ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A638
(2015) 1 ΑΑΔ 2040
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 135/2010)
30 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
PISSIS LIMITED,
Εφεσείoντες/Ενάγοντες,
ΚΑΙ
LA BAGUETTE BOULANGERIE-PATISSERIE LTD,
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.
----------
Π. Παπαγεωργίου, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Θεμιστοκλέους (κα), για τους Εφεσίβλητους.
----------
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες ενήγαγαν τους εφεσίβλητους για εκτέλεση διαφόρων εργασιών κατασκευής και εγκατάστασης διαφημιστικών πινακίδων, αξιώνοντας ως υπόλοιπο την αξία τριών τιμολογίων ημερομηνίας 24.8.2005, 13.12.2005 και 15.12.2005, που ανέρχεται στο ποσό των ΛΚ1.414,28.
Στην έκθεση απαίτησης γίνεται αναφορά σε προφορική συμφωνία και/ή εν μέρει προφορική και εν μέρει γραπτή συμφωνία με βάση την οποία οι εφεσείοντες προσέφεραν υπηρεσίες προς τους εφεσίβλητους, με τους τελευταίους να έχουν καταβάλει προκαταβολικά περί τις 13.7.2005 το ποσό των ΛΚ200, και να παραλείπουν να καταβάλουν το υπόλοιπο ποσό παρόλο που παρέλαβαν την εκτελεσθείσα εργασία και υποσχέθηκαν αποπληρωμή της συμφωνηθείσας και/ή ευλόγου αξίας των εργασιών.
Οι εφεσίβλητοι στην υπεράσπιση και ανταπαίτησή τους ισχυρίζονται ότι έγινε συμφωνία μεταξύ τους, όχι όμως αυτή που αναφέρεται από τους εφεσείοντες. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, καταρτίστηκε συμφωνία περί τα τέλη Απριλίου του 2005 για την κατασκευή φωτεινής διαφημιστικής πινακίδας στην πρόσοψη του καταστήματός τους και για διάφορες επιγραφές στην πόρτα και τη βιτρίνα του εν λόγω καταστήματος, έναντι του συμφωνηθέντος και/ή εύλογου ποσού των ΛΚ1.350 από το οποίο το 30% θα καταβάλλετο για επιγραφές επί του εμπορικού οχήματος των εφεσιβλήτων και πως η όλη εργασία θα εκτελείτο και θα παραδίδετο μέχρι 31.5.2005. Θα καταβάλλετο ως προκαταβολή το ποσό των ΛΚ200 και το υπόλοιπο ποσό τμηματικώς και αναλόγως της προόδου των εργασιών μέχρι 31.5.2005. Οι εφεσίβλητοι διατείνονται ότι κατέβαλαν το ποσό της προκαταβολής περί το τέλος Απριλίου του 2005, όμως οι εφεσείοντες δεν ολοκλήρωσαν τη συμφωνηθείσα εργασία μέχρι 31.5.2005 και τις συνέχισαν μέχρι τον Αύγουστο του 2005, οπόταν τις εγκατέλειψαν, αφήνοντας ασυμπλήρωτο το έργο, χωρίς να επιδιορθώσουν σφάλματα τα οποία αναφέρονται λεπτομερώς στην υπεράσπιση. Συνακόλουθα, οι εφεσίβλητοι ανταπαιτητικώς αξίωσαν δηλωτική απόφαση ότι η μεταξύ τους συμφωνία κατέστη άκυρη και/ή ακυρώσιμη και/ή μη δεσμευτική γι' αυτούς, γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, καθώς και ειδικές αποζημιώσεις ανερχόμενες σε ΛΚ1.700 για απώλεια του ποσού της προκαταβολής και για το ποσό που απαιτείται για επανεκτέλεση των εργασιών από άλλους.
Με την απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση οι εφεσείοντες επαναλαμβάνουν ότι συνήψαν την επίδικη συμφωνία τόσο γραπτώς, ήτοι δυνάμει της σχετικής προσφοράς των εφεσειόντων προς τους εφεσιβλήτους, ημερομηνίας 12.7.2005, την οποία οι εφεσίβλητοι απεδέχθησαν και υπέγραψαν, η δε προσφορά αυτή έγινε αφού σε προγενέστερο χρόνο έγιναν διάφορες συναντήσεις και συζητήσεις που αφορούσαν την επίδικη συμφωνία όσο και σε προφορική συμφωνία και/ή εντολή των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες για την εκτέλεση των ανατεθεισών εργασιών. Δυνάμει αυτών των εντολών εκτελέστηκαν οι εργασίες και εξεδόθηκαν τα αντίστοιχα τιμολόγια. Κατά τα λοιπά αρνούνται τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε και αξιολόγησε τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων που κλήθηκαν εκ μέρους των εφεσειόντων, έκρινε ότι αυτοί ήταν αναξιόπιστοι και απέρριψε τη μαρτυρία τους αναφορικά με το περιεχόμενο της επίδικης συμφωνίας και τις αντίστοιχες τιμές των προϊόντων και, ακολούθως, απέρριψε την αξίωση, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων. Απέρριψε επίσης την εκδοχή του μάρτυρα που κλήθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων και, συναφώς, την ανταξίωση που υπεβλήθη από αυτούς με έξοδα εναντίον τους.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τους ακόλουθους δύο λόγους έφεσης:
«1. Η επίδικη απόφαση του Σεβαστού Πρωτόδικου Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη τα δικόγραφα, τη μαρτυρία και τα κατατεθέντα τεκμήρια στο σύνολο τους, τη θέση και τις παραδοχές των διαδίκων, αλλά και τα εύλογα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν, είναι λανθασμένη ή/και αναιτιολόγητη ή/και στερείται ικανοποιητικής ή/και εύλογης ανάλυσης και αιτιολογίας, στηριζόμενη μόνο σε θέματα αξιοπιστίας όλων των μαρτύρων και καταλήγοντας σε απόρριψη τόσο της Απαίτησης των Εφεσειόντων-Εναγόντων όσο και της Ανταπαίτησης των Εφεσίβλητων-Εναγομένων.
2. Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επεδίκασε έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων-Εναγόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.»
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, συγκεκριμενοποιείται στην αιτιολογία του ότι (α) η μαρτυρία των τριών μαρτύρων των εφεσειόντων συνάδει τόσο μεταξύ τους όσο και με τις δικογραφημένες θέσεις τους και τα κατατεθέντα τεκμήρια, γι΄αυτό θα έπρεπε να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, (β) το Δικαστήριο έπρεπε να προβεί σε ευρήματα σε όλα τα σημεία της διαφοράς των διαδίκων και να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα με βάση τη συμπεριφορά και ενέργειες των δύο πλευρών από το χρόνο της συμφωνίας και μεταγενέστερα και (γ) με βάση το βάρος απόδειξης σε αστικές υποθέσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει ότι οι εφεσείοντες πέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεσή τους τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το μέγιστο μέρος της απαίτησης τους, με βάση ιδιαίτερα τα Τεκμ. 3 και 4, σε αντίθεση με τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων που ήταν γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη, όπως επισημαίνει και το ίδιο το Δικαστήριο στην απόφασή του.
Αντίθετη, βεβαίως, υπήρξε η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί επέμβαση του εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεσή τους, αναφερόμενοι ειδικότερα στην παρουσίαση των τιμολογίων η οποία δεν είναι αρκετή για να αποδείξει την εργασία που έγινε και την απαίτηση των εφεσειόντων.
Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση όπου το Δικαστήριο ασχολείται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την κατάληξη του αναφορικά με την απαίτηση.
«Η ΜΕ1 δεν μου έκανε καλή εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρος και δεν ήρθε στο Δικαστήριο να πει την αλήθεια. Συνεπώς δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της. Ήτο φανερή η προσπάθεια της να βοηθήσει τον Ενάγοντα. Η ΜΕ1 ενώ ουσιαστικά δεν γνωρίζει, αφού δεν ήταν παρούσα, τι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, ήρθε στο Δικαστήριο να παρουσιάσει τα Τεκμήρια 3 έως 6 ως τις συμφωνίες των διαδίκων. Ενώ σύμφωνα με τη ΜΕ1 στις 29.7.2005 παραδόθηκε η πρώτη παραγγελία ως το Τεκμήριο 3, η οποία περιελάμβανε ένα illuminated flexface sign 7,30 X 1,20 τότε πώς στο Τεκμήριο 4 ημερ. 24.8.2005 συμφωνήθηκε με τον Ενάγοντα ακόμη ένα illuminated flexface sign 7,30 X 1,20. Να σημειώσω ότι καμία σχετική επεξήγηση δεν έχει δοθεί από την πλευρά του Ενάγοντος. Γιατί δεν προσκομίστηκε, αφού ως η θέση της ΜΕ1 υπάρχει, η κατάσταση λογαριασμού με την οποία θα καταδεικνύετο στο Δικαστήριο το πραγματικό υπόλοιπο.
