ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A458
(2015) 1 ΑΑΔ 1391
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
25 Iουνίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ CENK AHMET NEVZAT ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ MANDAMUS
EΚΘΕΣΗ ΓΕΝΟΜΕΝΗ ΣΥΜΦΩΝΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1965 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883 Θ.59, Κ.3(2) (ORDER 59, R.3(2))
---------- --------- -------
Μ.Γεωργίου, για τους Εφεσείοντες
-------- ----------- --------
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
-------- ----------- -------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Αποτελεί κοινή γνώση ότι το ένταλμα mandamus δεν αποσκοπεί στο να ελέγξει μόνο κατώτερα Δικαστήρια που αρνούνται να εκτελέσουν ένα καθήκον που τους επιβάλλει ο νόμος αλλά και άλλες Αρχές ή πρόσωπα ακριβώς για να υποχρεωθούν να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον (βλ. Ηalsbury´s Laws of England 3rd ed., vol.11, para.159, σελ.85 κ.ε.).
Οπότε το ζητούμενο για να δοθεί μια άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση mandamus είναι πρώτιστα και κύρια η διαπίστωση ότι η Αρχή ή το πρόσωπο το οποίο θα καλείται να ενεργήσει, πρέπει να καταδειχθεί ότι έχει δημόσιο καθήκον να πράξει αναλόγως.
Στο Σύγγραμμα Phillips Constitutional and Administrative Law, 6η έκδ. στη σελ.629 αναφέρεται:
"The order of mandamus may be issued to any person or body (not necessarily an inferior court) commanding him or them to carry out some public duty. It is a residual remedy of use where no other remedy is available.»
(βλ. Ιερόθεος Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας (2008) 1 Α.Α.Δ. 43, Ιn re Moschatos, (1985) 1 C.L.R. 381, Λυκούργου Κυπριανού κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 176 και BNK East Med. Ltd (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1302).
Στην κρινόμενη περίπτωση, γονείς μαθητών που φοιτούν στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας επιδίωξαν με την καταχώρηση ex parte αίτησης ενώπιον αδελφής μας Δικαστού, να τους δοθεί άδεια για έκδοση εντάλματος τύπου mandamus με το οποίο να διατάσσεται (επί λέξει) «η Διαχειριστική Σχολή της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας όπως κηρύξει σε σχολικές αργίες τις ημέρες του Μπαϊραμιού κατά τη σχολική χρονιά 2014-2015 δηλαδή την 06ην Οκτωβρίου 2014 και όπως τηρούν ως σχολικές αργίες τις ημέρες του Μπαϊραμιού τις επόμενες χρονιές και/ή όπως συμμορφωθούν με την απόφαση της Επιτρόπου ενάντια στις διακρίσεις ημερομηνίας 4 Φεβρουαρίου 2014».
Με βάση την αίτηση, την έκθεση γεγονότων και τις υποστηρικτικές ένορκες δηλώσεις, οι εφεσείοντες-αιτητές προέβαλαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα ακόλουθα:
Αναφέρονται αρχικά σε επιστολή παραπόνου που απέστειλαν προς την Επίτροπο ενάντια στις διακρίσεις ημερ. 13 Σεπτεμβρίου 2013, η οποία ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχει ο περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων ΄Αλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμος (Ν.42(Ι)/2004), απάντησε «με απόφαση της ημερ. 4 Φεβρουαρίου 2014».
Η ΄Εκθεση αυτή της Επιτρόπου, η οποία αποστάληκε στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής είναι το Παράρτημα Α επί της αίτησης. Οι αιτητές τονίζουν ιδιαίτερα την παρ.13 του κειμένου αυτού, η οποία έχει ως εξής:
«Υπό το φως των πιο πάνω, θέτω την παρούσα γνωμάτευση στο Διοικητικό Συμβούλιο του Σχολείου, με την εισήγηση να ξανά εξετάσει την απόφαση λαμβάνοντας υπόψη όσα έχω αναφέρει στην παρούσα γνωμάτευση για τον μελλοντικό προγραμματισμό του σχολείου. Η συγκεκριμένη μου εισήγηση προς τους Διοικητικούς συμβούλους του Σχολείου είναι ότι είναι άκρως σημαντικό και απαραίτητο να θεωρούνται σχολικές αργίες για όλους τους μαθητές οι σημαντικές θρησκευτικές γιορτές των Μουσουλμάνων. Μια τέτοια ενέργεια είναι πλήρως συνεπής με το νομοθετικό πλαίσιο δράσης της Αγγλικής Σχολής, εφαρμόζει την αρχή της Θρησκευτικής ανοχής, την οποία ασπάζεται το Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ επίσης εξοικειώνει τους μαθητές στις αρχές μιας ανοικτής, πολύ-θρησκευτικής και πλουραλιστικής κοινωνίας».
(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 16 του πιο πάνω Ν.42(Ι)/2004 οι αποφάσεις της Επιτρόπου είναι νομικά δεσμευτικές. Προς τούτο το σκοπό οι αιτητές είχαν αποστείλει σχετική επιστολή στις 8.9.2014 προς την Επίτροπο ζητώντας να εκδώσει σχετικό διάταγμα σύμφωνα με τις πρόνοιες της Νομοθεσίας.
Υπήρξε μέρος των εισηγήσεων των αιτητών, πως η απόφαση του διαχειριστικού συμβουλίου της Αγγλικής Σχολής αντιβαίνει στο ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο θεσπίζει την Αρχή της Ισότητας ενώπιον του νόμου της διοίκησης και της Δικαιοσύνης αφού διαπιστώνεται άνιση μεταχείριση μεταξύ Χριστιανών Ορθοδόξων μαθητών και Μουσουλμάνων.
Είναι η θέση των αιτητών ότι η λήψη μέτρων προκύπτει ως άμεση ανάγκη καθότι η γιορτή του Μπαϊραμιού για το 2014 είναι στις 6 Οκτωβρίου και το διαχειριστικό συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής παρέλειψε και/ή αμέλησε και/ή αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την απόφαση της Επιτρόπου παραλείποντας συγκεκριμένα να κηρύξει ως σχολική αργία τις ημέρες του Μπαϊραμιού κατά το ακαδημαϊκό έτος 2014-2015. Μάλιστα για να υποστηριχθεί αυτή η θέση επισυνάφθηκε επί της αίτησης το ακαδημαϊκό ημερολόγιο της Σχολής για το έτος 2014-2015 το οποίο δημοσιοποιήθηκε στους ενδιαφερομένους.
Η Σχολή επέλεξε να κηρύξει ως σχολικές αργίες τις μέρες του Μπαϊραμιού μόνο για τους Μουσουλμάνους μαθητές ενώ για τους υπόλοιπους μαθητές οι πιο πάνω ημέρες είναι κανονικές εργάσιμες ημέρες με αποτέλεσμα να διαχωρίζονται οι μαθητές σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους «επιδεινώνοντας έτσι το κλίμα του διαχωρισμού του φυλετικού μίσους και των διακρίσεων που επικρατεί στη σχολή και που αντικατοπτρίζει ευρύτερα αλλά και υποδαυλίζει τα φυλετικά μίση και πάθη που υπάρχουν στην κυπριακή κοινωνία», όπως βέβαια εισηγείται η πλευρά των αιτητών.
Είναι σημαντικό επίσης για τους αιτητές το γεγονός ότι το διαχειριστικό Συμβούλιο της Σχολής διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει Νόμου (ο περί Αγγλικής Σχολής (Διεύθυνση και ΄Ελεγχος) Νόμος Κεφ.167) και η όλη στάση του Συμβουλίου ως προς το πιο πάνω θέμα «εκφράζει αρνητικά την πολιτική του Υπουργικού Συμβουλίου που το διόρισε αλλά και της κυπριακής πολιτείας γενικότερα η οποία κατοχυρώνει με τον πιο απόλυτα σαφή συνταγματικό και νομοθετικό τρόπο την αντίθεση της ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή φυλετικής θρησκευτικής και εθνικής διάκρισης».
Τέλος οι αιτητές εισηγούνται ότι δεν έχουν άλλο ένδικο μέσο εφόσον ο Νόμος περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων ΄Αλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) (Ν.42(Ι)/2004) και οι αποφάσεις της Επιτρόπου ενάντια στις διακρίσεις δεν μπορούν να εκτελεστούν ή να τύχουν νομικού εξαναγκασμού ή εφαρμογής με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, γι΄αυτό και προσέφυγαν πρωτοδίκως με την επίδικη αίτηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τους ευπαίδευτους συνήγορους των εφεσειόντων-αιτητών, θεώρησε ότι δεν παρείχετο το βάθρο για να παραχωρήσει σχετική άδεια, στη βάση της συλλογιστικής ότι η Αγγλική Σχολή δεν αποτελεί δημόσια αρχή ή όργανο. Το γεγονός, υπέδειξε, ότι η εκπαίδευση αποτελεί θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, δεν καθιστά την Αγγλική Σχολή δημόσια αρχή ή όργανο. ΄Αλλωστε παρατήρησε περαιτέρω ότι στην προκείμενη περίπτωση, αυτό που επιζητείται με την αίτηση είναι ουσιαστικά η έκδοση διατάγματος εναντίον της Αγγλικής Σχολής, υποκαθιστώντας τη διακριτική ευχέρεια της Επιτρόπου, πέραν από τις πρόνοιες του Ν.42(Ι)/2004, κάτι που δεν θεώρησε ότι στοιχειοθετείτο με αποτέλεσμα να απορρίψει την αίτηση.
Ο κ.Γεωργίου ανέλυσε ενώπιον μας τους λόγους έφεσης επιμένοντας ιδιαίτερα στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Αγγλική Σχολή Λευκωσίας δεν είναι δημόσια αρχή, εφόσον, λειτουργεί με βάση νομοθετικό κείμενο, δηλαδή το Κεφ.167. Ουσιαστικά πρόκειται, όπως επιχειρηματολόγησε ο κ.Γεωργίου, για νομοθετικό καταπίστευμα που δημιουργήθηκε στην Κύπρο με την αντίστοιχη έννοια του ιδιωτικού νομοθετήματος, Private Act of Parliament, ως ο όρος εξακολουθεί να ισχύει στη Μ. Βρετανία. Συνέπεια αυτού είναι ότι η Σχολή ασκεί δημόσια εξουσία και είναι δημόσια αρχή αφού μάλιστα τυγχάνει διοίκησης από διαχειριστική επιτροπή η οποία διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και ο προϋπολογισμός της κατατίθεται στο Υπουργικό Συμβούλιο αρχικά και μετά στη Βουλή για έγκριση. Επίσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων προέβαλε επιχειρήματα σε συνάρτηση με το εσφαλμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ειδικά στο ότι επικέντρωσε την προσοχή του στη νομική φύση της Αγγλικής Σχολής παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η αίτηση αφορούσε εφαρμογή απόφασης της Επιτρόπου κατά των Φυλετικών Διακρίσεων. Είναι η θέση που περιλαμβάνεται στο δεύτερο λόγο έφεσης ότι δηλαδή η αίτηση στρεφόταν μεν κατά της Αγγλικής Σχολής αλλά και με έμμεσο, πλην σαφή τρόπο, και κατά της Επιτρόπου για την έκδοση «σύστασης» και όχι «διατάγματος» βάσει των προνοιών του άρθρου 14 του Ν.42(Ι)/2004.
Παραπονείται επίσης η πλευρά των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε, χωρίς να ακούσει επιχειρήματα, να εξετάσει την πρόνοια του Νόμου της Αγγλικής Σχολής που αφορούσε στο θέμα παροχής θρησκευτικών διευκολύνσεων στους μουσουλμάνους μαθητές της Σχολής. Πρόκειται για το άρθρο 3(α)(ιι) «ο χαρακτήρας της σχολής θα είναι Χριστιανικός αλλά μη δογματικός και όλοι οι μαθητές (περιλαμβανομένων Μουσουλμάνων) θα έχουν διευκολύνσεις ως προς την άσκηση της δικής τους θρησκείας».
Εξετάσαμε τους πιο πάνω λόγους, ως έχουν και προφορικά αναλυθεί ενώπιον μας. Είναι σαφές ότι ο Δικαστής στη μεταχείριση τέτοιων αιτήσεων έχει ως πρώτιστο καθήκον να εξετάσει θέματα τα οποία άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να δώσει ή να μην δώσει άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση ένταλμα τύπου mandamus. Στη βάση αυτού του πρωτογενούς σκεπτικού ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατευθύνθηκε, ως το αφετηριακό του καθήκον, να εξετάσει εάν υπήρχαν οι προϋποθέσεις που θα ενεργοποιούσαν την εξουσία του Δικαστηρίου στην έκδοση προνομιακών ενταλμάτων του συγκεκριμένου τύπου, οπότε και ορθά εξέτασε τη φύση και την οντότητα της Αγγλικής Σχολής ως δημοσίας ή μη αρχής, ως το θεμέλιο της ύπαρξης της δικαιοδοσίας του εφόσον το πλαίσιο καθόριζε και την ίδια την ύπαρξη του νομικού καθήκοντος ως προαπαιτούμενο της εξουσίας του Δικαστηρίου να επέμβει εάν το καθήκον αυτό δεν τηρείται στα στεγανά πάντα των αρχών που διέπουν την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επί των ενταλμάτων, όπως καθορίζονται από το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος.
Εκείνο λοιπόν το οποίο, κατά την κρίση μας, δέον απαραιτήτως να διευκρινιστεί είναι το status της Αγγλικής Σχολής ως προαπαιτούμενο της νομιμοποίησης της ως υποκείμενο σε διαταγές - εντάλματα τύπου mandamus.
Η υπόθεση Αγγλική Σχολή Λευκωσίας ν. Χασαπόπουλου (2007) 3 A.A.Δ. 315 δίδει σαφή απάντηση επί του ερωτήματος αφού στη διαδικασία ετέθη ευθέως το θέμα από το ίδιο το Εφετείο, αν δηλαδή η Σχολή αποτελούσε οργανισμό δημοσίου δικαίου, ώστε η εκεί προσβληθείσα απόφαση να ήταν ή όχι εκτελεστή διοικητική πράξη και μάλιστα ενώ η πρωτόδικη κρίση, όπως καταγράφεται στην απόφαση, υπήρξε καταφατική επί του ερωτήματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ωστόσο, μετά από εξέταση του θέματος, διαφοροποιήθηκε από τις προηγούμενες υποθέσεις που υπήρξαν (αποφάσεις εν πάση περιπτώσει μονομέλειας), αναφέροντας τα εξής:
«Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη, η οποία εκφράστηκε στις δύο προαναφερθείσες υποθέσεις, ότι η Αγγλική Σχολή αποτελεί διοικητικό όργανο δημοσίου δικαίου. Όπως φαίνεται από τα έγγραφα τα οποία μας παρουσίασε ο συνήγορος της Σχολής και στα οποία παραπέμπει εξ άλλου το προοίμιο του περί της Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμου, Κεφ. 167, (όπως τροποποιήθηκε με τους Ν.Α. 13/60 και Ν. 9/69) η Σχολή ιδρύθηκε κατά το 1900 από βρεττανό ιδιώτη. Αργότερα, το 1930, αυτός προέβη σε διευθέτηση με την οποία η περιουσία της Σχολής περιήλθε, υπό όρους, σε συσταθέν Συμβούλιο Επιτρόπων (Board of Trustees) μέχρι που με τον εν λόγω Νόμο ενεγράφη στο όνομα του Κυβερνήτη της τότε αποικίας της Κύπρου και εν συνεχεία, μετά την ανεξαρτησία, διαβιβάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Το Αρθρο 4 του Νόμου ανέθεσε τη διοίκηση («management») και τον έλεγχο («control») της Σχολής σε διοικητικό συμβούλιο (Board of Management), αποτελούμενο από εκπρόσωπο του Βρεττανικού Συμβουλίου και οκτώ άλλα μέλη διορισθέντα από τον Κυβερνήτη. Με τον τροποποιητικό Ν. 9/69 τα οκτώ μέλη αυξήθηκαν σε δέκα, τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο ενώ παραμένει ως μέλος και ο αντιπρόσωπος του Βρεττανικού Συμβουλίου. Αυτό το τελευταίο γεγονός αποβαίνει από μόνο του καθοριστικό.
Η συμμετοχή ξένου αντιπροσώπου υπογραμμίζει, κατά την άποψη μας, ότι η Σχολή παραμένει, όπως διαχρονικά ήταν, το δημιούργημα εμπιστεύματος ενταγμένου στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου όσο και αν εν τέλει δόθηκε νομοθετική ισχύ στο εμπίστευμα. Το ότι εν προκειμένω η περιουσία της Σχολής ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο διορίζει τα 10 από τα 11 μέλη (όχι τα 8 από τα 9 όπως εσφαλμένα θεωρήθηκε στη Μαυρομμάτης ανωτέρω) και δύναται να δώσει οδηγίες για το κλείσιμο της Σχολής εάν το διοικητικό συμβούλιο της Σχολής εισηγηθεί πως η λειτουργία της έπαυσε να είναι πια χρήσιμη, όπως και το ότι η Σχολή με την ανάπτυξη της εκπαίδευσης προωθεί δημόσιο σκοπό, δεν καθιστούν άνευ ετέρου τη Σχολή όργανο δημοσίου δικαίου. Παρατηρούμε, σε σχέση με τον τελευταίο παράγοντα, ότι ενώ γενικά η εκπαίδευση αποτελεί θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος, μπορεί να είναι όχι μόνο δημόσια αλλά και ιδιωτική. Με το σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης, όπως νομοθετικά διαμορφώθηκε μετά την κατάργηση της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης - αρχικά με τον Ν. 12/65 και ύστερα με άλλες νομοθετικές διατάξεις - συνυπάρχει και η ιδιωτική εκπαίδευση, ρυθμιζόμενη νομοθετικά σε κάποιους τομείς. Σε αυτή την ιδιωτική εκπαίδευση είναι που, κατά την κρίση μας, ανήκει η Αγγλική Σχολή με βάση το Κεφ. 167.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η προσφυγή δεν προσέβαλλε εκτελεστή διοικητική απόφαση και ότι ως εκ τούτου η προσφυγή δεν ήταν παραδεκτή.»
Η πιο πάνω προσέγγιση δεν αφήνει αμφιβολίες για τη σαφή τοποθέτηση της νομολογίας ότι δηλαδή η Αγγλική Σχολή δεν αποτελεί δημόσια αρχή. Αυτή τη θέση ακολούθησε - ορθά - και το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν προκειμένω. Ο κ.Γεωργίου βάσισε την εισήγηση του στην «εν μέρει ορθότητα», όπως την αποκάλεσε, της Χασαπόπουλου (ανωτέρω). Δεν χρειάζεται βέβαια να πούμε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ευσταθήσει και η δεσμευτικότητα της εν λόγω απόφασης είναι δεδομένη αφού το πιο πάνω συμπέρασμα είναι μέρος του ratio decidenti και όχι λεχθέν ως obiter όπως λανθασμένα ο κ.Γεωργίου το ερμηνεύει. Εφόσον λοιπόν η Αγγλική Σχολή δεν αποτελεί δημόσια αρχή δεν νοείται να ασκεί δημόσιο καθήκον. Συνεπώς, οι Εφεσείοντες στερούνται δυνατότητας να ζητήσουν όπως ελεγχθούν οι ενέργειες ή οι ανενέργειες του διαχειριστικού Συμβουλίου της Αγγλικής Σχολής με εντάλματα τέτοιου τύπου. Η εισήγηση ότι εμμέσως η αίτηση στρεφόταν και εναντίον της σύστασης της Επιτρόπου δεν έχει έρεισμα στο ίδιο το παρακλητικό της αίτησης αφού είναι η Σχολή που επιχειρείται να διαταχθεί να πράξει ανάλογα. Η απόφαση της Επιτρόπου τίθεται παρεμπιπτόντως, για να ενισχυθεί η κατ΄ισχυρισμό βασιμότητα της θέσης των αιτητών. ΄Αλλωστε, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκ του περιεχομένου του κειμένου της Επιτρόπου μόνο για «σύσταση» μπορούμε να μιλούμε προς το Διαχειριστικό Συμβούλιο για επανεξέταση της απόφασης του σχετικά με τις σχολικές αργίες.
Σωστά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά τόσο στο Ν.42(Ι)/2004 όσο και στο Κεφ.167 ακριβώς για να τονίσει τη μη ύπαρξη εν προκειμένω δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ενεργοποιήσει την εξουσία για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Όπως υποδεικνύεται και περαιτέρω, ο Ν.42(Ι)/2004 καθορίζει με λεπτομέρεια τη διαδικασία που ακολουθείται σε σχέση με το πλαίσιο εφαρμογής του. Και είναι στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της Επιτρόπου με βάση το Νόμο, μεταξύ άλλων, να προβαίνει σε συστάσεις, όπως επίσης και να ακολουθεί ανάλογες σχετικές διαδικασίες σύμφωνα με τις επιταγές και τους σκοπούς του Νόμου.
Σαφώς εν προκειμένω οι αιτητές δεν στρέφονταν εναντίον της Επιτρόπου αφού μάλιστα αναφέρονται σε επιστολή τους προς αυτή, χωρίς να θέτουν στο σκηνικό των δρώμενων την απάντηση της ή την απουσία απάντησης της. Η προσπάθεια συσχέτισης της παρούσας διαδικασίας η οποία και καθαρά στρεφόταν εναντίον του Συμβουλίου της Αγγλικής Σχολής με αυτή ενώπιον της Επιτρόπου δεν ήταν δόκιμη ούτε μπορούσε να έχει οποιανδήποτε συνέπεια στην αίτηση εφόσον η Αγγλική Σχολή μη ούσα δημόσια αρχή δεν μπορούσε εγγενώς να επιτελεί δημόσιο καθήκον αφού ακριβώς οι συμβαλλόμενοι με αυτή (είτε γονείς είτε μαθητές) ελευθέρως την επιλέγουν στα πλαίσια του δικαίου των συμβάσεων.
Η πιο πάνω απλή διάσταση του θέματος δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στο επόμενο ερώτημα το οποίο θα ήταν η ύπαρξη άλλων υπαλλακτικών ευλόγων θεραπειών, θέμα το οποίο ως εκ της κατάληξης μας, βέβαια, δεν θα εξετάσουμε.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, θεωρούμε ότι η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή ως προς τα έξοδα.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