκ συμφώνου». Κατατέθηκε δε η εν λόγω επιστολή ως Τεκμήριο 18.
Είναι πασιφανές και πρόδηλο από τα ανωτέρω ότι ο τερματισμός του επίδικου λογαριασμού είναι αποδεκτός και αποδεδειγμένος. Δεν υπήρχε ανάγκη τερματισμού μιας έκαστης συμφωνίας που αυξομείωνε το όριο του λογαριασμού, αλλά ο τερματισμός του λογαριασμού, που λειτουργούσε ως αποτέλεσμα των συμφωνιών που τον δημιούργησαν.
Στην περίπτωση τρεχούμενου λογαριασμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων ο τερματισμός του λογαριασμού συνιστά πράξη προσδιοριστική του χρέους και συναφώς των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (Lombard (ανωτέρω)). Επομένως ο τερματισμός του και ο καθορισμός του ποσού αποτελούν πράξη προσδιοριστική του ποσού το οποίο καθίσταται απαιτητό.
Το γεγονός ότι στην επιστολή Τεκμήριο 18, δεν αναγράφεται η λέξη «τερματισμός» αλλά ακύρωση του λογαριασμού, δεν αλλοιώνει τα γεγονότα. Τι άλλο σημαίνει η ακύρωση λειτουργίας λογαριασμού από την παύση του; Εξάλλου ρητά και ξεκάθαρα υπογραμμίζεται στο εν λόγω τεκμήριο ότι «τα όρια του πιο πάνω λογαριασμού έχουν ακυρωθεί και έχουμε σταματήσει τη λειτουργία του και σύμφωνα με τους όρους παραχώρησης, σας ζητούμε την πληρωμή του οφειλόμενου υπολοίπου .».
Οι Ενάγοντες ρητά με την επιστολή αυτή εξέφρασαν την πρόθεση τους για παύση της μεταξύ τους συνεργασίας.
...............................
Έχοντας αποδεχθεί την μαρτυρία του ΜΕ2 και ΜΕ4 οι οποίοι περιέγραψαν την διαδικασία αποστολής των Τεκμηρίων 18,19 και 20 οι οποίες είναι επιστολές τις οποίες απέστειλαν με σύνηθες ταχυδρομείο και οι οποίες δεν επιστράφηκαν κρίνεται πως έχει αποδειχθεί ο τερματισμός του λογαριασμού σε σχέση τουλάχιστον με τις Εναγόμενες 1 και 3.
...............................
Ο Εναγόμενος 2 όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, αμφισβήτησε τη λήψη της επιστολής Τεκμήριο 19. Για το θέμα τούτο γίνεται σχολιασμός και αναφορά αμέσως πιο κάτω. Όπως ανωτέρω λέχθηκε για τη διαδικασία αποστολής των επιστολών μίλησαν οι ΜΕ2 και ΜΕ4 οι οποίοι εξήγησαν με λεπτομέρεια την ακολουθητέα διαδικασία. Η αποστολή της επιστολής τερματισμού Τεκμήριο 19 αλλά και η αποστολή των επιστολών (Τεκμήρια 23 α, β, γ) που έγινε πριν καταχωρηθεί η αγωγή, την οποία εξήγησε με λεπτομέρεια η ΜΕ3 κα Χάρις Αγαπίου δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των Εναγόντων είναι αποδεδειγμένη. Οι επιστολές στάληκαν με το ταχυδρομείο και δεν επιστράφηκαν πίσω. Η θέση του Εναγομένου 2 είναι πως δεν έλαβε την επιστολή γιατί αυτή στάληκε σε διεύθυνση στην οποία δεν διέμενε κατά τον ουσιώδη χρόνο δηλαδή τον Οκτώβριο του 2002. Στάληκε στην οδό Αλκιβιάδους 11.
Η θέση αυτή και σχετικοί ισχυρισμοί του Εναγόμενου 2 απορρίπτονται για τους πιο κάτω λόγους.
(α) Σύμφωνα με τον όρο 14 του Τεκμηρίου 13 «Η γραπτή απαίτηση πληρωμής θα θεωρείται ότι έγινε κατάλληλα αν υποβληθεί με επιστολή μέσω συνήθους ταχυδρομείου στη διεύθυνση μου που φαίνεται πιο κάτω και θα είναι ισχυρή παρά την τυχόν αλλαγή της διεύθυνσης μου και έστω και αν η αλλαγή κοινοποιηθεί σε εσάς». Όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 13, τελευταία σελίδα, η διεύθυνση του Εναγομένου 2 που αναγράφηκε ήταν η διεύθυνση που αναγράφεται και στο Τεκμήριο 13 δηλαδή η οδός Αλκιβιάδους 11.
(β) Η θέση του Εναγόμενου 2 ότι δεν διέμενε στην ανωτέρω διεύθυνση στην Αλκιβιάδους 11 τον ουσιώδη χρόνο τερματισμού της συμφωνίας δηλαδή το 2002 έρχεται σε πλήρη αντίθεση με άλλη ένορκη του κατάθεση την οποία έδωσε στα πλαίσια μαρτυρίας του κατά την εκδίκαση άλλης αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Όπως καταδεικνύεται από το Τεκμήριο 25 το οποίο αποτελεί απόσπασμα πρακτικών κατά την εκδίκαση της αγωγής 5412/04 ο Εναγόμενος 2 επέμενε ότι η οδός Αλκιβιάδη 11 ήταν η οικία στην οποία διέμενε από το 1986 και αποχώρησε το 2004. Σε εκείνη μάλιστα την διαδικασία προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν είχε κανένα λόγο να ζητήσει να αποστέλλεται η προσωπική του αλληλογραφία σε ταχυδρομικό κιβώτιο αντί στην Αλκιβιάδους 11.
(γ) Ο Εναγόμενος 2 είχε στην κατοχή του έγγραφα όπως το Τεκμήριο 26 το οποίο ενώ απευθυνόταν στην Εναγομένη 1 είχε σταλεί στην διεύθυνση Αλκιβιάδους 11. Η ημερομηνία του εν λόγω εγγράφου ήταν 22.3.2001. Εάν η θέση του Εναγόμενου 2 ήταν ότι πριν το τέλος του 2000 δεν ίσχυε η διεύθυνση Αλκιβιάδους 11 τότε πως είχε στην κατοχή του το ανωτέρω Τεκμήριο το οποίο είχε αποσταλεί σε εκείνη την διεύθυνση.
(δ) Η θέση του Εναγόμενου 2 πως ενημέρωσε και κοινοποίησε προς την υπάλληλο της ενάγουσας Μ. Χαραλάμπους, προς το τέλος του 2000, ότι δεν ισχύει η διεύθυνση του Αλκιβιάδους 11, προβλήθηκε για πρώτη φορά στη μαρτυρία του. Δεν υποβλήθηκε σε κανένα από τους μάρτυρες της ενάγουσας, ώστε να δυνηθούν να απαντήσουν επί του θέματος τούτου (Μοσχάτου ν. Μοσχάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 785). Εκείνο που είχε υποβληθεί στον Μ.Ε.2 μόνο, ήταν πως ο Εναγόμενος 1 ενημέρωσε υπαλλήλους της Τράπεζας χωρίς ποτέ να συγκεκριμενοποιήσει τη θέση αυτή με αναφορά σε όνομα. Δεν αναμενόταν η ενάγουσα τράπεζα να παρουσιάσει ως μάρτυρες όλους τους υπαλλήλους που δούλευαν ή που απασχολούνταν στο κατάστημα στο οποίο διατηρούσε λογαριασμό ο Εναγόμενος 2.
Κρίνεται συναφώς ότι οι Ενάγοντες έχουν αποδείξει και αυτό το επίδικο θέμα και δικαιούνται σε έκδοση υπέρ τους απόφασης.»
Τέταρτος λόγος έφεσης
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης διατυπώνεται παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέδωσε απόφαση στην Ανταπαίτηση των Εφεσειόντων 2 αναφορικά με την ακύρωση της ασφάλειας ζωής του στη Laiki Cyprialife. Ο Εφεσείων 2 θεωρεί την ενέργεια των Εφεσιβλήτων αντισυμβατική και αυθαίρετη.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Τα όσα επιχειρήματα διατυπώνει ο Εφεσείων 2 στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του, είναι επιχειρήματα που πρόβαλε πρωτοδίκως και απορρίφθηκαν, χωρίς όμως ο ίδιος να αποδέχεται την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Μελετώντας τα όσα τέθηκα ενώπιον μας, κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί το παράπονο του Εφεσείοντος 2 ότι διέλαθε της προσοχής του δικαστηρίου οτιδήποτε το ουσιαστικό, αφού σχεδόν όλα τα επιχειρήματα απαντώνται στο σχετικό μέρος της απόφασης, στην οποία παραπέμπουμε (βλ. σελ. 33-36). Κατά την κρίση μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντος 2 ότι η ακύρωση της ασφάλειας ζωής ήταν πράξη αντισυμβατική και αυθαίρετη. Από τη στιγμή που ο Εφεσείων 2 με τη Συμφωνία, Τεκμήριο 33, εκχώρησε προς όφελος των Εφεσιβλήτων την ασφάλεια ζωής για «μερική και/ή παράλληλη εξασφάλιση των υποχρεώσεων που είχε ο χρεώστης είτε ως πρωτοφειλέτης είτε ως εγγυητής», δεν βλέπουμε πώς μπορεί να ευσταθήσει το παράπονό του για αντισυμβατική και αυθαίρετη συμπεριφορά εκ μέρους των Εφεσιβλήτων. Όπως ορθά υποδεικνύει το πρωτόδικο δικαστήριο, τα Τεκμήρια 35 και 50 απαντούν στα όσα αφορούν στην πληρωμή των δόσεων του προσωπικού δανείου και ότι υπήρχε υπέρβαση στο λογαριασμό του Εφεσείοντος 2.
