ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2015:6
(2015) 1 ΑΑΔ 2455
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 13/2014)
18 Νοεμβρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
MARLA BRIDGET THEOCHARIDES,
Εφεσείουσα
- ΚΑΙ -
ΧΑΡΗ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητου
-------------------------------------
Αίτηση Τροποποίησης Λόγων Έφεσης
ημερ. 11 Ιουνίου 2015
Χρ. Αργυρού (κα), για την Αιτήτρια-Εφεσείουσα.
Λ. Βραχίμης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση-Εφεσίβλητος.
-------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά τον ορισμό της έφεσης για ακρόαση καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση με την οποία επιδιώκεται η τροποποίηση του εφετηρίου με την προσθήκη έβδομου λόγου έφεσης ότι το υπό αναθεώρηση Διάταγμα και απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ.12.6.2014 εκδόθηκε αναιτιολόγητα και ή χωρίς επαρκή αιτιολογία.
Στην αιτιολογία του νέου αυτού λόγου, η εφεσείουσα με πέντε υποπαραγράφους θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και της νομολογίας προς έκδοση του Διατάγματος αναστολής και να αιτιολογήσει την απόφαση αυτή, περιοριζόμενο μόνο στο ότι η εφεσείουσα δεν είχε καταχωρήσει ένσταση παραλείποντας να εξετάσει κατά πόσο οι λόγοι που συνόδευαν την αίτηση του εφεσίβλητου ημερ. 23.4.2013 δικαιολογούσαν την αναστολή. Η καταγραφείσα ως αιτιολογία από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αδικαιολόγητη παράταση στην καταχώρηση της ένστασης επηρέαζε σοβαρά τα δικαιώματα των δύο πλευρών, έγινε χωρίς συγκεκριμενοποίηση των δικαιωμάτων των διαδίκων και του βαθμού επηρεασμού τους, χωρίς ταυτόχρονα να εξεταστεί το καλώς νοούμενο συμφέρον των ανηλίκων και το λόγο που ενώ η αίτηση ήταν ορισμένη για καθορισμό επιδίκων θεμάτων, το Δικαστήριο της επιλήφθηκε ως να ήταν ορισμένη για ακρόαση στερώντας έτσι την εφεσείουσα από το δικαίωμα να ακουστεί.
Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου είναι ότι η αίτηση για τροποποίηση εισάγεται καθυστερημένα μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων των διαδίκων και τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση, κατά προτεραιότητα μάλιστα μετά από αίτημα της ίδιας της εφεσείουσας. Η αποδοχή αυτού του καθυστερημένου αιτήματος θα εκτροχιάσει την όλη διαδικασία και θα καθυστερήσει την περαιτέρω εκδίκαση της έφεσης.
Τα γεγονότα που αφορούν την επίδικη διαφορά όπως αυτή ήχθη ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου φαίνονται με επάρκεια στην απόφαση που εκδόθηκε αμέσως προηγουμένως στην Αίτηση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για διορισμό της ως αντιπροσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων και δεν χρειάζεται, χάριν οικονομίας λόγου, να επαναληφθούν. Οι λόγοι που οδήγησαν την προηγούμενη συνήγορο της εφεσείουσας να καταχωρήσει την έφεση εναντίον της εγκυρότητας του Διατάγματος Αναστολής επίσης καταγράφονται συνοπτικά στην προαναφερθείσα απόφαση και μεταφέρονται εδώ για πληρέστερη εικόνα:
«Αναδρομή στους λόγους έφεσης αποκαλύπτει ότι αυτοί αφορούν κατ΄ εξοχή νομικά ζητήματα. Η εφεσείουσα, η οποία να σημειωθεί έχει τώρα διορίσει συνήγορο για το χειρισμό της έφεσης άλλη από τη συνήγορο που καταχώρησε το εφετήριο, θεωρεί την πρωτόδικη κρίση αναστολής ως άδικη, καταχρηστική, αντισυνταγματική και καταστροφική για τα ανήλικα, μη λαμβάνουσα υπόψη ότι με την αναστολή εμποδίζεται στην ουσία η περαιτέρω επικοινωνία αυτών με την ίδια. Δεν λήφθηκε υπόψη το καλώς νοούμενο συμφέρον των παιδιών, ενώ το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε έκδηλο νομικό σφάλμα αφού δεν έλαβε υπόψη την προγενέστερη καταχωρηθείσα αίτηση αρ. 83/2014. Το Δικαστήριο περαιτέρω έσφαλε λόγω του ότι εξέδωσε το διάταγμα αναστολής σε ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση ήταν ορισμένη για οδηγίες και όχι για ακρόαση κατά παράβαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ενώ έσφαλε και στην μη παραχώρηση περαιτέρω χρόνου ως ζητήθηκε ώστε να καταχωρηθεί η ένσταση της μητέρας. Αγνοήθηκε συνεπώς πλήρως η αγόρευση της δικηγόρου της εφεσείουσας, δεν λήφθηκαν υπόψη οι λόγοι που προβλήθηκαν για την παράλειψη της έγκαιρης καταχώρησης της ένστασης παραβιάζοντας έτσι τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Τέλος, η εφεσείουσα καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αίτηση για την αναστολή του διατάγματος έπρεπε να είχε καταχωρηθεί στο πλαίσιο της αρχικής αίτησης αρ. 28/2011 και όχι να αποτελούσε το αντικείμενο χωριστής αίτησης.»
Οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη από ένα Εφετείο ως προς την αποδοχή ή μη αίτησης τροποποίησης εφετηρίου είναι καλώς γνωστές και έχουν αρκούντως παγιωθεί μέσα από τη νομολογία. Γνώμονας παραμένει το συμφέρον της δικαιοσύνης υπό ευρεία έννοια, υπό τον περιορισμό, όμως, ότι δεν επιτρέπεται η διεύρυνση των εφέσιμων ζητημάτων, ούτε η προσθήκη λόγου ή λόγων που εκτροχιάζουν την πορεία της εκδίκασης της έφεσης. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στην αντίδικη πλευρά και τροποποίηση που στοχεύει όχι απλώς στη διευκρίνιση υφισταμένων λόγων έφεσης, αλλά στην εισαγωγή νέου λόγου, δεν είναι ανεκτή.
Η νομολογία είναι στην ουσία ταυτόσημη σε όλο το φάσμα του δικαίου και βοήθεια αντλείται και από την πολιτική δικαιοδοσία και από την αναθεωρητική τοιαύτη, (δέστε Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714, Muskita Aluminium Industries Ltd v. Alsako Aluminium Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 59 κ.ά.).
Ο χρόνος υποβολής της αίτησης για τροποποίηση επίσης αποτελεί παράγοντα που δύναται να προσμετρήσει υπέρ ή εναντίον της αίτησης, εφόσον εάν η ακρόαση έχει ήδη αρχίσει ο σκόπελος που πρέπει να υπερπηδήσει ο αιτούμενος την τροποποίηση είναι μεγαλύτερος. Η έκταση της τροποποίησης ενέχει τη δική της αυτοτελή σημασία έτσι ώστε αναλόγως της επίπτωσης της επί της τροχοδρόμησης του προγραμματισμού της έφεσης, η τροποποίηση δυνατόν να μην εγκριθεί, (Παπακόκκινου κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1705.
Εξέταση του λόγου που επιδιώκεται να προστεθεί δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για νέο λόγο έφεσης που καμία απολύτως σχέση δεν έχει με τους υφιστάμενους έξι λόγους τους οποίους η τότε συνήγορος της εφεσείουσας έκρινε ορθό να διατυπώσει κατά τον τρόπο που η ίδια θεώρησε πρέπον. Η προσθήκη νέου λόγου σε αυτό το προχωρημένο στάδιο της εφετειακής διαδικασίας, η οποία μάλιστα επιταχύνθηκε από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο μετά από αίτηση της ίδιας της εφεσείουσας, αναμφίβολα θα εκτροχιάσει την όλη πορεία εκδίκασης της έφεσης. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η φύση του Διατάγματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου του οποίου ζητείται η ακύρωση και οι λόγοι έφεσης που έχουν διατυπωθεί και που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στη μη καταχώρηση εγκαίρως ένστασης από πλευράς της εφεσείουσας παρά τις οδηγίες του Δικαστηρίου. Να σημειωθεί ότι η υπόδειξη του Εφετείου σε προηγούμενη δικάσιμο ότι οι λόγοι έφεσης όπως είναι διατυπωμένοι διέπονταν από σχετική ασάφεια, έθετε απλώς υπόψη των διαδίκων το αυτονόητο και δεν προεξοφλούσε την επιτυχία οποιασδήποτε αίτησης για τροποποίηση.
Υπό το φως των πιο πάνω η διακριτική ευχέρεια που έχει το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, ενεργούντος ως
Εφετείο, ασκείται εναντίον της αποδοχής της αίτησης, η οποία και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