ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D533
(2015) 1 ΑΑΔ 1766
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 100/2015)
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
22 Ιουλίου 2015
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΕΥΔΟΚΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ
ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 13/7/2015 ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ Η ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΣΟΦΟΥΛΗ 16,
ΔΙΑΜ. 207 ΛΕΥΚΩΣΙΑ
------------------------------------------------
Α. Αιμιλιανίδης με Α. Χαραλάμπους (κα), για τον Αιτητή.
----------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex-tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ενώπιον του Δικαστηρίου έχει τεθεί η παρούσα αίτηση προνομιακής φύσεως για τη λήψη άδειας ώστε να καταχωρηθεί διά κλήσεως αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εντάλματος έρευνας ημερ. 13.7.2015 που εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Τα γεγονότα αναφέρονται στην έκθεση και στην ένορκη δήλωση του αιτητή που καθηκόντως συνοδεύουν τη μονομερή αίτηση για τη χορήγηση της άδειας. Πολύ συνοπτικά εξαντλούνται στο ότι ο αιτητής δημοσίευσε ή ανήρτησε στις 11.7.2015 σε ιστοσελίδα μια ανακοίνωση που φέρεται να προέρχεται από τον Υπουργό Υγείας ότι η παραίτηση οφειλόταν στη διαφωνία του με την κυβερνητική πολιτική για την κάνναβη και συγκεκριμένα λόγω άρνησης χρήσης της κάνναβης για φαρμακευτικούς σκοπούς από ασθενείς. Το δημοσίευμα είχε ακολουθήσει την υπό ημερομηνίας 9.7.2015 παραίτηση του Υπουργού Υγείας για προσωπικούς λόγους με περιεχόμενο το οποίο δημοσιεύθηκε σε ιστοσελίδες και σε δημοσιογραφικά έντυπα. Όλα αυτά αναφέρονται με επάρκεια στα συνημμένα τεκμήρια τα οποία έχει θέσει ο αιτητής και πάλι καθηκόντως ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στις 13.7.2015, ο αστυφύλακας 4855 Σάββας Συμεού από το Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης που αφορά τα αδικήματα της πλαστογραφίας, του καταρτισμού πλαστού εγγράφου και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου που κατ΄ ισχυρισμόν είχαν διαπραχθεί στις 11.7.2015, όπως εκδοθεί ένταλμα έρευνας της κατοικίας και υποστατικών του αιτητή που συγκεκριμενοποιούντο, «.. με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικού(ων) υπολογιστή(ων) ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων.».
Στην ένορκη δήλωση του ο αστυφύλακας ανέφερε ότι ο Υπουργός Υγείας Φίλιππος Πατσαλή είχε ενημερωθεί από γνωστούς και δημοσιογράφους ότι σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα αναρτήθηκε δημοσίευμα με τίτλο «Παραιτείται ο Υπουργός Υγείας λόγω της κάνναβης», για το οποίο και εξέφρασε παράπονο στην αστυνομία καταγγέλλοντας το γεγονός εφόσον όντως ο Υπουργός είχε υποβάλει την παραίτηση του, αλλά ουδεμία σχέση είχαν οι πραγματικοί λόγοι παραίτησης με την επιστολή που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα, αναφέροντας ότι ουδέποτε ετοίμασε τέτοια επιστολή το περιεχόμενο της οποίας ήταν ψευδές. Διαπιστώθηκε από τις εξετάσεις της αστυνομίας, όπως ανέφερε ο ενόρκως δηλών αστυφύλακας, ότι είχε δημοσιευθεί από τον αιτητή η εν λόγω επιστολή, διαχειριστής δε της σελίδας από τις διαδικτυακές εξετάσεις, φερόταν να είναι ο αιτητής.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε το ένταλμα στις 13.7.2015 η ώρα 12.10 μ.μ. Με το ένταλμα εξουσιοδοτήθηκε η αστυνομία να εισέλθει στην προαναφερόμενη κατοικία και υποστατικά του αιτητή στη συγκεκριμένη διεύθυνση που εκεί καταγράφεται μεταξύ των ωρών 8.00 και 19.00 και με επιμέλεια να προβεί σε έρευνα στους εκεί υπάρχοντες ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων και να τα κατάσχει. Εναντίον αυτής της έκδοσης του εντάλματος έρευνας εισήχθηκε η υπό κρίση αίτηση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος αγόρευσε με επιμέλεια σε ό,τι αφορά τη βάση του αιτήματος παραχώρησης άδειας αναπαράγοντας στην ουσία τα όσα αναφέρει η ίδια η έκθεση γεγονότων και η ένορκη δήλωση του αιτητή όσον αφορά τόσο το νομικό υπόβαθρο, όσο και τα πραγματικά γεγονότα. Είχε δε την καλοσύνη να χορηγήσει το Δικαστήριο με αριθμό αυθεντιών που υποστηρίζουν, κατά τη θέση του, τη χορήγηση της άδειας.
Είναι δεδομένο ότι η προνομιακή διαδικασία χορήγησης άδειας για προνομιακά εντάλματα φύσεως Certiorari, Prohibition και Mandamus χρησιμοποιείται με φειδώ και όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, συμφέρον από το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Στα ζητήματα των ενταλμάτων έρευνας έχει αναγνωρισθεί παγίως ότι ο έλεγχος που γίνεται, ελλείψει ουσιαστικού άλλου ένδικου μέσου, είναι μέσω των προνομιακών ενταλμάτων ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας της έκδοσης τους και είναι γνωστές οι αποφάσεις Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014 και Πολυδώρου (2010) 1 Α.Α.Δ. 886.
Το ένταλμα έρευνας εδώ έχει εκδοθεί με βάση τον Ποινικό Τύπο 6 και στη βάση των προνοιών των άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, σε σχέση με τα αδικήματα που καταλογίζονται στον αιτητή, αυτά της πλαστογραφίας κατά παράβαση του άρθρου 331 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 164, του καταρτισμού πλαστού εγγράφου κατά παράβαση του άρθρου 333 του Κεφ. 154 και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση του άρθρου 339.
Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να λεχθεί, όπως έχει αναγνωρισθεί στην ουσία και από τον συνήγορο, ότι η παρούσα αίτηση δεν ισοδυναμεί ούτε και θα μπορούσε να εξισούτο με ουσιαστική αμφισβήτηση ποινικών κατηγοριών ή τη δυνατότητα διερεύνηση τους. Άλλωστε εδώ δεν έχουν απευθυνθεί οποιεσδήποτε κατηγορίες εναντίον του αιτητή σε ποινικό Δικαστήριο ή εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για οποιοδήποτε συγκεκριμένο αδίκημα. Επομένως η αίτηση αυτή δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να υπεισέλθει στην ουσία των οποιωνδήποτε πιθανών ποινικών κατηγοριών που ενδεχομένως να προσαχθούν εναντίον του αιτητή, εάν και εφόσον η αστυνομία θεωρήσει ότι έχει στοιχειοθετήσει υπόθεση. Το κατά πόσο υπάρχει ή όχι πλαστογραφία, εν τη εννοία της πλαστογραφίας που καταρτίστηκε με πρόθεση καταδολίευσης που είναι συστατικό στοιχείο της πλαστογραφίας, δεν είναι του παρόντος να εξεταστεί διότι αυτό που τώρα τίθεται προς διερεύνηση είναι κατά πόσο ο αιτητής δικαιούται ή όχι σε αυτό το στάδιο άδεια προς καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως με σκοπό την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για να ακυρωθεί το εκδοθέν στις 13.7.2015 ένταλμα έρευνας. Σε αυτό είναι που διαφέρει η υπόθεση αυτή από την υπόθεση Ανδρέα Ροδοθέου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1043, όπου, όπως εξάγεται από το σκεπτικό, το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί πάνω σε ένορκη δήλωση στην οποία δεν καθοριζόταν το αδίκημα, ούτε και γινόταν αναφορά σε συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες, όπως, αντίθετα, συμβαίνει εδώ. Στην όψη τους λοιπόν διερευνούνται εδώ συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, η στοιχειοθέτηση τους όμως δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι αν το ένταλμα έρευνας νομιμοποιείται στη βάση των δεδομένων που είχε ενώπιον του το Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο και το εξέδωσε ενεργώντας, υπενθυμίζεται, στη βάση των άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, με υπόβαθρο βεβαίως την προς τούτο αίτηση της αστυνομίας με έρεισμα την ένορκη δήλωση του αστυφύλακα 4855 Σάββα Συμεού του Γραφείου Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας. Από την αίτηση που υποβλήθηκε από τον εν λόγω αστυφύλακα αποκαλύπτονται τα εξής: Πρώτον, ότι υπήρξε παραπονούμενο πρόσωπο, ο μόλις παραιτηθείς Υπουργός Υγείας, το όνομα του οποίου χρησιμοποιήθηκε, και αυτό είναι αποδεκτό από τον αιτητή, ώστε να αναρτηθεί δημοσίευμα φερόμενο ως προερχόμενο από τον ίδιο και απευθυνόμενο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε σχέση με τις συνθήκες που τον οδήγησαν στην παραίτηση και που δεν έχουν καμιά σχέση με το πραγματικό περιεχόμενο της επιστολής που ο Υπουργός όντως απέστειλε γνωστοποιώντας την απόφαση του για παραίτηση. Και αυτό είναι και αποδεκτό από τον ίδιον τον αιτητή με βάση την ένορκη δήλωση του και είναι άλλωστε και εμφανές από τη σύγκριση και την αντιπαραβολή του περιεχόμενου των δύο δημοσιευμάτων όπως αυτά τίθενται στην έκθεση και την ένορκη δήλωση στην παρούσα αίτηση.
Δεύτερο, η αστυνομία εφόσον είχε παράπονο και σχετική καταγγελία από τον Υπουργό, καθηκόντως όφειλε να διερευνήσει το όλο θέμα στο πλαίσιο προφανώς της συλλογής μαρτυρίας προς εξέταση και τυχόν στοιχειοθέτηση των υπό διερεύνηση εξεταζομένων αδικημάτων. Ο κ. Αιμιλιανίδης ανεφέρθη στην καθαυτό αναγκαιότητα της έκδοσης εντάλματος έρευνας που οδήγησε στην κατάσχεση των υπολογιστών, τη στιγμή που ο αιτητής αποδέχθηκε ότι ο ίδιος ανήρτησε και μάλιστα επωνύμως στην ιστοσελίδα του το δημοσίευμα. Η απάντηση σε αυτό είναι ότι η αστυνομία καθηκόντως θα πρέπει να συλλέξει τα στοιχεία εκείνα τα οποία θεωρεί ότι μπορούν να στοιχειοθετήσουν στο Δικαστήριο τυχόν πρόσαψη ποινικής κατηγορίας όπως γίνεται, για παράδειγμα, και με τα αιτήματα προσωποκράτησης για τη συλλογή μαρτυρίας έστω και αν υπάρχει εκ μέρους του υπόπτου γραπτή παραδοχή για το υπό εξέταση αδίκημα ή παραδοχή ενώπιον της αστυνομίας. Υπάρχει πάντοτε κίνδυνος καταστροφής ή αλλοίωσης δεδομένων οπότε η αστυνομία καθηκόντως απευθύνθηκε στο Δικαστήριο για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων αυτών.
Το τρίτο είναι ότι αυτό ακριβώς ζήτησε ο αστυφύλακας 4855 στη καταληκτική παράγραφο του όρκου. Εφόσον η ανάρτηση του δημοσιεύματος δεν έγινε με έγγραφη συνηθισμένη μορφή, ούτε κυκλοφόρησε με τον παραδοσιακό τρόπο, ήταν αναγκαία η αναζήτηση της όποιας μαρτυρίας υπήρχε σε ηλεκτρονική μορφή και αυτή περιλαμβάνει βεβαίως ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης δεδομένων.
Το τέταρτο που εγείρεται από τον όρκο και το ένταλμα είναι ότι προς εξέταση δεν είναι εδώ οποιαδήποτε παραβίαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε, διότι το Άρθρο 17 δεν αποτέλεσε το νομικό βάθρο της αίτησης ή της έκδοσης του εντάλματος έρευνας, ούτε χρησιμοποιήθηκε ο Νόμος αρ. 92(Ι)/96 ή οποιοσδήποτε άλλος σχετικός νόμος και εδώ δεν έχει ζητηθεί η αποκάλυψη ηλεκτρονικών προσωπικών δεδομένων ώστε να έχουν συσχετισμό οι υποθέσεις που έχει αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος Μάτσιας (2011) 1 Α.Α.Δ. 152, της Πλήρους Ολομέλειας, κ.ά. Παρόμοια και οι σχετικές υποθέσεις Σιάμισης (2011) 1 Α.Α.Δ. 308, κ.ά., δεν έχουν εδώ εφαρμογή.
Το πέμπτο που παρατηρείται είναι ότι δεν τίθεται ούτε θέμα παραβίασης του άρθρου 15 ή του αντίστοιχου άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διότι η αίτηση και το ένταλμα αφορούν, και αυτό είναι σαφές, εξουσιοδότηση προς κατάσχεση ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που περιέχουν δεδομένα που σχετίζονται μόνο με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση συγκεκριμένων αδικημάτων. Μπορεί να μην έχει τεθεί κάποια συγκεκριμένη εξαίρεση ή περιορισμός από το εκδώσαν το ένταλμα έρευνας Δικαστήριο, όπως θα ήταν ορθότερο, αλλά είναι αυτονόητο ότι το ένταλμα που εκδόθηκε δεν επεδίωκε, ούτε ζητούσε από την αστυνομία την ανεύρεση οποιουδήποτε άλλου πληροφοριακού υλικού αποθηκευμένου στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή άλλες βάσεις δεδομένων έξω από εκείνα τα δεδομένα που συναρτώντο προς τα υπό διερεύνηση αδικήματα και βεβαίως οτιδήποτε άλλο είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί ή να κρατηθεί.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιτέλεσε το καθήκον του ικανοποιηθέν, και αυτό ήταν στη δικαιοδοσία του, ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια περί της διάπραξης αδικημάτων στη βάση των προνοιών του άρθρου 27 του Κεφ. 155. Η απόφαση ήταν δική του βεβαίως και δεν αποτέλεσε απλώς προσυπογραφή των υπονοιών που ανέφερε ο αστυφύλακας στον όρκο του. Όπως έχει λεχθεί σε σωρεία αποφάσεων, όπως αυτές στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Αιμιλιανίδης, αλλά και πιο πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας, Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μακρίδη, Πολ. Έφ. αρ. 514/2012, ημερ. 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238, δεν χρειάζεται χαρακτηριστικό ή περαιτέρω λεκτικό για να καλυφθεί νομίμως το ένταλμα έρευνας, έξω από τις πρόνοιες του ιδίου του άρθρου 28 του Κεφ. 155, ούτε είναι αναγκαίο να αναπαραχθεί η μαρτυρία ή να τηρείται αυστηρώς ή τυπικώς ένας συγκεκριμένος τρόπος διατύπωσης της. Εκείνο που χρειάζεται ως εξωτερικό έρεισμα της νοητικής διεργασίας του Δικαστηρίου είναι η ικανοποίηση του με το λεκτικό που έχει ορίσει το άρθρο 28 του Κεφ. 155, στη βάση της τροποποίησης που έγινε συγκεκριμένα γι΄ αυτό τον σκοπό με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 10(Ι)/1996, ότι, δηλαδή, ο Δικαστής αποφασίζοντας να εκδώσει το ένταλμα, έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης έκδοσης του εντάλματος.
Έχει αναφερθεί από τον κ. Αιμιλιανίδη ότι δεν αποκαλύφθηκαν τα δεδομένα που προηγήθηκαν της αίτησης, όπως το γεγονός ότι ο αιτητής είχε προσεγγισθεί από την αστυνομία, ότι ο ίδιος απευθύνθηκε στην αστυνομία και αποκάλυψε και παραδέχθηκε ότι ήταν εκείνος που ανήρτησε δημοσίως και επωνύμως το δημοσίευμα. Αυτά όμως τα δεδομένα, σε αντίθεση με τα δεδομένα που τέθηκαν στην υπόθεση που παρέθεσε ο κ. Αιμιλιανίδης, τη Σαβερειάδης (2010) 1 Α.Α.Δ. 1401, δεν έχουν σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα ή το ποινικά επιλήψιμο της συμπεριφοράς, εάν υπάρχει στο τέλος, του αιτητή. Ούτε και αλλοιώνουν ή προσθέτουν οτιδήποτε στο έργο που είχε να επιτελέσει το Επαρχιακό Δικαστήριο. Το ίδιο το δημοσίευμα σαφώς θα ήταν ορθότερο να αναφερόταν και να τίθετο στην ένορκη δήλωση του αστυφύλακα, πλην όμως είναι με επάρκεια καταγραμμένη η θέση ότι υπήρξε καταγγελία από τον κ. Πατσαλή ότι δημοσίευμα που τον έφερε να είχε παραιτηθεί λόγω της κάνναβης δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματική επιστολή που ο ίδιος απέστειλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους λόγους της παραίτησης του. Και εκείνο το οποίο γίνεται αντιληπτό να λέγει ο αστυφύλακας στον όρκο του, είναι ότι μετά την καταγγελία έγιναν διαδικτυακές εξετάσεις για να εξακριβωθεί, πέραν των όσων ενδεχομένως ανέφερε ο ίδιος ο αιτητής σύμφωνα με τη θέση του στην ένορκη δήλωση στην αστυνομία, από πού προήλθε το δημοσίευμα αυτό, τον ιστότοπο, τα στοιχεία και τον διαχειριστή της ιστοσελίδας. Αυτά προς στοιχειοθέτηση ή προς διερεύνηση των υπό εξέταση αδικημάτων τα οποία, όπως αναφέρθηκε και πριν, δεν έχουν ακόμη απευθυνθεί προς τον αιτητή ως συγκεκριμένες κατηγορίες. Ούτε το «κατέβασμα» της ανάρτησης που αναφέρει ο αιτητής και τόνισε ο συνήγορος ως το αίτημα που είχε απευθύνει σ΄ αυτόν προηγουμένως η αστυνομία, είναι σχετικά δεδομένα διότι και πάλι εκείνο το οποίο διερευνούσε η αστυνομία και για το οποίο ζήτησε την έκδοση του εντάλματος έρευνας ήταν ακριβώς η πιθανότητα διάπραξης συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων και προς αυτό χρειαζόταν η συλλογή μαρτυρίας για τα περαιτέρω.
Να λεχθεί τέλος ότι ο αιτητής επέλεξε αυτό τον τρόπο προώθησης των ιδεών του. Θα μπορούσε βεβαίως να ενεργήσει διαφορετικά αλλά, όπως αναγνώρισε σήμερα και ο κ. Αιμιλιανίδης, αυτός ο τρόπος ενέργειας δεν αφορά την προνομιακή διαδικασία. Οι θέσεις του αιτητή ότι το κείμενο ήταν απλώς σκωπτικό, σατιρικό ή θα μπορούσε να αποτελέσει, αν δεν βρίσκει σύμφωνο τον Υπουργό, αιτία για καταχώρηση αγωγής δυσφήμισης δεν υπεισέρχονται στη σφαίρα εξέτασης προνομιακού εντάλματος. Ούτε και το Επαρχιακό Δικαστήριο, θα νομιμοποιείτο στο πλαίσιο της αίτησης για έκδοση εντάλματος έρευνας, να προβεί σε αναζήτηση της πρόθεσης εκ μέρους του αιτητή ή να εξετάσει το βάσιμο ή μη του δημοσιεύματος από πλευράς δυσφήμισης ή άλλως πως, ως παράγοντα ή κριτήριο που θα επηρέαζε την απόφαση του στην έκδοση ή μη του εντάλματος έρευνας.
Υπήρξε συγκεκριμένο δημοσίευμα κατ΄ επιλογή του αιτητή κατά τον τρόπο που έγινε, και υπήρξε παράπονο. Τα τυπικά της διαδικασίας της αναζήτησης της έκδοσης εντάλματος έρευνας από την αστυνομία τηρήθηκαν και τηρήθηκαν επίσης και από το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα τα τυπικά προαναφερόμενα από το Νόμο, με σαφή τοποθέτηση της ένδειξης ότι είχε ικανοποιηθεί λογικά για την έκδοση του εντάλματος έρευνας. Επαναλαμβάνεται ότι είναι για τα συγκεκριμένα αδικήματα που εκδόθηκε το ένταλμα ώστε η τυχόν κατάσχεση οποιουδήποτε υπολογιστή να έχει αναφορά και συνάρτηση μόνο με αυτά.
Εν τέλει δεν θεωρείται ότι υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα για τη χορήγηση της άδειας.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