ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D578
(2015) 1 ΑΑΔ 1840
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoλιτική ΄Εφεση αρ. 209/2010)
9 Σεπτεμβρίου, 2015
ΣΤ.ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ
Εφεσείουσα/Εναγόμενη
και
ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εφεσίβλητος/Eνάγων
- - - - - - - - -
Αλ.Πασχαλίδου, (κα), για την εφεσείουσα
Μιχ.Κιτρομηλίδης, για τον εφεσίβλητο
- - - - - - - - -
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. και με αυτή συμφωνεί ο Τ.Οικονόμου, Δ. Εγώ, θα δώσω δική μου διϊστάμενη απόφαση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Υπήρξε κύριο επίδικο θέμα στην πρωτόδικη διαδικασία το ερώτημα αν ο συντελεσθείς τερματισμός της εργοδότησης του εφεσίβλητου - ενάγοντα με την εφεσείουσα - εναγόμενη τράπεζα (από τώρα και στο εξής η Τράπεζα) ήταν παράνομος και αν συνεπακόλουθα ο εφεσίβλητος δικαιούται αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.
Είναι κοινό έδαφος ότι ο εφεσίβλητος είχε προσληφθεί αρχικά από το 1983 στην Barclays Bank και μετά την εξαγορά της από την Ελληνική, συνέχισε να εργοδοτείται στη Τράπεζα ως μέλος του γραφειακού προσωπικού.
Τα προβλήματα για τον εφεσίβλητο ξεκίνησαν όταν του ζητήθηκε να έχει συνάντηση με αξιωματούχους της Γενικής Επιθεώρησης της Τράπεζας, τον Ιούνιο 2003, για να δώσει εξηγήσεις σχετικά «με τη διακίνηση μεγάλου ποσού χρημάτων από το προσωπικό του λογαριασμό.»
Αυτή η συνάντηση πραγματοποιείται στις 12.6.2003. Το τι ελέχθη στη συνάντηση αυτή υπήρξε αμφισβητούμενο θέμα, αφού ο ΜΥ2 κ.Σιαρπέλ Μάρκου του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου αποδίδει το περιεχόμενο της συνάντησης αυτής με σαφώς διαφορετικό τρόπο απ΄ότι ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του. Το θέμα αυτό θα απασχολήσει και στη συνέχεια.
Σε σχέση με τη συνέχεια στο ιστορικό των δρώμενων τα οποία είναι αδιαμφισβήτητα, της συνάντησης εκείνης, ακολουθεί η επιστολή της τράπεζας και η απάντηση του εφεσείοντα, τα τεκμ.3 και 4 τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει αυτούσια στις σελ.2 και 3 της εκκαλούμενης απόφασης, υπογραμμίζοντας μάλιστα τα ουσιώδη - κατά την κρίση του - σημεία.
Σκόπιμο είναι να παρατεθούν τα ως άνω τεκμήρια όπως ακριβώς καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, με την επισήμανση ότι οι υπογραμμίσεις είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Κύριο Νίκο Κυριακίδη
Κατάστημα Διγενή Ακρίτα
Ελληνική Τράπεζα Λτδ
Λευκωσία
Μέσω: κ. Ε. Ξενίδη, Διευθυντής Τραπεζικών Εργασιών & Διοικητικών Υπηρεσιών
Κύριε
Εξέταση Πειθαρχικών Παραπτωμάτων
Αναφέρομαι στη συνάντηση που είχατε στις 12/06/2003 με αξιωματούχους της Γενικής Επιθεώρησης Συγκροτήματος σχετικά με την διακίνηση μεγάλου ποσού χρημάτων στο προσωπικό λογαριασμό παρατραβήγματος σας, και σας καλώ βάσει των διατάξεων του άρθρου 10(1) του Κώδικα Υπηρεσίας της Τράπεζας, όπως υποβάλετε γραπτώς μέσα σε πέντε ημέρες από της κοινοποιήσεως της παρούσας, τις θέσεις σας ως προς τη χρήση του λογαριασμού σας για αποδοχή παράνομων στοιχημάτων.
