ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A392
(2015) 1 ΑΑΔ 1258
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 207/2010)
4 Ιουνίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
Μεταξύ:
ΘΕΟΧΑΡΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσείοντα/Εναγόμενου,
και
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.
-------------------------
Εφεσείων προσωπικά.
Ε. Μάνουλος για Χρ. Τριανταφυλλίδη και Στ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσίβλητο.
-------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Με το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, που καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της αγωγής 6782/2006 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσίβλητος (ενάγων) διεκδικούσε εναντίον του εφεσείοντα (εναγομένου) «τα ποσά των Λ.Κ.18.500 και Λ.Κ.15.000 δυνάμει τραπεζικών επιταγών ή δυνάμει Συμφωνίας εγγύησης και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού».
Η υπόθεση προωθήθηκε για ακρόαση και στις 21 Μαΐου 2010 το πρωτόδικο δικαστήριο δικαίωσε τον εφεσίβλητο και εξέδωσε απόφαση υπέρ του για το ποσό των Λ.Κ.33.100 ή €56.561,85 πλέον τόκο και έξοδα.
Για το σκοπό αντίκρισης των εγειρομένων, με την έφεση, θεμάτων θεωρούμε απαραίτητο να καταγράψουμε στο σημείο αυτό τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου όπως, αυτά αναφέρονται στην εκκαλούμενη απόφαση:
"Αποτελεί, συνεπώς, εύρημα μου ότι την 23.9.2004 ο Ενάγοντας σύναψε την γραπτή Συμφωνία Τεκμήριο 1 με την εταιρεία C & J Kyprianou Promotions Ltd, της οποίας ο Εναγόμενος ήταν διευθυντής. Ο Ενάγοντας κατέβαλε, βάσει των συμφωνηθέντων, στην προαναφερόμενη εταιρεία το ποσό των Λ.Κ.28.500,00. Ο Εναγόμενος εξέδωσε και παρέδωσε στον Ενάγοντα την προσωπική του επιταγή με αριθμό 04557512 για ποσό Λ.Κ.28.500,00 Τεκμήριο 2 (η οποία δεν έφερε ημερομηνία) ως εγγύηση για την τήρηση από την εταιρεία C & J Kyprianou Promotions Ltd των όσων προβλέπονται στην Συμφωνία Τεκμήριο 1.
Η εταιρεία C & J Kyprianou Promotions Ltd κατέβαλε στον Ενάγοντα το συνολικό ποσό των Λ.Κ.10.000,00. Η εταιρεία C & CB Trend Shops Ltd ενεγράφη τον Νοέμβριο 2004 και ο Ενάγοντας έλαβε σε αυτή ποσοστό 24% του μετοχικού της κεφαλαίου.
Πέραν των πιο πάνω ο Ενάγοντας δάνεισε στον Εναγόμενο προσωπικά το ποσό των Λ.Κ.14.600,00 εκδίδοντας την επιταγή Τεκμήριο 7. Ο Εναγόμενος προς εξασφάλιση επιστροφής του ποσού αυτού εξέδωσε και παρέδωσε στον Ενάγοντα την επιταγή Τεκμήριο 4 για ποσό Λ.Κ.15.000,00, στην οποία αναγράφετο μόνο το ποσό σε αριθμούς.
Μετά που επήλθε ρήξη στις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων ο Ενάγοντας συμπλήρωσε την ημερομηνία επί της επιταγής Τεκμήριο 2, καθώς και το ποσό ολογράφως, το όνομα και την ημερομηνία επί της επιταγής Τεκμήριο 4, και επιχείρησε να τις καταθέσει. Ο Εναγόμενος έδωσε οδηγίες για ανάκληση της επιταγής Τεκμήριο 4, ενώ την 1.6.2006 έκλεισε τον λογαριασμό που τηρούσε στην Λαϊκή από τον οποίο είχε εκδοθεί η επιταγή Τεκμήριο 2.
Την 30.8.2006 η επιταγή Τεκμήριο 2 παρουσιάστηκε στην Τράπεζα και επεστράφη απλήρωτη με την ένδειξη «Ο λογαριασμός έκλεισε». Η επιταγή Τεκμήριο 4 κατατέθηκε στην Τράπεζα την 8.8.2006, επεστράφη την 10.8.2006 με ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά - μη επαρκή υπόλοιπα», ξαναπαρουσιάστηκε την 25.9.2006 και την 30.8.2006 επεστράφη με την ένδειξη «Οδηγίες να μην πληρώσουμε την επιταγή».
Ο Ενάγοντας καταχώρησε αίτηση διαλύσεως της εταιρείας C & J Kyprianou Promotions Ltd στηριζόμενη στην ύπαρξη του επίδικου χρέους η οποία απορρίφθηκε στις 7.11.2007. Καταχώρησε επίσης την αγωγή αρ. 2370/08 με την οποία διεκδικεί τα επίδικα ποσά από την πιο πάνω εταιρεία και τον Εναγόμενο. Τα ποσά αυτά δεν έχουν μέχρι σήμερα πληρωθεί στον Ενάγοντα.
Η ισοτιμία του ποσού Δανέζικες Κορώνες 52.938 κατά την 6.9.2006 ήταν Λ.Κ.4.144,84."
Ο εφεσείων καταχώρισε την υπό εκδίκαση έφεση προβάλλοντας τέσσερις λόγους, τρεις από τους οποίους θα μπορούσαν να ενταχθούν, και να χαρακτηρισθούν, ως νομικοί λόγοι. Κατ' αντίθεση, ο πρώτος λόγος έφεσης επικεντρώνεται στο γεγονός ότι τα ευρήματα και η τελική κρίση του δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία που κατατέθηκε και όσα είχε, επί τούτου, αναφέρει ο ενάγων.
Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας και συγκεκριμένα την ημέρα ακρόασης της έφεσης, υπήρξε διαφωνία μεταξύ του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα και του ίδιου, με αποτέλεσμα την, μετά από άδεια, αποχώρηση του συνηγόρου και προώθηση της έφεσης από τον ίδιο τον εφεσείοντα.
Θα εξετάσουμε κατ' αρχήν τον πρώτο λόγο έφεσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε κατά το στάδιο της τελικής αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας τα εξής: «Της πιο πάνω αξιολόγησης δεδομένης θεωρώ ότι, εκτός από τα σημεία που αναφέρω ρητά πιο πάνω ότι δέχομαι την εκδοχή ενός εκ των διαδίκων, δεν μπορώ να στηριχθώ στην προφορική μαρτυρία οποιουδήποτε εκ των δύο ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα με ασφάλεια. Κατ' επέκταση, προβαίνω στα πιο κάτω ευρήματα με δεδομένα τα όσα περιέχονται σε έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μου, καθώς και τη Συμφωνία Τεκμήριο 1, σε συνδυασμό με όσα ρητά αναφέρεται πιο πάνω ότι έχω δεχθεί ως αξιόπιστα».
Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε τα εξής κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας: «Ούτε ο ενάγοντας αλλά ούτε και ο εναγόμενος με έπεισαν ότι είπαν στο δικαστήριο ολόκληρη την αλήθεια. Οι εκδοχές που προώθησαν αμφότεροι είχαν κενά που δημιουργούν αμφιβολίες στο δικαστήριο ως προς την πραγματική φύση των μεταξύ τους συναλλαγών». Συγκεκριμενοποίησε το δικαστήριο το σημείο που στήριξε την εν λόγω κρίση του.
΄Εχουμε, επί του προκειμένου, μια περίπτωση όπου σχεδόν το σύνολο της προφορικής μαρτυρίας δεν έγινε αποδεκτό, από το πρωτόδικο δικαστήριο, και τέθηκαν επί τούτου λόγοι. Υπάρχει παράλληλα η σαφής διαπίστωση ότι οι ισχυρισμοί αμφοτέρων των διαδίκων δεν έγιναν αποδεκτοί και απλώς η υπόθεση στηρίχθηκε σε έγγραφα. Εκείνο το οποίο προβάλλει είναι το δεδομένο ότι μια απλή αναφορά σε περιεχόμενο εγγράφου δεν μπορεί από μόνη της, παρά σε εξαιρετικές και ξεκάθαρες περιπτώσεις, να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την απόδειξη μιας αξίωσης.
Όπως παρατηρούμε όμως, από την πιο πάνω αναφορά στην αξιολόγηση των δύο εμπλεκομένων, το μόνο στοιχείο που ουσιαστικώς αποδέχτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο είναι το εξής:
α) Ο εφεσείων παραδέχτηκε ότι η επιταγή Τεκ. 2, (για £28.500), είχε δοθεί για εξασφάλιση του εφεσιβλήτου για «κάποια υποχρέωση της εταιρείας C & J. Kyprianou Promotions Ltd», με βάση τη Συμφωνία Τεκ. 1.
β) Ο εφεσείων είχε δανειστεί το ποσό των £14.600, που καλύπτει η επιταγή Τεκ. 4.
Τούτο συνάδει με τη δικογραφημένη θέση του εφεσιβλήτου για την παραχώρηση της συγκεκριμένης επιταγής για το ποσό των £28.500 (παράγραφος 2 της Ε/Απαίτησης). Επίσης, η αναφορά στην επιταγή Τεκ. 4, (για £15.000) που απαντάται στην παρ. 5 της Ε/Απαιτήσεως, συνάδει με την παραδοχή του εφεσείοντα. Συναφώς δεν έχει έρεισμα το παράπονο του εφεσείοντα, αφού ο ίδιος παραδέχτηκε τα δύο πιο πάνω γεγονότα, με ιδιαίτερη αναφορά στην επιταγή Τεκ. 7 που αφορά επιταγή για £14.600 που δόθηκε από τον εφεσίβλητο προς τον εφεσείοντα και εξαργυρώθηκε, επί της οποίας στηρίχθηκε το δικαστήριο.
Με γνώμονα τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος απορρίπτεται.
Η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στη Συμφωνία Τεκ. 1, ήταν λανθασμένη, τονίστηκε με το δεύτερο λόγο έφεσης.
Παρόλο που αναφέρεται αρχικώς με την αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος σε νομικό επιχείρημα, στη συνέχεια, επανέρχεται σε θέμα αξιοπιστίας και δεν έχουμε πεισθεί ότι χρήζει παρέμβασης όταν ο ίδιος ο εφεσείων παραδέχτηκε ότι, όντως η επιταγή των £28.500 (Τεκ. 2), δόθηκε για την τήρηση των όρων της Συμφωνίας Τεκ. 1. Υπήρχε στην εν λόγω Συμφωνία όρος για αποπληρωμή, αρχικώς τμηματικά (όρος 3), και στη συνέχεια του εναπομείναντος υπολοίπου, εφάπαξ (όρος 4). Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε πάρει μόνο £10.000 δεν αμφισβητήθηκε. Το ποσό οφειλόταν μεν από την εταιρεία C & J Kyprianou Promotions Ltd, αλλά η επιταγή Τεκ. 2 δόθηκε ως εγγύηση για εφαρμογή των όρων της Συμφωνίας.
Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της εφαρμογής του άρθρου 20 του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262, όπως ερμηνεύτηκε πρωτοδίκως.
Με την αγόρευση του ο εφεσείων επικέντρωσε την προσοχή του στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι η επιταγή προωθήθηκε για είσπραξη δύο χρόνια μετά που παραδόθηκε το Τεκ. 2 και τρία χρόνια στην περίπτωση του Τεκ. 4, ήτοι εκτός του πλαισίου του «ευλόγου χρόνου» που αναφέρεται στο άρθρο 20 του Κεφ. 262.
Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους, αν ληφθούν υπόψη οι πρόνοιες της Συμφωνίας ημερ. 23 Σεπτεμβρίου 2004, Τεκ. 1, επί της οποίας στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Το άρθρο 4 της εν λόγω Συμφωνίας προνοούσε ότι το «οποιοδήποτε υπόλοιπον», εκτός της περιόδου των 13-20 μηνών, από την έναρξη της διαχείρισης του καταστήματος, θα ήταν πληρωτέο στον 21ο μήνα.
Η Συμφωνία είχε ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 2004, η εταιρεία C & CB Trend Shops Ltd, συστάθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2004 (Τεκ. 14) η άκαρπη λήξη της περιόδου των 21 μηνών, που θα έδιδε τη δυνατότητα διαπίστωσης παράβασης της Συμφωνίας και χρήσης της εγγύησης που προσδιορίστηκε στις δύο επιταγές που έχουν ημερομηνία τον Αύγουστο του 2006, δίδει την απάντηση ως προς την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε. Επί του προκειμένου στο εδάφιο (2) του άρθρου 20 του Κεφ. 262 προνοείται:
"(2) Για να δύναται οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, όταν συμπληρωθεί να καταστεί εκτελεστό κατά οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έγινε μέρος αυτού πρίν από τη συμπλήρωση του, πρέπει να συμπληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου, και αυστηρά σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία. Εύλογος χρόνος για το σκοπό αυτό είναι θέμα πραγματικό;
Νοείται ότι αν μετά τη συμπλήρωση του οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο μεταβιβασθεί σε κάτοχο κατά τον προσήκοντα τρόπο είναι έγκυρο και αποτελεσματικό για όλους τους σκοπούς που το κατέχει, και δύναται να εκτελέσει τούτο ωσάν να είχε συμπληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου και αυστηρά σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία."
Εν πάση περιπτώσει το δικαστήριο αποφάσισε ότι οι επιταγές συμπληρώθηκαν και προωθήθηκαν για εξαργύρωση όταν επήλθε ρήξη στις σχέσεις των διαδίκων.
Συνεπώς το παράπονο του εφεσείοντα δεν ευσταθεί και ο παρών λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Στον τρόπο ερμηνείας του αρ. 30 της Κεφ. 262, εστιάζεται το παράπονο του εφεσείοντα με τον τέταρτο λόγο έφεσης. Με την αιτιολογία προσδιορίζεται ότι η υποχρέωση, για προσκόμιση ενισχυτικής μαρτυρίας, δεν την είχε ο εναγόμενος σε σχέση με το ποσό που αναγράφεται στο Τεκ. 4 (επιταγή για £15.000), αλλά ο εφεσίβλητος που μίλησε για αρχικό δάνειο £30.000.
Με όλο το σεβασμό προς τον εφεσείοντα, δεν έχει νόημα η αναφορά στην εν λόγω αιτιολογία, από τη στιγμή που διεκδικήθηκε δικαστικώς μόνο το ποσό των £15.000 από τον εφεσίβλητο. Εν πάση περιπτώσει δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στη νομική ανάλυση που έγινε πρωτοδίκως επί του προκειμένου.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΔΓ