ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A685
(2015) 1 ΑΑΔ 2221
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoλιτική ΄Εφεση αρ. 341/2010)
15 Οκτωβρίου, 2015
Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες
ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Εφεσείων/Εναγόμενος αρ.1
και
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες
- - - - - - - - -
Ανδρ.Ιωάννου, (κα.), για τον Εφεσείοντα
K.Kαρατζής με Α.Αργυρού, (κα.), ασκούμενη δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους
- - - - - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Διιστάμενη)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων/εναγόμενος 1 κατόπιν αδείας που ελήφθη στις 25.10.2010 καταχώρησε έφεση σε σχέση με το ζήτημα των εξόδων, παραπονούμενος ότι ενώ η εναντίον του αγωγή απορρίφθηκε δεν του επιδικάσθηκαν έξοδα.
Στην πρωτόδικη διαδικασία οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες είχαν καταχωρήσει αγωγή εναντίον τριών εναγομένων, με την οποία επιδιώκετο να κηρυχθούν ακυρώσιμες δύο συμφωνίες δανείου «συνεπεία απάτης και/ή συνωμοσίας και/ή ψευδών παραστάσεων». Ακόμη διατυπώνονταν αξιώσεις για £300.000 πλέον τόκους ως αποζημιώσεις «για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή δόλο και/ή συνομωσία των εναγομένων 1, 2 και 3 προς εξαπάτηση των εφεσιβλήτων/εναγόντων και/ή για παράβαση των Συμφωνιών". Πρόσθετα επιδιώκετο η έκδοση διατάγματος πώλησης δύο ενυπόθηκων κατοικιών. Να σημειωθεί ότι ο εφεσείων/εναγόμενος 1 και ο εναγόμενος 2 είναι αδέλφια. Ο εφεσείων είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου και ο εναγόμενος 2 είναι γιατρός - μόνιμα εγκατεστημένος στις ΗΠΑ.
Σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας - στις 26.6.2009 - οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες απέσυραν την αγωγή εναντίον του εναγομένου 2 χωρίς έξοδα, ενώ οι χρηματικές τους αξιώσεις για το ποσό των £303.000 είχαν ικανοποιηθεί με την υλοποίηση της διευθέτησης που προηγήθηκε στις 5.3.2009 και καταγράφηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Για την παραπέρα διαδικαστική πορεία της υπόθεσης εναντίον των δύο άλλων εναγόμενων το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 2 της απόφασης του αναφέρει τα εξής:
«Στις 26.6.2009 οι ενάγοντες ήταν έτοιμοι να αποσύρουν την αγωγή και εναντίον των εναγομένων 1 και 3, νοουμένου ότι θα πληρωνόταν ένα μέρος των εξόδων τους. Η δικηγόρος του εναγόμενου 1 απέρριψε την πρόταση και αξίωσε έξοδα υπέρ του πελάτη της. Οι ενάγοντες ήταν έτοιμοι να περιορίσουν τα έξοδα τους στο 1/3, αλλά ούτε και ο εναγόμενος 3 αποδέχθηκε την πρόταση τους. Λίγο πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, στις 3.6.2010, η αγωγή αποσύρθηκε χωρίς έξοδα και ως προς τον εναγόμενο 3. Για τους ενάγοντες εκκρεμεί, όπως και οι ίδιοι αναγνωρίζουν, μόνο το θέμα των δικηγορικών εξόδων τα οποία έχουν υποστεί συνεπεία των ενεργειών όλων των εναγομένων και/ή των εναγομένων 1 και 3.»
Ο εναγόμενος 3 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κοινοτάρχης και το πρόσωπο το οποίο πιστοποίησε δύο Γενικά Πληρεξούσια, τα οποία φέρεται να παραχωρεί ο εναγόμενος 2 προς τον εναγόμενο 1.
Το αποτέλεσμα της αποτυχίας επίλυσης του θέματος των εξόδων για τον εφεσείοντα ήταν ότι η υπόθεση οδηγήθηκε σε δίκη και το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία τόσο από την πλευρά των εφεσιβλήτων όσο και από την πλευρά του εφεσείοντα.
Είναι αρκετό εν προκειμένω να πούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε αποτελεσματική τη μαρτυρία, αφού κιόλας επρόκειτο για αγώγιμο δικαίωμα δόλου, με αυξημένο βάρος απόδειξης (βλ. Λειβαδιώτη ν. Raluka Ο. Μιχαήλ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1778) με αποτέλεσμα η αγωγή να απορριφθεί, παρά το γεγονός ότι δεν είχε τρωθεί η ίδια η αξιοπιστία των μαρτύρων για τους εναγόντες.