Αν η απολογία και οι εξηγήσεις σας για τις πιο πάνω ενέργειες σας δεν κριθούν ικανοποιητικές, θα σας κοινοποιηθεί ποινή σύμφωνα με τους όρους της εργοδότησης σας και το Κώδικα Υπηρεσίας της Τράπεζας. Σε ένδειξη παραλαβής της επιστολής αυτής παρακαλώ να υπογράψετε το εσωκλεισμένο αντίγραφο και να το επιστρέψετε στο κύριο Γιάννη Ξενίδη που θα σας παραδώσει την επιστολή αυτή.
Με εκτίμηση
Δ. Ηλιοδώρου
Διευθυντής Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού
Εσωκλ.
Κοιν: κον. Λοίζο Χατζηκωστή
Πρόεδρο / Γραμματέα
ΕΤΥΚ»
(Σημ: Οι υπογραμμίσεις δικές μου)
---------------
«Κύριο
Δώρο Ηλιοδώρου
Διευθυντή Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικής Τράπεζας
Κύριε
Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 06/10/2003, στην οποία αναφέρεστε στη διακίνηση μεγάλου ποσού χρημάτων από προσωπικό λογαριασμό μου και ισχυρισμούς περί δήθεν αποδοχής παράνομου στοιχήματος και σας αναφέρω ότι η διακίνηση χρημάτων που έγινε δεν είχε καμία σχέση με παράνομο στοίχημα και τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αναληθείς και απαράδεχτοι και ως τέτοιοι απορρίπτονται.
Τα ποσά που διακινήθηκαν μέσο του λογαριασμού μου αφορούσαν νόμιμες πράξεις δυο νόμιμων και αδειούχων αντιπροσώπων στοιχημάτων, με σκοπό την εξασφάλιση καλύτερων αποδόσεων λόγω της διαφοράς στις τιμές που είχαν συγκεκριμένα στοιχήματα στις εταιρείες που αντιπροσωπεύουν.
Επειδή έτυχε να είναι και οι δυο φίλοι μου, αλλά δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλο, με είχαν εμένα ως έμπιστο άτομο, προς τους δυο, για την τακτοποίηση των συναλλαγών τους.
Ανεξάρτητα των ανωτέρω, θέλω να αναφέρω ότι, ουδεμία παρατυπία έγινε στο λογαριασμό μου, αντίθετα πάντοτε πίστευα ότι εξυπηρετούσα τα συμφέροντα της τράπεζας και δεν πίστευα ότι η κίνηση αυτή του λογαριασμού μου θα δημιουργούσε τέτοιους προβληματισμούς.
Πραγματικά λυπούμαι για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.
Με εκτίμηση
Νίκος Κυριακίδης»
Ακολούθως, στην πρωτόδικη απόφαση αποδίδεται και η κατάληξη των πραγμάτων ως εξής:
Ο ενάγων στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 13.11.2003 εκλήθη ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής των εναγομένων όπου έδωσε προφορικές εξηγήσεις. Στις 24.11.2003 οι εναγόμενοι με επιστολή τους ιδίας ημερομηνίας (τεκμήριο 5), αποφάσισαν ότι η ανάμιξη και ενασχόληση του με τη διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του λογαριασμού του, για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων, αποτελούσε πειθαρχικό παράπτωμα, και προχώρησαν στην άμεση και άνευ προειδοποίησης απόλυση του.
Παραθέτω επίσης αυτούσιο το περιεχόμενο του τεκμηρίου 5:
«Κύριον
Νίκο Κυριακίδη
Οδός Παλαιολόγου 1 Στρόβολος 2023 Λευκωσία
ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ
Κύριε,
Σε συνέχεια της επιστολής μας ημερ. 6 Οκτωβρίου 2003 με θέμα "Εξέταση Πειθαρχικών Παραπτωμάτων", της επιστολής - απολογίας σας ημερ. 17 Οκτωβρίου 2003 και των προφορικών εξηγήσεων που δώσατε ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής της Τράπεζας στις 13 Νοεμβρίου 2003, έχω εντολή να σας κοινοποιήσω τα ακόλουθα:
Επειδή οι πράξεις και ενέργειες σας όπως περιγράφονται στην πιο πάνω επιστολή μας και η εν γένει ανάμιξη &/ή ενασχόληση σας με διακίνηση μεγάλων ποσών μέσω του λογαριασμού σας στην Τράπεζα για σκοπούς τοποθέτησης στοιχημάτων αποτελούν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα βάσει της σύμβασης και των γενικών όρων εργοδότησής σας (όροι 3 και 4) και του Κώδικα Υπηρεσίας της Τράπεζας (άρθρα 7(1), (στ), (η) και (θ)), για τα οποία εκλήθητε προτού σας επιβληθεί ποινή σε γραπτή απολογία.
Και επειδή τόσον η γραπτή σας απολογία όσον και οι προφορικές απαντήσεις και εξηγήσεις που δώσατε ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, στην παρουσία και εκπροσώπων της ΕΤΥΚ κρίθηκαν αβάσιμες και απορρίφθηκαν.
Διά τούτο, για τους πιο πάνω λόγους που συνιστούν διαγωγή εκ μέρους σας που καθιστά σαφές ότι η σχέση σας με την Τράπεζα δεν μπορεί εύλογα να αναμένεται να συνεχισθεί, από σήμερα τερματίζεται η Υπηρεσία σας στην Ελληνική Τράπεζα.
Με τιμή,
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ
Δώρος Ηλιοδώρου
Διευθυντής
Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού
Κοινοποίηση: Πρόεδρον/Γενικόν Γραμματέα Ε.Τ.Υ.Κ. Λευκωσία»
(Σημ: Οι υπογραμμίσεις δικές μου)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ποιοί μάρτυρες κατέθεσαν και, ως είναι το αναμενόμενο, παραθέτει τη σύνοψη της μαρτυρίας τους. ΄Ηταν ο ίδιος ο εφεσίβλητος, και η σύζυγος του αφενός και αφετέρου οι μάρτυρες υπεράσπισης, δύο τραπεζικοί, ο κ.Ηλιοδώρου, κατά τον ουσιώδη χρόνο διευθυντής της υπηρεσίας ανθρώπινου δυναμικού και μέλος της Πειθαρχικής Επιτροπής της Τράπεζας, καθώς και ο κ.Σιαρπέλ Μάρκου στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω.
Δύο από τους λόγους έφεσης συσχετίζονται και αφορούν το θέμα του ελέγχου της αξιοπιστίας που όφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να διενεργεί εφ΄όλης της δοθείσας μαρτυρίας.
Το παράπονο της εφεσείουσας καθορίζεται στο Λόγο ΄Εφεσης 5 (μέρος της αιτιολογίας) καθώς και στο Λόγο 8:
Λόγος έφεσης 5:
«5) Το Δικαστήριο λανθασμένα αποφασίζει ότι οι Εναγόμενοι-Εφεσείοντες παράνομα απόλυσαν τον Ενάγοντα, καθ΄ότι:
Αιτιολογία:
....
Γ) Το δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εν λόγω απόλυση ήταν παράνομη σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης.
Οι Εναγόμενοι απέδειξαν ότι δεν ήταν λογικά εφικτό για μία Τράπεζα να εργοδοτεί ένα υπάλληλο ο οποίος διακινούσε μεγάλα ποσά στο λογαριασμό του χωρίς η Τράπεζα ακόμη και κατά τον χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης να είναι σε θέση να γνωρίζει την πηγή των εν λόγω εισοδημάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψην την διακίνηση μεγάλων ποσών στο λογαριασμό του Ενάγοντα και την παράλειψη/αδυναμία του να δώσει λεπτομερείς ή επαρκείς εξηγήσεις γι΄αυτό. Λανθασμένα αποφασίζει ότι δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις.
.........
Ε) Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψην την μαρτυρία των Εναγομένων χωρίς όμως να την απορρίπτει ρητά ή να προβαίνει σε οποιοδήποτε εύρημα σε σχέση με την αξιοπιστία τους.
.......
Λόγος έφεσης 8
Το εκδικάσαν Δικαστήριο όφειλε να κρίνει τη μαρτυρία των Εναγομένων και να καταλήξει σε ευρήματα αξιοπιστίας.
Αιτιολογία:
Α) Το Δικαστήριο δεν αξιολογεί την μαρτυρία των Εναγομένων και δεν δίνει κανένα λόγο ως προς το γιατί δεν την δέχεται.
Β) Σε κάποια σημεία της απόφασης του δέχεται μαρτυρία των Εναγομένων, ως για παράδειγμα το θέμα της καταβολής των αποζημιώσεων κατά το χρόνο τερματισμού της σύμβασης, όμως αποδέχεται τη μαρτυρία αυτή επιλεκτικά.
