ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D702
(2015) 1 ΑΑΔ 2277
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2015)
22 Οκτωβρίου 2015
(Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 12, 23 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 118, 157 ΚΑΙ 170 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03/12/2014 ΓΙΑ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΑΛΕ Η ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΠΟΥ ΕΠΕΒΑΛΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 6870/2013
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΛΩΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
-----------------------
Π. Πολυχρόνης με Μ. Χριστοδούλου, για την αιτήτρια.
Μ. Στυλιανού, για τους καθ΄ων η αίτηση.
------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Τα γεγονότα, που δεν αμφισβητούνται, έχουν καταγραφεί στην απόφαση με την οποία δόθηκε άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης (Πολιτική Αίτηση 17/2015, ημερομηνίας 17.2.2015), ECLI:CY:AD:2015:D108 ως ακολούθως:
«Η αιτήτρια ήταν η δικηγόρος του Δημήτρη Καραολή, κατηγορούμενου για τροχαίες παραβάσεις στην ποινική υπόθεση 6870/2013 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, στις 12.11.2014, το Δικαστήριο εξέδωσε διαταγή «όπως ο κατηγορούμενος καταθέσει εγγύηση σε μετρητά €500», σε σχέση με την υποχρέωσή του να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο στις 3.12.2014 για επιβολή ποινής.
Κατά την εκδοχή της αιτήτριας, επειδή ο πελάτης της την ημέρα εκείνη δεν μπορούσε να καταβάλει το ποσό της εγγύησης, θα ετίθετο υπό κράτηση και γι΄αυτό της ζήτησε να καταβάλει εκείνη το ποσό της εγγύησης, κάτι που έπραξε. Το Πρωτοκολλητείο εξέδωσε απόδειξη, στην οποία καταγράφεται ότι το ποσό «λήφθηκε από το Δημήτρη Καραολή (Στάλω Στυλιανού)».
Στις 3.12.2014 το Δικαστήριο επέβαλε, μεταξύ άλλων, χρηματικές ποινές, ορίζοντας όπως, το ποσό της εγγύησης που ο κατηγορούμενος κατέβαλε σε μετρητά τις 12.11.2014, συμψηφισθεί με αντίστοιχο ποσό εκ του προστίμου. Η αιτήτρια, που ήταν παρούσα και πάλιν ως δικηγόρος του κατηγορούμενου, ανέφερε στο Δικαστήριο ότι εκείνη είχε καταθέσει το ποσό και θα έπρεπε να της επιστραφεί. Το Δικαστήριο περάτωσε τη διαδικασία λέγοντας τα ακόλουθα:
«Από μόνη σας έχετε αναλάβει αυτή την ευθύνη. Η διαταγή ήταν όπως καταθέσει σε μετρητά €500 ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Είναι πρώτον, λάθος του Πρωτοκολλητή που δέχθηκε να κατατεθεί εγγύηση όχι από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και δεύτερο, εφόσον έχετε αναλάβει εσείς την ευθύνη θα πρέπει να προβείτε στις αναγκαίες διευθετήσεις με τον πελάτη σας.»
Η αιτήτρια εισηγούμενη ότι νομιμοποιείται, καλεί το παρόν Δικαστήριο να ακυρώσει την πράξη του Επαρχιακού Δικαστηρίου για συμψηφισμό εγγύησης και προστίμου ως διενεργηθείσα καθ΄υπέρβαση εξουσίας. Η άλλη πλευρά αμφισβητεί τη νομιμοποίηση της ενάγουσας και, εν πάση περιπτώσει, εισηγείται ότι το Δικαστήριο είχε εξουσία να προβεί στον συμψηφισμό στον οποίο προέβη.
Ως προς το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, είχα την ευκαιρία στην προαναφερθείσα αίτηση αρ. 17/2015 να πω τα ακόλουθα:
«Το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης (locus standi) στην Αγγλία έχει ρυθμιστεί στους διαδικαστικούς κανονισμούς (O.53, r.3 (5)), με την υιοθέτηση, ως κριτήριο, της έννοιας του επαρκούς συμφέροντος (sufficient interest) στο θέμα στο οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται. Το κριτήριο αυτό ήταν ήδη γνωστό στη νομολογία (βλ. Attorney-General v. Independent Broadcasting Authority [1973] Q.B. 629, γνωστή ως The McWhirter case).
Ο όρος «sufficient interest» παραμένει και στην Αγγλία εξωνομικός, χωρίς νομοθετικό ορισμό. Η νομολογία αναγνωρίζει ότι το κριτήριο είναι μεικτό, εγείροντας ταυτόχρονα ζήτημα νόμου και γεγονότων. Προς καθορισμό του, σημαντική είναι η σχέση του αιτητή με το θέμα στο οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται και ο βαθμός αυτής της σχέσης, λαμβανομένων υπόψιν όλων των περιστατικών της υπόθεσης. Γι΄αυτό το λόγο, εκτός αν πρόκειται για περίπτωση που η έλλειψη επαρκούς συμφέροντος είναι καταφανής, κατά την αγγλική νομολογία (IRC v. National Federation of Self-Employed and Small Business Ltd [1981] 2 All E.R. 93, HL), το ζήτημα δεν θα πρέπει να αποφασίζεται προκριματικά ως δικαιοδοτική προϋπόθεση, αλλά θα πρέπει να αφήνεται στο τέλος, αφού ακουστούν και οι δύο πλευρές και τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα σχετικά δεδομένα. Όπως ελέχθη στην προαναφερθείσα απόφαση IRC, εκείνο είναι το κατάλληλο στάδιο που το Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει με ασφάλεια «το θέμα» στο οποίο η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται.»
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας παρέπεμψε το Δικαστήριο στην υπόθεση Ανδρέα Σάββα Ηλία (Αρ. 1) 1995 1 ΑΑΔ 497, στην οποία υιοθετήθηκε η προσέγγιση στο Basu's Commentary of Constitution of India, 5η έκδοση, τόμος 3, σελ. 690 επ., όπου επισημαίνεται διαφορά μεταξύ της άσκησης αναθεωρητικού ελέγχου σε σχέση με πράξεις της διοίκησης (που στην Κύπρο καλύπτεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος) και σε σχέση με δικαστικές αποφάσεις. Όπως παρατήρησε ο Κωνσταντινίδης, Δ., «στη δεύτερη περίπτωση δικαιολογείται η φιλελεύθερη προσέγγιση που δεν περιορίζει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης στους διαδίκους αλλά την επεκτείνει ώστε να καλύπτει κάθε παραπονούμενο ή ζημιωθέν πρόσωπο (any person aggrieved)».
Τέτοια φιλελεύθερη προσέγγιση χαρακτηρίζει την απόφαση του Νικολάτου, Δ., ως ήτο τότε, στην υπόθεση Αίτηση Igor Zhigachov κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 2458, στην οποία έγινε αντιδιαστολή μεταξύ προσώπων που επηρεάζονται από το διάταγμα και προσώπων που είναι απλώς μέλη του γενικού κοινού (person aggrieved by the order or member of the general public). Λέχθηκαν περαιτέρω τα ακόλουθα με αναφορά στην προαναφερθείσα απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση IRC v. Federation of Self-Εmployed:
«Στην υπόθεση IRC v. Federation of Self-Employed (1981) 2 All ER, 93, απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, επεξηγείται ο όρος «επαρκές συμφέρον στο θέμα στο οποίο αναφέρεται η αίτηση», στην αγγλική Δ.53 θ.3(5). Στην πιο πάνω υπόθεση επεξηγείται ότι, το κατά πόσον ο αιτητής έχει επαρκές συμφέρον, εκτός από τις απόλυτα σαφείς περιπτώσεις όπου διαφαίνεται ότι ο αιτητής δεν έχει τέτοιο συμφέρον, δεν είναι ζήτημα δικαιοδοτικό ή προκαταρκτικό, το οποίο αποφασίζεται κατ' απομόνωση και από μόνο του, κατά την εξέταση της αρχικής μονομερούς αίτησης για παροχή αδείας για καταχώριση αίτησης για Certiorari. Το ζήτημα εξετάζεται στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, κατά την ακρόαση της κυρίως αίτησης και αφού έχουν την ευκαιρία να ακουστούν και τα δύο μέρη. Και τούτο διότι το ζήτημα του «επαρκούς συμφέροντος» είναι συνδεδεμένο με το «θέμα» στο οποίο η αίτηση αναφέρεται.
Στην ίδια απόφαση τονίστηκε (απόφαση του Λόρδου Scarman) ότι το δικαίωμα αιτήσεως για προνομιακό ένταλμα είναι θέμα που ρυθμίζεται από το νόμο και δεν μπορεί να περιοριστεί από οποιοδήποτε διαδικαστικό κανονισμό. Το δικαίωμα αυτό πάντα ήταν και παραμένει και σήμερα διαθέσιμο και υποκείμενο μόνο στη διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία πρέπει να ασκείται με βάση τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και σύμφωνα με τις αρχές που έχουν αναπτυχθεί από τους Δικαστές. Είναι η νομολογία των Δικαστών η οποία καθορίζει τη φύση και το είδος του συμφέροντος, που ο αιτητής πρέπει να δείξει ότι έχει, για να εξασφαλίσει άδεια να υποβάλει αίτηση για Certiorari. Η επάρκεια του συμφέροντος του αιτητή πρέπει να κριθεί σε σχέση με το επίδικο θέμα της αίτησης. Αυτή η σχέση (επάρκεια του συμφέροντος και επίδικο θέμα της αίτησης) είναι σημαντική, σύμφωνα με το νόμο, για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.
Στην υπόθεση R. v. Secretary of State (1984) 2 All E.R. 556 κρίθηκε και πάλι το ζήτημα της επάρκειας του συμφέροντος που πρέπει να έχει ένας αιτητής σύμφωνα με την αγγλική Δ.53 θ.3(7) για να υποβάλει αίτηση για δικαστική αναθεώρηση (σ' εκείνη την περίπτωση, απόφασης τοπικής αρχής). Αποφασίστηκε ότι ο αιτητής είχε επαρκές συμφέρον επειδή ήταν, μεταξύ άλλων, προσωπικά και άμεσα επηρεαζόμενος από την απόφαση της τοπικής αρχής.
Έχοντας κατά νουν τις προαναφερόμενες αυθεντίες και Αρχές. και ιδιαίτερα ότι το προνομιακό ένταλμα Certiorari είναι ένα ισχυρό όπλο στο οπλοστάσιο του κοινού δικαίου, με σκοπό την προάσπιση,της νομιμότητας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, ότι ουσιαστικά η παροχή άδειας για καταχώριση σχετικής αίτησης υπόκειται μόνο στην ευρεία διακριτική εξουσία του αρμόδιου δικαστηρίου, η οποία πρέπει πάντοτε να ασκείται δικαστικά με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, και ότι η υποβολή τέτοιας αίτησης μπορεί να γίνει και από μή διάδικο, νοουμένου ότι αυτός έχει επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της αίτησης, δηλαδή επηρεάζονται άμεσα και προσωπικά τα συμφέροντα του από του από το αντικείμενο της αίτησης, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, mutatis mudandis, και οι αιτήτριες στην παρούσα διαδικασία, έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για παρέμβαση στην υφιστάμενη αίτηση για Certiorari. Η αίτηση τους θα πρέπει να κριθεί με βάση όλα τα γεγονότα της υπόθεσης, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη του στοιχείου του κατά πόσον οι αιτήτριες απέδειξαν ότι έχουν επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της βασικής αίτησης, υπό την έννοια του ότι επηρεάζονται τα συμφέροντα τους, από την προσβαλλόμενη απόφαση στη βασική αίτηση, άμεσα και προσωπικά.»
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι το έννομο συμφέρον της τελευταίας θεμελιώνεται στη θέση ότι αυτή κατέθεσε προσωπικά τα χρήματα τα οποία θα της επιστρέφονταν από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας στον προσωπικό της λογαριασμό και τα κατέθεσε μόνο για την εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη. Η περί αντιθέτου εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της Δημοκρατίας στηρίχθηκε στη θέση ότι, τόσο η διαταγή για κατάθεση του ποσού της εγγύησης, όσο και η απόφαση για συμψηφισμό, απευθύνονταν αποκλειστικά στον κατηγορούμενο. Η ενέργεια της αιτήτριας να καταβάλει το σχετικό ποσό ως εγγύηση προς όφελος του κατηγορουμένου έγινε αποκλειστικά με δική της ευθύνη και με την παρούσα αίτηση εκείνο που ουσιαστικά επιδιώκει είναι να επιλύσει τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ αυτής και του πελάτη της.
Η αιτήτρια εξηγεί στην ένορκη δήλωσή της που συνοδεύει την αίτηση, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί, ότι το Δικαστήριο, αφού αντικατέστησε προηγούμενη διαταγή του για κατάσχεση ποσού €500 από εγγύηση την οποία είχε υπογράψει προηγουμένως ο κατηγορούμενος, όρισε νέα δικάσιμο για επιβολή ποινής και διέταξε όπως ο κατηγορούμενος καταθέσει €500 μετρητά ώστε να διασφαλιστεί η παρουσία του την επόμενη φορά. Ο κατηγορούμενος δεν είχε ούτε μπόρεσε να εξασφαλίσει, παρά τις πολλές προσπάθειες που έκανε, τέτοιο ποσό και εφόσον πλέον η ώρα ήταν προχωρημένη θα μεταφερόταν ως κρατούμενος στις κεντρικές φυλακές. Το όχημα μεταφοράς κρατουμένων ήταν έτοιμο για αναχώρηση και οι αρμόδιοι αστυνομικοί περίμεναν για το κατά πόσο θα μετέφεραν και τον κατηγορούμενο μαζί τους. Τότε είναι που ο κατηγορούμενος ζήτησε από τη δικηγόρο του να καταβάλει το ποσό της εγγύησης με υπόσχεση ότι θα της το επέστρεφε στην επόμενη δικάσιμο. Η δικηγόρος του, για να αποφύγει την κράτησή του, κατέθεσε το ποσό ως εγγύηση και έλαβε απόδειξη από τον Πρωτοκολλητή, στην οποία ως το πρόσωπο που πλήρωσε καταγράφεται τόσο ο κατηγορούμενος όσο και, σε παρένθεση, η αιτήτρια.
Η στενή θεώρηση των πραγμάτων θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηρίξει, όπως είναι η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, ότι δεν αφορά τη διαδικασία, ούτε και τώρα το Δικαστήριο, η επιλογή της αιτήτριας να καταβάλει το ποσό της εγγύησης για τον κατηγορούμενο, αλλά επρόκειτο για μεταξύ τους διευθέτηση με υπόσχεση του τελευταίου για επιστροφή του ποσού. Όμως, παραμένει ως γεγονός ότι η αιτήτρια δεν κατέβαλε το ποσό στον πελάτη της εν λευκώ, αλλά το κατέθεσε στον Πρωτοκολλητή για το συγκεκριμένο σκοπό. Ο κίνδυνος που είχε αναλάβει, στα πλαίσια της διαδικασίας, ήταν να απωλέσει το ποσό ή μέρος τούτου σε περίπτωση παράλειψης του πελάτη της να εμφανιστεί. Οποιοσδήποτε επηρεασμός του συμφέροντός της επί του ποσού εκείνου έξω από το συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο, θεωρώ ότι την καθιστούσε ζημιωθέν πρόσωπο (person aggrieved) και συνεπώς πρόσωπο που έχει επαρκές συμφέρον να προσβάλει τέτοιο επηρεασμό.
Ως προς το ζήτημα της υπέρβασης εξουσίας, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας υπέδειξε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια που να έδιδε στο Δικαστήριο εξουσία για τέτοιο συμψηφισμό. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας απάντησε παραπέμποντας στις πρόνοιες του άρθρου 118(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σύμφωνα με το οποίο:
«(2) Αν, κατά τη σύλληψη προσώπου, αφαιρέθηκαν από αυτό χρήματα, το Δικαστήριο δύναται, κατά την καταδίκη του, να διατάξει όπως όλα ή μέρος των χρημάτων αυτών χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιασδήποτε χρηματικής ποινής που διατάχτηκε να καταβληθεί από το εν λόγω πρόσωπο.»
Εισηγήθηκε ότι με αναλογική εφαρμογή της παραπάνω πρόνοιας μπορεί να καλυφθεί η περίπτωση συμψηφισμού χρηματικής εγγύησης με χρηματική ποινή. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας αντέτεινε ότι δεν θα μπορούσε στο πεδίο του ποινικού δικαίου να έχει θέση αναλογική εφαρμογή οποιασδήποτε πρόνοιας προς βλάβη κατηγορουμένου.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας επικαλέστηκε περαιτέρω το άρθρο 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου σύμφωνα με το οποίο:
«"χρηματική ποινή" σημαίνει χρηματική ποινή που επιβλήθηκε δυνάμει οποιουδήποτε νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε, κάθε ποσό από εγγυητικό γραμμάτιο για απόλυση που κατατέθηκε ή από προσωπική υποχρέωση, κάθε ποσό που επιδικάστηκε σε ποινική διαδικασία για να καταβληθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο υπό μορφή αποζημίωσης, εξόδων ή άλλως και περιλαμβάνει τα έξοδα εκτέλεσης προς ανάληψη αυτών.»
Υπέδειξε ότι η έννοια της «χρηματικής ποινής» περιλαμβάνει και «κάθε ποσό για εγγυητικό γραμμάτιο για απόλυση που κατατέθηκε ή από προσωπική υποχρέωση». Ο δικηγόρος της αιτήτριας απάντησε ότι τούτο δεν βοηθά την υπόθεση της Δημοκρατίας, εφόσον ό,τι σημαίνει είναι απλώς πως οι πρόνοιες περί χρηματικής ποινής, όπως είναι το άρθρο 118 περί πληρωμής χρηματικής ποινής, εφαρμόζονται και επί εγγυητικών γραμματίων.
Αποδέχομαι ως προς τα τελευταία αυτά ζητήματα τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου δικηγόρου της αιτήτριας. Το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να προχωρήσει σε συμψηφισμό της χρηματικής ποινής που επέβαλε με το ποσό που εκρατείτο για σκοπούς εγγύησης προς το σκοπό εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορούμενου, σκοπός μάλιστα που είχε εκπληρωθεί εφόσον ο κατηγορούμενος είχε παρουσιαστεί.
Διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και η επίδικη πράξη ακυρώνεται. Έξοδα της παρούσας αίτησης όπως και της αίτησης για παραχώρηση άδειας υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π