ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D477
(2015) 1 ΑΑΔ 1461
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 363/2012)
3 Ιουλίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Πρόεδρος]
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΤΗΣ ΤΩΝ:
1. EDRINOTIO LTD,
2. KEYGE INVESTMENTS LTD,
3. STYMIE TRADING LTD,
4. ROBYNN HOLDINGS LTD,
5. RHAMES INVESTMENTS LTD,
6. MAREMIO INVESTMENTS LTD
7. KEFOLEMA LTD,
8. XSTRATA INVESTEMENTS LTD,
9. WAGONER HOLDINGS LTD,
10. WOLSELEY HOLDINGS LTD,
11. LARA BUSINESS LTD,
12. AHANIC INVESTMENTS LTD,
13. LITISA INVESTMENTS LTD,
14. POVERO HOLDINGS LTD,
15. PIOSTER INVESTMENTS LTD,
16. PURPLIO LTD,
17. RIGHT PATH LTD,
18. AFRIETEC LTD,
19. CALCULASIO HOLDINGS LTD,
20. CHROIA HOLDING LTD,
21. CHRONOPEMIC INVESTMENTS LTD,
22. CONTROVERSIC INVESTMENTS LTD,
23. CRAZIENO HOLDINGS LTD,
24. ERTASIO HOLDINGS LTD,
25. EUGENIN LTD,
26. FRAGMENTO LTD,
27. FRUCTANIC INVESTMENTS LTD,
28. FYLARGIRO LTD,
29. HISTERIO LTD,
30. KAKTIKA HOLDINGS LTD,
31. KALIDASA INVESTMENTS LTD,
32. KOULTIS HOLDINGS LTD,
33. KRITHARIC HOLDIGNS LTD,
34. MAMICO LTD,
35. MREYTON INVESTMENTS LTD,
36. PADOMIC INVESTMENTS LTD,
37. PAMPALAION LTD,
38. PAPRYROS INVETMENTS LTD,
39. PERTAMIO HOLDINGS LTD,
40. PINKEDIA LTD,
41. POINSETTER INVESTMENTS LTD,
42. POIONTEC LTD,
43. SHREDIA INVESTMENTS LTD,
44. SOSTREFO INVESTMENTS LTD,
45. STALEY HOLDINGS LTD,
46. TINIOTIC INVESTMENTS LTD,
47. VESTIARIO HOLDINGS LTD,
48. XALAZI INVESTMENTS LTD,
49. BROVEMIC LTD,
50. ELIANISA HOLDINGS LTD,
51. LEAVINESIO HOLDINGS LTD,
52. BITONIC LTD,
53. DRIMACO LTD,
54. EXBIGI LTD,
55. VANISHA INVESTMENTS LTD,
56. KMAG HOLDING LTD,
57. JUSTGATE HOLDINGS LTD,
58. REALNATION HOLDINGS LTD,
59. XROMATIOJO LTD,
ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,
Εφεσειόντων-Αιτητών
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
ΗΜΕΡ. 10.04.2012 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΑΥΤΟΥ
Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Ε.Δ. ΣΕ ΑΙΤΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
(ΑΡ. ΑΙΤ. 44/2012) ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ
________________________
Χρίστος Κληρίδης, με Αλέξανδρο Κληρίδη, για τους Εφεσείοντες.
Εύα Ρωσσίδου-Παπακυριακού (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Σάββας Γιορδαμλής, για τη Marfin Popular Bank.
Αριάνα Νικολάου (κα), για τη Eurobank.
Νικόλας Κουρσάρης, για την Τράπεζα Κύπρου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:
Εισαγωγή
Με έναν από τους λόγους που προβάλλονται στην παρούσα έφεση, το δωδέκατο, τίθεται, ουσιαστικά, ως θέμα ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο έσφαλε, όταν έκρινε ως μη ουσιώδη για κατάθεση συγκεκριμένη έγγραφη μαρτυρία, εφαρμόζοντας λανθασμένα, ως προς τούτο, την αρχή η οποία επιβάλλει την πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, σε αίτηση που υποβάλλεται χωρίς ειδοποίηση. Η αναφορά είναι σε σχέση με τέτοια αίτηση, η οποία υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και οδήγησε στην έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, δυνάμει των άρθρων 45 και 46 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, (Ν. 188(Ι)/2007), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Την αίτηση είχε υποβάλει η ΜΟ.Κ.Α.Σ.[1] και το θέμα εγείρεται σε σχέση με την επίδραση, που πιθανολογείται ότι θα είχε η μη αποκαλυφθείσα στη συγκεκριμένη περίπτωση μαρτυρία στην άσκηση, από το εκδώσαν Δικαστήριο, της προαναφερθείσας εξουσίας.
Με την έφεση, προβάλλονται δεκατέσσερις, συνολικά, λόγοι, συμπεριλαμβανομένου του προαναφερθέντος. Με τον κάθε έναν από αυτούς, ξεχωριστά, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, εκδοθείσας στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, με την οποία κρίθηκε ότι δε συνέτρεχε λόγος για την ακύρωση του υπό αναφορά διατάγματος αποκάλυψης, (βλ. Edrinotio Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1900). Βέβαια, υπό το φως της κατάληξης της απόφασης της πλειοψηφίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αποδοχή του πιο πάνω λόγου έφεσης και τη συνακόλουθη ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης, δεν απαιτείται, πλέον, να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι. Περαιτέρω, να διευκρινιστεί ότι, ως αποτέλεσμα της εξέτασης που ακολουθεί σε σχέση με τον προαναφερθέντα λόγο έφεσης, η παρούσα κρίση καταλήγει να είναι σύμφωνη με την πρωτόδικη απόφαση, τοποθετούμενη, έτσι, στη μειοψηφία. Στο επίκεντρό της, βρίσκεται, κατ' αρχάς, η θέση που έχει διαμορφωθεί ως προς την επάρκεια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, σε συνάρτηση, κατά την περαιτέρω ανάπτυξή της, και με την εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 45 και 46 του Ν. 188(Ι)/2007, ειδικά, υπό το πρίσμα της επιδίωξης του Μέρους V[2] αυτού αλλά και, γενικά, του εν λόγω Νόμου.
Γεγονότα
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, η ΜΟ.Κ.Α.Σ. υπέβαλε την προαναφερθείσα αίτηση, δυνάμει των σχετικών προνοιών των Ν. 2(ΙΙΙ)/2000[3] και Ν. 23(Ι)/2001[4], στο πλαίσιο ικανοποίησης επίσημου αιτήματος για παροχή νομικής αρωγής, το οποίο είχε διαβιβαστεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως από το Τμήμα Ερευνών του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η επιδίωξη της αίτησης ήταν η αποκάλυψη όλων των λεπτομερειών σε σχέση με τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους οι εφεσείουσες εταιρείες πιθανολογείται ότι διατηρούσαν σε συγκεκριμένες τράπεζες στην Κύπρο.
Οι πληροφορίες που είχαν δοθεί, σχετικά, έλεγαν ότι το εν λόγω Τμήμα διερευνούσε αδικήματα απάτης και υπεξαίρεσης χρημάτων, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα της προαναφερθείσας χώρας, τα οποία είχαν διαπραχθεί από τους πρώην Πρόεδρο και Πρώτο Αντιπρόεδρο της Τράπεζας της Μόσχας, με τη συνδρομή και εταιρειών, που έχουν συσταθεί και εδρεύουν στην Κύπρο. Στο πλαίσιο δε διάπραξης των εν λόγω αδικημάτων, τα δύο αυτά πρόσωπα φέρεται να υπεξαίρεσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, περιουσία της εν λόγω τράπεζας, τα οποία διακινήθηκαν μέσω λογαριασμών που οι εν λόγω εταιρείες διατηρούσαν σε τέσσερις τράπεζες, οι οποίες διεξήγαν τις εργασίες τους στην Κύπρο.
Πέραν των πιο πάνω γενικών πληροφοριών, στην ένορκη δήλωση, η οποία υποστήριζε την αίτηση, διευκρινιζόταν ότι, κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 2008 και 2011, οι προαναφερθέντες αξιωματούχοι, καταχρώμενοι τη θέση εμπιστοσύνης που κατείχαν στην Τράπεζα της Μόσχας και με τη βοήθεια τρίτων, αγνώστων προσώπων, παρέβηκαν τους κανονισμούς λειτουργίας της εν λόγω τράπεζας, παρέχοντας μεγάλα δάνεια σε εταιρείες, οι οποίες έχουν την έδρα τους στην Κύπρο και έχουν συσταθεί, κατά την ίδια πιο πάνω περίοδο, με οδηγίες της. Στο πλαίσιο, δήθεν, συμμόρφωσης με τις σχετικές συμφωνίες δανείων, αυτοί μετέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά από λογαριασμούς της Τράπεζας της Μόσχας σε λογαριασμούς των εν λόγω εταιρειών, οι οποίες, όπως επισημαίνεται, βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους και δε φαίνεται να διεξάγουν οποιεσδήποτε εργασίες οικονομικής φύσεως. Σύμφωνα με τα έγγραφα που επισυνάπτονται στο επίσημο αίτημα, τα χρηματικά ποσά που είχαν μεταφερθεί στο λογαριασμό της κάθε εταιρείας ανέρχονται σε €201.582.970,00, από τα οποία οι εν λόγω αξιωματούχοι φέρεται να υπεξαίρεσαν, προς ζημιά της τράπεζας, το συνολικό ποσό των €173.155.903,00.
Το διάταγμα αποκάλυψης εκδόθηκε, μονομερώς, από αρμόδια Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δυνάμει του άρθρου 45(1), την ίδια ημέρα που είχε καταχωριστεί η αίτηση, στις 10.4.2012, αφού αυτή ικανοποιήθηκε, από την ενώπιόν της μαρτυρία, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2). Ανάλογη διαπίστωση έγινε και πρωτόδικα, στο πλαίσιο της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος certiorari. Προσβάλλεται δε αυτή με ξεχωριστό λόγο έφεσης, ο οποίος, όπως και οι υπόλοιποι, δε θα εξεταστεί, για το λόγο που έχει, ήδη, αναφερθεί. Εν πάση περιπτώσει, όμως, σύμφωνα με σχετική εισήγηση των εφεσειουσών εταιρειών, η εν λόγω μαρτυρία δεν ήταν η μόνη, την οποία η ΜΟ.Κ.Α.Σ. είχε στη διάθεσή της, όταν καταχωρείτο η μονομερής αίτηση. Αναφέρεται δε, σχετικά, πως, στις 28.3.2012, ο δικηγόρος τους, δρ. Χρίστος Κληρίδης, απηύθυνε επιστολή στην προϊσταμένη της ΜΟ.Κ.Α.Σ., κ. Εύα Παπακυριακού, με την οποία την πληροφορούσε τα εξής:-
«Αγαπητή κυρία Παπακυριακού,
Θέμα: Τράπεζα της Μόσχας
Ενεργώ για διάφορες εταιρείες στην Κύπρο διαχειριστές των οποίων είναι οι πελάτες μας Oneworld Ltd από τα μεγαλύτερα γραφεία στην Κύπρο.
Επειδή πρόσφατα έχουν δει το φως της δημοσιότητας διάφορα κακόβουλα και ψευδή δημοσιεύματα σας αποστέλλω αντίγραφο ΄Ενστασης που καταχωρήσαμε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε σχέση με την απαίτηση της Τράπεζας της Μόσχας για εξόφληση δανείου το οποίο είχε χορηγήσει η πρώην διεύθυνση της Τράπεζας της Μόσχας σε κυπριακή εταιρεία. Ανάλογες απαιτήσεις εκκρεμούν για άλλες περίπου 50 κυπριακές εταιρείες και όλες οι υποθέσεις ασφαλώς αν δεν συμβιβαστούν θα εκδικαστούν στην Κύπρο.
΄Οπως θα προσέξετε από το συνημμένο υπό μορφή παραρτημάτων υλικό είναι προφανές ότι διά πολιτικούς καθαρά λόγους σε κάποιο στάδιο πέρσι μετακινήθηκε η διεύθυνση της τράπεζας της Μόσχας με εμπλοκή του Κρεμλίνου. Το θέμα σχετίζεται άμεσα με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ρωσία και την επανεκλογή του προέδρου Μπούτιν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η νέα διεύθυνση της Τράπεζας της Μόσχας προχώρησε με διάφορα μέτρα και επιδιώκει την δίωξη αυτής η οποία βρίσκεται αυτήν την στιγμή στο Λονδίνο.
Οι πελάτες μας, όπως έχω πει και πιο πάνω, μια από τις πιο αξιόλογες εταιρείες διαχειριστών οικονομικών συμφερόντων με τεράστια εισοδήματα στην Κύπρο ενεπλάκη δυστυχώς σε όλους αυτούς τους 'βυζαντινισμούς'. Είναι η προσπάθεια μας τώρα, κάτι το οποίο έχουμε ήδη προτείνει στην Τράπεζα Μόσχας, ότι τα ακίνητα που αποκτήθηκαν με ποσά της Τράπεζας της Μόσχας να επιστραφούν με μορφή μετοχών των εταιρειών στις οποίες είναι εγγεγραμμένα τα στοιχεία αυτά με μεταβίβαση των μετοχών στην Τράπεζα της Μόσχας.
Είμαστε στην διάθεση σας για οτιδήποτε ήθελε προκύψει.
Επιδίωξα να μιλήσω μαζί σας τηλεφωνικά χθες και άφησα σχετικό μήνυμα για να σας ενημέρωνα ότι θα σας απέστελλα το υλικό. Επειδή δεν κατέστη δυνατόν να επικοινωνήσουμε σας το στέλλω και για οτιδήποτε περαιτέρω μπορούμε να μιλήσουμε και τηλεφωνικά.
Συναδελφικά,
Δρ. Χρίστος Κληρίδης
Δικηγόρος»
Η πιο πάνω επιστολή συνοδευόταν από διάφορα έγγραφα, τα οποία, όπως αναφέρεται σε αυτήν, είχαν χρησιμοποιηθεί σε πολιτικής φύσεως διαδικασία, που βρισκόταν σε εξέλιξη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, μεταξύ της Τράπεζας της Μόσχας και συγκεκριμένης εταιρείας, η οποία, προφανώς, συγκαταλέγεται μεταξύ των εφεσειουσών εταιρειών. ΄Οπως δε διευκρινίζεται, περαιτέρω, η εν λόγω διαδικασία αφορά σε αγωγή για ανάκτηση χρέους δυνάμει δανείου και ότι ανάλογες αγωγές καταχώρισε η εν λόγω τράπεζα εναντίον και άλλων εφεσειουσών εταιρειών. Τέλος, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ΜΟ.Κ.Α.Σ., στο πλαίσιο της προαναφερθείσας αίτησης για αποκάλυψη, δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου την προαναφερθείσα επιστολή και τα επισυναπτόμενα σε αυτήν έγγραφα.
Το διάταγμα αποκάλυψης
Το εκδοθέν διάταγμα αποκάλυψης απευθυνόταν σε τέσσερις τράπεζες, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στην Κύπρο και, σε γενικές γραμμές, τις διέτασσε να αποκαλύψουν τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους οι προαναφερθείσες εταιρείες τυχόν να διατηρούσαν σε αυτές, τους πραγματικούς δικαιούχους αυτών, καθώς, επίσης, ό,τι άλλο είχαν στην κατοχή τους σε σχέση με τη λειτουργία των εν λόγω λογαριασμών. Βασικά, ό,τι ζητείτο να αποκαλυφθεί ήταν έγγραφα, στα οποία αναμενόταν να περιλαμβάνονταν οι πληροφορίες που ενδιέφεραν τους αιτητές, στο πλαίσιο του αιτήματος για παροχή νομικής αρωγής. ΄Οπως αναφέρεται στο διάταγμα, η αποκάλυψη θα έπρεπε να διενεργηθεί με την παράδοση των προαναφερθεισών πληροφοριών στην αρμόδια ανακριτή της ΜΟ.Κ.Α.Σ., εντός του καθορισθέντος χρόνου των επτά ημερών. Το εν λόγω διάταγμα δεν απαιτείτο να καταστεί επιστρεπτέο και, έτσι, δεν ορίστηκε οποιαδήποτε ημερομηνία προς το σκοπό αυτό.
Ο υπό εξέταση λόγος έφεσης
Σε κάποιο στάδιο, κατά την πορεία της υλοποίησης, προφανώς, του πιο πάνω διατάγματος αποκάλυψης, παρενέβησαν οι εφεσείουσες εταιρείες, με τη διαδικασία που αναφέρεται προηγουμένως, η οποία κατέληξε στην παρούσα έφεση. Η αιτιολογία, η οποία αναπτύσσεται σε σχέση με τον υπό εξέταση λόγο, βασικά, εισηγείται ότι η μη αποκάλυψη από τη ΜΟ.Κ.Α.Σ., στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μονομερούς αίτησης, των πληροφοριών που αναφέρονται στην προαναφερθείσα επιστολή του δικηγόρου των εφεσειουσών εταιρειών, της 28.3.2012, στέρησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο τη δυνατότητα αυτό να διαπιστώσει ότι η διερευνώμενη ποινική υπόθεση για απάτη και υπεξαίρεση χρημάτων, στην πραγματικότητα, αφορά σε αστικά χρέη και ότι είναι πολιτικά τα κίνητρα που οδήγησαν στο χαρακτηρισμό της ως ποινικής. Στην ανάλογη θέση, η οποία είχε διατυπωθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειουσών εταιρειών κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η οποία οδήγησε στην εκκαλούμενη απόφαση, δόθηκε, από τον ευπαίδευτο Δικαστή, η απάντηση ότι:-
«΄Εχοντας υπόψη τη φύση του αρχικού αιτήματος, την έκταση των όσων αποκαλύφθηκαν, καθώς και το σκοπό του διατάγματος που επιζητείτο, που δεν ήταν άλλος από την παροχή νομικής συνδρομής για υποβοήθηση των ποινικών ερευνών των ρωσικών αρχών, για αδικήματα υπεξαίρεσης χρημάτων και συγκάλυψης εσόδων, δεν θεωρώ ότι τα δύο αυτά στοιχεία ήταν ουσιώδη ως προς την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/2007 και ότι η μη αποκάλυψη τους, οφειλόταν σε εσκεμμένη ενέργεια με στόχο να παραπλανήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.»[5]
Αναμφίβολα, οι διαπιστώσεις, ανωτέρω, είναι ορθές και παραπέμπουν, ακριβώς, μεταξύ άλλων, στις σχετικές πρόνοιες του Ν. 188(Ι)/2007, που δεν είναι άλλες από αυτές στα άρθρα 45 και 46, τα οποία ο ευπαίδευτος Δικαστής παρέθεσε προηγουμένως, διαπιστώνοντας ότι, με βάση την τεθείσα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μαρτυρία, αυτές ικανοποιήθηκαν. ΄Εκρινε ότι οι μη αποκαλυφθέντες ισχυρισμοί, οι οποίοι περιέχονταν στην επιστολή 28.3.2012 και στα συνοδεύοντα αυτήν έγγραφα, δεν ήταν αναγκαίοι για την κρίση του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα αποκάλυψης, δεδομένης της φύσεως του αιτήματος και του σκοπού που αυτό ήθελε να εξυπηρετήσει. Στο πλαίσιο αυτό, απέρριψε και την εισήγηση για εσκεμμένη παράλειψη αποκάλυψης των εν λόγω ισχυρισμών, ως απόρροια της προηγούμενης διαπίστωσής του.
Ο υπό εξέταση, όμως, λόγος έφεσης δεν προβαίνει στην πιο πάνω διασύνδεση μεταξύ πραγματικού και νομικού πλαισίου. Απλώς, εισηγείται ότι η μη αποκάλυψη, στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης, όλων των γεγονότων, γνωστών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στη ΜΟ.Κ.Α.Σ., συνιστά παραβίαση της αρχής η οποία προβλέπει για τέτοια αποκάλυψη. Η εισήγηση, όμως, αυτή, με τη γενικότητα που έχει διατυπωθεί και την αποστασιοποίησή της από τις πρόνοιες των άρθρων 45 και 46 του Νόμου, στις οποίες δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, ουσιαστικά, θέτει την εξέταση της εν λόγω αρχής εκτός του ορθού νομικού πλαισίου, καθιστώντας, έτσι, και το σχετικό λόγο έφεσης ατελή. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει έγκυρος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Δ.35, κ. 4, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, (βλ. Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1002 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112).
Η νομολογία, στην οποία γίνεται αναφορά προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης, (βλ. Harvardskiy Prumyslovy Hold. A.S. v. Daventree Resour. Ltd κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 801), καταδεικνύει, ακριβώς, τη διαπίστωση αυτή. Η εν λόγω υπόθεση, όπως και οι υποθέσεις στις οποίες αυτή παραπέμπει, σχετικά, αφορούσαν στην έκδοση, μονομερώς, παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, διαφόρων ειδών, όπου το εκδώσαν δικαστήριο είχε να εξετάσει αν, σε αυτές, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ή τα κριτήρια, αναλόγως της περίπτωσης, του παρέχοντος την εξουσία για έκδοσή τους νόμου. Η δε πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, από μέρους των αιτητών, συνέβαλλε, ακριβώς, στην άσκηση, από το εκδώσαν δικαστήριο, της διακριτικής του εξουσίας, που, επίσης, προέβλεπε ο εξουσιοδοτών νόμος. Επομένως, χωρίς τη διασύνδεση της εν λόγω αρχής με τη συγκεκριμένη εξουσία, για την ενάσκηση της οποίας είναι αναγκαία η παράθεση μαρτυρίας, που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι οι πρόνοιες των άρθρων 45 και 46, όλως ιδιαίτερα οι προϋποθέσεις του εδαφίου (2) του τελευταίου άρθρου, διαπιστώνεται ότι ο υπό εξέταση λόγος έφεσης είναι, όντως, ατελής. Ως εκ τούτου, η περαιτέρω εξέτασή του δεν είναι δυνατό να αποδώσει οποιοδήποτε όφελος και πρέπει, για το λόγο αυτό και μόνο, να απορριφθεί.
Τα άρθρα 45 και 46
Αν, βέβαια, το θέμα το οποίο εγείρεται με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης ετίθετο στην ορθή του νομική διάσταση, η σημασία της μη αποκαλυφθείσας μαρτυρίας θα έπρεπε, ακριβώς, να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προνοιών των άρθρων 45(1)(2)(3) και 46(1)(2), οι οποίες έχουν ως εξής:-
«45. (1) ΄Ανευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς ανάλυσης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού.
46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) (ι) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα·
...................................................................................................
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη·
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών·
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη -
(ι) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας και
(ιι) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.»
΄Οσον αφορά, κατ' αρχάς, το άρθρο 45(1), η καθιέρωση με αυτό της εξουσίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, αναμφίβολα, παρέσχε ένα σημαντικό, όσο και αναγκαίο, εργαλείο για τη διευκόλυνση και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας διεξαγόμενων ανακρίσεων, σε σχέση με τη διάπραξη αδικημάτων χρηματοοικονομικής φύσεως, στην πάταξη των οποίων αποβλέπει ο Ν. 188(Ι)/2007, και τη διακρίβωση εσόδων, γενικά. Η συνδρομή ενός τέτοιου διατάγματος στην ανακριτική διαδικασία θεωρείται τόσο σημαντική, ώστε η έκδοσή του να επιτρέπεται, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες άλλων νομοθεσιών, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), ενώ, συγχρόνως, με το εδάφιο (3), επιβάλλεται συνεχής υποχρέωση το πρόσωπο προς το οποίο το διάταγμα απευθύνεται να γνωστοποιεί αμέσως στον ανακριτή οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις, ήδη, παρασχεθείσες πληροφορίες.
Βέβαια, η εν λόγω εξουσία δεν ασκείται εν λευκώ. Το εκδίδον δικαστήριο, προκειμένου να εκδώσει ένα διάταγμα αποκάλυψης, πρέπει να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 46(2) και αυτό, στη βάση κάποιας μαρτυρίας, η οποία τίθεται ενώπιόν του. Ο βαθμός δε, στον οποίο πρέπει να ικανοποιηθεί, προφανώς, δεν είναι ο ίδιος για όλες τις προϋποθέσεις. Αξιοσημείωτο, όμως, είναι, ειδικά, το κριτήριο που προβλέπεται σε σχέση με τις απαιτήσεις των παραγράφων (α) και (β), δηλαδή η ανάγκη για ύπαρξη εύλογης υποψίας. Ο όρος «υποψία», ορώμενος στο πλαίσιο των προνοιών του άρθρου 45(1), ανωτέρω, δε φαίνεται να προϋποθέτει την ανάγκη ύπαρξης οποιουδήποτε βαθμού βεβαιότητας, με βάση τη σχετική μαρτυρία. Στο πρώιμο στάδιο της έναρξης ή, ακόμα, και της διεξαγωγής της ανάκρισης, είναι αρκετό η σκέψη να μπορεί να κινηθεί στη σφαίρα της υπόνοιας, ακριβώς, ελλείψει οποιασδήποτε αποδεικτικής μαρτυρίας. Για την πιο πάνω διατύπωση, αντλήθηκε καθοδήγηση από την υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.), όπου, στη σελίδα 948, αναφέρεται:-
"Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.' Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end."
Καθοδήγηση μπορεί, επίσης, να αντληθεί από την υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, στην οποία, σε σχέση με την ερμηνεία του όρου «υπόνοια», έχουν ειπωθεί τα εξής στη σελίδα 164:-
«Περί υπονοιών ο λόγος. ΄Ο,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητά τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. ΄Οπως καθορίζει η νομολογία, κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»
Η ίδια ερμηνεία υιοθετήθηκε, αργότερα, στην υπόθεση Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 7, όπου, στη σελίδα 11, παρατίθεται το πιο πάνω απόσπασμα, (βλ., επίσης, Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9, σελίδα 17).
Μαρτυρία, για να είναι ικανοποιητική και να δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, πέραν του ότι πρέπει να είναι σχετική, το περιεχόμενό της πρέπει να ικανοποιεί την κρίση του αντικειμενικού κριτή, που, εν προκειμένω, είναι ο εκδίδων δικαστής, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη, υπό το φως της. Δεν απαιτείται οτιδήποτε πέραν τούτου και το διάταγμα αποκάλυψης εκδίδεται, εφόσον διαπιστώνεται ότι συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 46(2). Υπό το πρίσμα, λοιπόν, της ανάλυσης που έχει προηγηθεί, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 45, δεν εφαρμόζεται η αρχή της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), καθώς, επίσης, σε άλλες περιπτώσεις όπου διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μονομερώς, υπόκειται σε αναθεώρηση, στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσής του ή κατόπιν αιτήσεως του επηρεαζομένου προσώπου.
Ενισχυτικά της άποψης, η οποία έχει, ως άνω, διαμορφωθεί, είναι και τα εξής: ΄Οταν εκδίδεται ένα διάταγμα για αποκάλυψη πληροφοριών, η χρησιμότητά του και η έκβαση της ανάκρισης, σε σχέση με την οποία αυτό έχει εκδοθεί, είναι αβέβαιες. Για να είναι, όμως, η ανάκριση αποτελεσματική, πρέπει να τηρείται άκρα μυστικότητα όσον αφορά τις περιστάσεις και την έκδοση του διατάγματος και ουδείς ενημερώνεται γι' αυτό, εκτός, βέβαια, από το δικαστήριο. ΄Επειτα, κατά κανόνα, ένα διερευνώμενο πρόσωπο δεν έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει, με τη λήψη δικαστικών μέτρων, τη σε βάρος του διεξαγόμενη ανάκριση. Εν προκειμένω, η κατάσταση αυτή διασφαλίζεται, κατ' αρχάς, από το άρθρο 46(3)(δ), με την πρόνοια ότι:-
«(3) Το διάταγμα αποκάλυψης -
...........................................................................................................
(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.»
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 48[6], αποτελεί αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι πέντε χρόνια, η αποκάλυψη ότι έχουν διαβιβαστεί στη ΜΟ.Κ.Α.Σ. πληροφορίες σε σχέση με διερευνώμενα αδικήματα που προβλέπει ο Νόμος. Συνεπεία των πιο πάνω ρυθμίσεων, διάταγμα αποκάλυψης, το οποίο εκδίδεται μονομερώς, δε φαίνεται να υπόκειται σε αναθεώρηση, παρόλο ότι, σύμφωνα με το άρθρο 72(1), «Κατά την έκδοση οποιωνδήποτε διαταγμάτων, δυνάμει του παρόντος Νόμου, στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ...», αφού, ρητώς, εξαιρούνται οι διατάξεις του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Κατά συνέπεια, με δεδομένες και τις διατάξεις του άρθρου 46(3)(δ), ανωτέρω, δεν παρέχεται δυνατότητα για έλεγχό του, δυνάμει των προνοιών της Δ.48, κ. 8(4)[7] των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Τέλος, με μια μεταγενέστερη της έκδοσης του υπό εξέταση διατάγματος αποκάλυψης τροποποίηση του Ν. 188(Ι)/2007, εισήχθη στο άρθρο 72 αυτού το εδάφιο (2)[8], όπου προβλέπεται ρητά ότι το διάταγμα αποκάλυψης που εκδίδεται με βάση τα άρθρα 45 και 46 δεν υπόκειται σε έφεση, επιβεβαιώνοντας, έτσι, τις πιο πάνω θέσεις. Επομένως, δε θα ήταν, ίσως, άτοπη και η παρατήρηση ότι, στην πραγματικότητα, οι εφεσείουσες εταιρείες δεν είχαν locus standi στην ανάληψη της υπό κρίση πρωτόδικης διαδικασίας.
Μια τελευταία παρατήρηση είναι πως οι πληροφορίες, οι οποίες, τυχόν, προκύπτουν από την εκτέλεση διατάγματος αποκάλυψης, έχουν, ασφαλώς, περιορισμένη χρησιμότητα και, μόνο αν παραστεί ανάγκη, μπορούν να προσφερθούν ως μαρτυρία στο πλαίσιο ποινικής ή πολιτικής δίκης και, βεβαίως, με την έγκριση, πάντοτε, του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος Δικαστής χειρίστηκε το θέμα αυτό, εν προκειμένω, παρατηρώντας τα εξής:-
«Πρόκειται για ιδιάζουσα διαδικασία. Στο στάδιο εκείνο η ΜΟΚΑΣ, κατά τη διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων που καθορίζονται από τα ΄Αρθρα 3 και 4 του Νόμου 188(Ι)/2007, όπως και η αστυνομία σε άλλες ποινικές υποθέσεις, διεξάγει έρευνες για συλλογή πληροφοριών. Μόλις οι έρευνες ολοκληρωθούν και εφόσον προκύψει εύλογη μαρτυρία, τότε η περαιτέρω διαδικασία προχωρεί με βάση την ποινική δικονομία, οπότε το επηρεαζόμενο πρόσωπο, αν τελικά κατηγορηθεί, έχει κάθε δικαίωμα να εμμείνει στα νομικά και συνταγματικά του δικαιώματα, για δίκαιη δίκη (βλ. Barclays Bank plc v. Taylor (1989) 3 All ER 563).»[9]
Επομένως, για τους λόγους, ανωτέρω, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης δε θα μπορούσε να επιτύχει.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, εγκαθιδρυθείσα δυνάμει του άρθρου 54 του Ν. 188(Ι)/2007.
[2] Τιτλοφορείται: «ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ»
[3] Ο περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικός) Νόμος του 2000.
[4] Ο περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμος του 2001, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.
[5] (βλ. (2012) 1 Α.Α.Δ., σελίδα 1926)
[6] «48. Κάθε πρόσωπο το οποίο αποκαλύπτει ότι έχουν διαβιβαστεί στη Μονάδα πληροφορίες ή άλλα σχετικά στοιχεία σε σχέση με γνώση ή εύλογη υποψία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή προβαίνει σε οποιαδήποτε αποκάλυψη δυνάμενη να παρεμποδίσει ή να επηρεάσει δυσμενώς ανακρίσεις και έρευνες που διεξάγονται σχετικά με τη διακρίβωση εσόδων ή με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ενώ γνώριζε ή είχε υποψίες ότι διεξάγονται οι πιο πάνω ανακρίσεις και έρευνες, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που πρόσωπο το οποίο ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητα ελεγκτή ή εξωτερικού λογιστή η επαγγελματία νομικού, επιχειρεί να αποτρέψει πελάτη από το να εμπλακεί σε παράνομη δραστηριότητα, αυτό δε λογίζεται ως αποκάλυψη πληροφοριών κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.»
[7] (4) Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or vary such order on such terms as may seem just."
[8] (βλ. άρθρο 8 του Ν. 184(Ι)/2014)
[9] (βλ. (2012) 1 Α.Α.Δ., σελίδα 1924)