Ξενίζει επίσης το γεγονός ενώ η θέση της ΜΕ1 ήταν ότι η συμφωνία των διαδίκων ήταν το Τεκμήριο 3 στο οποίο αναγράφεται Pissis Signs, στα Τεκμήρια 4, 5 και 6 αναγράφεται το όνομα του Ενάγοντος Pissis Ltd., το οποίο θα άλλαζε, την 1.6.2006 (Τεκμήριο 2). Επίσης πως η ΜΕ1 ήτο, ως η θέση της, παρούσα και είδε το ΜΥ1 να υπογράφει το Τεκμήριο 8 με το όνομα Boxter όταν ίδια ανέφερε ότι τα διατακτικά υπογράφονται από τον πελάτη κατά την παραλαβή του προϊόντος χωρίς να αναφέρει ότι ήταν παρούσα κατά την τοποθέτηση των προϊόντων του Ενάγοντος.
Περαιτέρω για τη στάση της μάρτυρος είναι κατά τη γνώμη μου ενδεικτική η αντίφαση της, ότι παρέλαβε η ίδια στις 13.7.2005 τη μεταχρονολογημένη επιταγή, ενώ ακολούθως ανέφερε ότι λέγοντας ότι παρέλαβε την επιταγή, δεν εννοούσε παραλήπτη το άτομο της, αλλά εννοούσε το γραφείο.
Ο Ενάγων προσπάθησε με το δικόγραφο του σε ότι αφορά τη συμφωνία των διαδίκων, να την παρουσιάσει προφορική ή/και εν μέρει προφορική και εν μέρει γραπτή συμφωνία δυνάμει των τιμολογίων 63003805 ημερ. 24.8.2005 για το ποσό £1482,03, 63004167 για ποσό £109,25 ημερ. 13.12.2005 και 6004193 για ποσό £23 ημερ. 15.12.2005. Τα περί προφορικής συμφωνίας κατέρρευσαν από τη μαρτυρία του ιδίου του ΜΕ3, ο οποίος ήτο ο μόνος ο οποίος διαβουλεύθηκε με το ΜΥ1 και πειστικά ανέφερε στο Δικαστήριο ότι η συμφωνία ήτο γραπτή και ότι το Τεκμήριο 3 ήτο η προσφορά του Ενάγοντος.
Θα ανέμενα από μια σοβαρή εταιρεία να ετοιμάζει για τους πελάτες τα συμφωνημένα σχέδια αναφορικά με τα προϊόντα που θα κατασκευάσει και θα παραδώσει στον πελάτη και όχι να εμφανιστούν τα Τεκμήρια 7 και 8 κατά την αντεξέταση της ΜΕ1 μετά από αίτημα της Υπεράσπισης. Τα Τεκμήρια 7 και 8 δεν μπορεί να τα αξιολογήσει το Δικαστήριο. Το Τεκμήριο 7 έχει διαγραφές και ως η ΜΕ1, το διαγραμμένο logo δεν τοποθετήθηκε. Επίσης να σημειώσω ότι τα τεκμήρια αυτά δεν έχουν επεξηγηθεί στο Δικαστήριο από την πλευρά του Ενάγοντος και δεν μπορώ να εξάξω οποιαδήποτε συμπεράσματα αναφορικά με τα προϊόντα που πράγματι ετοιμάσθηκαν ως η συμφωνία των διαδίκων και τοποθετήθησαν στο κατάστημα του Εναγομένου. Στα τεκμήρια αυτά δεν φαίνεται ποια ήσαν τα προκαταρκτικά σχέδια, ποια αφορούν μετρήσεις μόνο, ποια ήταν τα συμφωνηθέντα και ποια προϊόντα του Ενάγοντος πράγματι τοποθετήθησαν στο κατάστημα του Εναγομένου.
Ο ίδιος ο ΜΕ2, ο οποίος τοποθέτησε μεγάλη πινακίδα στη μετώπη του καταστήματος ανέφερε ότι δεν ετοίμασε τα σχέδια του Τεκμηρίου 7, συνεπώς δεν γνωρίζει αν αυτό που τοποθέτησε ήταν το συμφωνηθέν προϊόν. Ο ΜΕ2 προέβη στη τοποθέτηση της μετώπης ως η προσφορά, όμως ως ανέφερε δεν γνωρίζει τις προσφορές, δεν είχε ποτέ τα τιμολόγια. Δεν γνωρίζει τη συμφωνία και δεν είδε υπογραμμένο έγγραφο. Όσον αφορά τα «frosted» δεν τα τοποθέτησε ο ΜΕ2 αλλά άλλοι ως ανέφερε. Συνεπώς δεν μπορεί το Δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία του ΜΕ2 διά να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα σε ό,τι αφορά τις συμφωνηθείσες εργασίες ή τις τιμές των εκτελεσθεισών εργασιών, καθώς επίσης και τι προϊόντα παραδόθηκαν στον Εναγόμενο.
Ο ΜΕ3 δεν μου έδωσε την εντύπωση φιλαλήθους μάρτυρος στο εδώλιο του μάρτυρος και δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του. Ο μάρτυς περιέπεσε σε ουσιώδεις διά το Δικαστήριο αντιφάσεις αφού, ενώ ανέφερε ότι συναντήθηκε με το ΜΥ1 και ετοιμάστηκε ως η μόνη γραπτή συμφωνία, μεταξύ των διαδίκων η προσφορά (Τεκμήριο 3) και ότι δεν υπήρχαν προφορικές συμφωνίες μεταξύ των, ακολούθως ανέφερε ότι είχαν γίνει κι΄ άλλες εργασίες, που δεν αναγράφονται στο τεκμήριο 3 και ότι τα Τεκμήρια 4, 5 και 6 δεν συμπεριλαμβάνονται στην προσφορά. Ούτε και αντέχει στον έλεγχο τ6ης λογικής η ως άνω θέση του ΜΕ3.»
Από την άλλη, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ούτε τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα που κλήθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων, ήτοι του Διευθυντή τους Ν. Νικολάου (ΜΥ1), χαρακτηρίζοντάς τον ως άνθρωπο «ο οποίος δεν σέβεται την αλήθεια» και πως πήγε στο Δικαστήριο με στόχο να προωθήσει την προμελετημένη του εκδοχή. Αναφέρει, περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο τα ακόλουθα σε συνάρτηση με το ΜΥ1:
«Η αναφορά του ότι βρήκε για τις επιδιορθώσεις το Γιαννάκη από τον Αγ. Δομέτιο, ο οποίος του έδωσε προφορική προσφορά για £1750, διότι θα τα έκανε από την αρχή παρέμεινε γενική αόριστη και συνεπώς ατεκμηρίωτη. Τη στιγμή όπου ο Εναγόμενος ανταπαιτεί ποσό £1700 ως ειδικές ζημιές, αυτές πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά (Bonham-Carter v. Hyde Park Hotel Ltd (1948) 64 T.L.R. σελίς 177). Τα ίδια ισχύουν και δια το ποσό των £200 ως απώλεια του ποσού της προκαταβολής, διότι η δικογραφημένη θέση του, ότι ο Ενάγων εγκατέλειψε τας εργασίας και τις άφησε ασυμπλήρωτες, χωρίς τις αναγκαίες διορθώσεις των λαθών και σφαλμάτων, παρέμεινε ατεκμηρίωτη. Θα ανέμενα από το ΜΥ1 να αναζητήσει τον Ενάγοντα, να απορρίψει τα προϊόντα του και να αναφερθεί συγκεκριμένα στα ελαττώματα των. Η δε θέση του ότι η μεταχρονολογημένη επιταγή για το ποσό των £200 την έδωσε τέλος Απριλίου, διότι ήθελε να δει αν η εργασία θα γινόταν όπως την ήθελε, δεν αντέχει στον έλεγχο της λογικής, ιδιαίτερα τη στιγμή που, ως η θέση του, δεν του είχε ζητηθεί προκαταβολή.»
Κατέληξε συναφώς το Δικαστήριο ως ακολούθως:
«Με βάση την αξιολόγηση μου ως ανωτέρω έχοντας απορρίψει τη μαρτυρία του ενάγοντος αναφορικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας του με τον Εναγόμενο και τις αντίστοιχες τιμές των προϊόντων η αγωγή αναφορικά με το Α δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Όσον αφορά το β της Απαίτησης το τόκο 9% ετησίως από τι 24.8.2005, η απαίτηση αυτή δεν προωθήθηκε ούτε και έχει αποδειχθεί ότι οι διάδικοι συμφώνησαν οποιοδήποτε τόκο. Η αναφορά στα Τεκμήρια 4, 5 και 6 σε τόκο 9% δεν θα με απασχολήσει, αφού τα τιμολόγια αυτά δεν φέρουν την υπογραφή του Ενάγοντος. Περαιτέρω δεν προσεφέρθη από πλευράς Ενάγοντος μαρτυρία, ότι οι χρεωστικοί τραπεζικοί του λογαριασμοί επιβαρύνθηκαν με τόκο 9%, ως η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντος.»
Είναι φανερό ότι ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας.
Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας, είναι για να μπορέσει το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα ώστε, με αυτά ως δεδομένα, να εξετάσει στη συνέχεια αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και είναι θέμα που δε θα πρέπει να συγχίζεται με το επίπεδο απόδειξης. Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το Δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (βλ. R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd. (1996) 1 AAΔ 1074, στη σελ. 1084). Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.
Είναι γνωστές οι αρχές ότι το έργο αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τους μάρτυρες που παρουσιάζονται ενώπιον του, λόγω της αμεσότητας που έχει μαζί τους. Όμως το Εφετείο διατηρεί πάντοτε την ευχέρεια παρέμβασης για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας, όταν αυτά κρίνονται εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή όταν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία και δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή όταν διαπιστώνονται ουσιαστικής μορφής αντιφάσεις οι οποίες αφήνουν το μάρτυρα εκτεθειμένο (βλ. Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) ΑΑΔ 236 και Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1(Β) ΑΑΔ 974). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η αξιοπιστία ενός μάρτυρα εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης (Wynne v. Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) κ.ά. (2009) 1(Β) ΑΑΔ 1138 και Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614).
Εξετάσαμε την προσαχθείσα μαρτυρία και την αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, την οποία παραθέσαμε αυτούσια πιο πάνω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα ως προς την αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα, μη αποδεχόμενο ουσιαστικά κανέναν από αυτούς. Όμως, παραγνώρισε σημαντικά στοιχεία αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας, ενώ ασχολήθηκε με επουσιώδη θέματα, στη βάση των οποίων κατέληξε να μην αποδεχθεί κανένα από τους μάρτυρες. Είναι παραδεκτή η ύπαρξη συμφωνίας για την κατασκευή διαφημιστικών πινακίδων και επιγραφών, καθώς και η αρχική προσφορά (Τεκμ. 3) που δόθηκε για την διεξαγωγή των εργασιών φέρει υπογραφή τόσο από πλευράς των εφεσειόντων όσο και των εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολογεί αυτή τη μαρτυρία ούτε προβαίνει σε εύρημα ως προς αυτό το ζήτημα. Είναι επίσης παραδεκτό ότι ολοκληρώθηκε ένα μεγάλο μέρος των εργασιών με την τοποθέτηση των πινακίδων, οι οποίες ουδέποτε απορρίφθηκαν. Πέραν τούτου, οι εφεσίβλητοι, ουδέποτε τερμάτισαν τη συμφωνία, την ύπαρξη της οποίας παραδέχονται στο δικόγραφο τους. Ούτε επέστρεψαν τις πινακίδες, οι οποίες, σύμφωνα με την εκδοχή τους, δεν κατασκευάστηκαν ως είχε συμφωνηθεί. Παρά ταύτα το Δικαστήριο δεν έλαβε ουσιαστικά υπόψη τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Επικεντρώθηκε σε επουσιώδη θέματα και αγνόησε σημαντικά, παραδεκτά στοιχεία μαρτυρίας για τα οποία δεν καταλήγει σε οποιαδήποτε σε ευρήματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, καθιστώντας την αξιολόγηση ως θέμα λογικής τρωτή. Το Δικαστήριο όφειλε στη βάση των αδιαμφισβήτητων γεγονότων να εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις και να αξιολογήσει τη μαρτυρία της κάθε πλευράς.
Ενόψει των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι τρωτή, σε βαθμό που επιβάλλει την επέμβαση του Εφετείου. Και αυτό μπορεί να θεραπευθεί μόνο με επανεκδίκαση της υπόθεσης, καθότι η αξιολόγηση και τα εξ αυτής ευρήματα συνιστούν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Νοείται ότι η επανεκδίκαση αφορά μόνο την απαίτηση και όχι την ανταπαίτηση, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο έφεσης. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας παραμένουν επίδικα στη νέα διαδικασία επανεκδίκασης που έχει διαταχθεί. Νοείται ότι με τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης παραμερίζεται και η οδηγία του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την επιδίκαση των εξόδων της αγωγής υπέρ της εφεσίβλητης.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