Περαιτέρω, στα πλαίσια του καθήκοντος αξιολόγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε και την κρίση του για την αξιοπιστία του εφεσείοντα. Ομίλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για ψεύδη του εφεσείοντα τα οποία και συγκεκριμενοποίησε στις σελ.9-13 καταλήγοντας στη σελίδα 15 ότι «τα ψεύδη του εναγόμενου 1, όπως τα έχω σημειώσει πιο πάνω, και τα περιβάλλοντα περιστατικά εξασφάλισης των δανείων, όντας δημιουργούν υποψίες, όπως δημιούργησαν στους εναγόντες ....»,
Τα επίδικα σημεία που ενδιαφέρουν την έφεση τα οποία αφορούν μόνο το θέμα των εξόδων καταγράφονται στις σελίδες 17-19.
Για σκοπούς πληρότητας θεωρούμε ορθότερο να τα μεταφέρουμε αυτούσια:
«Παραμένει το θέμα των εξόδων. Σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου αλλά και τη Δ.59 Θ. 1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, «. τα έξοδα εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία όμως θα πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής». Transmarine Shipping Ltd ν. Πανίκου Ονουφρίου κ.ά., Αγωγή Ναυτοδικείου 22/06, ημερ. 24.3.2010 και Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12. Στην τελευταία υπόθεση με αναφορά στην Glykys v. Ιοannis Stylianou Ioannides (1959-60) 24 C.L.R. 220 το Εφετείο επεσήμανε ότι «η επίδειξη καλής προαίρεσης από το Δικαστήριο στον αποτυχόντα διάδικο, προς μετριασμό των οποιωνδήποτε αισθημάτων πικρίας δε συνιστά κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για τη μη επιδίκαση εξόδων».
Το Δικαστήριο ανάλωσε έξη δικασίμους και άκουσε έξη συνολικά μάρτυρες για να αποφασίσει ουσιαστικά και μόνο το θέμα των εξόδων. Οι ενάγοντες σε μια προσπάθεια διευθέτησης της υπόθεσης, όπως ανέφερα πιο πάνω, ζήτησαν να πληρωθούν ένα μέρος των εξόδων τους για να αποσύρουν την υπόθεση και εναντίον των εναγομένων 1 και 3. Ο εναγόμενος 1 αρνήθηκε και ζήτησε να του πληρωθούν τα έξοδα του. Η υπόθεση οδηγήθηκε πεισματικά σε ακρόαση και το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία επ' όλων των θεμάτων για να αποφασίσει αν ορθά ή όχι οι ενάγοντες προχώρησαν σε βάρος του εναγόμενου 1, εν όψει και της απόσυρσης της αγωγής εναντίον των υπόλοιπων εναγομένων και ικανοποίησης της χρηματικής απαίτησης των εναγόντων.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο καταχώρισης της αγωγής οι αξιώσεις των εναγόντων διατάγματα και αποζημιώσεις για ποσό εκ Λ.Κ.303.000,00 πλέον τόκους παρέμειναν ανικανοποίητες.
Οι Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.4 των εναγόντων κρίθηκαν αξιόπιστοι.
Υπήρχε μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των δύο εναγομένων 1 και 2, είναι αδέλφια.
Οι ενάγοντες στηρίχθηκαν και στις αρχικές δηλώσεις του ιδίου του πατέρα των εναγομένων που στη συνέχεια, για λόγους που δεν ήταν στο δικό τους έλεγχο, διαφοροποιήθηκαν ενώπιον μου.
Δικαιολογημένα οι ενάγοντες με τα στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους πίστευαν, όπως κάθε μέσος λογικός άνθρωπος, ιδίως με τη μαρτυρία που είχαν στη διάθεση τους κατά τον ουσιώδη χρόνο, ότι ο εναγόμενος 1 ενήργησε με σκοπό να τους εξαπατήσει μόνος ή από κοινού με τους εναγόμενους 2 και/ή 3.
Η συμπεριφορά του εναγόμενου 1 και η άρνηση του, αλλά και η επιμονή του να ζητά έξοδα, εκ του ασφαλούς πλέον, όταν ο εναγόμενος 2 διευθέτησε την υπόθεση, οδήγησε το ζήτημα μέχρι τέλους.
Και στην υπόθεση εδώ βρίσκω ότι υπάρχουν καλοί λόγοι, ικανοί να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα:
Λαμβάνοντας υπ' όψη όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι είναι πιο δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της. Η αγωγή απορρίπτεται. Καμία διαταγή για έξοδα».
Οι τέσσερις λόγοι έφεσης - οι οποίοι βέβαια σε κανένα σημείο τους δεν μπορούν να υπερβούν την ίδια την άδεια που εδόθη για καταχώρηση έφεσης μόνο επί του σημείου των εξόδων δυνάμει της Δ.35 θ.20 - έχουν ως εξής σε σύνοψη.
1. Το Δικαστήριο απέτυχε να ασκήσει δικαστικά τη σχετική διακριτική του ευχέρεια σε σχέση με τα έξοδα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η θεώρηση της πλευράς του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο «στηρίχθηκε σε λανθασμένη κατά συμπέρασμα πεισματική συμπεριφορά του εναγομένου».
2. Το Δικαστήριο αποφάσισε τα έξοδα της δίκης να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα αυτής, χωρίς να έχει γι΄αυτό καλό λόγο, καθιστώντας την απόφαση του «αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς και/ή λανθασμένα υπό τας περιστάσεις αιτιολογημένη».
3. Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε αντιφατικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου αφού ενώ αφενός «ψέγει τους ενάγοντες για την ανεπάρκεια της μαρτυρίας τους», αφετέρου υπονοεί ότι δικαιολογημένα κινήθηκε η συγκεκριμένη αγωγή.
4. Το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας «έλαβε υπόψη στοιχεία άσχετα με την ουσία της υπόθεσης ... ήτοι την άρνηση του εναγομένου 1 να δεχτεί εκείνα που του προσάπτονταν, δηλαδή προσμέτρησε εναντίον του το ότι θέλησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Χαρακτηριστικά επ΄αυτού του λόγου η κα.Ιωάννου εισηγήθηκε ότι η αγωγή ήταν τόσο αστήριχτη και δεν πέτυχε, ακόμη και με τη διαπίστωση ότι ο εναγόμενος ήταν αναξιόπιστος.
Γενικά η κα.Ιωάννου στις αγορεύσεις της στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι κατά την κρίση της το πρωταρχικό θέμα της αποτυχίας των εφεσιβλήτων να αποδείξουν την υπόθεση τους, αγνοήθηκε στην ουσία από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τόνισε δε ακόμη ότι έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η επιτυχία αυτή στην κρινόμενη περίπτωση κατά την οποία ο επιτυχών διάδικος είναι εναγόμενος. Σημασία έχει, κατέληξε, και το είδος του αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του εναγομένου 1, αυτό του δόλου, με επίκληση σχετική αγγλική νομολογία, ως οι υποθέσεις: Parker v. McKenna, [1870 P.111.] (1874-75) L.R. 10 Ch.App.96, Donald Campbell and Co. Ltd v. Pollak (1927) A.C. 732, Baylis Baxter Ltd v. Sabath (1958) 2 All E.R. 209).
Στην αντίπερα πλευρά, ο κ.Καρατζής επέμενε επί της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης εισηγούμενος ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε στα ορθά πλαίσια.
Όπως πολύ σοφά παρατηρείται από τον Πική, Δ. ως ήταν τότε, στην υπόθεση Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993)1 A.A.Δ. 12, την οποία επικαλείται και το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι επάναγκες ότι η αδιαμφισβήτητη ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να ασκείται δικαστικά, δηλαδή με την ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας. Στην υπόθεση Σοφία Αλεξάνδρου Γεωργιάδη-Σιακίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001)1Β Α.Α.Δ. 711 αναφέρθηκε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εκεί κρινόμενη περίπτωση δεν ήταν ορθή αφού το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του εξωγενείς παράγοντες. Επαναλήφθηκε η πιο πάνω αρχή ότι δηλαδή είναι νομολογιακά καθιερωμένος κανόνας ότι τα έξοδα της δίκης τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει διαφορετικά εκθέτοντας και δικαιολογώντας την παρέκκλιση από τον κανόνα.
Στην υπόθεση Glykys v. Ioannides (ανωτέρω) ακριβώς τονίστηκε το απαράδεκτο της μη επιδίκασης εξόδων σε επιτυχόντα διάδικο για λόγους «επιείκειας ή καλοσύνης» προς τον αποτυχόντα διάδικο.
Με όλο το σεβασμό στις θέσεις που εκφράστηκαν από την κα.Ιωάννου παρατηρώ εν προκειμένω τα ακόλουθα:
Α. τα επίδικα σημεία της πρωτόδικης απόφασης επ΄ουδενί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μη έχοντα αιτιολογία. Αντιθέτως το Δικαστήριο καθιστώντας ξεκάθαρο από την αρχή το περιεχόμενο του βασικού κανόνα (δηλαδή ότι το αποτέλεσμα κύρια καθορίζει το θέμα των εξόδων), στη συνέχεια, με πλήρη αναφορά στα γεγονότα που έλαβε υπόψη, παρεκκλίνει της αρχής αυτής.
