ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A579
(2015) 1 ΑΑΔ 1840
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2010)
9 Σεπτεμβρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στών]
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,
Εφεσείουσα
- ΚΑΙ -
ΝΙΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,
Εφεσίβλητου
-----------------------------------
Α. Πασχαλίδου (κα), για την Εφεσείουσα.
Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσίβλητο.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε από την εφεσείουσα τράπεζα την 1.9.1983, όταν ακόμη η εφεσείουσα λειτουργούσε ως Barclays Plc, τις εργασίες της οποίας εξαγόρασε τον Απρίλιο του 1996, η εφεσείουσα Ελληνική Τράπεζα.
Στις 24.11.2003, η εφεσείουσα τράπεζα με σχετική επιστολή της τερμάτισε τις υπηρεσίες εργοδότησης του εφεσίβλητου χωρίς προειδοποίηση. Είχε προηγηθεί επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 6.10.2003, με την οποία ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο όπως υποβάλει εγγράφως εντός πέντε ημερών τις θέσεις του ως προς τη χρήση λογαριασμού που διατηρούσε για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων. Η επιστολή αυτή, τεκμήριο 3 πρωτοδίκως, αναφερόταν σε συνάντηση που είχε λάβει χώραν στις 12.6.2003 μεταξύ του εφεσίβλητου και αξιωματούχων της Γενικής Επιθεώρησης Συγκροτήματος, αναφορικά με τη διακίνηση μεγάλου ποσού χρημάτων στον προσωπικό λογαριασμό παρατραβήγματος του εφεσίβλητου. Η επιστολή κατέληγε με τη θέση ότι αν η απολογία και οι εξηγήσεις του εφεσίβλητου για τις ενέργειες του δεν κρίνονταν ικανοποιητικές «.. θα σας κοινοποιηθεί ποινή σύμφωνα με τους όρους της εργοδότησης σας και τον Κώδικα Υπηρεσίας της τράπεζας.».
Ο εφεσίβλητος απάντησε στις 17.10.2003, τεκμήριο 4 πρωτοδίκως, ότι η διακίνηση χρημάτων που έγινε στο λογαριασμό του «... δεν είχε καμία σχέση με παράνομο στοίχημα και τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αναληθείς και απαράδεκτοι και ως τέτοιοι απορρίπτονται.». Ως περαιτέρω εξήγησε στην επιστολή αυτή ο εφεσίβλητος, τα ποσά που διακινήθηκαν αφορούσαν νόμιμες πράξεις δύο νόμιμων και αδειούχων αντιπροσώπων στοιχημάτων με σκοπό την καλύτερη εξασφάλιση αποδόσεων τους οποίους εξυπηρέτησε επειδή ήταν φίλοι του, εξυπηρετώντας έτσι και τα συμφέροντα της τράπεζας.
Η εφεσείουσα τράπεζα στις 24.11.2003 απέστειλε σχετική επιστολή, τεκμήριο 5 πρωτοδίκως, με την οποία οι ενέργειες και πράξεις του εφεσίβλητου και η διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του λογαριασμού του «... για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων ..», κρίθηκαν ότι αποτελούσαν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία απεφασίσθη η ποινή της άμεσης απόλυσης διότι η γραπτή απολογία και οι προφορικές απαντήσεις και εξηγήσεις που ο εφεσίβλητος είχε δώσει στην Πειθαρχική Επιτροπή κρίθηκαν αβάσιμες και απορρίφθηκαν.
Ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο καταλόγισε στην εφεσείουσα τράπεζα ότι αντισυμβατικά και παράνομα τερμάτισε τις υπηρεσίες του στη βάση αναληθών ισχυρισμών, ψευδών γεγονότων και στοιχείων και κατά παράβαση των όρων εργοδότησης του. Η εφεσείουσα τράπεζα αρνήθηκε το παράνομο του τερματισμού, θεωρώντας ότι η απόλυση ήταν ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις με τον εφεσίβλητο να είχε παραδεχθεί κατά την ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής ακρόασης τη διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του προσωπικού του λογαριασμού παρατραβήγματος για στοιχήματα τα οποία ισχυρίστηκε ότι ήταν νόμιμα (παράγραφος 6(δ)(ii)).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε σχετική μαρτυρία από τον ίδιο τον εφεσίβλητο και τη σύζυγο του και δύο λειτουργούς της εφεσείουσας τράπεζας, έκρινε ότι η απόλυση ήταν παράνομη και απέδωσε στον εφεσίβλητο σχετικές αποζημιώσεις. Την πρωτόδικη αυτή κρίση η εφεσείουσα τράπεζα αμφισβήτησε με την παρούσα έφεση με σωρεία λόγων. Μεταξύ αυτών προβλήθηκε και η θέση με το λόγο έφεσης αρ. 5 ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι παρανόμως απελύθη ο εφεσίβλητος. Στο σχετικό λόγο έφεσης στον οποίο και επικεντρώνεται τελικά το σκεπτικό των αποφάσεων του Εφετείου, αναφέρεται ως μέρος της αιτιολογίας ότι η σύμβαση εργοδότησης προνοούσε τον τερματισμό αυτής γι΄ οποιοδήποτε λόγο με ένα μήνα προειδοποίηση, ζήτημα που τονίστηκε από την εφεσείουσα και κατά τη συζήτηση της έφεσης. Ευθέως και άμεσα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η εφεσείουσα τράπεζα δεν βασίστηκε σε αυτό το δικαίωμα, αλλά επέλεξε να προχωρήσει εναντίον του εφεσίβλητου μια διαδικασία στη βάση καταλογισμού παραβίασης όρων της εργοδότησης. Σε περαιτέρω αιτιολογία του λόγου αυτού, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι απέδειξε ότι δεν ήταν λογικά εφικτό γι΄ αυτή να εργοδοτεί άτομο που διακινούσε μεγάλα ποσά στο λογαριασμό του χωρίς η τράπεζα να γνώριζε την πηγή των εισοδημάτων και ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να δώσει λεπτομερείς ή επαρκείς εξηγήσεις για το ζήτημα. Και πρόσθετα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε σαφή αξιολόγηση των μαρτύρων της εφεσείουσας, τη μαρτυρία των οποίων δεν έλαβε υπόψη.
Δεν υπάρχει στο δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου στερεότυπος τρόπος συγγραφής μιας απόφασης. Και αυτό για καλό λόγο. Η δικαστική απόφαση είναι ένας ζωντανός τρόπος έκφρασης της νομικής σκέψης του συγγραφέα της. Αποτελεί μια δυναμική προέκταση της όλης κατανόησης των ενώπιον του Δικαστή δεδομένων, νομικών και πραγματικών, όπως αυτά γίνονται αντιληπτά μέσα από το δικό του δικαστικό φιλτράρισμα.
Είναι γεγονός ότι η δικανική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την πτυχή της αξιολόγησης της μαρτυρίας δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη. Θα έπρεπε να ήταν σαφέστερη και με ευγλωττία καταγραμμένη. Είναι όμως εν τέλει η ουσία της κρίσης που ενέχει σημασία. Κατά πόσο, ανιχνεύεται, πρώτον, κρίση επί της αξιολόγησης και, δεύτερο, κρίση και καταγραφή ευρημάτων. Τέτοια διπλή άσκηση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστή, έγινε. Παρατίθεται ολόκληρο το σχετικό σκεπτικό:
«Δεν έχω κανένα ενδοιασμό επίσης αξιολογώντας την ενώπιον μου μαρτυρία να αποφασίσω ότι η απόλυση του ενάγοντα ήταν παράνομη. Δικαιολογημένα ο ενάγων αισθάνεται ότι αδικήθηκε από την συμπεριφορά των εργοδοτών του έναντι του. Η απόφαση τους για την απόλυση του ήταν για άγνωστο λόγο προειλημμένη και εκδικητική και δεν ενείχε τα στοιχεία της δικαίας και ίσης αντιμετώπισης των εργοδοτουμένων των εναγομένων. Παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης κατά την εναντίον του ενάγοντα πειθαρχική έρευνα και ο ίδιος παραπλανήθηκε και αγνοούσε για το ποιες κατηγορίες αντιμετώπιζε. Ήταν φανερό ότι υπήρχε παντελής έλλειψη επικοινωνίας κατά τον ουσιώδη χρόνο μεταξύ ενάγοντος-εναγομένων επί ζημία βεβαίως του ενάγοντα. Ο λογαριασμός του λειτουργούσε για τρία σχεδόν χρόνια και είναι αδύνατο να δεχθεί οποιοσδήποτε ότι υπήρχε αδυναμία από πλευράς Τράπεζας να εντοπίσει την 'ανώμαλη λειτουργία του'. Πιο λογική φαίνεται η πιθανότητα ο λογαριασμός να λειτουργούσε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με την έγκριση του υπεύθυνου του υποκαταστήματος του ενάγοντα παρά το αντίθετο.
Η αρχική θέση των εναγομένων όπως εκφράζεται στο τεκμήριο 3 ήταν να υποβληθούν γραπτώς εντός πέντε ημερών οι θέσεις του ενάγοντα 'ως προς τη χρήση του λογαριασμού σας για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων - Αν η απολογία σας και οι εξηγήσεις σας για τις πιο πάνω ενέργειες σας δεν κριθούν ικανοποιητικές ...', θεωρώντας ουσιαστικά και τελεσίδικα ότι ο ενάγοντας ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα (ως η μαρτυρία του κ. Σ. Μάρκου) ή τα χρήματα που διακινούντο στο λογαριασμό του προέρχοντο από παράνομα στοιχήματα. Η θέση ότι ο ενάγων ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα ή διακινούσε χρήματα μέσω του λογαριασμού του, προερχόμενα από παράνομα στοιχήματα συνιστούσε μια επιλήψιμη, ποινικά κολάσιμη, και σοβαρή κατηγορία. Παρά ταύτα οι ενάγοντες αντί να καταγγείλουν στην αστυνομία τη διερεύνηση της εκλαμβάνουν εντελώς λανθασμένα ότι αυτό είναι δεδομένο προτού ακούσουν τον ενάγοντα και προαποφασίζουν την καταδίκη και την επιβολή της εσχάτης των ποινών του Κώδικα Υπηρεσίας (τεκμήριο 13 άρθρο 8) την οποία προσπαθούν να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων στο δικαστήριο ότι επέβαλαν για άλλους λόγους της δήθεν 'ανώμαλης λειτουργίας' του λογαριασμού του και της δήθεν άλλης εργασίας. Αυτή η θέση των εναγομένων δεν εδιαφοροποιήθηκε μετά τις εξηγήσεις που ο ίδιος ο ενάγων έδωσε προς τους εργοδότες του με το τεκμήριο 4. Δεν τον πίστεψαν. Δεν τους έλεγε την αλήθεια. Κατά τους ίδιους ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα και διακινούσε χρήματα προερχόμενα από παράνομα στοιχήματα. Έπρεπε όμως αφού δεν μπορούσε να αποδειχθεί αυτό, δηλαδή ότι τα χρήματα προέρχοντο από παράνομα στοιχήματα, να δικαιολογηθεί η απόλυση του. Ο ενάγων παραπέμφθηκε ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής η οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία του κ. Ηλιοδώρου και το τεκμήριο 5 προχώρησε στην απόλυση του για δύο άλλους λόγους. (α) ανώμαλη λειτουργία του λογαριασμού του χωρίς τη δέουσα εξουσιοδότηση, Άρθρο 7 του Κώδικα υπηρεσίας της Τράπεζας (τεκμήριο 13 Άρθρο 7) και (β) ενασχόληση σε δεύτερη εργασία (ως 'Agent' και ή 'αλογάρης', ανεξάρτητα αν είναι επ΄ αμοιβή ή όχι (Άρθρο 4 του τεκμηρίου 6).
