ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A744
(2015) 1 ΑΑΔ 2336
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε21/2013)
11 Νοεμβρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
FEDERAL BANK OF LEBANON (SAL),
Εφεσείουσα/Ενάγουσα/Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΝΙΚΟΣ Κ. ΣΙΑΚΟΛΑΣ,
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος/Καθ΄ου η Αίτηση.
----------
Κ. Μιχαηλίδης με Μ. Κατσελλή (κα), για την Εφεσείουσα.
Χρ. Φρακάλας με Λ. Παπακωνσταντίνου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι δικαστικές διαδικασίες που αφορούν στην υπό κρίση υπόθεση ανάγονται στο έτος 1986, οπόταν καταχωρήθηκε η αγωγή 747/1986. Μετά από μακροχρόνια δικαστική διαμάχη, το Εφετείο στις 18.7.2011, αφού έκανε αποδεκτή έφεση που ασκήθηκε εναντίον της πρωτόδικης τελικής απόφασης, διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Η διαδικασία, όμως, δεν έμελλε να προχωρήσει απρόσκοπτα. Στις 28.11.2011 ο εναγόμενος-εφεσίβλητος προέβη σε αίτηση για τροποποίηση της υπεράσπισής του. Το Δικαστήριο στις 7.8.2012 αποφάσισε, μετά από ακρόαση, να επιτρέψει την τροποποίηση, διατάσσοντας όπως η τροποποιημένη υπεράσπιση καταχωρηθεί μέχρι τις 5.9.2012. Ο εφεσίβλητος δε συμμορφώθηκε και στις 11.9.2012, μετά την εκπνοή του χρόνου που προέβλεπε το διάταγμα του Δικαστηρίου, αιτήθηκε και πέτυχε, με μονομερή αίτηση, παράταση χρόνου για καταχώρηση τροποποιημένης υπεράσπισης εντός περαιτέρω πέντε ημερών. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε τροποποιημένη υπεράσπιση στις 13.9.2012 και στις 19.9.2012 οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζητούσαν διάταγμα το οποίο να ακυρώνει και/ή να παραμερίζει την τροποποιημένη υπεράσπιση για το λόγο ότι ο εφεσίβλητος την καταχώρησε αντικανονικά στις 13.9.2912, αντί μέχρι την 5.9.2012 που προέβλεπε η διαταγή του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, αφού έκρινε ότι η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.25 θ.2 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ήταν, λόγω της νέας Δ.64 που εισήχθη το 1995, παρατυπία η οποία μπορούσε να θεραπευθεί κατόπιν διαβήματος του εφεσιβλήτου και η οποία όντως θεραπεύθηκε με την αίτηση και λήψη μονομερώς διατάγματος παράτασης του χρόνου καταχώρησης της τροποποιημένης υπεράσπισης.
Με την υπό κρίση έφεση αμφισβητείται η πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης: (α) H απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.25 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και η μη εμπρόθεσμη καταχώρηση της τροποποιημένης υπεράσπισης εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας, συνιστά παρατυπία που θα μπορούσε να θεραπευθεί, είναι εσφαλμένη και προϊόν πλάνης ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της Δ.25 θ.2 και της Δ.64. (β) Tο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η ακυρότητα σε σχέση με το χρόνο καταχώρησης της τροποποιηθείσας υπεράσπισης έχει θεραπευθεί λόγω εκδόσεως διατάγματος παράτασης χρόνου καταχώρησης της τροποποιημένης υπεράσπισης και ότι δεν μπορούσε να ενεργήσει ως Εφετείο και να εξετάσει το κύρος του διατάγματος τούτου. (γ) Tο Δικαστήριο λανθασμένα διέταξε τους εφεσείοντες να καταβάλουν τα έξοδα της αίτησης.
Η πλευρά των εφεσειόντων, μετά από εκτενή ανάλυση της νομολογίας, εισηγήθηκε ότι η δυνατότητα παράτασης χρόνου καταχώρησης τροποποιημένου δικογράφου με βάση τη Δ.25 θ.2 περιορίζεται σε αιτήσεις που καταχωρούνται πριν την εκπνοή του χρόνου που καθορίζεται, είτε από το Δικαστήριο, είτε από τον ίδιο το διαδικαστικό κανονισμό. Μετά την εκπνοή του προκαθορισμένου από το Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση, χρόνου, το διάταγμα καθίσταται ipso facto άκυρο και δεν παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αναβιώσει ένα τέτοιο διάταγμα. Αναφέρθηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων στη διαφοροποίηση που επήλθε με την τροποποίηση της Δ.64 και ανέλυσε τη νομολογία που ακολούθησε αυτής. Τόνισε, όμως, ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας υπάρχουν για να τηρούνται και να διατηρούν ένα σταθερό πλαίσιο άσκησης της δικαστικής λειτουργίας.
Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεραμύνθηκε της διαδικασίας που ακολούθησε, με τη μη καταχώρηση έφεσης κατά του διατάγματος που εκδόθηκε για παράταση χρόνου καταχώρησης της τροποποιημένης υπεράσπισης, παραπέμποντας προς τούτο στην υπόθεση Σακκούλα κ.ά. ν. Αρέστη (1989) 1 ΑΑΔ 355. Εξέφρασε, επίσης, τη διαφωνία του με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο θεώρησε ότι δεν είχε την εξουσία να υπεισέλθει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα παράτασης χρόνου καταχώρησης τροποποιημένης υπεράσπισης.
Από την άλλη, η πλευρά του εναγομένου-εφεσίβλητου υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης, αναλύοντας τη νομολογία που αναπτύχθηκε μετά την τροποποίηση της Δ.64, τονίζοντας ότι η Δ.64 θ.1 δε θα μπορούσε να ερμηνευθεί με τον τρόπο που εισηγείται η πλευρά των εφεσειόντων. Σε τέτοια περίπτωση, εισηγήθηκε, προστίθεται εξαίρεση στην εφαρμογή της Δ.64, χωρίς να προβλέπεται στο διαδικαστικό κανονισμό. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν κανένα δικαίωμα να ζητήσουν είτε πρωτοδίκως, είτε κατ΄ έφεση, να αγνοηθεί το διάταγμα για παράταση χρόνου καταχώρησης της τροποποιημένης υπεράσπισης, παρά μόνο με την άμεση προσβολή του εν λόγω διατάγματος με το κατάλληλο μέτρο, κάτι που δεν έπραξαν.
Η Δ.25 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που διέπει τις τροποποιήσεις δικογράφων, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, προνοεί ως εξής:
«If a party who has obtained an order for leave to amend does not amend accordingly within the time limited for that purpose by the order, or if no time is thereby limited, then within fifteen days from the date of the order, such order to amend shall, on the expiration of such limited time as aforesaid, or of such fifteen days, as the case may be, become ipso facto void, unless the time is extended by the Court of a Judge.»
Σε μετάφραση:
«Αν ένας διάδικος που ζήτησε άδεια για διάταγμα για τροποποίηση δεν τροποποιήσει ανάλογα εντός του χρόνου που θα καθορίζεται γι΄ αυτό το σκοπό από το διάταγμα, ή αν δεν καθορίζεται χρόνος, τότε εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία του διατάγματος, τέτοιο διάταγμα τροποποίησης αφού εκπνεύσει ο χρόνος που καθορίζεται όπως πιο πάνω ή οι δεκαπέντε ημέρες, ανάλογα με την περίπτωση θα καθίσταται ipso facto άκυρο εκτός αν ο χρόνος παραταθεί από τo Δικαστήριο ή το Δικαστή.»
Στην υπόθεση Σακκούλα, πιο πάνω, η εφεσίβλητη δεν καταχώρησε τροποποιημένο κλητήριο εντός του χρόνου που καθορίζεται από τη Δ.25 θ.2. Ακολούθησε αίτηση χωρίς κλήση στους εφεσείοντες για παράταση του χρόνου καταχώρησης του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος, η οποία εγκρίθηκε από το Δικαστήριο. Όταν αυτό επιδόθηκε στους εφεσείοντες, υπεβλήθη αίτηση για παραμερισμό του, καθότι το διάταγμα βάσει του οποίου δόθηκε η άδεια τροποποίησης, είχε ήδη καταστεί άκυρο, μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος των 15 ημερών και το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα για παράταση του χρόνου καταχώρησής του. Το Εφετείο αποδέχθηκε την έφεση που ασκήθηκε κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση των εφεσειόντων και παραμέρισε το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα. Παραθέτουμε το ακόλουθο σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 358 της απόφασης:
«Το ερώτημα που πρόσθετα προβάλλεται στην υπό κρίση έφεση είναι κατά πόσο το Δικαστήριο δικαιούται να παρατείνει το χρόνο που προβλέπεται στον Κανονισμό 2 της Διάταξης 25, ή του χρόνου που το ίδιο το Δικαστήριο έχει καθορίσει, μετά τη λήξη του, όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση.
Κατά τη γνώμη μας το Δικαστήριο δεν έχει τέτοια εξουσία και αυτό φαίνεται καθαρά από τη σχετική φράση του Κανονισμού "θα ................................. καθίσταται αφεαυτού (ipso fαcto) άκυρο, εκτός εάν ο χρόνος παραταθεί ............. κλπ." Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των 15 ημερών, ή αυτού που ορίζει το Δικαστήριο, το διάταγμα καθίσταται άκυρο, αν δεν γίνει η τροποποίηση. Η εξουσία του Δικαστηρίου να παρατείνει το χρόνο υφίσταται μόνο πριν την λήξη των 15 ημερών, ή του χρόνου που το ίδιο ορίζει, και όχι μετά που το Δικαστήριο καθίσταται ανενεργό, όταν το διάταγμα καταστεί άκυρο.»
Στην υπόθεση Σακκούλα υιοθετήθηκαν οι αποφάσεις στις υποθέσεις Λυσάνδρου ν. Σχίζα κ.ά. (1979) 1 ΑΑΔ 267 και Ευαγόρου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1982) 1 ΑΑΔ 771. Στην υπόθεση Ευαγόρου γίνεται παραπομπή στις πρόνοιες της Δ.25 θ.2 ως παράδειγμα περίπτωσης στην οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναβιώσει διάταγμα που κατέστη αφ΄ εαυτού άκυρο. Βέβαια, οι πιο πάνω υποθέσεις αποφασίστηκαν πριν την τροποποίηση της Δ.64.
Η Δ.64 θ.1, όπως τροποποιήθηκε στις 24.2.1995, προνοεί ως ακολούθως:
«1. (1) H μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή τη φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία και δε θα καθιστά άκυρη τη διαδικασία, οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή.
(2) Τηρουμένης της παραγράφου (3), το Δικαστήριο δύναται, εφόσο διαπιστώσει τέτοια μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (1), και υπό τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, όπως κρίνει δίκαιο, να παραμερίσει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη διαδικασία στην οποία επεσυνέβη η μη συμμόρφωση, οποιοδήποτε βήμα έγινε στη διαδικασία εκείνη, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή, ή ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι παρόντες Κανονισμοί, να επιτρέψει τέτοιες τροποποιήσεις, εάν χρειάζονται, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, εάν χρειάζεται, αναφορικά με τη διαδικασία γενικά, όπως κρίνει πρέπον.
(3) To Δικαστήριο δε θα παραμερίζει εξ ολοκλήρου οποιαδήποτε διαδικασία, ή το κλητήριο ένταλμα, ή άλλο εναρκτήριο μέσο με το οποίο έχει αρχίσει η διαδικασία, για το λόγο ότι έχει χρησιμοποιηθεί διαφορετικό εναρκτήριο μέσο για την έναρξη της διαδικασίας από εκείνο που απαιτεί οποιοσδήποτε από τους παρόντες Κανονισμούς.»
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η Δ.64 θ.1 τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις όπως στην παρούσα, όπου ρητά αναφέρεται στο διαδικαστικό κανονισμό ότι, με την παράλειψη καταχώρησης τροποποιημένου δικογράφου εντός του προκαθορισμένου χρόνου, το διάταγμα καθίσταται ipso facto άκυρο.
Στην υπόθεση Dasaki Entertainment Co Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Αρ.2) (2009) 1 ΑΑΔ 356, εξετάστηκε κατά πόσο μη συμμόρφωση με τις επιτακτικές πρόνοιες της Δ.2 θ.10 είναι μοιραία για την αγωγή ή κατά πόσο με το κατάλληλο διάβημα μπορεί να θεραπευθεί. Το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, θεώρησε ότι, με βάση τη νέα Δ.64, καταργείται η διάκριση μεταξύ άκυρου και αντικανονικού μέτρου, εξισώνοντας κάθε μορφή παρέκκλισης από τους θεσμούς με αντικανονικότητα δυνάμενη να θεραπευθεί. Στις σελίδες 361-2 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:
«Ο σκοπός της νέας Δ.64 είναι η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ άκυρου και αντικανονικού μέτρου, εξισώνοντας έτσι κάθε μορφή παρέκκλισης από τους θεσμούς με αντικανονικότητα δυνάμενη να θεραπευθεί. Το θέμα παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 255, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323 (απόφαση 11 από 13 Δικαστές), Λοΐζου v. Χαραλάμπους άλλως Καρούσος κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 167, Καλιά κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 149, Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και Μιχαήλ v. Ττουνιά (2004) 1 Α.Α.Δ. 113).
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Καλιά κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά., σελ. 151-152 διαβάζουμε τα εξής:
«Με την κατάργηση της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και την αντικατάστασή της με τη Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 24.2.95, η διάκριση μεταξύ άκυρης και παράτυπης διαδικασίας καταργήθηκε και η μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή την φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία. Πέραν αυτού, με τη νέα Δ.64, παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο διάσωσης της παράτυπης διαδικασίας στην κατάλληλη περίπτωση. Κατά συνέπεια θέση ότι μια έφεση είναι θνησιγενής όταν κανένας από τους λόγους της δεν είναι αιτιολογημένος και επομένως δεν είναι έγκυρη, καταργήθηκε με την τροποποίηση της Δ.64, αλλά η οποιαδήποτε παρατυπία θα πρέπει να θεραπεύεται.
Η θεραπεία αυτή επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από τους Θεσμούς θα πρέπει να αντιμετωπίζεται έγκαιρα. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση στη λήψη διορθωτικών μέτρων, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος που αναλαμβάνει ο αιτητής να πείσει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελός του. (Βλ., μεταξύ άλλων, Λοΐζου v. Χαραλάμπους άλλως Καρούσος και Άλλοι (1996) 1 Α.Α.Δ. 167, Κυπριακή Δημοκρατία v. Lion Insurance Agency Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 338, Γιαννή v. Αναπληρωτή Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 334 και Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 255).»
Είναι λοιπόν φανερό ότι σε περιπτώσεις που πριν την τροποποίηση της Δ.64 το δικαστήριο, με βάση τη νομολογία που ίσχυε τότε, ήταν υπόχρεο να καταλήξει ότι κάποια παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς οδηγούσε σε ακυρότητα, με τη νέα Δ.64 έχει διακριτική εξουσία να θεωρήσει την μη συμμόρφωση ως απλή παρατυπία, που δεν οδηγεί κατ' ανάγκη σε ακυρότητα.»
Στην υπόθεση Olympia Designs (Properties) Ltd v. Unique U.K. Inc. (2010) 1 AAΔ 1395, όπου εξετάστηκε η εμβέλεια της Δ.64, αναφέρονται τα εξής, στη σελίδα 1399:
«Όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση Πετρίχου v. Χατζηιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81, 84, η Δ.64 δεν αποτελεί πανάκεια για κάθε παράλειψη συμμόρφωσης με τους κανονισμούς. Δημιουργεί ένα διαδικαστικό μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει ο διάδικος για να θεραπεύσει παρατυπίες στη διαδικασία, εφ' όσον αυτές είναι βέβαια θεραπεύσιμες. Η συγκεκριμένη Διαταγή δεν παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να προβαίνει αυτεπάγγελτα σε διορθωτικές κινήσεις. Το δικαστήριο υποχρεούται να εξετάζει την ενώπιόν του κατάσταση, όπως αυτή έχει δημιουργηθεί. Τα κατάλληλα διορθωτικά διαβήματα θα πρέπει να λαμβάνονται από τον ενδιαφερόμενο διάδικο (Οικονομίδου v. Φλουρέντζος Χριστοδούλου και Υιοί Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1157).
Όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση M.I. Holdings Public Ltd v. Παναγή (2006) 1 Α.Α.Δ. 298, η παρατυπία υπάρχει μέχρι την άρσή της και η Δ.64 δεν καταργεί τις διατάξεις των θεσμών, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται. Με τη Δ.64 παρέχεται απλώς η ευκαιρία σε διάδικο που επέδειξε πλημμέλεια στην εφαρμογή των θεσμών, στα πλαίσια που ορίζει η Διαταγή, να διορθώσει το συγκεκριμένο διάβημα, ώστε να μη θεωρείται άκυρο (Remedica Ltd v. Bayer Aktiengesellschaft (1998) 1 Α.Α.Δ. 1815).» (Οι σημάνσεις είναι δικές μας.)
Η παράλειψη συμμόρφωσης με το χρόνο που καθόρισε το Δικαστήριο για την τροποποίηση του δικογράφου καθιστά το διάταγμα ipso facto άκυρο, όπως ρητά αναφέρεται στο διαδικαστικό κανονισμό. Ο ίδιος ο διαδικαστικός κανονισμός, βέβαια, εξαιρεί την περίπτωση όπου ο χρόνος παρατείνεται από το Δικαστήριο.
Με βάση τη νομολογία που παραθέσαμε πιο πάνω, η παράταση του καθορισμένου από το Δικαστήριο ή τους θεσμούς χρόνου θα πρέπει να γίνει πριν την εκπνοή του. Μετά την εκπνοή του χρόνου το διάταγμα καθίσταται ipso facto άκυρο. Η εμβέλεια της Δ.64 δε θεωρούμε ότι μπορεί να οδηγήσει σε αναβίωση ενός τέτοιου διατάγματος. Και αυτό γιατί, όπως τονίστηκε από τη νομολογία (πιο πάνω), η Δ.64 δεν καταργεί τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, παρά μόνο δίδει τη διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου διαδίκου, στις περιπτώσεις εκείνες που είναι θεραπεύσιμες. Εδώ, δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, καθότι με την εκπνοή του χρόνου, όπως ρητά αναφέρεται στον ίδιο το διαδικαστικό κανονισμό, το διάταγμα καθίσταται ipso facto άκυρο και, επομένως, εξαφανίζεται η πηγή της εξουσιοδότησης για την καταχώρηση του δικογράφου (βλ. Lysandrou v. Schiza & Another (1976) 1 CLR 267). Η πρόνοια αυτή του συγκεκριμένου διαδικαστικού κανονισμού είναι που διαφοροποιεί την παρούσα περίπτωση από άλλες, όπως ήταν η περίπτωση που εξετάστηκε στην υπόθεση Dasaki Entertainment Co Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Αρ.2), πιο πάνω. Εκεί υπήρχε μεν επιτακτική ανάγκη με βάση τη Δ.2 θ.10 να καθοριστεί η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας που αφορούσε η αγωγή, όμως, δεν υπήρχε πρόνοια πανομοιότυπη με αυτή της Δ.25 θ.2, έτσι ώστε τα αποφασισθέντα σ' εκείνη την υπόθεση να μην μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα. Δεν είναι επίσης χωρίς σημασία το γεγονός ότι, μετά και την πρόσφατη τροποποίηση της Δ.25, η εν λόγω πρόνοια εξακολουθεί να υφίσταται.
Αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τον εφεσείοντα, δηλαδή της αίτησης προς ακύρωση της καταχωρηθείσας τροποποιημένης υπεράσπισης, παρατηρούμε ότι αποτελεί διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε και στην υπόθεση Σακκούλα, πιο πάνω, έστω και αν δεν προβλημάτισε το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε η εγκυρότητα του διατάγματος παράτασης του χρόνου καταχώρησης του τροποποιημένου δικογράφου. Πέραν τούτου, δε θεωρούμε ότι η μη αμφισβήτηση της εγκυρότητας του εν λόγω διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε μονομερώς, μπορεί να προσδώσει εγκυρότητα στο δικόγραφο το οποίο έχει καταχωρηθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρούμε ότι οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης ευσταθούν. Ο τρίτος λόγος, ως απόρροια της πιο πάνω κατάληξής μας, παραμένει άνευ αντικειμένου.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει. Η απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.2.2013 ακυρώνεται. Η τροποποιημένη υπεράσπιση παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο, επιδικάζονται εναντίον του εναγόμενου-εφεσίβλητου.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