Β. Σίγουρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι λειτούργησε υπό το κράτος «επιείκειας και καλοσύνης προς τον αποτυχόντα διάδικο», όπως στην υπόθεση Glykys (ανωτέρω), αντιθέτως έδωσε πλήρη αιτιολογία για το τι έπραξε συσχετίζοντας την ενέργεια του με τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Γ. Χωρίς να διαφωνώ με καμία από τις αρχές που και οι δύο δικηγόροι παρέθεσαν με το αντίστοιχο νομολογιακό αντίκρισμα, βρίσκω ότι ακριβώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη «εξωγενείς παράγοντες» όπως στην υπόθεση Σιακίδη (ανωτέρω). Αντιθέτως είναι επί των περιστάσεων της υπόθεσης, όπως τις εννόησε, που οδηγήθηκε στην προσέγγιση του περί αποστέρησης των εξόδων του εφεσείοντα/εναγομένου 1. Η αναφορά σε ψεύδη του εφεσείοντα/εναγομένου 1 συναρτώμενα με την αξιοπιστία των μαρτύρων εναγόντων και στη δικαιολογημένη πίστη τους για την αξίωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξωγενής παράγοντας. Η ίδια αυτή αρχή τονίστηκε στην υπόθεση Campbell (ανωτέρω) όπου γίνεται παραπομπή σε αποσπάσματα της υπόθεσης Ηarnett v. Vise L.T.R vol.43, 1880, 645 στην οποία ανφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Every judge would take it as a material element in considering the jurisdiction given by Order LV. Is to be exercised or not. But it is the duty of the judge who tried the case, and the duty of the Court of Appeal also, to consider the whole circumstances of the case, everything which led to the action, everything which led to the libel, everything in the conduct of the parties which may show that the action was not properly brought in respect of the libel complained of".
Παρατηρώ ότι είναι ακριβώς αυτό που έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έλαβε υπόψη του τη συμπεριφορά του εφεσείοντα στα επίδικα γεγονότα. Aπλώς το Δικαστήριο συσχέτισε τις επίδικες περιστάσεις της υπόθεσης με την εν γένει δικανική συμπεριφορά του εφεσείοντα, κατά τη διεξαγωγή της ακρόασης. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτό.
Όπως τέθηκε και στη Δοξούλα Κυριάκου ν. Φιλική (2001)1 Α.Α.Δ. 416 η δικονομική συμπεριφορά ενός επιτυχόντα διάδικου - εφόσον αιτιολογείται - μπορεί να τον αποκλείσει από το όφελος των εξόδων. (βλ. επίσης και Τουμαζίδης ν. El Alem κ.ά. (1998) 1Β Α.Α.Δ. 984).
Στο κλασσικό σύγγραμμα Οdgers΄ Principles of Pleading and Practice in Civil, Actions in the High Court of Justice, 21st ed. στις σελ.361 και 362 επαναλαμβάνεται ακριβώς η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα και παρατίθεται σε σύνοψη η αγγλική νομολογία. Χρήσιμο είναι να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα:
«The judge in his discretion may say expressly that he makes "no order as to costs" In that case each party must pay his own. If he does make an order as to costs the general rule is that he shall order the costs to follow the event, except when it appears to him that in the circumstances of the case some other order should be made as to the whole or any part of the costs (r.3 (2). but he must not apply this or any other general rule in such a way as to exclude the exercise of the discretion entrusted to him; and materials must exist upon which the discretion can be exercised. "This discretion, like any other discretion, must, of course, be exercised juidically, and the judge ought not to exercise it against the successful party, except for some reason connected with the case" (per Viscount Cave in Donald Capmbell & Co., Ltd, v. Pollak {1927} A.C. 732, at pp.811, 812). It is not a judicial exercise of the judge΄s discretion to order a party, who has been completely successful and against whom no misconduct is even alleged, to pay costs."
(Η υπογράμμιση δική μου)
Η αρνητική εικόνα ενός διάδικου ως μάρτυρα μπορεί να ληφθεί υπόψη στο ζήτημα των εξόδων (Βaylis Baxter Ltd v. Sabath (ανωτέρω) και Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890). Στην κρινόμενη περίπτωση η σκέψη του Δικαστηρίου είχε ακριβώς ως αφετηρία το αδιατάρακτο εύρημα ότι ο εφεσείων δια της συμπεριφοράς του δημιούργησε υποψίες στους εφεσίβλητους τέτοιες ώστε να οδηγηθούν στην καταχώρηση της αγωγής (βλ. απόσπασμα στη σελ.15 της πρωτόδικης απόφασης).
Θα έκρινα λοιπόν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε στα πλαίσια της ορθώς νοούμενης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης, απορρίπτοντας την έφεση.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Δ.