Ο Εφεσείων 2 παραπονείται επίσης ότι η εξαγορά του ασφαλιστικού συμβολαίου έγινε ένα ολόκληρο χρόνο πριν τον τερματισμό του επίδικου λογαριασμού. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί, αφού όπως ορθά υποδεικνύει το πρωτόδικο δικαστήριο, το Τεκμήριο 70 καταδεικνύει ότι η εξαγορά έγινε μετά τον τερματισμό του επίδικου λογαριασμού και όχι παράνομα όπως ισχυρίζεται ο Εφεσείων 2.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά υποδεικνύει επίσης ότι οι αξιώσεις του Εφεσείοντος 2 για αποζημιώσεις αντιμάχονται η μια την άλλη, αφού ακόμα και αν ευσταθούσαν, δεν είναι δυνατό με τη βασική απαίτηση να επιδιώκεται απόδοση του ασφαλισμένου ποσού και ταυτόχρονα επιστροφή και των καταβληθέντων ασφαλίστρων.
Ο Εφεσείων 2 στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης παραπονείται επίσης για τον τρόπο αξιολόγησης της μάρτυρος που κατέθεσε για λογαριασμό των Εφεσειόντων. Όμως το συγκεκριμένο παράπονο δεν μπορεί να εξεταστεί, εφόσον δεν τίθεται ως αυτοτελής λόγος έφεσης.
Τέλος, ο Εφεσείων 2, στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης, εγείρει και πληθώρα άλλων ζητημάτων τα οποία εκφεύγουν του υπό συζήτηση λόγου έφεσης. Αν ο Εφεσείων ήθελε να εγείρει όλα αυτά τα ζητήματα όφειλε να τα είχε εγείρει με αυτοτελείς λόγους έφεσης. Κάτω από ένα γενικό λόγο έφεσης δεν μπορεί να εγείρονται διαφορετικά και ασύνδετα μεταξύ τους ζητήματα, εφόσον δεν είναι ευχερές για το εφετείο να εστιάσει την προσοχή του στην ουσία του παραπόνου.
Πέμπτος λόγος έφεσης
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων 2 αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ανταξίωσή του για τη ζημιά που υπέστη από το μπλοκάρισμα του λογαριασμού του, την ακύρωση των καρτών του, την απώλεια ποσών που ανέμενε να κερδίσει από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα SNAP και την ανάκτηση ποσού £40.000 που αντιπροσωπεύει δάνειο που συνήψε για να καλύψει τις υποχρεώσεις του έναντι του προγράμματος SNAP της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προβάλλει τη θέση ότι ο ίδιος προσκόμισε ικανοποιητική μαρτυρία προς απόδειξη της ανταπαίτησης του και ότι αυτή κακώς απορρίφθηκε.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Κατ' αρχάς ο Εφεσείων 2 επικαλείται τη μαρτυρία της Μ.Υ.2 ως ενισχυτική της μαρτυρίας του σε διάφορα σημεία, ενώ η μαρτυρία τόσο της ίδιας όσο και του Εφεσείοντος, κρίθηκε αναξιόπιστη. Όμως δεν υπάρχει λόγος έφεσης επί των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων και επομένως η μαρτυρία τους ούτως ή άλλως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Πέραν τούτου, η βάση της ανταπαίτησης του Εφεσείοντος 2 πάσχει, αφού ο τρόπος που δικογραφήθηκαν τα διάφορα θέματα είναι προβληματικός. Με την ανταπαίτηση καταλογίζεται στους Εφεσείοντες αμέλεια, καθώς και δόλος. Στις λεπτομέρειες αναμιγνύονται οι ισχυρισμοί για αμέλεια με τους ισχυρισμούς για δόλο, κάτι που είναι δικονομικά εντελώς ανορθόδοξο. Πέραν τούτου, από τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 10(1)-(στ) ως λεπτομέρειες αμέλειας και/ή δόλου, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος ποια είναι η αμελής πράξη και ποια η δόλια συμπεριφορά. Για παράδειγμα, προβάλλεται ισχυρισμός για εχθρική και άλλη ενέργεια εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται οι πράξεις ή οι ενέργειες, ενώ αγνοούνται όλα τα έγγραφα που υπογράφτηκαν μεταξύ τους. Επίσης, γίνεται αναφορά σε κακοδιαχείριση των λογαριασμών των Εφεσειόντων και πάλιν χωρίς να δίδονται λεπτομέρειες. Προβάλλεται περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι οι Εφεσίβλητοι διαβεβαίωσαν τον Εφεσείοντα 2 ότι ουδέποτε θα στρέφονταν εναντίον του ως εγγυητή, αλλά θα στρέφονταν μόνο εναντίον των Εναγομένων 3 που είχαν αγοράσει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών των Εφεσειόντων 1. Και σε αυτή την περίπτωση δεν δίδονται, σύμφωνα με τους ορθούς δικογραφικούς κανόνες, λεπτομέρειες ποιος έδωσε αυτές τις διαβεβαιώσεις και πότε. Πρόκειται για συνονθύλευμα γενικών και αόριστων ισχυρισμών, οι περισσότεροι των οποίων δεν έχουν την υφή ούτε της αμέλειας, ούτε του δόλου.
Όμως ακόμα και αν δεν υπήρχαν τα πιο πάνω δικογραφικά κωλύματα, οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων δεν ευσταθούν και ορθά απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο. Πρωτίστως με το Έγγραφο, Τεκμήριο 49, το οποίο υπέγραψε ο Εφεσείων 2, παραχωρείται αμετακλήτως στους Εφεσίβλητους το δικαίωμα συμψηφισμού οποιωνδήποτε καταθέσεων του Εφεσείοντος 2 στο λογαριασμό 120-31-00303, καθώς και δικαίωμα για όσο χρόνο εκκρεμούν οι υποχρεώσεις των Εφεσειόντων 1, οι Εφεσίβλητοι να μην επιτρέπουν να γίνονται αναλήψεις από τον πιο πάνω λογαριασμό του Εφεσείοντος 2. Με βάση τον όρο (β) του Τεκμηρίου 49 οι Εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα να ενεργήσουν ως ανωτέρω, χωρίς να ζητήσουν ή να εξασφαλίσουν προηγουμένως την έγκριση ή τη συγκατάθεση του Εφεσείοντος 2, ο οποίος ρητά αποκήρυξε τέτοιο δικαίωμα. Επομένως το βασικό του παράπονο δεν ευσταθεί. Περαιτέρω, τα τρία κονδύλια που ζητά με την ανταπαίτηση του ο Εφεσείων 2 αποτελούν ειδικές ζημιές οι οποίες θα έπρεπε να αποδειχθούν ειδικά, πράγμα που δεν έγινε. Ως προς τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος 2, αυτοί κατά την άποψή μας απαντώνται ικανοποιητικά και με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση (σελίδες 27-39) και θεωρούμε αχρείαστο να επαναλάβουμε τα σχετικά αποσπάσματα.
Έκτος λόγος έφεσης
Με τον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων 2 παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τους ισχυρισμούς του, ότι οι Εφεσίβλητοι επέδειξαν παράνομη και οικονομικά καταστροφική συμπεριφορά έναντί του.
Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης είναι εντελώς αβάσιμος. Οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί περί οικονομικά καταστροφικής συμπεριφοράς εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, αποτελούν μια γενικής φύσεως θέση η οποία όχι μόνο δεν δικογραφείται συγκεκριμένα αλλά ούτε και αξιώνεται οποιοδήποτε ποσό για ζημιά που ενδεχομένως να προήλθε ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συμπεριφοράς. Θεωρούμε ότι οι τρεις αξιώσεις στην ανταξίωση οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στο λόγο έφεσης 5, είναι ασύνδετες με τον παρόντα λόγο έφεσης, εφόσον εκείνες ήταν κατά τον ισχυρισμό του Εφεσείοντος 2 απόρροια αμέλειας και/ή δόλου.
Επομένως, ως εκ της μη δικογράφησης στην ανταπαίτηση της ζημιάς που ενδεχομένως να προήλθε ως αποτέλεσμα της κατ' ισχυρισμόν καταστροφικής συμπεριφοράς που επέδειξαν οι Εφεσίβλητοι στο πρόσωπο του Εφεσείοντος 2, το πρωτόδικο δικαστήριο καταχρηστικά δεν θα έπρεπε να ασχοληθεί με το θέμα. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα το πρωτόδικο δικαστήριο καταγράφει σε απάντηση των ισχυρισμών του Εφεσείοντος 2, θα ήταν ορθά σε περίπτωση που δεν υπήρχε το πιο πάνω δικονομικό κώλυμα.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται και επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων 1 και 2 έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.