Ο ενάγων ενώ προσπαθούσε να τους πείσει ότι δεν ασχολείται με 'παράνομα στοιχήματα' (ποινικά κολάσιμη πράξη) για την οποία δεν υπήρξε καταγγελία στην αστυνομία, χωρίς να επιτυγχάνει, φαίνεται να απολύεται για άλλους λόγους χωρίς να αντιμετωπίζει τέτοια πειθαρχικά παραπτώματα και χωρίς να κληθεί για να απολογηθεί σ΄ αυτά. Πέραν τούτου, είναι αδιανόητο νομίζω να απολύεται ένας εργοδοτημένος γιατί είναι 'αλογάρης' δηλαδή ασχολείται με ιπποδρομιακά άλογα ή είναι ιδιοκτήτης ιπποδρομιακών αλόγων και αυτό να θεωρείται ενασχόληση όχι επ΄ αμοιβή η οποία επηρεάζει την εργασία του στην τράπεζα ή η εξυπηρέτηση δύο φίλων να θεωρείται ότι ο ίδιος λειτουργεί ως αντιπρόσωπος 'Agent', και ότι αυτό συνιστά ασχολία, δηλαδή έχει δεύτερο επάγγελμα, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στην εσχάτη των ποινών του Κώδικα, δηλαδή την απόλυση του. Εξηγήσεις για την ισχυριζόμενη 'ανώμαλη' λειτουργία του λογαριασμού εδόθησαν κατά την άποψη μου ικανοποιητικές. Η επιβολή της εσχάτης των ποινών στον ενάγοντα υποδηλεί ότι αυτός τιμωρήθηκε γιατί ήταν θρασύς, δεν μετανόησε, δεν έλεγε την αλήθεια σε αντίθεση με τον κ. Θεμιστοκλέους που ήταν 'συνεργάσιμος' και για τον οποίο διαφοροποιήθηκε η ποινή. Ουσιαστικά οι εναγόμενοι θεωρούσαν ότι ο υπό κατηγορία εργοδοτούμενος για να τύχει επιεικούς μεταχείρισης πρέπει να παραδέχεται, να μεταμελεί, να απολογείται και να αναμένει την ποινή του. Για ένα καλό εργοδοτούμενο για είκοσι ολόκληρα χρόνια με συμμετοχή σε σοβαρές χρηματοαποστολές, τίμιο χωρίς προηγούμενη επιλήψιμη συμπεριφορά, η επιβολή της εσχάτης των ποινών για ένα όχι τόσο σοβαρό παράπτωμα, δικαιολογείται μόνο από λόγους εκδικητικούς με πλήρη αδιαφορία για τις συνέπειες της στον ίδιο και την οικογένεια του με την επίκληση προνοιών της σύμβασης εργασίας και του κώδικα υπηρεσίας οι οποίες σύμφωνα με τους εναγόμενους που αγνοούν τα συναλλακτικά ήθη και βασίζονται κυρίως σ΄ αυτό, δηλαδή στο ότι οι όροι εργοδότησης τους δίνουν το δικαίωμα της απόλυσης χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση. Η συμπεριφορά του ενάγοντα όχι μόνο δεν συνιστά παράπτωμα αλλά αντίθετα η διακίνηση χρημάτων μέσω του λογαριασμού του, πιθανότατα με την έγκριση του υπευθύνου του υποκαταστήματος του, ήταν επωφελής για τους εργοδότες του και έτσι αντικρίζετο από τον ίδιο αλλά και κάθε λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο.»
Από το πιο πάνω χρησιμοποιηθέν λεκτικό προκύπτουν τα ακόλουθα: πρώτον, ότι η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν παράνομη, προειλημμένη και εκδικητική, ληφθείσα κατά παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και αδίκως επιβληθείσα. Στην ουσία το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως προς το αδικαιολόγητο και παράνομο του τερματισμού των υπηρεσιών του που ήταν και η βάση της νομικής αξίωσης του με την εγερθείσα υπ΄ αυτού αγωγή, (ιδιαιτέρως σχετικές οι παράγραφοι 7, 10,. 13 και 16 της Έκθεσης Απαίτησης).
Δεύτερο, ότι οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον εφεσίβλητο για τη χρήση του λογαριασμού και ότι δεν ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα θα έπρεπε να είχαν γίνει δεκτές από την εφεσείουσα. Δεν έγιναν όμως και επειδή δεν μπορούσε να αποδείξει ότι όντως διακινούσε παρανόμως χρήματα από παράνομα στοιχήματα, η εφεσείουσα δικαιολόγησε την απόλυση του στη βάση δύο άλλων λόγων, ήτοι, της ανώμαλης λειτουργίας του λογαριασμού χωρίς δέουσα εξουσιοδότηση και ενασχόλησης του με δεύτερη εργασία. Το Δικαστήριο εν άλλοις λόγοις απέρριψε την εκδοχή που πρόβαλαν διά ζώσης στη μαρτυρία τους οι μάρτυρες της εφεσείουσας και όπως η εκδοχή αυτή τέθηκε στην επιστολή απόλυσης.
Τρίτο, η προταθείσα διά της έκθεσης υπεράσπισης εκδοχή των γεγονότων ήταν ότι η εργοδότηση του εφεσίβλητου τερματίστηκε λόγω του ότι οι ενέργειες του ήσαν αντίθετες με τους όρους 3 και 4 της Σύμβασης Εργοδότησης - «General Rules of Staff» και του άρθρου 7(1)(στ)(η) και (θ) του Κώδικα Υπηρεσίας της Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, (δέστε και παρ. 5 της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης).
Όμως η έναρξη της όλης υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου έγινε με την επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 6.10.2003, Τεκμ. 3, με την οποία κλήθηκε με βάση το άρθρο 10(1) του Κώδικα Υπηρεσίας να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις του «ως προς τη χρήση του λογαριασμού σας για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων». Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε τέτοια χρήση. Η θέση του ήταν ότι τα ποσά που διακινήθηκαν μέσω του λογαριασμού του «αφορούσαν νόμιμες πράξεις δύο νομίμων και αδειούχων αντιπροσώπων στοιχημάτων».
Η πράξη απόλυσης όμως, ημερ. 24.11.2003, Τεκμήριο 5, βασίστηκε αλλού: ότι η ίδια η «.. διακίνηση μεγάλων ποσών στην Τράπεζα για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων αποτελούν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα βάσει της σύμβασης και των γενικών όρων εργοδότησης σας (όροι 3 και 4) και του Κώδικα Υπηρεσίας της Τράπεζας (άρθρα 7(1), (στ), (η) και (θ) ..». Τα οποία όμως δεν έχουν καμιά σχέση με «παράνομα» στοιχήματα. Αναδρομή στα σχετικά πρωτοδίκως κατατεθέντα Τεκμήρια 6 και 13 που είναι οι Γενικοί Όροι και ο Κώδικας Υπηρεσίας, αντίστοιχα, επιβεβαιώνει το αναφερθέν. Εκείνο που ιδιαιτέρως ενδιαφέρει εδώ είναι η παρ. (η) του άρθρου 7 - Πειθαρχικά Παραπτώματα - που επί λέξει ταξινομεί το εξής ως πειθαρχικό παράπτωμα: «Η υπέρβασις ή ανώμαλος λειτουργία του παρά τη Τραπέζη λογαριασμού του υπαλλήλου άνευ της δέουσας εξουσιοδοτήσεως.»
Στη μαρτυρία τους οι δύο μάρτυρες της εφεσείουσας έθεσαν τα πράγματα διαφορετικά. Τόνισαν, ιδιαιτέρως, ο Σιαρπέλ Μάρκου, Μ.Υ. 2, ότι ο εφεσίβλητος του είχε δηλώσει σε συνάντηση που είχαν ότι η κίνηση στο λογαριασμό του προερχόταν από παράνομα στοιχήματα και ότι αυτό το έπραττε με αμοιβή, προμήθεια, 12-15% (σελ. 65, 68 και 70 των πρακτικών και Τεκμ. 20). Στην πορεία της αντεξέτασης, όμως, άλλαξε τη θέση του προωθώντας την εκδοχή ότι αφενός δεν ενέπιπτε στα καθήκοντα της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου, στην οποία υπηρετούσε την ουσιώδη περίοδο, η καταγγελία στην αστυνομία εφόσον, ως του υπεδείχθη κατά την αντεξέταση, τα παράνομα στοιχήματα, ήταν ποινικό αδίκημα, (σελ. 68 των πρακτικών), αλλά ούτε «... ανελύσαμε το θέμα τι εστί παράνομα στοιχήματα ούτε και μπήκαμε σ΄ αυτή τη λεπτομέρεια επειδή δεν ήταν το θέμα μας. Το θέμα μας ήταν η κίνηση η υπερβολική στο λογαριασμό. Αυτό μας ενδιέφερε.», (σελ. 71 των πρακτικών). Και στη σελ. 72, εντελώς αντίθετα με την αρχική του θέση ότι ο εφεσίβλητος δήλωσε ευθέως και στον ίδιο ότι ασχολείτο επί προμηθεία με παράνομα στοιχήματα, κατέθεσε ότι, «Είναι δήλωση των συναδέλφων ότι τα λεφτά που μπήκαν στο λογαριασμό του ήταν προϊόν παρανόμων στοιχημάτων και επαναλαμβάνω ότι δεν ήταν δουλειά μου να διερευνήσω εάν είναι παράνομο στοίχημα ή δεν είναι παράνομο.». Και, περαιτέρω, σε πλήρη και ευθεία αντίθεση με το Τεκμήριο 3, με το οποίο ο εφεσίβλητος κλήθηκε να απαντήσει για παράνομα στοιχήματα, ο μάρτυρας στη σελ. 75 είπε: «Δεν παραπέμφθηκε στην πειθαρχική για το παράνομο στοίχημα προς Θεού.».
Να σημειωθεί περαιτέρω ότι ο μάρτυς δεν ήταν καθόλου σαφής ως προς το ποιος σύνταξε το Τεκμήριο 20, εσωτερικό σημείωμα προς τον Δ. Ηλιοδώρου, Γενικό Διευθυντή, το οποίο αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος τους δήλωσε ότι ασχολείτο με παράνομα στοιχήματα, λέγοντας ότι μπορεί και να το σύνταξε ο ίδιος, ενώ φέρει την υπογραφή του Μ. Χριστοφορίδη, Γενικού Επιθεωρητή του Συγκροτήματος, ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν κλήθηκε από την εφεσείουσα τράπεζα ως μάρτυρας.
Είναι λοιπόν όλη την πιο πάνω μαρτυρία που απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι αντί η εφεσείουσα να καταγγείλει τον εφεσίβλητο στην αστυνομία, τον απέλυσε για λόγους άλλους από αυτόν που του καταλόγισαν αρχικά με το Τεκμήριο 3, και χωρίς να «αντιμετωπίζει τέτοια πειθαρχικά παραπτώματα και χωρίς να κληθεί να απολογηθεί σ΄ αυτά.»
Επομένως, υπό τύπο σύνοψης, το Δικαστήριο στο πιο πάνω απόσπασμα απεφάσισε τα ακόλουθα: (i) η απόλυση ήταν προαποφασισμένη με την επιβολή μάλιστα της εσχάτης των ποινών, (ii) η απόλυση έφερε ως δικαιολογία άλλους λόγους από αυτόν για τον οποίο κλήθηκε σε απολογία, (iii) ενώ του ζητήθηκε να τοποθετηθεί ως προς τα παράνομα στοιχήματα απελύθη για υπέρβαση και ενασχόληση με άλλη εργασία, (iv) απελύθη διότι δεν ήταν συνεργάσιμος με την πειθαρχική επιτροπή, δεν έδειξε μεταμέλεια και ήταν ειρωνικός, (σελ. 59 και 60 των πρακτικών από την αντεξέταση του Ηλιοδώρου Ηλιοδώρου, Μ.Υ. 1).
Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι σχετικοί λόγοι έφεσης ότι δεν αξιολογήθηκε η μαρτυρία της εφεσείουσας και ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι κακώς απελύθη ο εφεσίβλητος, που είναι και η ουσία της όλης έφεσης, δεν ευσταθούν. Είναι πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε επαρκώς τη μαρτυρία της εφεσείουσας τράπεζας, εντόπισε τις αδυναμίες της μαρτυρίας αυτής και τις ανέδειξε με το δικό του τρόπο στο εκτεταμένο μέρος του σκεπτικού που παρατέθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης. Το αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του αρμοδίου οργάνου της εφεσείουσας ήταν διαφορετικό από αυτό που αρχικά καταλογίσθηκε στον εφεσίβλητο, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου δεν παρουσιάστηκαν τα πρακτικά της Πειθαρχικής Επιτροπής, ούτε και απευθύνθηκε οποιοδήποτε πειθαρχικό κατηγορητήριο στον εφεσίβλητο. Να σημειωθεί δε περαιτέρω ότι η επιστολή Τεκμήριο 5 με την οποία ο εφεσίβλητος απολύθηκε, από την οποία και απουσιάζει πλέον το αρχικώς διαπιστωθέν επιλήψιμο του παρανόμου των στοιχημάτων, εμπεριέχει ουσιαστικά την ποινή χωρίς να φαίνεται η προηγούμενη απόφαση περί ενοχής ως αποτέλεσμα κάποιας ιδιαίτερης ακροαματικής διαδικασίας. Παρουσιάζεται δηλαδή να ακολουθήθηκε μια πλημμελής διαδικασία κατά την οποία η ποινή της απόλυσης επεβλήθη χωρίς να προηγηθεί κρίση περί της ενοχής του εφεσιβλήτου, και χωρίς σαφή διαχωρισμό των δύο σταδίων, ενοχής και επιβολής ποινής.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θα απέρριπτα την έφεση.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