Γ) Το δικαστήριο δεν απορρίπτει τη μαρτυρία των Εναγομένων απλά αναφέρεται ή αποδέχεται αυτήν αποσπασματικά, χωρίς καμία αιτιολογία.»
Οι λοιποί λόγοι έφεσης κυρίως αφορούν νομικές θεωρήσεις και νομικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου για τη φύση της εργοδότησης του, το παράνομο του τερματισμού καθώς και την παροχή και την έκταση αποζημιώσεων ειδικά στο μη επιτρεπτό της αναφοράς (άρα αποδοχής) στην κρινόμενη περίπτωση του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου Ν.24/67 αφού, όπως εισηγείται η εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατ΄επίκληση αρχών που προκύπτουν από τις υποθέσεις Χρύσω Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478. Interamerican Insurance Co Ltd v. ΄Αντρης Μακρίδου, (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1586, Στέλιος Στυλιανίδης ν. British American Insurance co. Ltd, (1990) 1A.A.Δ. 517.
Είναι σαφές ότι η εξέταση των λόγων έφεσης 5 και 8 πρέπει να προηγηθεί όποιας άλλης απόπειρας εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης. Το θέμα της αξιοπιστίας και οποιουδήποτε λάθους ή παράλειψης που την αφορά επηρεάζει το βάθρο των γεγονότων ως παρατίθενται στα ευρήματα του Δικαστηρίου και συνεπώς των συμπερασμάτων που ακολουθούν και βεβαίως της δικανικής κατάληξης.
΄Εχοντας διεξέλθει όλη την εκκαλούμενη απόφαση δεν έχει εντοπιστεί να γίνεται και να καταγράφεται το έργο της αξιολόγησης σε σχέση με τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης και ούτε βέβαια συσχετισμός και αντιπαραβολή της μαρτυρίας τους με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κανένα σημείο δεν φαίνεται να διερευνά και να εξηγεί γιατί δέχεται ή δεν δέχεται τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης.
Το έργο της αξιολόγησης γίνεται με ένα μη δόκιμο τρόπο. Ο εφεσίβλητος και η δια ζώσης μαρτυρία του συσχετίζεται, αντιδιαστέλλεται και «υπερισχύει» των θέσεων της Υπεράσπισης, σαν να μη δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους της.
Ο Δικαστής Νικήτας (όπως ήταν τότε) με το στοχευμένο του λόγο περιγράφει πολύ παραστατικά το καθήκον του Δικαστηρίου στον έλεγχο της αξιοπιστίας στην υπόθεση C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 στη σελ.1280:
Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει. Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.
(Βλ. και Papadopoulos ν. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,325)
Aυτό το έργο που περιγράφεται πιο πάνω, φαίνεται να επιτελέστηκε πλημμελώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπήρξαν θέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης οι οποίες ήταν αντίθετες της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, πλην όμως δεν σχολιάστηκαν και δεν υπήρξε επ΄αυτών δικαστική κρίση, σε συνάρτηση με την αξιολόγηση τους.
Στη συνέχεια θα δώσουμε κάποια από τα σημαντικότερα σημεία αυτής της διάστασης θέσεων:
(α) Το αν η απόλυση ήταν παράνομη, όχι ως νομικό συμπέρασμα, αλλά στις συνθήκες κατά τις οποίες σε επίπεδο πραγματικό έλαβε χώρα η απόλυση. Οι δύο θέσεις ήταν σαφώς αντίθετες. Οι μάρτυρες υπεράσπισης συσχέτισαν άμεσα το θέμα της απόλυσης με το ότι υπήρξε ανώμαλη κατάσταση του λογαριασμού του εφεσίβλητου, όπως άλλωστε προέκυπτε και από το ίδιο το άρθρο 7 του Κώδικα Υπηρεσίας (τεκμ.13). Περαιτέρω οι μάρτυρες υπεράσπισης εξήγησαν, τι συνέπεια είχε αυτό, θεωρώντας το ως το βασικό έναυσμα για την έναρξη της διαδικασίας εναντίον του και όχι το τυχόν παράνομο των στοιχημάτων. Οι σχετικές καταθέσεις αφορούσαν ποσά τα οποία σύμφωνα με την υπεράσπιση κατά το έτος 2001 έφθασαν στο ποσό των Λ.Κ.118,378, το έτος 2002 σε Λ.Κ.176.563, το δε 2003 για την περίοδο μέχρι τον τερματισμό των υπηρεσιών του σε Λ.Κ.77.901. Οι αναλήψεις από τον εν λόγω λογαριασμό εκ μέρους του Εφεσίβλητου ήσαν ανάλογες, με τις καταθέσεις σε εύρος και έκταση. Αυτό από μόνο του συσχετίστηκε από τους μάρτυρες υπεράσπισης με το πρόβλημα που δημιουργήθηκε ως αφετηρία της διαδικασίας εναντίον του εφεσίβλητου, σε συμφωνία με πολλά από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια.
(β) Λόγω των πιο πάνω προβλημάτων ο εφεσίβλητος κλήθηκε σε συνάντηση με αξιωματούχους της τράπεζας (μεταξύ των οποίων και ο ΜΥ2) στην οποία - κατά τη θέση του τελευταίου - ο ίδιος ο εφεσίβλητος ομίλησε για στοιχήματα και ότι η πιο πάνω κίνηση στους λογαριασμούς του σχετιζόταν με τα στοιχήματα. Συγκεκριμένα ο ΜΥ2 ισχυρίστηκε ενόρκως τα ακόλουθα στις σελ.65 και 66 των πρακτικών:
«Ε. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της συνάντησης που είχετε με τον κ.Νίκο Κυριακίδη;
Α. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μας δήλωσε ότι τα μετρητά, η κινηση στο λογαριασμό προέρχεται από παράνομα στοιχήματα και ότι αυτό το έκανε με αμοιβή, έπαιρνε κάποια προμήθεια, 12 με 15%.
Ε. Την έρευνα αυτή με ποιον τη διεξάγετε;
Α. Την διεξήγαγα εγώ μαζί με τον κ.Χριστοφορίδη, διευθυντή εσωτερικού ελέγχου ο οποίος ήταν και στη συνάντηση. Μαζί είχαμε κάνει και τη συνάντηση ο οποίος και σαν διευθυντής υπέγραψε την έκθεση την οποία στείλαμε στην Υπηρεσία Ανθρώπινου Δυναμικού σε απάντηση του σημειώματος που μας είχαν ζητήσει να γίνει αυτή η έρευνα.
Ε. Παρακαλώ να δείτε το τεκμήριο 20. (μάρτυς βλέπει το τεκμήριο 20)
Α. Το αναγνωρίζω. Είναι η έκθεση η οποία ετοιμάστηκε και στάληκε στον κ.Ηλιοδώρου ο οποίος μας είχε ζητήσει να διεξάγουμε αυτή την έρευνα.»
Εν αντιθέσει, ο εφεσίβλητος δεν δέχεται ενόρκως ότι είπε κάτι τέτοιο και ούτε ότι εισέπραττε προμήθεια 12 με 15 τοις εκατόν. Παρά δε το γεγονός ότι η θέση αυτή αντανακλάται και στα πρακτικά συνεδρίας της Πειθαρχικής Επιτροπής τεκμ.21 και πάλι δεν υπάρχει σχετικός σχολιασμός.
(γ) Υπήρξε θέση και των δύο μαρτύρων υπεράσπισης (αλλά και γενικά της υπεράσπισης) ότι η χρήση και μόνο του προσωπικού λογαριασμού του εφεσίβλητου είτε για παράνομα είτε για νόμιμα στοιχήματα αποτελεί ουσιώδη παράβαση των όρων εργοδότησης του ως εκ της φύσεως του επαγγέλματος που συνιστούσε νόμιμο λόγο για άμεση απόλυση του.
(δ) Οι θέσεις του εφεσίβλητου ότι ο λογαριασμός του ήταν τύπου «secret account" και ο υπεύθυνος του το γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει, δεν έγινε δεκτός από τους μάρτυρες υπεράσπισης στους οποίους μάλιστα έγινε μεγάλος αριθμός ερωτήσεων επ΄αυτών και είχαν αντίθετη θέση.
(ε) Απασχόλησε τη δίκη και η πειθαρχική διαδικασία που έγινε σε κάποιο άλλο υπάλληλο της Τράπεζας, ονόματι Θεμιστοκλέους. Ο πρωτόδικος δικαστής αποδέχτηκε τον ισχυρισμό για «άνιση μεταχείριση» ως προς τον εφεσίβλητο επί της ποινής, αφού στον Θεμιστοκλέους επιβλήθηκε μόνο απώλεια προσαυξήσεων για μια περίοδο και όχι απόλυση όπως στον εφεσείοντα. Επ΄αυτού του θέματος υπήρξαν ερωτήσεις προς τους μάρτυρες υπεράσπισης και έδωσαν θέσεις και εξηγήσεις τις οποίες όμως ο πρωτόδικος δικαστής δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη. Ειδικά δέον να προσεχθεί η θέση του Μ.Υ.1 ότι ο Θεμιστοκλέους παραδέχτηκε ότι ενεργούσε «καθ΄ύπόδειξιν» του εφεσείοντα για τέτοιου είδους συναλλαγές και ότι οι ίδιοι στην πειθαρχική διαδικασία δεν αντιλήφθηκαν ότι αυτός λειτουργούσε ως agent ή «αλογάρης». Κανένα σχόλιο στην πρωτόδικη προσέγγιση δεν αντανακλά την αντίθετη θεώρηση της Υπεράσπισης που και πάλιν ο πρωτόδικος Δικαστής καθηκόντως έπρεπε να αξιολογήσει.
Αυτές οι θέσεις υπήρξαν σημαντικοί παράμετροι του ιστορικού των γεγονότων που απασχόλησαν τη δίκη.
Επί όλων των πιο πάνω σημείων, ο πρωτόδικος δικαστής - αν αφήσουμε κατά μέρος την κρίση του για το είδος της σύμβασης εργοδοσίας και το αποτέλεσμα της διάρρηξης της σχέσης με την επιδίκαση αποζημιώσεων - όφειλε να διατυπώσει ευρήματα αξιοπιστίας επί της μαρτυρίας που άκουσε.
Αντ΄αυτού χωρίς τη διεργασία σκέψης και κρίσης που υπεδείχθησαν πιο πάνω στην Pelecanou (ανωτέρω), κατέγραψε μόνο κατ΄ αποκλειστικότητα την επιλογή του να θεωρήσει ότι η εφεσείουσα τράπεζα λειτούργησε εναντίον του εφεσίβλητου κατά παρέκκλιση της φυσικής δικαιοσύνης, αναφέροντας, υπό μορφή κατάληξης, ότι δεν εδόθη στον εφεσίβλητο ούτε ευκαιρία, ούτε χρόνος για να υπερασπίσει τον εαυτό του.
Στις κρίσιμες σελίδες (σελ.12 και επόμενες) της εκκαλούμενης απόφασης που θα έπρεπε να αφορούν ακριβώς τη διεργασία αξιολόγησης όλης της δοθείσας μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τύπο και πάλι κατάληξης, χωρίς αιτιολογία εδραζομένη στην αξιοπιστία, αποφάσισε ως εξής:
«Δεν έχω κανένα ενδοιασμό επίσης αξιολογώντας την ενώπιον μου μαρτυρία να αποφασίσω ότι η απόλυση του ενάγοντα ήταν παράνομη. Δικαιολογημένα ο ενάγων αισθάνεται ότι αδικήθηκε από την συμπεριφορά των εργοδοτών του έναντι του. Η απόφαση τους για την απόλυση του ήταν για άγνωστο λόγο προειλημμένη και εκδικητική και δεν ενείχε τα στοιχεία της δικαίας και ίσης αντιμετώπισης των εργοδοτουμένων των εναγομένων. Παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης κατά την εναντίον του ενάγοντα πειθαρχική έρευνα και ο ίδιος παραπλανήθηκε και αγνοούσε για το ποιες κατηγορίες αντιμετώπιζε. Ήταν φανερό ότι υπήρχε παντελής έλλειψη επικοινωνίας κατά τον ουσιώδη χρόνο μεταξύ ενάγοντος-εναγομένων επί ζημία βεβαίως του ενάγοντα. Ο λογαριασμός του λειτουργούσε για τρία σχεδόν χρόνια και είναι αδύνατο να δεχθεί οποιοσδήποτε ότι υπήρχε αδυναμία από πλευράς Τράπεζας να εντοπίσει την «ανώμαλη λειτουργία του». Πιο λογική φαίνεται η πιθανότητα ο λογαριασμός να λειτουργούσε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με την έγκριση του υπεύθυνου του υποκαταστήματος του ενάγοντα παρά το αντίθετο».
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι απουσιάζει παντελώς η αξιολόγηση της ένορκης μαρτυρίας των Μ.Υ.1 και 2 και των εξηγήσεων που αυτοί έδωσαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαγράφει εντελώς από το σκηνικό τη θέση των μαρτύρων υπεράσπισης και δεν σχολιάζει την παραδοχή του ιδίου του εφεσίβλητου ως προς τη χρήση των λογαριασμών του για στοιχήματα, καθώς και τη θέση των μαρτύρων υπεράσπισης ότι το πειθαρχικό παράπτωμα αφορούσε τον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας του λογαριασμού και όχι απλώς αν τα στοιχήματα ήταν νόμιμα ή παράνομα.
Είναι φανερό ότι το έργο της αξιοπιστίας που θα έπρεπε να επιτελέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο εγγενώς παρουσιάζει πλημμέλεια με τρόπο που δεν μπορεί να θεραπευθεί.
Στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Νίκου Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422, επίσης παρατηρήθηκε έλλειψη καταγραφής της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιολόγηση μαρτύρων των εφεσειόντων αφού το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας για τον κάθε μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία ενώπιον του.
Αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής στις σελ.1459-1460:
«Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας για τον κάθε μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία ενώπιόν του, αλλά προχώρησε απευθείας να εξετάσει τις δύο εκδοχές που δόθηκαν, για να σημειώσει ότι δεν πείστηκε καθόλου για την ορθότητα της εκδοχής της τράπεζας. Με δεδομένο ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των μαρτύρων της κάθε πλευράς, η σαφής και επαρκώς αιτιολογημένη κρίση του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας τους, ήταν επιτακτική. Ενόψει της διάστασης της μαρτυρίας για τις συνθήκες υπογραφής των Τεκμηρίων 72, 73, 74 και 190(9), το πρωτόδικο δικαστήριο είχε καθήκον να προβεί σε συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας. Όπως αναφέρθηκε στη Benmanx v. Austin Motor Co Ltd [1955] 1 All E R 326 και υιοθετήθηκε στην Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη, ανωτέρω, εύρημα επί της αξιοπιστίας μάρτυρα σημαίνει κρίση του Δικαστηρίου για το αν ο μάρτυρας είπε ή όχι την αλήθεια στο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, το ζητούμενο ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφηκαν τα πιο πάνω τεκμήρια. Οι τρεις μάρτυρες των Εφεσειόντων (Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3) που κατάθεσαν επί του θέματος, υποστήριξαν διαφορετικά πράγματα από αυτά που υποστήριξε ο Εφεσίβλητος. Με δεδομένη την πιο πάνω διάσταση, το δικαστήριο όφειλε να αναζητήσει τα αληθή γεγονότα, αφού προηγουμένως αποφαινόταν για το ποιος μάρτυρας έλεγε την αλήθεια και ποιος όχι (βλ. R.C.K. Sports Ltd, ως έχει μετονομαστεί από Palinex Sports Ltd v. Persona Advertising Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ. 1074). Μόνο αφού διαπιστωθεί ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης, έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει στα επόμενα στάδια που αφορούν στο βάρος και στο επίπεδο απόδειξης».
(βλ. και Kades v. Nicolaou κ.ά. (1986) 1 C.L.R. 212).
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή - δυστυχώς - παρά την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή ανάλογης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Βέβαια το μέτρο είναι επώδυνο και καθόλου επιθυμητό από τους διαδίκους, ούτε από το Ανώτατο Δικαστήριο. ΄Ομως ενόψει της παρατηρηθείσας πλημμέλειας δεν είναι δυνατό να ακολουθηθεί άλλη οδός από την επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται εξ ολοκλήρου. Διατάσσεται επανεκδίκαση ως ανωτέρω. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης. Τα έξοδα της έφεσης εκ ποσού €2,000 πλέον ΦΠΑ επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.
Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΜΑ