ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A321
(2015) 1 ΑΑΔ 1017
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 282/2010)
11 Μαΐου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
CYPRA LIMITED,
Εφεσείοντες,
ν.
Α. ΓΙΑΠΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Στ. Αμερικάνος, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Καραπατάκης, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι ήταν καθόλους τους ουσιώδεις χρόνους εταιρεία κατασκευής, προμήθειας και συντήρησης συστημάτων ψύξεως και κλιματισμού και οι Εφεσείοντες ιδιοκτήτες επιχείρησης σφαγείου. Κατά τον Οκτώβρη του 2005, οι διάδικοι συμφώνησαν στην εγκατάσταση από τους Εφεσίβλητους στο σφαγείο των Εφεσειόντων ψυκτικών θαλάμων, συστημάτων εξαερισμού και στην εκτέλεση και άλλων εργασιών, σύμφωνα με αρχιτεκτονικά και μηχανολογικά σχέδια. Ηταν η θέση των Εφεσιβλήτων ότι διεκπεραίωσαν το σύνολο της εργασίας. Με αυτό ως δεδομένο επιδίωξαν πρωτόδικα την είσπραξη από τους Εφεσείοντες υπολοίπου εκ της συμφωνηθείσας τιμής, καθώς και για επιπρόσθετες εργασίες που έγιναν στον υπό αναφορά χώρο του σφαγείου. Οι Εφεσείοντες, υπερασπιζόμενοι, προέβαλαν ότι δεν όφειλαν οποιοδήποτε ποσό και με σχετική ανταπαίτησή τους αξίωναν αποζημιώσεις για ισχυριζόμενες κακοτεχνίες και/ή ελαττώματα.
Στην πρωτόδικη διαδικασία δόθηκε μαρτυρία από το Διευθυντή των Εφεσιβλήτων κ. Γιάπα προς απόδειξη της απαίτησης και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση και από τον Διευθυντή των Εφεσειόντων κ. Γεωργίου, τόσο προς υπεράσπιση όσο και προς προώθηση της ανταπαίτησης. Προσφέρθηκε επίσης η μαρτυρία δύο ακόμη προσώπων, ενός εμπειρογνώμονα εκ μέρους των Εφεσειόντων προς θεμελίωση των ισχυριζόμενων κακοτεχνιών και Ανώτερου Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων στην ΑΗΚ ως Μάρτυρα Υπεράσπισης στην ανταπαίτηση.
Η διαφωνία των Εφεσειόντων, όπως εντοπίσθηκε από την ευπαίδευτη πρωτόδικο δικαστή, συνίστατο στην άρνησή τους ότι όφειλαν οποιοδήποτε ποσό και ότι υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία προς εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία που πρόσφερε η πλευρά των Εφεσιβλήτων και κατέληξε ότι παρέμενε οφειλόμενο προς αυτούς κατ΄ ακολουθία της συμφωνίας εκτέλεσης του έργου το ποσό των €329.758,04, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ. Αποδέχθηκε επίσης τη θέση των Εφεσιβλήτων ότι υπήρξε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και εκτελέσθηκαν επιπρόσθετες εργασίες ύψους €274.731,59, έναντι του οποίου πληρώθηκε μέρος και παρέμενε οφειλόμενο το ποσό των €157.660,96. Με αυτά ως δεδομένα εκδόθηκε απόφαση σε ότι αφορούσε την απαίτηση υπέρ των Εφεσιβλήτων και εις βάρος των Εφεσειόντων για το συνολικό ποσό των €487.419 πλέον νόμιμους τόκους πλέον έξοδα. Αναφορικά με την ανταπαίτηση ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, απότοκο της απόρριψης της μαρτυρίας που πρόσφερε η πλευρά των Εφεσειόντων, ότι δεν στοιχειοθετήθηκαν οι κατ΄ ισχυρισμό κακοτεχνίες και πως εν πάση περιπτώσει - ακόμη δηλαδή και αν αποδεικνύονταν κακοτεχνίες - δεν τέθηκε ενώπιόν του το απαραίτητο μαρτυρικό υλικό σε σχέση με τις αξίες. Υπό τις συνθήκες αυτές η ανταπαίτηση απερρίφθη με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με οκτώ λόγους έφεσης, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό συμπλέκονται. Στο σύνολό τους, περιστρέφονται γύρω από την αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το εκδικάσαν δικαστήριο και των συνακόλουθων ευρημάτων. Θα τους εξετάσουμε με γνώμονα τα όρια που καλύπτουν την εξουσία παρεμβολής μας και υπενθυμίζοντας στο στάδιο αυτό τις γνωστές αρχές που καλύπτουν το ζήτημα της επέμβασης του Εφετείου σε συμπεράσματα αξιοπιστίας: Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης τίθεται ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του Διευθυντή των Εφεσιβλήτων κ. Γιάπα ως αξιόπιστης είναι λανθασμένη. Το αποτέλεσμα της εξέτασης του συγκεκριμένου λόγου έφεσης συναρτάται απόλυτα με την έκβαση και του όγδοου λόγου έφεσης, ο οποίος κινείται γύρω από την κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση και μη αποδοχή της μαρτυρίας του Διευθυντή των Εφεσειόντων κ. Γεωργίου.
Ο κ. Γιάπας παρέθεσε το όλο φάσμα των σχέσεων των δύο μερών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν ως αποτέλεσμα της μεταξύ τους συμφωνίας για την εκτέλεση των επίδικων εργασιών. Ηταν η βασική του προσέγγιση ότι οι Εφεσίβλητοι δυνάμει της επίδικης συμφωνίας εκτέλεσης του έργου και συμμορφούμενοι πλήρως με τους όρους της προσφοράς τους, εξετέλεσαν επιμελώς όλες τις υπ΄ αυτών αναληφθείσες εργασίες και παρέδωσαν σε πλήρη λειτουργία και προς ικανοποίηση των Εφεσειόντων στις αρχές Απριλίου 2006. Επιπλέον διεκπεραίωσαν επιπρόσθετες εργασίες, ήτοι εργασίες πέραν της συμφωνίας εκτέλεσης του έργου, τις οποίες επίσης ολοκλήρωσαν κατά τρόπο επαγγελματικό και επιστημονικό. Περαιτέρω η μαρτυρία του κάλυψε και το ζήτημα των ποσών που αφορούσε το σύνολο της εργασίας και του υπολοίπου που παρέμενε προς εξόφληση. Η μαρτυρία του κ. Γεωργίου περιστράφηκε γύρω από τις αντίστοιχες θέσεις των Εφεσειόντων ως προς τα επίδικα θέματα και τα οφειλόμενα ποσά.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ως ακολούθως τους ουσιαστικούς αυτούς μάρτυρες:
«Ο κ. Γιάπας στο εδώλιο του μάρτυρα ήταν πολύ λακωνικός και οι εξηγήσεις του ήταν σύντομες και περιγραμματικές. Παρά την έκδηλη ανικανότητα του να εκφρασθεί δια του λόγου που αποδυνάμωνε την δυνατότητα να μεταφέρει τις θέσεις του καθαρά στο Δικαστήριο, βρίσκω ότι υπήρξε κατά βάση μάρτυρας της αλήθειας. Η δυσκολία που είχε να εκφρασθεί επαρκώς δεν τον εμπόδισε να θέσει τις βασικές παραμέτρους της θέσης του ως προς το επίδικο έργο. Σίγουρα δε, δεν βρίσκω ότι στοιχειοθετείται η θέση του κ. Αμερικάνου ότι σκόπιμα παρέλειψε να θέσει ενώπιόν μου τις προδιαγραφές, ειδικά αφού το έγγραφο αυτό ήταν ήδη μέσα στην ένορκη αποκάλυψη εγγράφων των εναγομένων.
Εξ άλλου η ίδια η έγγραφος απεικόνιση της σχέσης των διαδίκων (συμβόλαιο, τιμολόγια, αποδείξεις) συνδράμει στη δική του εκδοχή.
Εν αντιθέσει δεν υποβοηθεί την πλευρά των εναγομένων και δη τον κ. Γεωργίου, ο οποίος παρά την ύπαρξη «πληθωρικών» εξηγήσεων ειδικά στο Τεκμήριο 2(3) που κατασκεύασε ειδικά για να αξιολογήσει τα τιμολόγια και τις ισχυριζόμενες κακοτεχνίες, δεν έπεισε το Δικαστήριο.
Δεν θεωρώ ότι συμβαδίζει με την λογική να έχει κάποιος έντονες διαφωνίες με τα τιμολόγια, τις εκτελεσθείσες εργασίες, με τις αποδείξεις και άλλα τινα και να περιορίζεται σε ούτω καλούμενες προφορικές οχλήσεις, να υπογράφει τιμολόγια (ως το Τεκμ. 1(6), να παίρνει αποδείξεις και το κυριότερο να λαμβάνει επιχορηγήσεις με βάση αυτά τα τιμολόγια (ως είναι αποδεκτό) και να τα αμφισβητεί μόνο στη δίκη.»
Προέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων ότι η αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι μεμπτή. Αναπτύσσοντας την προσέγγισή του αυτή αναφέρθηκε σε, κατ΄ ισχυρισμό, αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του κ. Γιάπα και των κατατεθέντων ενώπιον του δικαστηρίου τεκμηρίων, ήτοι του κειμένου της Προσφοράς (τεκμήριο 1(2)) και αριθμού τιμολογίων (τεκμήρια 1(3-6)). Εκανε επίσης αναφορά στην κατάληξη του δικαστηρίου περί καταβολής ΦΠΑ, εισηγούμενος ότι αυτή ήταν αυθαίρετη.
Οι εξεταζόμενες εισηγήσεις είναι αβάσιμες και έκθετες σε απόρριψη. Κατ΄ αρχάς σε ό,τι αφορά το ζήτημα της έκδοσης απόφασης σε σχέση με το ΦΠΑ, ζήτημα που καλύπτεται και από τον τέταρτο λόγο έφεσης, το θέμα, με όλο το σεβασμό, δεν θα έπρεπε καν να απασχολήσει το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού δεν συνιστούσε, με βάση τις δικογραφημένες θέσεις, επίδικη διαφορά. Στην παράγραφο 6 της ΄Εκθεσης Απαίτησης αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Δυνάμει της ανωτέρω συμφωνίας εκτέλεσης του έργου, οι Ενάγοντες ανέλαβαν την εκτέλεση μέρους των εργασιών και την προμήθεια μηχανημάτων όπως αναφέροντο στην προσφορά, έναντι του συνολικού ποσού των Ευρώ 1.300,000 πλέον ΦΠΑ, με δικαίωμα των Εναγομένων να ζητήσουν από τους Ενάγοντες την εκτέλεση και επιπλέον εργασιών και την προμήθεια μηχανημάτων και υλικών που περιγράφονται στην προσφορά, αλλά δεν περιλαμβάνοντο στη συμφωνία εκτέλεσης του έργου, με τις τιμές που αναγράφονταν στην προσφορά.»
Σε απάντηση των πιο πάνω θέσεων οι Εφεσείοντες, στην παράγραφο 7 της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησής τους θέτουν:
«Οι Εναγόμενοι όσον αφορά το περιεχόμενο της παραγράφου 6 της ΄Εκθεσης Απαίτησης αρνούνται τον ισχυρισμό των Εναγόντων ότι θα εκτελούσαν μόνο μέρος των εργασιών.»
Υπό τις πιο πάνω δικογραφημένες προσεγγίσεις, δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση το συνολικό ποσό της προσφοράς και η επιβολή ΦΠΑ επί του ποσού αυτού. Ως εκ τούτου περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα παρέλκει. Ούτε και έχει οποιαδήποτε βάση η θέση που τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, κατά τη συζήτηση ενώπιόν μας της έφεσης, σύμφωνα με την οποία το θέμα του ΦΠΑ κατέστη επίδικο ως αποτέλεσμα των αναφορών στην παράγραφο 13 της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, ότι, δηλαδή, ουδέν ποσόν όφειλαν στους Εφεσίβλητους. Η εν λόγω δικογραφημένη θέση δεν αφορούσε ειδικά υπεράσπιση στο ζήτημα της επιβολής ΦΠΑ, αλλά, μια γενική άρνηση οφειλής οποιουδήποτε άλλου ποσού.
Ως προς το υπόλοιπο μέρος των ισχυρισμών της πλευράς των Εφεσιβλήτων σε σχέση με την ορθότητα της αξιολόγησης, η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν κατά την κρίση μας ορθή και στηριζόταν στο σύνολο του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιόν του. Τα τιμολόγια και οι σχετικές αποδείξεις είσπραξης (τεκμήρια 1(3-6)) επιβεβαίωναν τις θέσεις του μάρτυρα Γιάπα ως προς το χρόνο έναρξης και διεκπεραίωσης των εργασιών, αλλά και σε σχέση με τα ποσά χρέωσης και τις επιπρόσθετες εργασίες που έλαβαν χώραν. Παρεμβάλλουμε στο σημείο αυτό ότι, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επισήμανε, κατά την ακροαματική διαδικασία και παρά την άρνηση οφειλόμενου υπολοίπου, δεν τέθηκε ευθέως από την πλευρά των Εφεσειόντων ότι δεν εκτελέσθηκαν επιπρόσθετες εργασίες, ούτε ότι εκτελέστηκαν χωρίς συναίνεση ή χωρίς υποχρέωση πληρωμής. Η προσπάθεια της πλευράς των Εφεσειόντων να αμφισβητήσουν την ακρίβεια και την αποδοχή των πιο πάνω τιμολογίων, ζήτημα το οποίο καλύπτει και τον δεύτερο λόγο έφεσης δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Αφενός ήταν εύλογη η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι συνιστούσε εκ των υστέρων σκέψη προς αποφυγή των υποχρεώσεων των Εφεσειόντων, αφού αμφισβήτηση των τιμολογίων δεν έλαβε χώραν παρά μόνο στο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, γεγονός αφύσικο δεδομένης της σπουδαιότητας και της σημασίας τους. Αφετέρου - στοιχείο καταλυτικό για το υπό συζήτηση θέμα, αλλά και ως προς το ύψος των ποσών - τα υπό αναφορά τιμολόγια χρησιμοποιήθηκαν, στο σύνολό τους όπως παρέμεινε αδιαμφισβήτητο, από τους ίδιους τους Εφεσείοντες προκειμένου να λάβουν σχετικές κρατικές επιχορηγήσεις. Η χρησιμοποίησή τους προς το σκοπό αυτό πιστοποιεί την αποδοχή τους, αφήνοντας μετέωρες τις περί του αντιθέτου θέσεις των Εφεσειόντων και εκθεμελιώνοντας, περαιτέρω, το βάθρο στήριξης του έβδομου λόγου έφεσης, ο οποίος περιστρέφεται γύρω από τα εκδοθέντα τιμολόγια και την επάρκειά τους ως προς την απόδειξη εκτέλεσης των επίδικων εργασιών. Ο,τι παραμένει να προστεθεί σχετικά με τον έβδομο αυτό λόγο έφεσης, είναι πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν περιορίστηκε μόνο στα υπό αναφορά τιμολόγια για να καταλήξει ως προς την εκτέλεση των εργασιών, αλλά στηρίχθηκε και στην υπόλοιπη μαρτυρία και τα ενώπιόν του τεκμήρια.
Ως προς τις θέσεις των Εφεσειόντων περί αντιφάσεων σε σχέση με το χρόνο αποπεράτωσης του έργου, θέσεις που συμπλέκονται και με την ουσία του τρίτου λόγου έφεσης, επίσης είναι αβάσιμες. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Με βάση τη συμφωνία των μερών το έργο θα έπρεπε να παραδοθεί στις 28.2.2006. Ο μάρτυρας Γιάπας αποδέχθηκε ότι η αποπεράτωση καθυστέρησε και δεν υπήρξε πολύ συγκεκριμένος ως προς τον ακριβή χρόνο παράδοσης. Εξήγησε όμως, και έγινε αποδεκτό από το δικαστήριο, ότι η έναρξη των εργασιών καθυστέρησε λόγω παράλειψης των Εφεσειόντων να κατασκευάσουν εγκαίρως τα πατώματα, στοιχείο απαραίτητο για την τοποθέτηση ψυκτικών θαλάμων. Η καθυστέρηση έναρξης του έργου δεν αμφισβητήθηκε από τους Εφεσείοντες, αφού όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση ως προς το χρόνο έναρξης των επίδικων εργασιών. Εύλογα δε κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το έργο αποπερατώθηκε και παραδόθηκε στους Εφεσείοντες τον Μάϊο του 2006, στηριζόμενο σε αδιαμφισβήτητο μέρος της μαρτυρίας του Επιθεωρητή της ΑΗΚ, ότι το Μάϊο έλαβε χώραν επιθεώρηση των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων του σφαγείου και δόθηκε σχετική έγκριση. Η λειτουργία στη συνέχεια της επιχείρησης επιβεβαίωνε και την παράδοση του επίδικου έργου. Το γεγονός ότι ο Γιάπας συνέχισε να επισκέπτεται το χώρο μέχρι και το Δεκέμβριο του 2006 δεν μετέβαλλε το όλο ζήτημα. Επεξηγήθηκε από τον ίδιο, και δικαιολογημένα έγινε αποδεκτό από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι επισκεπτόταν κατά διαστήματα το χώρο προς έλεγχο της ορθής λειτουργίας των συστημάτων και στα πλαίσια της εγγύησης που κάλυπτε την εκτέλεση του έργου. Ούτως ή άλλως, το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό καθυστέρησης παράδοσης παραμένει άνευ σημασίας και κινείται σε θεωρητικά επίπεδα και μόνο, αφού δεν διεκδικούνται αποζημιώσεις ή άλλες θεραπείες στη βάση της προβληθείσας αυτής καθυστέρησης αποπεράτωσης του έργου.
Τέλος, το παράπονο των Εφεσειόντων ότι είναι αντινομική η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου πως ο Γιάπας «υπήρξε κατά βάση μάρτυρας της αλήθειας», καθότι μια μαρτυρία δεν μπορεί να αξιολογείται ως αξιόπιστη «κατά βάση» και όχι «συνολικά», επίσης δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Είναι έκδηλο από το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο αποτυπώθηκε αυτολεξεί ανωτέρω, ότι η εν λόγω αναφορά δεν συναρτάτο με το επίπεδο αξιοπιστίας του μάρτυρα, αλλά με την ικανότητα έκφρασής του, αδυναμία όμως που δεν τον εμπόδισε να θέσει «τις βασικές παραμέτρους της θέσης του ως προς το επίδικο έργο».
Ο πέμπτος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν υπήρξαν κακοτεχνίες και ελαττώματα στο έργο είναι εντελώς λανθασμένο και αναιτιολόγητο. Στηρίζεται στην αιτιολογία ότι αγνοήθηκε η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της πλευράς των Εφεσειόντων, αλλά και πως δεν αξιολογήθηκε ορθά η ίδια η θέση των Εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία ο Γιάπας επισκεπτόταν το έργο για διάστημα πέραν των έξι μηνών μετά την κατ΄ ισχυρισμό παράδοσή του, προς επίλυση προβλημάτων.
Εχουμε ήδη ασχοληθεί με το ζήτημα των επισκέψεων του Διευθυντή των Εφεσιβλήτων, κρίνοντας ως ορθή την ανάλογη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής ασχολήθηκε σε έκταση, αξιολογώντας τόσο τη μαρτυρία του Γεωργίου όσο και αυτή του εμπειρογνώμονα των Εφεσειόντων, με τις κατ΄ ισχυρισμό κακοτεχνίες, οι οποίες ήταν και το αντικείμενο της ανταπαίτησης. Απέρριψε τις θέσεις των Εφεσειόντων κρίνοντας ότι η σχετική έκθεση της πλευράς τους, τεκμήριο 2(3), δεν είχε τα χαρακτηριστικά σοβαρής και πλήρους μαρτυρίας. Αντίθετα καλυπτόταν από αοριστία, υπερβολή και μη στοιχειοθέτηση επιστημονικής άποψης. Εκρινε επίσης ως μη πειστική τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα, αναλύοντας τους λόγους με αναφορά στα επιμέρους κεφάλαια της μαρτυρίας του. Η σχετική ανάλυση του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως αυτή αποτυπώνεται στις σελίδες 26-29 της απόφασής του είναι πειστική και δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασής μας προς ανατροπή της.
Με την επιφύλαξη των πιο πάνω το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε πως δεν απεδείχθη, ούτως ή άλλως, το ποσό της προβληθείσας αξίας ή ζημιάς. Οι αρχές που διέπουν την απόδειξη κονδυλίων όπως τα υπό εκδίκαση παρατίθενται στο σύγγραμμα Hudson's Building and Engineering Contracts - Elevcnth edition, volume 1. Εντοπίζονται τα ακόλουθα στην παράγραφο 8-137:
«Consideration of the cases illustrated above shows that, in the case of defective work (that is, work not in accordance with the contract) there are in fact three possible bases of assessing damages, namely:
(a) the cost of reinstatement;
(b) the difference in cost to the builder of the actual work done and the work specified; or
(c) the diminution in value of the work due to the breach of contract.»
Η απουσία ανάλογης μαρτυρίας προς απόδειξη με αυστηρότητα και σαφήνεια και με παροχή συγκεκριμένων στοιχείων, οδήγησε, αναπόδραστα, το πρωτόδικο δικαστήριο στην κατάληξη ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης των αξιούμενων ανταπαιτητικά ποσών.
Παραμένει πλέον προς εξέταση ο έκτος λόγος έφεσης, που αφορά την κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη αποδοχή από το πρωτόδικο δικαστήριο της μαρτυρίας του Επιθεωρητή της ΑΗΚ ως υποβοηθητικής στην επίλυση των επιδίκων θεμάτων.
Δεν εντοπίζουμε περιθώρια επιτυχίας ούτε αυτού του λόγου. Ο μάρτυρας κρίθηκε ως ανεξάρτητος. Δικαιολογημένα, αφού δεν διαφάνηκε να είχε οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της δικαστικής διαδικασίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του, σημειώνοντας ότι προέβη σε πολύωρο, λεπτομερή και πλήρη έλεγχο της ηλεκτρικής εγκατάστασης και απορρίπτοντας τις περί του αντιθέτου θέσεις των Εφεσειόντων. Τόνισε επίσης ότι με επάρκεια και σαφήνεια απάντησε σε όλα τα ερωτήματα στην ενδελεχή αντεξέταση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων. Εκρινε, τέλος, πως οι εξηγήσεις που έδωσε για τον έλεγχο των ηλεκτρικών μηχανημάτων ήταν ικανοποιητικές. Αιτιολογώντας λοιπόν την κατάληξή του ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στα ανάλογα ευρήματα, απορρίπτοντας την αντίστοιχη μαρτυρία της πλευράς των Εφεσειόντων. Υπό τα δεδομένα αυτά το έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου δικαστηρίου διεκπεραιώθηκε στις ορθές νομικές διαστάσεις του και δεν παρέχονται περιθώρια οποιασδήποτε παρέμβασής μας.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εις βάρος των Εφεσειόντων και προς όφελος των Εφεσιβλήτων.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.