ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D341
(2015) 1 ΑΑΔ 1082
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 60/2015)
14 Μαΐου, 2015.
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30(2), 30(3) ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡ. 20 ΤΟΥ ΚΕΦ. 154 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 3, 5, 7, 9 ΚΑΙ 20 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΝΟΜΟΥ 35(Ι)/2007 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ 2 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 85/2013 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ Κ. ΑΛΕΞΙΑΣ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΛΗΘΗΚΕ ΣΕ ΑΠΟΛΟΓΙΑ Ο ΑΙΤΗΤΗΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΔΙΚΗΜΑ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ, ΗΜΕΡ. 28/4/2015
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΙΑΝΝΗ ΝΙΚΟΥ
ΚΑΙ
1. THOMAS KYRIAKOY & CO (LAND & PROPERTY) LIMITED
2. ΘΩΜΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Η ΟΠΟΙΑ ΛΗΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 20 ΤΟΥ ΚΕΦ. 154 ΚΑΙ ΑΡΘΡΩΝ 1, 3, 5, 9 ΚΑΙ 20 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 35(Ι)/2007 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γ. Ζαχαρίου (κα) με Κρ. Γεωργιάδη, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με το οποίο επιδιώκει να ακυρώσει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 28.4.2015, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης 85/13. Με τη συγκεκριμένη απόφαση, ο Αιτητής κλήθηκε σε απολογία χωρίς, όπως ισχυρίζεται, να υφίσταται αδίκημα βάσει της σχετικής νομοθεσίας.
Με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά φαίνονται στην έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, στις 7.1.2013 καταχωρήθηκε Ιδιωτική Ποινική υπόθεση εναντίον εταιρείας (κατηγορούμενης 1) και εναντίον του Αιτητή (κατηγορούμενος 2). Με την πρώτη κατηγορία η εταιρεία κατηγορείτο για μη καταβολή μισθών, κατά παράβαση του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007 (Ν. 35(Ι)/2007) και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα. Στις λεπτομέρειες αναφέρεται ότι η εταιρεία παρέλειψε να καταβάλει στον εργοδοτούμενο της Γιάννη Νίκου την αναλογία του 13ου μισθού του που αντιστοιχούσε στα €1.466,66. Με τη δεύτερη κατηγορία ο Αιτητής-κατηγορούμενος 2 υπό την ιδιότητά του ως Διευθυντής της κατηγορούμενης 1, κατηγορείτο ότι παρακίνησε την κατηγορούμενη 1 στο να μην καταβάλει την αναλογία 13ου μισθού προς τον εργοδοτούμενό της, κατά παράβαση των άρθρων 3, 5, 6, 9 και 20 του Νόμου 35(Ι)/2007 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Το κατώτερο δικαστήριο αποφάσισε να καλέσει τον Αιτητή σε απολογία, παρά το ότι ήταν Διευθυντής της εταιρείας και παρά το ότι η ειδική νομοθεσία (Ν. 35(Ι)/07), όπως προβάλλει η δικηγόρος του Αιτητή, δεν προνοεί ή δημιουργεί αδίκημα για το Διευθυντή νομικού προσώπου, αφού δεν έχει και δεν μπορεί να του αποδοθεί η ιδιότητα του εργοδότη. Με βάση αυτή τη θέση, το δικαστήριο κατά την άποψη της δικηγόρου του Αιτητή, λανθασμένα και παράνομα θεώρησε τον Αιτητή συνεργό στο τι ενδεχομένως η εταιρεία έπραξε υπό την ιδιότητά της ως εργοδότρια. Συνεπώς, εισηγήθηκε η κα Ζαχαρίου, ο Αιτητής κλήθηκε σε απολογία για ανύπαρκτο αδίκημα. Προς επίρρωση των όσων προβάλλονται, έγινε επίκληση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Peppis Company Ltd κ.α. v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1999) 2 ΑΑΔ 272. Στην ένορκη δήλωση προβάλλεται περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι το δικαστήριο ενήργησε κάτω από πρόδηλο νομικό σφάλμα, υπέρβαση δικαιοδοσίας και πλάνη αναφορικά με τη νομοθεσία.
Κατά την αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή αναγνώρισε ευθέως ότι υπάρχει το ένδικο μέσο της έφεσης σε περίπτωση που τελικά υπάρξει καταδίκη του Αιτητή. Όμως εδώ υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις και θα πρέπει, εισηγήθηκε, να δοθεί άδεια κατ' εξαίρεση. Προς ενίσχυση της θέσης της επικαλέστηκε απόφαση του αδελφού Δικαστή Οικονόμου, στην Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολιτική Αίτηση Αρ. 175/14, ημερ. 9.10.2014 στην οποία κρίθηκε ότι το σφάλμα στην επίδοση, αν τελικά θα επιβεβαιωνόταν, ενδεχομένως να δημιουργούσε «δικονομική αμηχανία», με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις και να παραχωρήσει την αιτούμενη άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari.
Η κατάληξη
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων είναι αποκρυσταλλωμένη και είχα την ευκαιρία να τη συνοψίσω στις υποθέσεις Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 878, Γκάπριελ Ποπ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 18/14, ημερ. 10.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:D252 και Amsteso Electric Limited, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/15, ημερ. 12.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:D101. Όπως ανέφερα στις πιο πάνω υποθέσεις, η εξουσία του δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά στο κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης. Γι' αυτό ακόμη και στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη ή όπου προκύπτει από την όψη του πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το κατώτερο δικαστήριο προβαίνει σε νομικό λάθος ή διαπιστώνονται άλλες παραβιάσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν χορηγεί άδεια αν είναι της άποψης ότι υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα που θα μπορούσε να λάβει ο Αιτητής. Μόνο αν αποδειχθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί να δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 και η αγγλική υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 All ER 257. Πέραν τούτου, σε περιπτώσεις που το κατώτερο δικαστήριο ασκεί διακριτική ευχέρεια μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, ο τρόπος άσκησης της δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα, εκτός εάν είναι εμφανές ότι ως αποτέλεσμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή, χωρίς αυτός να έχει άλλη θεραπεία ή αν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, διαπιστώνεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας για καταχώρηση αίτησης Certiorari.
Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί. Το κυριότερο εμπόδιο για τον Αιτητή είναι ότι υπάρχει το ένδικο μέσο της έφεσης. Αυτό δεν αμφισβητείται από την πλευρά του Αιτητή, ο οποίος όμως υποστηρίζει ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Ο όρος «εξαιρετικές περιστάσεις» ως εκ της φύσης του δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί και να καθοριστεί εκ των προτέρων. Αυτό φαίνεται να νομολογήθηκε σκόπιμα, ώστε το δικαστήριο να έχει απόλυτη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και τις δεδομένες θεραπείες που ζητούνται. Στην υπόθεση Hellenger Trading Ltd (2000) 1Γ ΑΑΔ 1965, με αναφορά στη Σταύρος Μεστάνας (2000) 1 ΑΑΔ 1469, τονίστηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., ότι «στο τέλος της ημέρας οι εξαιρετικές περιστάσεις συναρτώνται προς τις δυνατότητες που παρέχουν οι προσφερόμενες θεραπείες».
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συμφωνώ ότι υπάρχει οτιδήποτε που συνιστά εξαιρετική περίσταση. Δεν πρόκειται για ασυνήθιστη περίπτωση. Συμβαίνει συχνά ποινικά δικαστήρια να καλούν σε απολογία κατηγορούμενο ο οποίος διαφωνεί με την απόφαση του δικαστηρίου. Το ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής κλήθηκε σε απολογία για αδίκημα που ο ίδιος θεωρεί ανύπαρκτο, του δίδεται το δικαίωμα, όπως εξάλλου δέχθηκε και η συνήγορός του, να αναμένει την τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου και αν καταδικαστεί θα έχει κάθε δικαίωμα να εφεσιβάλει την απόφαση. Αυτό είναι το ορθό δικονομικό μέτρο και όχι η καταφυγή στο κατάλοιπο εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τη διεκδίκηση προνομιακού εντάλματος.
Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνώ με τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd, ανωτέρω, ότι οποτεδήποτε δημιουργείται κάποια «δικονομική αμηχανία», αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με εξαιρετική περίσταση. Δικονομικές αμηχανίες μπορούν να δημιουργηθούν σε πολλές περιπτώσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εξουδετερωθεί το αναγνωρισμένο για την περίπτωση ένδικο μέσο της έφεσης και να καθιερωθεί η διαδικασία του προνομιακού εντάλματος. Μια τέτοια τάση αντιβαίνει την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εάν επικρατήσει, υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσει το κατάλοιπο εξουσίας, εφόσον θα γίνεται ολοένα και περισσότερο επίκληση της συγκεκριμένης εξουσίας της οποίας η διαδικασία είναι πιο πρόσφορη από αυτή της έφεσης. Όμως κάτι τέτοιο θα σήμαινε χρησιμοποίηση της προνομιακής διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σαν έφεση υπό μεταμφίεση, κάτι που η νομολογία δεν επιτρέπει (βλ. Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1Β ΑΑΔ 1066 και Πατσαλίδης (2010) 1Β ΑΑΔ 1350).
Από τη στιγμή που είναι δεκτό ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο και δεν διαπιστώνεται να υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να επιτρέπουν την κατ' εξαίρεση χορήγηση θεραπείας, η αιτούμενη άδεια δεν μπορεί να παραχωρηθεί.
Η αίτηση απορρίπτεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς